RealPolitik
Του Άρη Τσιούμα
Πολλά ψέματα είπαμε, ολα-ολα
Άς πούμε και μι’ αλήθεια, βατσιτσελο-βατσιτσό
[Παιδικό Τραγουδάκι]
Αυτό είναι ένα μη-ουδέτερο κείμενο για την πολιτική συγκυρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιθυμεί να είναι χυδαίο, τουλάχιστον όχι με τον κοινό τρόπο. Το μνημόνιο II είναι γεγονός από τις 13-2-2012 και πάμε παρακάτω. Η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ. Αυτό που είναι άξιο ερεύνης είναι οι πολιτικές ανακατατάξεις, οι οποίες μοιάζουνε, θαρρώ, με ένα σωρό από σκατά. Χιλιάδες μύγες συνωστίζονται από πάνω τους για να τα μελετήσουν με ηλίθιο ύφος αλλά, παραδόξως, ουδεμία χώνει τα χέρια της -ή τα πόδια της αν προτιμάτε- για μια βαθύτερη διερεύνηση. Αυτό, όμως, είναι που έχει νόημα σήμερα: μια ανάλυση της συγκυρίας, η οποία μολονότι έχει ως αφετηρία τους πολιτικούς χώρους, θέλει κυρίως να τους διαπλέξει σε μια επεξεργασία, που δεν θα εμμένει στην κατάδειξη ρηχών σημαινόμενων γύρω από το κλασσικό δίπολο πρόσωπα-διαπλοκή, αλλά στην ανάδειξη των βαθύτερων κοινωνικών εκπροσωπήσεων και συμφερόντων.
Η Τρόικα[Ε.Ε., Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ, κλπ]. Οι δανειστές, δηλαδή οι τοκογλύφοι, οι «κερδοσκόποι», τίποτε παραπάνω και τίποτε λιγότερο από την κυρίαρχη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ διεθνή καπιταλιστική συμμαχία που ελέγχει την πολιτικό-οικονομική σφαίρα της υφηλίου, άλλοτε συνεργαζόμενη κι άλλοτε ανταγωνιζόμενη τις υπόλοιπες παγκόσμιες καπιταλιστικές ολοκληρώσεις σε μια διαρκή αλληλεπίδραση μαζί τους. Το κέντρο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης σε συνεργασία με τις τοπικές ελίτ[την συμμαχία δηλαδή του αστικού πολιτικού προσωπικού με τους κατόχους των εθνικών κεφαλαίων και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κάθε χώρας], χαράσσει μια διεθνή πολιτική η οποία, υπερασπιζόμενη τόσο τα διεθνή συμφέροντα των ελίτ όσο και τα τοπικά, μετατρέπεται σε εθνική πολιτική, καθόσον επιβάλλεται από τον αστικό πολιτικό σχηματισμό κάθε χώρας.
Μετά την κρίση υπερσυσσώρευσης που εκδηλώνεται ανοιχτά από το 2008-2009 και η οποία εμφανίζεται από τα μέσα προπαγάνδας των αστών ως κρίση υπερχρέους, πολλά έπρεπε να αλλάξουν. Και, φυσικά, δεν εννοούμε εδώ τα πολλά που έχουν ήδη λεχθεί και αφορούν στον τρόπο διαβίωσης, στους μισθούς, στις συντάξεις κλπ. Το προηγούμενο βιοπολιτικό πλαίσιο διαχείρισης του καπιταλισμού, η σοσιαλδημοκρατία [που λόγω της χρονικής της έκτασης πήρε χαρακτήρα εποχής], εκδηλώθηκε ως το μοναδικό «φυσιολογικό» πλαίσιο διαχείρισης στο συλλογικό φαντασιακό. Οι εταιρίες θα δουλεύουν, η υπεραξία θα καρπώνεται, το πετσοκομμένο μέρισμά της θα επιστρέφεται στον εργαζόμενο για να καταναλωθεί, έτσι ώστε να καθαγιαστεί αυτή η διαδικασία ως η μόνη αληθής και αλάθητη κατάσταση που πάει την ανθρωπότητα κάθε μέρα ένα βήμα μπρος. Με απλά λόγια ο κόσμος του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα πίστεψε -ανεπανόρθωτα σχεδόν- ότι η κτηνωδία του καπιταλισμού έχει όρια.
Τα 3χρονα παιδάκια που εργάζονταν στα λαγούμια των Αγγλικών ανθρακουπόλεων ως το 1900 είναι πολύ μακριά χρονικά, ενώ τα αντίστοιχα 3χρονα σε κάποια Ταιβάν ή Ταϊλάνδη που σκοτώνονται σήμερα στα εργατικά ατυχήματα, είναι πολύ μακριά χωρικά από τα αφελή ή αδιάφορα μάτια της δυτικής κοινωνίας δικαίου.
Ωστόσο, να που εγένετο κρίση. Στην καρδιά του κτήνους, του δυτικού πολιτισμού. Κι έρχεται τώρα να απαντήσει ο καθένας, ανεξαρτήτως της ευρυμάθειας που κατέκτησε στο δημόσιο σχολείο της μαζικής εκπαίδευσης στο ερώτημα: τις πταίει; Αλλά και κάτι περισσότερο. Μπροστά στα μάτια του πλέον καλοπροαίρετου αφελούς, εκτυλίσσεται μια παράλογη -κατά τη γνώμη του- τραγωδία. Ό,τι γνώριζε μέχρι σήμερα ως θέσφατο του ανταγωνιστικού και άνισου, αλλά αναγκαίου με ορισμένους κανόνες παιχνιδιού, έχει ανατραπεί. Δεν θα δουλεύει πλέον 8 ώρες γιατί θα δουλεύει παραπάνω με τα ίδια χρήματα, εάν δεν είναι άνεργος. Δεν θα υπάρχει συλλογική σύμβαση. Είναι δυνατόν να μην σου κολλά κανείς ένσημα, είναι μπορετό να μην βγεις ποτέ στη σύνταξη, να μην έχεις για χρόνια ή και ποτέ ιατροφαρμακευτική κάλυψη, είναι δυνατόν να παίρνεις 300Ε μισθό για 12ωρη δουλειά, είναι δυνατόν να μην πληρώνεσαι καθόλου για μήνες ή χρόνια με διάφορες δικαιολογίες; Είναι δυνατόν η ανεργία να είναι πάνω από 25%, είναι δυνατόν να μην έχεις ηλεκτρικό ρεύμα τον 21ο αιώνα, είναι δυνατόν να σου πάρουν το σπίτι σε ένα απόγευμα, είναι δυνατόν να μείνεις άστεγος ενώ υπάρχουν εκατομμύρια άδεια σπίτια, είναι δυνατόν να πεινάσεις ενώ ποτέ πριν στην ανθρώπινη ιστορία τα αγαθά δεν ήταν περισσότερα και η παραγωγή τους τόσο εύκολη και η δυνατότητα διανομής τους τόσο μεγάλη; Ποιος ορίζει ότι όλα αυτά είναι δυνατά; Το καπιταλιστικό σύστημα, όπως αυτό εκφράζεται από τις διεθνείς ολοκληρώσεις του και τις εθνικές συμμαχίες του. Μα πως είναι δυνατόν; Δεν γνωρίζουν όλοι αυτοί οι «καθ’ ύλην αρμόδιοι» ότι εάν δεν επιστρέψεις ένα κομμάτι της υπεραξίας στον εργαζόμενο δεν θα μπορέσει να καταναλώσει; Και τότε τι θα απογίνουν όλα τα υπέροχα προϊόντα που παράγουν οι θαυμάσιες εταιρίες; Φυσικά οι ελίτ δεν έχουν τρελαθεί, ούτε έχουν τάσεις αυτοχειριασμού. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι το πόσο αυτό που επιστρέφει είτε ως μισθός, είτε ως «κοινωνική παροχή» [όροι από την παλιά εποχή] στους εργαζόμενους, είναι το βασικό επίδικο της ταξικής πάλης. Μιας πάλης, η τροπή της οποίας τα τελευταία χρόνια δεν μπορεί να αδικήσει την επιλογή των ελίτ για ολοκληρωτική επίθεση όχι απλά σε δικαιώματα αλλά σε ζωές. Η αλήθεια της παλαιάς δήλωσης ότι τα δικαιώματα κατακτώνται και ποτέ δεν χαρίζονται, χάσκει γυμνή, αρκετά πιστευτή σε όποιον ακόμα διερωτάται «τις πταίει». Τέλος, μπορούμε πια να υπογραμμίσουμε το οριστικό διαζύγιο της καπιταλιστικής θεώρησης από τις διαφωτιστικές ρίζες που επικαλούνταν κάθε φορά που μια ανταγωνιστική διαδικασία έπαιρνε χαρακτήρα άρνησης της πραγματικότητάς του.
Με λίγα λόγια, η παραδοσιακή φιλελεύθερη μήτρα του ρασιοναλιστικού και υλιστικού κοινωνικού δαρβινισμού η οποία εκφραζόταν υπό το πρίσμα του «ο αξιότερος επιβιώνει», ανατρέπεται στην κατεύθυνση μιας νέας παραλλαγής του εκφασισμένου καπιταλιστικού κοινωνικού δαρβινισμού. Διατηρώντας μονάχα τον υλισμό του, υπό το περίβλημα του κυνισμού και [αναφερόμενος πάντα στη βάση της παραγωγής] με όρους εξαίρεσης από την παραγωγή, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός ορίζει πλέον τη «νέα» θεωρητική αποκάλυψη της «ζωής που είναι άξια να βιωθεί» πετώντας στα σκουπίδια εκατομμύρια ζωές που απλά περισσεύουν.
Ουσιαστικά, είναι η «από άλλο δρόμο» ταύτιση του καπιταλισμού με τον ναζισμό, αφού με τον ίδιο τρόπο που η «εργασία απελευθέρωνε» στο Άουσβιτς, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο «απελευθερώνει» η ανεργία στα σύγχρονα μικρά ή μεγαλύτερα Νταχάου των μητροπολιτικών κέντρων του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Ορίστε, λοιπόν. Ποιος μπορεί να κατηγορήσει τους καπιταλιστές ότι δεν κάνουν RealPοlitik; Μήπως χάνουν χρήματα από την όλη διαδικασία; Καθόλου, μάλλον ο κύκλος εργασιών τους ανοίγει. Οι οποιουδήποτε τύπου ηθικές αιτιάσεις ποτέ δεν ενδιέφεραν τους αστούς, ήδη από τις πρώτες μέρες της ιστορικής περιόδου όπου και κατόρθωσαν να εκθρονίσουν την παλιά τάξη για να καταλάβουν την κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας.
Η εκλογίκευση της ανισότητας παραμένει ακέραια. Το μόνο που αλλάζει είναι η ένταση και η ποσότητα . Υπερασπίζονται με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά τους, και μανιπουλάρουν την πολιτική έτσι ώστε να οριοθετείται μια οικονομία που θα συνεχίσει να αναπαράγει την ίδια κατάσταση. Ας δούμε ποιοι «δεν έχουν αυταπάτες» και στέκουν στο πλευρό τους αταλάντευτα. Επίσης, έχει σημασία να δούμε ποιοι είναι γεμάτοι αυταπάτες και στέκουν στο πλευρό τους τάχα «ταλαντευόμενοι». Στο τέλος αυτού του κειμένου θα δούμε και κάποιους τρόπους του να κάνεις πολιτική και αντίσταση απέναντί τους.
ΠΑΣΟΚ. Προοίμιο της κατάρρευσης ενός πολιτικού συστήματος δυτικού τύπου, αποτελεί η ένδειξη αδυναμίας τοποθέτησης ενός πολιτικού σχηματισμού στο αξεπέραστο -μέχρι σήμερα- μεταδιαφωτιστικό πολιτικό φάσμα, το οποίο έχει διαμορφωθεί με όρους δεξιάς-αριστεράς. Ποιος από τους ορκισμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, ειδικότερα από αυτούς τους «προοδευτικούς» που ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ, όχι γιατί ήταν λαμόγια, αλλά «για να μην βγει η δεξιά», μπορεί να μας πει τι βγήκε τελικά μετά την νίκη του κόμματος που υποστήριξαν στις εκλογές;
Οι αφελείς που τώρα αρχίζουν να καταλαβαίνουν, θα κατανοήσουν στρεβλά το προφανές. Θα απαντήσουν ότι βγήκε δεξιά. Μα η δεξιά με όρους ιδεολογικής επικυριαρχίας βγαίνει εδώ και πάνω από 50 χρόνια. Όταν στο κυρίαρχο επί των πάντων ερώτημα, εάν θα ζήσουμε όλοι ως ίσοι άσχετα από μια «αξιοσύνη» που ζέχνει κοινωνικό δαρβινισμό, οι «σοσιαλιστές» απάντησαν με αξιολόγηση και οι σοσιαλιστές με τον υπαρκτό «σοσιαλισμό» που σήμαινε, δηλαδή, αξιολόγηση μετά ξύλου σε κάθε έκφανση της ζωής. Σοφιστείες θα πει κάποιος. Ωραία, λοιπόν, ας κόψουμε τις μάλλον δυσνόητες εξυπνάδες και ας επανέλθουμε στο πολιτικό σκηνικό με όρους πιο ξεμακιγιαρισμένης ανάλυσης. Άλλωστε, αυτή είναι που πονάει πιο πολύ. Θα συμφωνήσουν οι πιο παρατηρητικοί, ότι υπάρχει ένα πελώριο χάσμα ανάμεσα στο να ψηφίσεις ΠΑΣΟΚ [γιατί «λεφτά υπάρχουν» και θα γίνουν «μικρές αλλά σημαντικές για την περίοδο αυξήσεις»(!)], και μεταξύ του αποτελέσματος να κυβερνά ένας τραπεζίτης [από αυτούς που η σιχασιά του λαού εναντίον τους δεν χωρά σε γκάλοπ εκτός αν αποδεχτούμε ότι για πρώτη φορά νούμερα που εμφανίζονται μόνο σε χουντικά δημοψηφίσματα αντικατοπτρίζουν απλά κι αβίαστα την αλήθεια], μαζί με το πιο σκληροπυρηνικό κομμάτι ΠΑΣΟΚΩΝ, τη ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (ναι αυτή που ψηφίσαμε ΠΑΣΟΚ για να μην βγει) μαζί με το νέο-φασιστικό ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη -είναι αλήθεια έκανε φιλική συμμετοχή-. Το αποτέλεσμα που προέκυψε είναι μάλλον πολύ μακριά από ότι περίμενε και ο πλέον «κοψοχέρης» ψηφοφόρος. Όλα αυτά ενώ πλέον έχει χαθεί ακόμα και αυτή η δεδηλωμένη από το κόμμα το οποίο σε εκείνες τις εκλογές που μοιάζει να είχαν γίνει όχι 3 αλλά 13 χρόνια πριν κάνουν τους πιο υπομονετικούς να μιλούν για συνταγματική εκτροπή και τους πιο παρατηρητικούς για ξεκάθαρη κοινοβουλευτική χούντα .
Οπότε, έχουμε μια δεξιά, μια πιο δεξιά και μια πολύ πιο δεξιά παράταξη[καθώς έχει καταρρεύσει το σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης υπό όρους προθέσεων, ο καθένας μπορεί να τοποθετήσει την καθεμιά παράταξη σε όποιο σημείο του φάσματος θέλει: από δεξιά έως πιο δεξιά σύμφωνα με τα εντελώς προσωπικά του κριτήρια], έναν -δεξιό- τραπεζίτη να εμφανίζεται ως αρχηγός όλων, και μια χουντική εκτροπή την οποία οι από πάνω δεν έχουν κανένα συμφέρον να την ανακοινώσουν και οι από κάτω μια τεράστια φοβία να την παραδεχτούν, αφού έχουν διδαχθεί από παιδάκια ότι στη «δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Κάτι που, εν μέρει βέβαια, είναι μια μεγάλη αλήθεια. Δυστυχώς, το μάθημα που θα απαντούσε στο «για ποιόν» δεν παραδόθηκε ποτέ.
Παρότι όλο αυτό το σκηνικό εμπεριέχει επανειλημμένως τον μάλλον ρηχό όρο «δεξιά» ώστε να περιγραφεί η κατάσταση στο σύνολό της, το τελικό αποτέλεσμα ξεπερνάει κατά πολύ το μπαμπούλα της δεξιάς που δεν τρομάζει πια κανένα παιδάκι. Θεωρητικά μιλήσαμε πιο πάνω τι σημαίνει όλη αυτή η ανακατάταξη. Με όρους πραγματικότητας, σηματοδοτείται η -προσωρινή ευελπιστούμε- αλλά πάντως καίρια νίκη των δυνάμεων του κεφαλαίου επί των δυνάμεων της εργασίας, απότοκο της οποίας είναι η «δυνατότητα» μη-ζωής για μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Είδαμε πιο πάνω γιατί η «τρόικα» κάνει RealPolitik. Τα συμφέροντά της υπερκαλύπτονται από την ανεμπόδιστη εφαρμογή του σχεδίου της, που ως βασικούς πυλώνες έχει το τσάκισμα των δυνάμεων της εργασίας [και για να μην κατηγορηθούμε για αοριστολογίες αυτό σημαίνει το τσάκισμα των ανθρώπων που ζουν κυρίως από την εργασία τους ή χρειάζεται να εργαστούν για να ζήσουν και των οικογενειών τους], την εξολόθρευση κάποιων τοξικών κεφαλαίων, την καταστροφή κάποιων παραγωγικών δομών και την αντικατάστασή τους από άλλες πιο ανταγωνιστικές και ακόμα πιο κερδοφόρες. Πιο ανταγωνιστικές απέναντι στην δύναμη της εργασίας και πιο κερδοφόρες μετά την συντριβή του μισθολογικού και του μη-μισθολογικού κόστους.
Μέχρι εδώ όλα καλά (που λέει ο λόγος). Στην πολιτική αρένα όμως τι συμβαίνει; Οι τελευταίες διαγραφές, οι αρνήσεις παροχής συναίνεσης κομματιού του αστικού μπλοκ στην κυρίαρχη πολιτική επιβολή μπορεί να θόλωσαν τα νερά κυρίως για όσους ήθελαν να τα θολώσουν λίγο, ώστε να αναδειχθεί μια δήθεν ελπίδα ότι θα δοθεί λύση εντός συστήματος ή αλλιώς ότι «θα πιάσουν ψάρι χωρίς να βρέξουν κώλο».
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: είναι προδότες οι πολιτικοί ή κάτι άλλο φταίει; Αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει η έννοια της προδοσίας είναι η ύπαρξη μιας ενοποιημένης κοινότητας συμφερόντων σε πραγματικό ή φαντασιακό επίπεδο, την οποία κάποιος ή κάποιοι από τα μέλη της, την διαρρηγνύουν για να περάσουν σε μια θέση η οποία de facto θεωρείται εχθρική και αταίριαστη. Κι εδώ έρχεται το δεύτερο ερώτημα: ποια κοινότητα συμφερόντων μοιραζόταν τάχα ο εργαζόμενος της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης, ο άνεργος των δυτικών προαστίων, ο φοιτητής που πρέπει να δουλεύει χωρίς ένσημα και να πληρώνει για τις «δωρεάν» σπουδές του, ο μετανάστης που χτίζει το σπίτι στα βόρεια προάστια, ο μαθητής που εκτελείται στα Εξάρχεια, ο αγρότης στο μπλόκο του Προμαχώνα, ο κλέφτης τραπεζών, ακόμα και ο δαιμονοποιημένος δημόσιος υπάλληλος των 1000Ε καθαρά μετά από 20 χρόνια εργασίας με το πολιτικό προσωπικό; Εδώ θα πρέπει να επιλέξουμε. Τρία σενάρια υπάρχουν. Το πρώτο από αυτά θέλει το έθνος να οριοθετείται ως μυστικιστική κοινότητα. Είμαστε όλοι Έλληνες, οπότε έχουμε κοινά συμφέροντα, οπότε μας πρόδωσαν και πήγαν με τους ξένους. Το σενάριο αυτό, που καταναλώνεται κυρίως από τις πιο καθυστερημένες πολιτικά λαϊκές τάξεις ακροδεξιών πεποιθήσεων, δεν εξηγεί γιατί πρέπει να αγανακτούμε με τις εκατοντάδες περιπτώσεις μιζών οι οποίες ήταν το αγαπημένο χόμπι των πολιτικών ελίτ τόσα χρόνια. Σε ελληνικά χέρια δεν κατέληξαν τα χρήματα; Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να πανηγυρίζουμε κιόλας, καθώς οι παμπόνηροι Έλληνες πολιτικοί είναι οι μοναδικοί που κατάφεραν να τα αρπάξουν από τους άθλιους καταστροφείς Γερμανούς.
Δεν μπορώ να πιστέψω πως έχει ξεχάσει κάποιος ότι τεράστια ποσά από την γερμανικών συμφερόντων SIEMENS κατέληξαν σε τσέπες Ελλήνων πολιτικών. Δεύτερο σενάριο. Υπάρχει κοινότητα συμφερόντων, διαμέσου της κοινωνικής διαφθοράς. Αυτό το σενάριο καταναλώνεται ευρέως από τα πιο προωθημένα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα που έχουν τη φωλιά τους χεσμένη, και κρίνοντας εξ’ ιδίων τα αλλότρια, θεωρούν ότι τα λαμόγια που φίλησαν κατουρημένες ποδιές για να τους βολέψει κάποιος πολιτικός σε μια θέση αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Όχι απλά δεν καταλαβαίνουν γιατί σήμερα εκατομμύρια συμπολίτες τους που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα εξαγριώνονται και εξεγείρονται όταν ακούν το πιο ογκώδες παράσιτο του πολιτικού προσωπικού να δηλώνει με την αλαζονεία που του δημιουργεί η μη αίσθηση κινδύνου ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε», αλλά συντάσσονται μαζί του.
Ακόμα όμως και όταν οι ίδιοι καταλάβουν ότι οι «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή η άγρια καπιταλιστική αναδιάρθρωση, μπορούν να εξαφανίσουν την μέχρι χθες τάχα εξασφαλισμένη οργανική τους θέση, πετώντας τους σταδιακά στο περιθώριο, και εφόσον παρατηρήσουν ότι η θέση του «συντρόφου» [«μαζί τα φάγαμε] μένει αλώβητη και ο «σύντροφος» μπορεί να συνεχίζει να παρασιτεί χωρίς να δουλεύει, θα πετάξει το σενάριο 2 στον κάλαθο των αχρήστων. Υπάρχει και το τρίτο σενάριο που λέει ότι όλοι οι προαναφερόμενοι της κοινωνικής βάσης δεν ανήκαν ποτέ σε μια πραγματική κοινότητα συμφερόντων με τους εξουσιαστές. Η μόνη σχέση που είχε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής βάσης με το πολιτικό προσωπικό και με το ευρύτερο πολιτικό σύστημα ήταν οι αλυσίδες της υποτέλειας που το έδεναν σε μια επίφαση συναίνεσης με το υπάρχον. Οι χιλιάδες ακάλυπτες ανάγκες όμως της κοινωνικής πλειοψηφίας που γεννιούνται κάθε μέρα σπάν σιγά-σιγά τις αλυσίδες.
Αυτή η σχέση υποτέλειας που βασίζεται στην συναίνεση της βάσης για την διάπραξη του εγκλήματος στο σώμα της, έχει μια ιδιαίτερη σημασία για την ανάγνωση των τελευταίων εξελίξεων. Το αστικό πολιτικό προσωπικό τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ιδιαιτέρως αναλώσιμο λόγω της κρισιμότητας των καταστάσεων. Όλοι οι εκπρόσωποί του, αναλαμβάνουν ειδικές αποστολές οι οποίες εξυπηρετούν τις ανάγκες του καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Ο Παπανδρέου ας πούμε για να «κλείσει» το μνημόνιο Ι και το μεσοπρόθεσμο, ο Παπαδήμος για το PSI, ο Σαμαράς για το Μνημόνιο ΙΙ, ο Καρατζαφέρης για να φαίνονται πολλοί, ο Κουβέλης για να φαίνονται ανθρώπινοι(ανατριχιαστικό), η Ντόρα για να μη φαίνονται ανθρώπινοι, ο Στέλιος Ράμφος για να φαίνεται ότι φιλοσοφούνε μετά μαλακίας, η Χρυσή Αυγή εάν δεν θέλουν να φαίνονται καθόλου, οι ΚΚΕδες για να μην πάει τίποτα στραβά, ο Τσίπρας μήπως 1 στο εκατομμύριο πάει κάτι στραβά και η λοιπή αριστερά που εάν πάει κάτι στραβά αυτή δεν θα είναι εκεί. Με κάτι άρματα, οικολόγους και πράσινα άλογα δεν ασχολιόμαστε, γιατί δεν ασχολιόμαστε με κάθε μαλακία, αλλά με τις σημαντικότερες.
Αυτό λοιπόν το αναλώσιμο προσωπικό των κυβερνητικών πολιτικών σχημάτων έχει χωριστεί προσωρινά με βάση, όχι το πόσο ευαίσθητος είναι ο καθένας απέναντι στα βάσανα του λαού ή κάτι παρόμοιο, αλλά λόγω του ότι το σύστημα πρέπει να αναδιατάξει όλες τις εφεδρείες του στη σκακιέρα, ούτως ώστε οι δυνάμεις του να εμφανίζονται σε όλα τα κέντρα δύναμης και εξουσίας. Έτσι, λοιπόν, η ηγεσία των καθ’ αυτό αστικών πολιτικών σχηματισμών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, έχει προσδεθεί γερά γύρω από το κέντρο εξουσίας που συγκροτεί η διεθνής καπιταλιστική ολοκλήρωση, όπως αυτή παρουσιάζεται σήμερα.
Η ολοκληρωτική συμμετοχή των ελληνικών αστικών κομμάτων στα σχέδια του διεθνούς καπιταλιστικού σχηματισμού και η υποταγή του λόγω των κοινών ταξικών συμφερόντων δεν αμφισβητείται, δεδομένου ότι ο μόνος τρόπος απαγκίστρωσης θα ήταν η προσκόλληση σε άλλο κέντρο διεθνούς εξουσίας, η οποία θα επικυριαρχούσε στο προαναφερόμενο. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί τώρα. Η ηγεσία των πολιτικών αστικών σχηματισμών θα αποτελεί τους ιμάντες μεταφοράς της πολιτικής της δυτικής κεφαλαιοκρατικής ολοκλήρωσης. Στο πλευρό τους θα έχουν τους μοναδικούς που μοιράζονται μαζί τους μια αρκετά συμπαγή κοινότητα συμφερόντων, το μεγάλο εθνικό κεφάλαιο, όλων των τύπων.
Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι παρά την συνταγματική εκτροπή, το πολιτειακό καθεστώς δεν έχει μεταβληθεί και κάποτε μέσα στον επόμενο χρόνο θα πρέπει να γίνουν εκλογές, ένα κομμάτι του αστικού μπλοκ [κυρίως το μεσαίο στελεχικό δυναμικό του, μέσης ηλικίας] δεν θα καεί, αλλά θα κρατήσει κατόπιν εορτής τάχα αποστάσεις από την πολιτική της τρόικας, για να επανέλθει στις εκλογικές περιφέρειες, μαζεύοντας ό,τι είναι δυνατόν περισσότερο. Ειδικότερα, οι «ανεξάρτητοι» πλέον Πασόκοι έχουν αναλάβει την ειδική αποστολή προσεταιρισμού των πιο καθυστερημένων πολιτικά μερίδων της εργατό-αγροτικής και μικροαστικής τάξης -κυρίως της επαρχίας- [το πάλαι ποτέ λαϊκό ή παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ] και την επαναπρόσδεσή τους στο αναστημένο υπό τον Βενιζέλο ΠΑΣΟΚ. Ειδάλλως, θα πρέπει απλά να δημιουργήσουν σχηματισμούς-δορυφόρους του ΠΑΣΟΚ και του Κουβέλη, ώστε να μην περάσουν ολόκληροι μηχανισμοί του ΠΑΣΟΚ στην αριστερά.
Μια επιπλέον αποστολή είναι να διατηρήσουν τον έλεγχο στις συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ. Η επιλογή της δήθεν αποστοίχισης από την πολιτική των τροϊκανών ενός σημαντικού κομματιού της προαναφερόμενης μερίδας του αστικού πολιτικού προσωπικού, είναι απλά άλλος ένας γύρος ανάπτυξης του οργανωμένου σχεδίου της ως άνω πολιτικής. Το πόσοι, το ποιοι, το σε πια χρονική περίοδο, δηλαδή αρκετά κοντά στις εκλογές ώστε να θυμάται ή μάλλον να θέλει να θυμάται κάποιος την «αντίσταση» και όχι την στοίχιση, αρκετά μετά όμως από τις κρίσιμες αποφάσεις έτσι ώστε να μην δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στο σχέδιο και στους εαυτούς τους, οι «ανεξάρτητοι» βουλευτές εκτός από βαθιά εξαρτημένοι είναι και οι μεγαλύτεροι καραγκιόζηδες που έχουν παρελάσει από το υπερλούξ στρατόπεδο συγκέντρωσης παρασίτων, το κοινοβούλιο.
Νέα Δημοκρατία. Στον έτερο κεντρικό πολιτικό πυλώνα στήριξης της ντόπιας και διεθνούς ελίτ τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Η περίοδος διακυβέρνησής της, εξέπεμψε σε διευρυμένα κοινωνικά στρώματα την αίσθηση μιας τραγωδίας στην οποία κεντρικό ρόλο είχε το χάος. Το γεγονός ότι το σύστημα προπαγάνδας δεν είχε αποφασίσει ακόμα να «βγάλει στη φόρα» τα «πραγματικά» νούμερα του «χρέους» λόγω της προεκλογικής διαδικασίας, ώστε να μπορεί να κάνει χρήση τους μετεκλογικά σε μια ακόμη εφαρμογή του «δόγματος του σοκ», έκανε τον υποψήφιο της δεξιάς να μοιάζει ως ο μοναδικός σκληρός ηγέτης που ζητά «μηδενικές αυξήσεις» σε σύγκριση με τον «γαλαντόμο» υποψήφιο των σοσιαλιστών.
Την επομένη των εκλογών, οι ελίτ μέσω των ΜΜΕ θα τραβήξουν σε μια «εντελώς θεατρική κίνηση» την κουρτίνα που κρύβει τη σαβούρα της δράσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών απατεωνιών. Ο Παπανδρέου -άγνωστο αν αυτό έχει γίνει πριν ή μετά τις εκλογές- θα τρέξει να ευθυγραμμιστεί, ως αρχηγός κράτους πλέον, με τα συμφέροντα των ντόπιων και διεθνών ελίτ, παρουσιάζοντας την ένταξη της χώρας στο ΔΝΤ ως μονόδρομο.
Η δεδομένη υποστήριξη της κυβέρνησης στα σχέδια των διεθνών οργανισμών της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, θα θέσει ένα αξεπέραστο δεδομένο στην κούρσα διαδοχής που διεξάγεται παράλληλα στο κόμμα της δεξιάς.
Οι δύο υποψήφιοι που θα εμφανιστούν, θα διαχωριστούν με βάση την υποτιθέμενη φαντασιακή αναφορά μιντιακού τύπου -και όχι φυσικά την ουσία- που διεκδικούν σε σχέση με διαφορετικά ακροατήρια και κοινωνικές δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα, καθώς ο πατριωτισμός του Α. Σαμαρά δεν ήταν τόσο ανιδιοτελής ώστε να μην ανοίξει τα σύνορα με την Αλβανία το 1991, όταν το ελληνικό κεφάλαιο χρειαζόταν φτηνά εργατικά χέρια για να χτίσουν τις βάσεις της επακόλουθης περιόδου εκσυγχρονισμού, έχτισε ένα προφίλ που τον θέλει να απομακρύνεται από το πολιτικό κέντρο που την προηγούμενη περίοδο είχε αναδειχθεί σε ρυθμιστή των πολιτικών συσχετισμών και το οποίο εξέφραζε στην πολιτική σκηνή τα ιδιαίτερα συμφέροντα που προέκυπταν από την συμμαχία των μεγαλοαστών -που διεύρυναν τον κύκλο εργασιών τους με την οικονομική αποικιοποίηση των Βαλκανίων- με την μεσαία τάξη που απολάμβανε την κατανάλωση αποχαύνωσης που απέφερε η εκσυγχρονιστική περίοδος της «εθνικής οικονομικής ανάπτυξης».
Αυτή η διαδικασία αποτελούσε την εισαγωγή στην τελευταία σπείρα με πρόσημο ευδαιμονίας και καπιταλιστικών υποσχέσεων η φούσκα του υπερδανεισμού, -της υποθήκευσης δηλαδή του μέλλοντος με όρους ολοκληρωτικής βιοπολιτικής διαχείρισης τόσο της βάσης όσο και του εποικοδομήματος της κοινωνικής διάρθρωσης- όπως ήταν φυσικό κάποτε έσπασε, φτύνοντας επιταγές καθετοποιημένων αναδιαρθρώσεων που οδηγούσαν στην προλεταριοποίηση τα πιο αδύναμα κομμάτια των μεσοαστών που συσπειρώνονταν στους κεντρικούς αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς.
Ο Σαμαράς, όρισε ως προνομιακό ακροατήριο τα μικροαστικά και λαϊκά στρώματα, επαναφέροντας την ρητορική της «λαϊκής-παραδοσιακής δεξιάς». Πέρα από το ιδιαίτερο προφίλ που ο Σαμαράς ήθελε να καλλιεργήσει, το οποίο και θα του παρείχε τις απαραίτητες αποστάσεις από την προηγούμενη διακυβέρνηση της ΝΔ -υπο «φιλελεύθερη» ηγεσία-, οι αντιστοιχίσεις της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ [από τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης του] δείχνουν να ευθυγραμμίζονται με τις βαθιές κοινωνικές ανακατατάξεις. Πιο συγκεκριμένα, και να ήθελε ο Σαμαράς να «ποντάρει» στην κοινωνική βάση του κεντρώου χώρου, αυτή έχει αδειάσει από κόσμο, καθώς με κάθε καινούργιο μέτρο και νομοσχέδιο που περνάει το ΠΑΣΟΚ νέες κατηγορίες μικροαστικών και μεσοαστικών κομματιών αποσπώνται ταξικά από την προηγούμενη τοποθέτησή τους.
Η παραγωγή πολιτικής γραμμής από τον Σαμαρά, την επομένη της ανάδειξης του σε πρόεδρο της ΝΔ, θα ευθυγραμμιστεί με τις παραπάνω κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές. Η παραγωγή «αντίστασης» με τις δήθεν αντιμνημονιακές κατευθύνσεις, ταυτίζεται με την ανάγκη αναφοράς που έχει κάθε μαζικό πολιτικό σχήμα που θέλει να κυβερνήσει στην βάση μιας κρίσιμης κοινωνικής μερίδας. Ταυτόχρονα, η «αντίσταση της ελληνικής σημαίας»[η πιο ρηχή και ρευστοποιημένη εκδήλωση των πρώτων φασιστικών σκιρτημάτων] όπως αυτή θα εκφραστεί στις πλατείες της κενότητας, θα μπορεί ακόμα να ανακαλύψει τον τρόπο που θα στοιχηθεί πίσω από την μεγάλη δεξιά παράταξη με την παραδοσιακή και εθνική ρητορεία. Η τελευταία στροφή ελέω κυβερνητικού ρεαλισμού που κάνει ο Σαμαράς υπέρ του μνημονίου, εξηγεί και τις γελοιότατες δηλώσεις, κατά τις οποίες ως άλλος Ζορό ξηλώνει μάσκες από κουκουλοφόρους-καθάρματα. Το γεγονός είναι, ότι μετά το αναμενόμενο πέρασμά του στη γραμμή υπεράσπισης του μνημονίου, η όποια σχέση κοινωνικής βάσης της λαϊκής δεξιάς με την ηγεσία της πρέπει να θεωρείται ανεπανόρθωτα κατεστραμμένη. Ο μόνος δρόμος πια είναι να ποντάρει σε μια ρητορική που να βασίζεται σε μια φαντασιακή κοινότητα συμφερόντων, τα οποία πλέον εδράζονται μόνο στο επίπεδο της επίπλαστης ελέω «ιδεολογίας» άποψη. Η παλαιά ναζιστική εκδοχή κατασκευής εσωτερικών εχθρών, ώστε να καλλιεργείται η εντύπωση ότι η βάση με την ηγεσία δίνουν έναν κοινό αγώνα από την ίδια πλευρά της όχθης απέναντι στον άλλο επανέρχεται. Τα δε εργαλεία της, με τα οποία θα προσπαθήσει να αναδομήσει βίαια τον κοινωνικό ιστό, παραμένουν ίδια, βία, καταστολή και κρατική τρομοκρατία. Την συγκεκριμένη θέση του άλλου σε αυτή την ιστορική περίοδο την καταλαμβάνει πολιτικά το αναρχικό κίνημα, και κοινωνικά οι μετανάστες.
Βγαίνει, νομίζω, αυθόρμητα το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω, ότι η τότε έτερη υποψήφια για την προεδρεία της ΝΔ Ντ. Μπακογιάννη, τασσόμενη ανοιχτά στο άκρο του πολιτικού τόξου που καλύπτει τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού θα έχανε, δεδομένων δυο σημαντικών παραγόντων. Η κοινωνική βάση που συγκροτούσε το πολιτικό κέντρο έχει εξασθενήσει, ενώ η τάξη που ηγείται του πολιτικό-κοινωνικού συνασπισμού του μεσαίου χώρου, δηλαδή οι μεγαλοαστοί, έχουν τον ακλόνητο και αρκετά πιο φρέσκο εντολοδόχο τους -και μάλιστα στην παράταξη η οποία είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι θα κερδίσει στις επερχόμενες εκλογές και μάλιστα με μεγάλη διαφορά- Γιώργο Παπανδρέου[δεν έχει κυβερνήσει, αντίθετα με την Μπακογιάννη που έχει εκτεθεί το προηγούμενο διάστημα στην κυβέρνηση Καραμανλή, ενώ βασικό ρόλο παίζει και το ποια παράταξη θα κερδίσει]. Είναι προφανές από την παραπάνω προσέγγιση, ότι το σχέδιο Μπακογιάννη -το οποίο μπορεί να μοιάζει το πιο ταιριαστό σε σχέση με το σχέδιο που θα αναπτύξει η Τρόικα και οι λοιποί καλοθελητές- μένει χωρίς αντίκρισμα άρα και χωρίς ακολουθητές. Δεν μπόρεσε να καταρτίσει -και λόγω συγκυριών- μια RealPolitik, η οποία επειδή θα είναι αναγκαία στο κεφάλαιο, θα διασφαλίσει την πολιτική παρουσία της Μπακογιάννη. Το πόσο άχρηστο την δεδομένη περίοδο υπό τους συγκεκριμένους όρους ήταν το σχέδιο Μπακογιάννη, αποδεικνύεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο πολιτικός σχηματισμός της είναι από τους λίγους που δεν μπορούν να πιάσουν ούτε το 3% για να μπουν στη Βουλή.
Ας επανέλθουμε όμως στις συγκαιρινές πολιτικές αναδιατάξεις. Η δήθεν αντιμνημονιακή -και εκ του ασφαλούς- στάση Σαμαρά το προηγούμενο διάστημα, επέτρεψε στη ΝΔ να αποτελέσει τον μόνο πυλώνα των παραδοσιακών αστικών πολιτικών σχηματισμών που διασώθηκε μόνο με κάποια σοβαρά, αλλά όχι ανεπανόρθωτα -εκ πρώτης όψεως- τραύματα. Η βάση της λαϊκής δεξιάς, όσο κυριαρχεί η αντιπολιτευόμενη αντιμνημονιακή στάση, δεν έχει τεράστια προβλήματα με την ηγεσία ώστε να αποστοιχίζεται μαζικά και να αποσυσπειρώνεται δημοσκοπικά.
Αυτή η δυναμική, όμως, που υπό όρους θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάληψη της διακυβέρνησης από την ΝΔ, βασίζεται σε αντίστροφα πολιτικά πρόσημα και κοινωνικές ανάγκες που ορίζει η βάση στην οποία στηρίζεται το κόμμα. Είναι σαν να πραγματοποιήθηκε μια προεκλογική καμπάνια χωρίς εκλογές, ακριβώς αντίστροφη, αλλά κατά τα άλλα πανομοιότυπη με την τελευταία του 2009.
Το κυβερνόν ΠΑΣΟΚ επιτίθεται χωρίς ίχνος ντροπής στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, συνεχίζοντας το έργο Καραμανλή, και η αντιπολιτευόμενη ΝΔ με την δήθεν αντιμνημονιακή στάση είναι σαν να δηλώνει με έναν κάπως πιο περίπλοκο τρόπο, σε μια νέα παραλλαγή, το αλησμόνητο «λεφτά υπάρχουν». Η παραλλαγή στις νέες συνθήκες είναι το εύθυμο «υπάρχει άλλος δρόμος για την εθνική ανάπτυξη».
Θα πει κάποιος, ότι εδώ δεν ανακαλύψαμε κάποια Αμερική, απλά επανακαταθέτουμε με αφορμή τις τωρινές εξελίξεις την ίδια ακριβώς διαδικασία που ακολουθεί εδώ και 30 χρόνια το δικομματικό σύστημα.
Κι όμως. Στις τωρινές συνθήκες βρίσκεται κάτι πραγματικά νέο. Είναι η ίδια η κρίση. Εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν νέο οριακό αλλά δυναμικό πολιτικό επανακαθορισμό των δυνάμεων του κεφαλαίου, όπως τα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα, ελέω της διεθνούς κατάστασης και των κρίσιμων αποφάσεων που πρέπει να πάρουν οι ελίτ για την διασφάλιση της συνέχισης της βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος [που δεν σημαίνει τίποτε άλλο από την επιχειρούμενη δομική πλέον αύξηση της κερδοφορίας μέσω της εκμετάλλευσης], οι αλλαγές που πραγματοποιούνται στο κοινωνικό σώμα, με την μετατόπιση χιλιάδων ανθρώπων σε δυσμενέστερη ταξική θέση και η άνευ προηγουμένου υποχώρηση των δυνάμεων της εργασίας, δεν μπορούν να ολοκληρώσουν την πολιτική τους έκφραση στο πέρασμα κάποιων χιλιάδων του «μεσαίου χώρου» από την μια αστική παράταξη στην άλλη. Το κοινωνικό σώμα που μπορούσε να διατηρήσει τις πολιτικές αλλαγές σε διαχειρίσιμα αστικά πλαίσια βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Εφόσον, λοιπόν, οι κοινωνικές ανάγκες εξεγείρονται, οι αστικοί πολιτικοί σχηματισμοί πρέπει να απευθυνθούν στην πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων με όρους ιδεολογημάτων. Οι εκλογές είναι πλέον ορατές χρονικά, οπότε η αναμενόμενη στροφή της ΝΔ ήταν ώρα να αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια του πλήθους κι αποκαλύφθηκε. Ο μαλάκας με το ελληνικό σημαιάκι, ο ίδιος που πριν 8 χρόνια έτρεχε στο EURO και στους Ολυμπιακούς, ήταν ο μαλάκας με περικεφαλαία και απεδείχθη ως αυτός που υποψιαζόμασταν εξ’ αρχής…ένας μαλάκας.
Τώρα, έχοντας χάσει πολύτιμο χρόνο κι έχοντας στις πλάτες της όχι ένα, αλλά δυο μνημόνια με όλα όσα αυτά επιφέρουν στην πραγματική ζωή, η εργατική τάξη, η οποία αποτελείται πια από κάθε καρυδιάς καρύδι, θα δείξει σημάδια μαζικής αποστοίχισης από τους παραδοσιακούς αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς και σύμφωνα με τα ιδιαίτερα πιστεύω και συμφέροντα των εκατομμυρίων που την συγκροτούν θα προσπαθήσει να εκφραστεί πολιτικά.
Κλείνοντας με την ΝΔ, πρέπει να τονίσουμε τον ειδικό ρόλο που έχουν αναλάβει οι δικοί της «ανεξάρτητοι». Μετά την στροφή της ΝΔ υπέρ της Μνημονιακής Σύμβασης, πρέπει να καλυφθεί το κενό που προκύπτει ανάμεσα στη βάση της λαϊκής δεξιάς που συνέχει το κόμμα και την ηγεσία. Οι πρώην ψηφοφόροι της ΝΔ ψάχνουν εναγωνίως αντιμνημονιακή πολιτική στέγη που η οροφή της να μην είναι βαμμένη σε αποχρώσεις του κόκκινου. [παιδική αρρώστια των Ελλήνων ακροδεξιών, λόγω Μελιγαλά].
Ο Καρατζαφέρης, που αποτελούσε ως τώρα ένα ασφαλές καταφύγιο για τους διαφωνούντες, προσγειώθηκε στην τελευταία κωλοτούμπα του με το κεφάλι, ενώ η Μπακογιάννη μοιάζει πιο εχθρικός προορισμός κι από το ΚΚΕ μ-λ για την βάση της λαϊκής δεξιάς. Δυο λύσεις υπάρχουν. Όσοι νιώσουν εν αρμονία με την βαθύτερη φύση των ακροδεξιών καταβολών τους θα «περάσουν στα άκρα», όπως είναι το σύνθημα της Χρυσής Αυγής [άσχετα αν και η Χρυσή Αυγή συντάσσεται ανοιχτά με την κυριαρχία], ενώ οι υπόλοιποι θα ξανασυσπειρωθούν στη ΝΔ ή στους πολιτικούς δορυφόρους της που θα δημιουργήσουν οι ανεξάρτητοι βουλευτές της ΝΔ . Οι τελευταίες εφεδρείες του αστικού συστήματος κάνουν την εμφάνισή τους σε όλο ανεξαρτήτως το πολιτικό φάσμα.
Δημοκρατική Αριστερά: Μιλώντας για συστημικές εφεδρείες, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την πιο πολλά υποσχόμενη αυτή την περίοδο -να καλύψει τις ανάγκες του κεφαλαίου- νεαρά [που καθόλου νεαρά δεν είναι αλλά μάλλον μια παλιά γριά πουτάνα της πολιτικής] Δημοκρατική Αριστερά, του γνωστού τυχοδιώκτη Κουβέλη.
Η Δημοκρατική Αριστερά, αρχικά τουλάχιστον, εμφανίστηκε ως απότοκο της διαρκούς διαφωνίας στο εσωτερικό του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, κυρίως σε όσα αφορούσαν στην πολιτική συμμαχιών όπως αυτή εκφραζόταν με την στήριξη του μετωπικού σχήματος του ΣΥΡΙΖΑ από τον ΣΥΝ. Η εποχή, όμως, που εκδηλώθηκε δημόσια η αντίδραση και τελικά η διάσπαση των «Ανανεωτικών» δεν είναι διόλου ουδέτερη ή αθώα ώστε να αποτελεί ένα καπρίτσιο της μειοψηφίας του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ. Ήδη, ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου έχει «εντάξει» την Ελλάδα στο ΔΝΤ -Απρίλιος 2010-, δυο μήνες πριν την ίδρυση της ΔΗΜ.ΑΡ. Εύκολα κάποιος θα μπορούσε να προβλέψει τι θα ακολουθήσει και να θεωρήσει τη στιγμή κατάλληλη ώστε να ρίξει τη ζαριά της ίδρυσης ενός κόμματος, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει διάδοχο του ΠΑΣΟΚ.
Ως εδώ κανένα πρόβλημα. Η Εδέμ των Ανανεωτικών, από το 1990 τουλάχιστον, ήταν να καταλάβουν κυβερνητικές θέσεις, είτε μέσω της διεμβόλησης, είτε μέσω της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική λέσχη του Κουβέλη είδε το ρεύμα και είπε να το αρπάξει για να βγει στον αφρό. Και λέμε λέσχη, γιατί φυσικά δεν πρόκειται για κοινωνικό σχηματισμό -έστω ιεραρχικό,- καθώς δεν έχει οργανώσεις βάσης.
Ως άλλος «αριστερός Καρατζαφέρης», η ομάδα Κουβέλη πρώτα κατέγραψε ποσοστά στις δημοσκοπήσεις και μετά ενδιαφέρθηκε να στελεχωθεί πολιτικά. Κι αυτό έχει τεράστια σημασία. Αυτή τη στιγμή οι μόνοι που αντιπροσωπεύονται κοινωνικά από το σχήμα του Κουβέλη και μπορούν να ταυτιστούν μαζί του πολιτικά ώστε να αποτελέσουν την κοινωνική του βάση, είναι κομμάτια των δημοσίων υπαλλήλων που χάνουν μισθούς και θέσεις, μεσοαστοί που νοιώθουν να απειλούνται με προλεταριοποίηση, ιδιοκτήτες ακινήτων που θίγονται από την φοροεπιδρομή, και γενικότερα ένα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας αστικής τάξης η οποία στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο βρίσκεται ακριβώς στο όριο του περάσματος από την προηγούμενη ταξική της θέση στη νέα.
Μερικά μη τυχαία συμβάντα είναι οι γνωστές στους παροικούντες της Ιερουσαλήμ παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ανάμεσα στους εργατοπατέρες της ΠΑΣΚΕ, να περάσουν αύτανδροι μαζί με τις δυνάμεις τους στο κόμμα του Κουβέλη. Οι εν λόγω δυνάμεις έχουν σαφή αναφορά στις μεγάλες ΔΕΚΟ, στις οποίες ο αριθμός των εργαζομένων δίνει μια σημασία στα πολιτικά πρόσημα που μπαίνουν μπροστά από τις παρατάξεις που συγκροτούν τις ηγεσίες των Συνδικάτων.
Παράλληλα, το πρώτο τμήμα του παλαιού ΠΑΣΟΚ που πέρασε οργανικά στους κόλπους της ΔΗΜ.ΑΡ. δεν είναι άλλο από την εκσυχρονιστική πτέρυγα των Σημιτικών. Η φιγούρα του σαλτιμπάγκου της πολιτικής, Μπίστη, φιγουράρει ήδη στις μεταγραφές. Οι ίδιες δημοσκοπήσεις άλλωστε που φέρνουν τον Κουβέλη δεύτερο κόμμα, είναι που λένε ότι απορροφά τους περισσότερους από τους πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Η σημαντικότητα αυτής της μέτρησης δεν είναι ασφαλώς στο αναμενόμενο αποτέλεσμα, αλλά στη διερεύνηση της τωρινής κοινωνικής θέσης της μερίδας αυτής. Η εκτίμηση μας είναι ανεμομαζώματα-διαολοσκορπίσματα. Και η εξήγηση είναι απλή.
Ο άκρατος οπορτουνισμός μπορεί πρόσκαιρα να εντοπίζει το ρεύμα, ωθούμενος από την άκρατη δίψα του για εξουσία. Αποτυγχάνει διαρκώς, όμως, να κατανοήσει τις βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες, οι οποίες στο τέλος θα τον ξαποστείλουν από το προσκήνιο. Τα παραπάνω στρώματα που σήμερα έχουν -ή θεωρούν ότι έχουν συμφέρον- να στηρίξουν το μόρφωμα του Κουβέλη αύριο, στην επόμενη στροφή της ταξικής πάλης που θα διαμορφωθεί από τον συσχετισμό ανάμεσα στην επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου και την αντεπίθεση των κατώτερων στρωμάτων, θα έχουν άλλα συμφέροντα.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα σημερινά γεγονότα δυο πιθανότητες εμφανίζονται. Το τσάκισμα του κόσμου της εργασίας από το κράτος και το κεφάλαιο θα οξυνθεί περαιτέρω, δεδομένου ότι η επίθεση των κυρίαρχων ξεδιπλώνεται ακόμη πιο ασυγκράτητη μετά τις τελευταίες νίκες που έχει καταφέρει στην κοινωνική βάση. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης θα είναι να προλεταριοποιούνται ακόμα μεγαλύτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, και μάλιστα με όρους άτακτης περιθωριοποίησής τους, με πιο δημοφιλή προορισμό την ανεργία ή την συντριβή των μισθολογικών απολαβών[εννοείται πως αυτή η «προοπτική» απλά έρχεται πιο γρήγορα σε περίπτωση χρεοκοπίας]. Όταν αυτή η διαδρομή ταξικής αναπροσαρμογής θα έχει πια ολοκληρωθεί, το πολιτικό πρόσημο που θα εκπροσωπεί ο «αριστερός» νεοφιλελευθερισμός του Κουβέλη δεν θα μπορεί να καλύψει αυτό το κοινωνικό κομμάτι, το οποίο και θα κινηθεί με τον τρόπο που ήδη κινείται το κοινωνικό κομμάτι που έχει φτάσει στο όριο της εξαθλίωσης. Θα αναζητήσει τότε πιο δυναμικούς και επίκαιρους τρόπους παρέμβασης στην πολιτική ζωή. Η προοπτική του να υπερψηφίσει τους «πασόκους με πολιτικά» του Κουβέλη για να φέρει τους ένστολους πασόκους ξανά στην εξουσία, θα μοιάζει πια -όπως θα έπρεπε να μοιάζει ήδη από τώρα- μια πράξη ανιδιοτελούς αυτοεξευτελισμού της εργατικής τάξης.
Στην έτερη περίπτωση που ο διεθνής καπιταλισμός μπορέσει να ολοκληρώσει την περίοδο κρίσης με ό,τι αυτή συνεπάγεται, και να επαναφέρει πλέον την κατάσταση σε όρους «εθνικής ανάπτυξης», τότε το ντόπιο κεφάλαιο θα εμπιστευτεί και πάλι σε κάποιον νέο εμπιστευτικό του την επανασυσπείρωση των μεσαίων στρωμάτων σε έναν παραδοσιακό αστικό σχηματισμό. Το αν θα καταφέρει η ΔΗΜ.ΑΡ. στο μεσοδιάστημα να γίνει το χαϊδεμένο παιδί της πλουτοκρατίας ώστε να καταλάβει τη θέση του ΠΑΣΟΚ και να ανανεώσει μερικώς το πολιτικό προσωπικό των υπηρετών του αστικού συστήματος, χωρίς φυσικά να αλλάξει λέξη από το πολιτικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, αυτό θα είναι μάλλον χωρίς ουσία για τους πεινασμένους αυτού του τόπου.
Με λίγα λόγια, η ΔΗΜ.ΑΡ. θα είναι σε όλες τις περιπτώσεις άχρηστη για τους καταπιεσμένους, τα λαϊκά στρώματα, τους εργαζόμενους και τους άνεργους, πάντα όμως χρήσιμη στο κεφάλαιο. Και ίσως υπό όρους να αποτελέσει κόμμα εξουσίας, μόνο εάν μπορέσει να ξεπεράσει την αλητεία του ΠΑΣΟΚ με πράξεις. Και αυτή θα είναι η μόνη εκδοχή RealPolitik που μπορεί να παράξει.
ΛΑΟΣ: Είναι γεγονός, πως η διαρκής κατάρρευση των κεντρικών αστικών πολιτικών σχηματισμών διεύρυνε τα όρια προσβασιμότητας διαφόρων ομαδοποιήσεων να ενταχθούν δυναμικά στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Είναι σύνηθες φαινόμενο τα τελευταία χρόνια, διάφοροι σχηματισμοί να τρέχουν να βρουν άτομα να στελεχώσουν το πολιτικό προσωπικό τους λόγω των υψηλών ποσοστών που παρουσιάζονται ως δημοσκοπικά ευρήματα.
Πολιτικές παρέες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν κενά και ρεύματα γνώμης με βασικό εργαλείο παραγωγής πολιτικής την ματαιοδοξία των αρχηγών τους, την δίψα για μια οποιαδήποτε θέση εξουσίας και τον οπορτουνισμό.
Η στροφή στον κεντρώο χώρο του Καραμανλή πριν κάποια χρόνια, δημιούργησε ένα κενό στα δεξιά της ΝΔ για πρώτη ίσως φορά μετά την κατάρρευση της ΕΠΕΝ. Αυτό το κενό εκμεταλλεύτηκε πρόσκαιρα ο Καρατζαφέρης, ο οποίος δημιούργησε μια ετερόκλητη ομάδα από πλασιέ εθνικιστικών βιβλίων, πρώην σκυλούδες, κυπατζήδες και αριστοκράτες αστούς, οι οποίοι αποτέλεσαν και την κοινοβουλευτική του ομάδα. Αποτέλεσε το πρώτο παράδειγμα ύπαρξης κοινοβουλευτικού κόμματος χωρίς οργανώσεις βάσης. Χωρίς, δηλαδή, την οποιαδήποτε δημόσια αντιστοίχιση ανάμεσα στην κοινωνική βάση και τα πολιτικά πρόσημα. Ήταν όλοι με κάτι πιο δεξιά από τη ΝΔ, και αυτό αρκούσε. Για τότε. Όχι για τώρα. Για τώρα δεν αρκούν οι νεφέλες του τυχοδιωκτισμού, γιατί πολύ απλά οι ανάγκες έχουν αρχίσει να οπλίζονται.
Η λέσχη Καρατζαφέρη κατάφερε με τη σειρά της να φανεί χρήσιμη σε ένα δεύτερο επίπεδο: στην ανάπτυξη του σχεδίου επίθεσης κράτους και κεφαλαίου στις δυνάμεις της εργασίας. Αδύναμος ουσιαστικά να παίξει πρωτεύοντα ρόλο λόγω των συσχετισμών δύναμης, αξιοποίησε την ευκαιρία που του δόθηκε, η οποία σχετιζόταν με την αξιοποίησή του από την προπαγάνδα της ελίτ, με το να παρουσιάζεται ως δύναμη που ορίζει την ατζέντα και τον ορίζοντα των καθημερινών ζητημάτων.
Αυτά την εποχή που υπήρχαν κι άλλα θέματα προς συζήτηση εκτός και πέρα από την οικονομία. Όταν, ας πούμε, γίνονταν κεντρικά ζητήματα η εγκληματικότητα, το μεταναστευτικό, η παιδεία και άλλα κοινωνικά θέματα, διόλου φειδωλή ήταν η παρουσίαση του Καρατζαφέρη από τα ΜΜΕ -επειδή τα ΜΜΕ είναι ο οποίο γρήγορος και ασφαλής τρόπος να μετατρέψει ένα μηδενικό σε νούμερο-, έτσι ώστε όλα να παίρνουν τις προοπτικές ορίζοντα της άκρας δεξιάς.
Αυτά παραμερίστηκαν χωρίς να έχουν λυθεί, όταν η συζήτηση επανήλθε με ολιστικούς πια όρους στην οικονομική της βάση. Χρεοκοπία ή «διάσωση», ευρώ ή δραχμή, μνημόνιο ή αυτάρκεια, εργαζόμενοι ή εργοδοσία; Κάπου εκεί τελείωσαν τα ψέματα, όχι αυτά που μπορούσε να πει ο Καρατζαφέρης, αλλά αυτά που θα άντεχε να ακούσει η χειμαζόμενη κοινωνική βάση. Από το 2009 και μετά, ό,τι λες, πόσο μάλλον ό,τι κάνεις, γράφει. Υπάρχει πλέον μια ευθεία αντιστοίχιση -ή και διαπάλη-, πέρα από κάθε προηγούμενο των πολιτικών αποφάσεων, με την καθημερινή ζωή [προς το παρόν κερδίζουν οι πολιτικές αποφάσεις την ζωή, αλλά ελπίζουμε ότι η ζωή θα αντεπιτεθεί].
Το κενό που δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση της κοινωνικής βάσης του «μεσαίου χώρου» , άφησε μια τεράστια τρύπα στο σώμα της κοινωνικής συναίνεσης, το οποίο εγχειρίζεται από το ντόπιο και διεθνές πολιτικό σύστημα. Ήταν δε τόσο μεγάλη η ζημιά, που ο ασθενής μάλλον πνέει τα λοίσθια. Οι καπιταλιστές, άλλωστε, το έχουν ανακοινώσει ανοιχτά: «η υπόθεση συναίνεση είναι κενό γράμμα». Ζητούμενο είναι πλέον η σύζευξη του πολιτικού ολοκληρωτισμού με το κοινωνικό του αντίστοιχο, την επιβολή της ταύτισης. Το μόνο που μένει είναι να ανακηρύξει και η κοινωνική βάση το θάνατο της συναίνεσης.
Παρόλα αυτά, οι ντόπιες και διεθνείς ελίτ θεώρησαν καλή κίνηση να αντικαταστήσουν την χιμαιρική πια επίτευξη κοινωνικής συναίνεσης με την διεύρυνση της πολιτικής συναίνεσης. Απεστάλη, λοιπόν, ανοιχτό κάλεσμα μέσω του πρωθυπουργού, ώστε να συγκροτηθεί η λυκοσυμμαχία των προθύμων. Δεξιοί κι ακροδεξιοί στριμώχτηκαν στα κυβερνητικά έδρανα. Ο Σαμαράς λόγω πιέσεων, ο Καρατζαφέρης λόγω ηλιθιότητας .
Ο Καρατζαφέρης, λόγω της πολλαπλής στήριξης που έχαιρε από ΜΜΕ και ένα κομμάτι των αστών, καθώς φάνηκε χρήσιμος σε διάφορες καταστάσεις, νόμιζε ότι ήταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Η αναγωγή του μέσα σε 3 απογεύματα σε σημαντικό ρυθμιστή των πολιτικών πραγμάτων του τόπου, οι συνεχείς επισκέψεις στα πρωθυπουργικά και προεδρικά μέγαρα, μετά την έξοδο του από τα οποία θα αμολούσε με ύφος 10 πιθήκων μια μεγαλόπνοη παπάρα, έκαναν τον ηγέτη της άκρας δεξιάς να πιστέψει, όχι μόνο ότι θα γίνει ρυθμιστής, αλλά και ότι θα μπορέσει να αποτελέσει και κάτι παραπάνω από μια απλή εφεδρεία για το σύστημα. Αστειότητες.
Η πραγματικότητα ήταν αλλού κι έλεγε άλλα. Ο Καρατζαφέρης με πρόσχημα την διάσωση της Ελλάδας και ρητορική πανομοιότυπη με του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ, υπερψήφισε το Μνημόνιο Ι, κατόπιν συμμετείχε στην κυβέρνηση που ανέλαβε τη διαχείριση της διαδικασίας του PSI και κατάρτισε σε συνεργασία με τις διεθνείς καπιταλιστικές ελίτ το Μνημόνιο ΙΙ. Μέχρι πριν από δυο βδομάδες, όταν και σε μια απίστευτη επίδειξη ελιγμών ο Καρατζαφέρης έφυγε από τη Βουλή κατά την ψηφοφορία για το Μνημόνιο ΙΙ, το ΛΑΟΣ υπήρξε ο πιο φιλο-μνημονιακός σχηματισμός, ο οποίος δεν ήταν καν στην κυβέρνηση. Μέχρι και η στροφή Σαμαρά φάνηκε πιο πετυχημένη από την αποχή του Καρατζαφέρη.
Αντί, λοιπόν, να τιθασεύσει το πολιτικό σύστημα, ο Καρατζαφέρης τώρα προσπαθεί να παραμείνει στη Βουλή και να μην χάσει την πρωτοκαθεδρία, όχι πια στα μεγάλα αστικά σαλόνια, αλλά στο χώρο του φασισμού.
Ο Καρατζαφέρης λειτούργησε ουσιαστικά ως αφελής πράκτορας του κατεστημένου. Χρησιμοποιήθηκε στις πιο δύσκολες φάσεις από τις κεντρικές αστικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να καεί η δυνατότητα χρήσης του ως εφεδρεία που θα συσπείρωνε την κοινωνική βάση της λαϊκής και φασίζουσας δεξιάς. Τα μικροαστικά και συντεχνιακά εκείνα κομμάτια τα οποία προλεταριοποιούνται και χάνουν τα δικαιώματα τους και τα οποία παραδοσιακά φοβούνται και αποστρέφονται τις αλλαγές και την αριστερά, θα μπορούσαν να ενταχθούν οργανικά σε κάποιο δυναμικό κόμμα της Άκρας δεξιάς που θα παίρνει αποστάσεις -έστω στα λόγια- από τις κεντρικές αστικές δυνάμεις. Το κόμμα Καρατζαφέρη θα αποκτούσε τότε κοινωνική ραχοκοκαλιά. Όμως, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους. Όντας στο παρά πέντε, ο Καρατζαφέρης προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα, όμως είναι αργά πια για δάκρυα. Το κόμμα Καρατζαφέρη δεν έκανε RealPolitik σε κανένα σημείο. Ήταν απλά μια χρήσιμη εφεδρεία του συστήματος και τώρα πια είναι άχρηστο. Για την καταπιεζόμενη κοινωνική βάση ήταν πάντα άχρηστο κι επικίνδυνο .
Χρυσή Αυγή: Ta τεράστια λάθη του Καρατζαφέρη, αλλά και η στροφή της ΝΔ σε φιλομνημονιακή κατεύθυνση, οδήγησαν ένα κομμάτι της κοινωνικής βάσης των προλεταριοποιούμενων μικροαστών να οδηγηθούν σε μια ψήφο διαμαρτυρίας που να είναι συμβατή με τα πολιτικά πρόσημα που κουβαλούν. Η μοναδική οργάνωση με πολιτική αναφορά στην Άκρα Δεξιά που να χρησιμοποιεί αντιμνημονιακή ρητορική, ώστε αν μπορούν να εκφράσουν την διαμαρτυρία τους τα κομμάτια εκείνα που θα προτιμούσαν να πεθάνουν στην ψάθα παρά να γίνουν κομμούνια, είναι η Χρυσή Αυγή. Αυτό το κοινό, στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, απλώνεται και στα Σώματα Ασφαλείας και στο στρατό.
Τα πράγματα είναι απλά. Ο Καρατζαφέρης έδειξε πώς μπορείς να γίνεις από την μια μέρα στην άλλη ρυθμιστής των πραγμάτων. Με ένα 5% συμμετείχε και σε κυβέρνηση συνεργασίας. Για να συνειδητοποιήσει -κάπως αργά- ότι δεν ήταν τίποτα, έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος ακόμη πιο ακραίος σχηματισμός ο οποίος να τον τρομάξει και να διεκδικήσει ανοιχτά τα ηνία του πολιτικού χώρου, μετατοπίζοντάς τον παράλληλα τέρμα δεξιά.
Το ουσιαστικότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Μπορεί να μοιράζονται μια κοινή συνθήκη το ΛΑΟΣ και η Χρυσή Αυγή, όμως ο τρόπος ανέλιξής τους είναι αρκετά διαφορετικός. Το ΛΑΟΣ, ήταν ουσιαστικά ένα μιντιακό δημιούργημα που κατασκευάστηκε για συγκεκριμένη χρήση. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, το πολιτικό του στίγμα δέχτηκε ισχυρές αλλοιώσεις από την στιγμή της αφετηρίας του. Οι αντισημιτικές του θέσεις σχεδόν εκμηδενίστηκαν, οι ακραίες θέσεις για την λαθρομετανάστευση περιορίστηκαν και πήραν θεσμικό χαρακτήρα, και γενικά οι βιο-φυλετικές προσεγγίσεις μετατράπηκαν σε πολιτικό οπορτουνισμό. Το ΛΑΟΣ, για να μπορέσει να μπει στα αστικά σαλόνια έπρεπε να ανακαλύψει το δικό του «μεσαίο χώρο», έπρεπε να μαζευτεί και να σουλουπωθεί.
Στον αντίποδα, η Χρυσή Αυγή δεν είναι ένα μιντιακό κατασκεύασμα, ούτε μια life style ακροδεξιά που χαριεντίζεται με κουτσομπολιά για τις γυναίκες των μελών της. Τα μέλη της, λίγα βέβαια και περιθωριοποιημένα, έως πρόσφατα ασκούσανε τη ναζιστική εγκληματική τους πολιτική στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Αποτυχημένα μέχρι τώρα, κυρίως λόγω των παρεμβάσεων του αντιφασιστικού και αναρχικού κινήματος. Παρόλα αυτά, κατόρθωσαν να μαχαιρώσουν αρκετούς μετανάστες, να διοργανώσουν κάποια πογκρόμ, να επιτεθούν σε αριστερούς φοιτητές κ.α. Και εδώ έγκειται η σημαντική διαφορά με το ΛΑΟΣ: η Χρυσή Αυγή κάνει την καλύτερη RealPolitik πάνω στη συγκυρία.
Αντί να βάλει «νερό στο κρασί της» για να μπορέσει να μπει κι αυτή στο κοινοβουλευτικό αστικό τόξο, διαβάζοντας σωστά τη συγκυρία, κάνει το αντίθετο. Δεν υποχωρεί βήμα από τις θέσεις της, αντιθέτως οξύνει το περιεχόμενο τους, αντιλαμβανόμενη ότι στην εποχή της κρίσης όπου το πολιτικό σκηνικό καταρρέει, η ανεργία θερίζει, και τα γενικότερα κοινωνικά προβλήματα ενώ αποτελούν καθημερινότητα, περνούν σε δεύτερη μοίρα, όποιος δείξει πως έχει άμεσες λύσεις, κερδίζει. Για παράδειγμα, το 3% της Χρυσής Αυγής -εάν είναι αληθινό- δεν θα προκύψει επειδή θα αποκρύψει από τον κάτοικο του Αγ. Παντελεήμονα ότι ένας τρόπος να αντιμετωπίσει τη λαθρομετανάστευση είναι η σφαγή και τα πογκρόμ εναντίον των μεταναστών. Αντιθέτως, θα προτάξει ανοιχτά αυτή την προοπτική και όχι μόνον αυτό. Θα προσπαθήσει να την εκτελέσει κιόλας μπροστά στα μάτια του ψηφοφόρου της.
Λόγω αυτής της στάσης, η Χρυσή Αυγή έχει περισσότερες πιθανότητες να μην ενσωματωθεί οργανικά στις παραδοσιακές αστικές δυνάμεις. Θα είναι τρομερά δύσκολο για οποιονδήποτε να εξηγήσει ποιο πλαίσιο δημοκρατικότητας ή εθνικής σωτηρίας καλύπτει την συνεργασία με τους ναζιστές, χωρίς σημαντικές απώλειες. Συν τοις άλλοις, είναι και ιστορικά εδραιωμένη η αντίληψη ότι η χρήση της ναζιστικής δεξιάς από τα αστικά επιτελεία χρειάζεται έναν λεπτό χειρισμό. Κάπου εδώ όμως τελειώνουν οι επιλογές των τακτικισμών, καθώς ορθώνονται κάποια αξεπέραστα εμπόδια.
Η Χρυσή Αυγή θα αποτελέσει την πολιτική εσχατιά των εφεδρειών του συστήματος, απόλυτα ελεγχόμενη μέσω των παρακρατικών δεσμών και θεσμών, καθώς το σύστημα δεν έχει να κάνει με ανθρώπους που δεν γνωρίζει. Ο Ν.Μιχαλολιάκος, άλλωστε, είναι γνωστός και καταγραμμένος έμμισθος της ΚΥΠ, πλαισιωμένος από άλλους ομογάλακτους.
Το γεγονός αυτό όμως είναι πασίδηλο. Το σημαντικό είναι ποια ανάγκη μπορεί να καλύψει η Χρυσή Αυγή, ώστε το αστικό μπλόκ να την επιλέξει ως την πολιτική ναυαρχίδα της για την επιβολή των σχεδίων της. Την μοναδική ανάγκη που μπορεί να καλύψει η Χρυσή Αυγή, είναι η διάλυση του κοινωνικού κινήματος με όρους πεζοδρομίου και αυτό θα κληθεί να κάνει. Επειδή η Χρυσή Αυγή έχει λοιπόν μια αρκετά λειτουργική Realpolitik, ο τρόπος αντιμετώπισής της από το επαναστατικό κίνημα είναι μονόδρομος. Πρέπει να εξοντωθούν τα μέλη της. Πρέπει η τρομοκρατία του αντίθετου της Χρυσής Αυγής πολιτικού φάσματος να είναι ανώτερη και κυρίαρχη. Αλλιώς, το αστικό σύστημα θα διαλύσει το κοινωνικό κίνημα χωρίς να «λερώσει τα χέρια του» μέσω των συμμοριτών, οι οποίοι θα απολαμβάνουν βουλευτικής ασυλίας και μετά την λήξη του έργου, οι εργολάβοι θα αποσυρθούν σε κάποια υπαλληλική θέση υπουργικού γραφείου.
ΚΚΕ: Λόγω του πραγματικού γεγονότος ότι όλο το Life style της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα καθορίστηκε με έναν μαγικό τρόπο από τον τριτοδιεθνιστικό τρόπο του να κάνεις πολιτική, τόσο ώστε αυτός να θεωρείται ο μόνος τρόπος να κάνεις πολιτική, η κριτική στο εν λόγω μόρφωμα αποτελούσε πάντα ιδιαίτερο σημείο. Αλλά αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά ακόμη και σε μικρά παιδάκια. Παρόλα αυτά, όποιος θέλει να δει μια ολοκληρωμένη -κατά την γνώμη μου- κριτική για τα πιο σημαντικά ζητήματα και την πολιτική του ΚΚΕ, μπορεί να διαβάσει το άρθρο που βρίσκεται στο link http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1067&Itemid=29 [παρά τις διαφορές πολιτικής κοσμοαντίληψης που μπορεί να μας χωρίζουν με τον συγγραφέα]. Σήμερα, όμως, υπάρχει ένα μεγάλο και πραγματικό ζήτημα και μια ζωντανή ανάγκη να εξακριβωθούν οι καθαρά πολιτικοί όροι που καθιστούν το ΚΚΕ ένα άχρηστο μόρφωμα για τα λαϊκά στρώματα.
Για να μην πολυλογούμε με ένα απεχθές στυλ που ταιριάζει στα φοιτητικά καφενεία και έχει ως αναφορά κυρίως ιδεολογικά σχήματα βγαλμένα συνήθως από μια αριστερίστικη αντίληψη, ας δούμε τις βασικές πολιτικές στρατηγικές επιλογές του ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ επιθυμεί να εμφανίσει τον εαυτό του ως δύναμη που αναφέρεται στην πιθανή κατάκτηση της εξουσίας, δηλαδή, ως ένα ιδιότυπο επαναστατικό κόμμα εξουσίας. Λαϊκή, επαναστατική ή αντιμονοπωλιακή εξουσία λίγη σημασία έχει, καθώς επί του περιεχομένου αυτών των μάλλον ασυνάρτητων σχημάτων έχουν χυθεί τόνοι μελάνης.
Ποιοι είναι λοιπόν οι τρόποι για να κατακτηθεί αυτή η πολυπόθητη ας την πούμε λαϊκή εξουσία κατά το ΚΚΕ;
Α. Ο νόμιμος τρόπος μέσω εκλογών. Παίρνει, λοιπόν, μια ωραία πρωία το κόμμα 43% και ασκεί την πολιτική του. Πολύ ωραία. Εδώ τίθενται δύο ζητήματα και μια εκμυστηρευμένη λύση. Εάν ας πούμε εξελιχθεί αυτό το σενάριο ομαλά, δηλαδή πάρει το κόμμα το ποσοστό αυτοδυναμίας και μετά από μια καθωσπρέπει τελετή παράδοσης – παραλαβής από τις αστικές δυνάμεις «κυβερνήσει τον τόπο» (sic), δύο πράγματα μπορεί να έχουν συμβεί. Ή το ΚΚΕ να μην είναι διόλου επαναστατικό όπως θέλει να παρουσιάζεται, ή όντως είναι, και απλά η αστική τάξη τρελάθηκε και όσα έγραφε ο Μαρξ στα ευαγγέλια για βίαιη ανατροπή [γιατί οι κεφαλαιοκράτες δεν είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τα προνόμιά τους αμαχητί] ήταν μπαρμπούτσαλα.
Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Απλά γιατί ποτέ κανένα κομμουνιστικό κόμμα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη σε «ελεύθερες εκλογές» δεν πήρε ποτέ 43%. Παρόλα αυτά, το ίδιο το κόμμα φρόντισε να μας εκμυστηρευτεί το τι θα συνέβαινε. Σε μια συνέντευξη της Αλέκας πριν κάποια χρόνια η γ.γ. μας είχε εκμυστηρευτεί -δημοσίως-, μέρος της συνομιλίας της σε συνάντηση που είχε με τον τότε πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα N. Burns. Σε ερώτηση της, εάν θα επέτρεπαν οι ΗΠΑ στο ΚΚΕ να κυβερνήσει απρόσκοπτα, εάν είχε πάρει την εξουσία με νόμιμα μέσα, με στόμφο η Αλέκα μας πέταξε την «κρυφή αλήθεια». Η απάντηση ήταν ένα κυνικό : “OXI”. Άρα αυτή η επιλογή μάλλον ναυαγεί πανταχόθεν.
Β. Ο παράνομος τρόπος, η εξέγερση και η επανάσταση. Αυτή η επιλογή αναφέρεται μάλλον τυπικά εδώ πέρα, λόγω της ιστορίας των ΚΚ από το 1918 έως το 1925. Εδώ και 40 τουλάχιστον χρόνια από το 1973 και το Πολυτεχνείο, το ΚΚΕ δεν έχει κάνει μισή παράνομη πράξη[εκτός των αφισοκολλήσεων, και την ρύπανση του βράχου της Ακροπόλεως με πανό], δεν έχει κανέναν μηχανισμό που να προσιδιάζει σε κάποια μορφή παράνομης δράσης. Δεν έχει δημιουργήσει ούτε μισή δομή που να μπορέσει να αποτελέσει την βάση για τη δημιουργία μιας δυαδικής εξουσίας που να διεκδικεί με πράξεις και όχι στα λόγια την εξουσία, δεν έχει ούτε ένας «κομμουνιστής» του ΚΚ διαβεί το κατώφλι της φυλακής εδώ και 40χρόνια.
Αντιθέτως, το ΚΚΕ «κλιμακώνει» με περιφρουρήσεις, όπως στις 20 Οκτώβρη δικαιώνοντας την παλιά ρήση ότι «με πορδές δεν βάφονται αυγά». Μπορεί, λοιπόν, οι «κλιμακώσεις» του ΚΚΕ να είναι ωραίες για τα παιδάκια που βαυκαλίζονται και αυνανίζονται με το φετίχ της κατανάλωσης της ιστορικότητας του πειθαρχημένου ατσάλινου κατασκευάσματος, αλλά για τον μέσο εργαζόμενο που δεν έχει χρόνο και όρεξη να χαζοπαζαρεύεται, είναι μάλλον πολυτέλεια η κατανάλωση της κομματικής παπάρας. Παπάρα, άλλωστε, ονομάζει η λαϊκή ετυμηγορία τον τύπο ο οποίος λέει διάφορα, αλλά δεν τα κάνει. Αντί για κλιμάκωση στο δρόμο, λοιπόν, προς το παρόν το ΚΚΕ βάζει πλάτη σαν καλό σκυλάκι όταν το καλούν τα αστικά επιτελεία [βλ. Δεκέμβρη 2008], βλέπει παντού προβοκάτσιες με Χρυσαυγίτες, αλλά δεν τους αναγνωρίζει όταν έρχονται ολοζώντανοι με ντουντούκες και τρομπέτες να μοιράσουν σοκοφρέτες και σοκολατούχο γαλατάκι στη Χαλυβουργία, και μαλώνει τις πατάτες .
Ειδικά το τελευταίο παράδειγμα, δεν αποκαλύπτει τίποτε περισσότερο από την βαθειά σοσιαλδημοκρατική και ρεφορμιστική φυσιογνωμία του ΚΚΕ. Θα προτιμούσε 1000 φορές να αυξηθούν λίγο οι μισθοί, παρά να ξεκινήσει μια διαδικασία με αρετές και αδυναμίες, που όμως επειδή είναι από τη βάση, φέρει μέσα της κι ένα κομμάτι από το πιο καθάριο υλικό της κοινωνικής και εργατικής χειραφέτησης. Όπως και να’ χει, και το Plan B του λαϊκού ξεσηκωμού -του πραγματικού, από αυτούς που σπάνε και κανένα τζάμι-, όχι μόνο δεν αποτελεί επιλογή, αλλά μάλλον μοιάζει με κατάρα. Τι μένει λοιπόν από τις στρατηγικές επιλογές για την κατάκτηση της εξουσίας;
Γ. Η πολιτική συμμαχία. Να δημιουργηθεί, δηλαδή, ένα μέτωπο αριστερών δυνάμεων που θα συνεργαστούν εκλογικά, ώστε να μπορέσουν να κυβερνήσουν. Εδώ όμως τίθεται το εξής απλό ζήτημα.
Όποιοι και να είναι οι εκλογικοί και πολιτικοί συσχετισμοί, μόλις συγκροτηθεί μια «παναριστερή» κυβέρνηση, το πάνω χέρι θα το έχει ο πιο ακραίος ρεφορμισμός ο οποίος, ακριβώς επειδή ζούμε σε περίοδο κρίσης του καπιταλισμού έτσι ώστε να μην υπάρχει περιθώριο μικρο-διαχείρισης, εάν δεν λυθεί το κορυφαίο ζήτημα -το πώς και εάν δηλαδή θα συνεχίσει να αναπαράγεται ο καπιταλισμός- δεν είναι απλά ρεφορμιστικές [βλ. ΔΗΜΑΡ] όπως είναι το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά νεοφιλελεύθερες. Και αυτές φυσικά θα κυριαρχήσουν, καθώς είναι οι μόνες που συμπίπτουν με το κυρίαρχο διεθνές σκηνικό.
Όταν η υποθετική τρόικα των Τσίπρα-Παπαρήγα-Κουβέλη εμφανιστούν στις Βρυξέλλες, δεν υπάρχει περίπτωση να ιδρώσει το αυτί κανενός. Γιατί μια τέτοια αντιπροσωπεία θα δηλώνει απλά και ξεκάθαρα, ότι ο ελληνικός λαός είναι κάθε άλλο παρά έτοιμος να δηλώσει ότι δεν πληρώνει δεκάρα. Με απλά λόγια, εφόσον γνωρίζεις την κατάληξη που έχει μια διαπραγμάτευση ενός αόπλου με έναν οπλισμένο αστακό, ή δεν πας καθόλου στη συνάντηση, ή πας να τις φας και να φύγεις. Αυτά εδώ τα γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους το ΚΚΕ, όντας 90 χρόνια πρώτη πουτάνα στα πολιτικά παιχνιδάκια που τα άλλα παιδάκια μόλις χθες ξεκινήσανε να μαθαίνουν.
Κι ακριβώς γνωρίζει ότι αυτή η επιλογή είναι η χειρότερη όλων, γιατί θα καταστρέψει την δυνατότητα του να πουλάει τουλάχιστον φύκια, φίδια και παπάδες για επαναστάσεις και λαϊκές εξουσίες στη Δευτέρα παρουσία, αμήν. Είναι βέβαιος εξευτελισμός, χωρίς να κερδίζει τίποτα. Χωρίς κέρδος κέρατα που λέμε. Άρα, ούτε η Τρίτη επιλογή είναι τελικά επιλογή. Κάπου εδώ όμως εξαντλούνται οι γνωστοί τρόποι για να καταλάβει κάποιος την εξουσία. Και αφού όλους τους έχει απορρίψει πρώτα απ’ όλα το ίδιο το ΚΚΕ, μπορούμε να καταλήξουμε με απόλυτη ακρίβεια στο συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ λέει ψέματα και δεν είναι κόμμα εξουσίας. Οκ. Θα μπορούσε παρόλα αυτά να είναι χρήσιμο το ΚΚΕ στα λαϊκά στρώματα με βάση την καθημερινή ζωή, ακόμα κι αν δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να κατακτήσει την εξουσία; Όχι. Γιατί; Η απάντηση είναι πολύ απλή.
Το ΚΚΕ δεν έχει κάνει την παραπάνω ανάλυση για να καταλήξει στο ως άνω συμπέρασμα, και αυτός είναι ο λόγος που το ωθεί με την πρώτη ευκαιρία να βγαίνει με ύφος εκατομμυρίων πιθήκων και να παπαρολογεί με την χυδαιότερη αλαζονεία που έχει γνωρίσει ο μεταδιαφωτιστικός κόσμος. Πιστεύοντας, μάλλον μεταφυσικά, στην ανωτερότητα του κόμματος, το ΚΚΕ λασπολογεί με κάθε ευκαιρία ενάντια σε ό,τι χτίζεται από τη βάση και δημιουργεί ανταγωνιστικές δομές απέναντι στον καπιταλισμό, με το ίδιο επιχείρημα που καταντά σαχλό, εάν λάβουμε υπ’ όψιν την ανάλυση που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί να πάρει την εξουσία.
Μας λέει, δηλαδή, πως ό,τι και να κάνει η κοινωνική βάση είναι ανεδαφικό, αποπροσανατολιστικό και προβοκατόρικο, καθώς όλα τα προβλήματα θα λυθούν μόνο όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί και ανατραπεί το υπάρχον πλουτοκρατικό σύστημα. Τι σημαίνει όμως αυτό; Ανατροπή υπέρ μιας λαϊκής εξουσίας; Και τι θέλει η λαϊκή εξουσία; Ισχυρό ΚΚΕ. Πόσο ισχυρό; Τόσο, ώστε να αποτελέσει τον μοναδικό μηχανισμό μέσα από τον οποίο θα ασκείται η «λαϊκή εξουσία». Μα εμείς γνωρίζουμε ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Οπότε, η Realpolitik του ΚΚΕ είναι να αποτελεί εμπόδιο στην χειραφετητική πολιτική της κοινωνικής βάσης.
Γι’ αυτό πρόσφατα, με δημόσια ανακοίνωση τοπικής οργάνωσής του, το ΚΚΕ καλούσε τα μέλη και τους οπαδούς του να μην δώσουν «ούτε γη ούτε νερό» στο Κοινωνικό Ιατρείο. Θα γιάνουμε όταν έρθει το ΚΚΕ στα πράγματα. Σα να λέμε δηλαδή κλάνει ο νεκρός;
ΣΥΡΙΖΑ. Ας δούμε τώρα το βασικό πολιτικό μόρφωμα που εκπροσωπεί τον πιο παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό. Πριν απ’ όλα, για να εξηγούμαστε, ρεφορμισμός = πολιτική συνεργασίας των τάξεων. Στην περίπτωση του Συνασπισμού δεν πρόκειται για κάποιον «αρνητικό χαρακτηρισμό» αλλά για την ωμή πραγματικότητα. Είναι πολύ λογικό ένα κόμμα -έστω με «προοδευτικές» ρίζες στα ζητήματα του καπιταλιστικού εποικοδομήματος- το οποίο συσπειρώνει παραδοσιακά μεσοαστικά στρώματα, να έχει ως κυρίαρχη αφήγησή του τον ρεφορμισμό. Τι σημαίνει αυτό; Η πολιτική στρατηγική του ΣΥΝ, είναι να συμπτύξει ένα μέτωπο παναριστερής διακυβέρνησης η οποία θα μεταρρυθμίσει την κοινωνία, ανασταίνοντας από τον τάφο την παλιά καλή σοσιαλδημοκρατία μέσα στα υπάρχοντα πλαίσια της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ΣΥΝ, ως Alter ego της σοσιαλδημοκρατίας, ήτοι «του κεντρικού σχεδιασμού» του ΚΚΕ, εμφανίζεται το ίδιο πολιτικά παρανοϊκός όσον αφορά στην στρατηγική του. Ξεκινώντας από το πολιτικό πρόταγμα της παναριστεράς, κανείς δεν αναφέρεται στο βασικό πρόβλημα μαρξικής φύσης. Ότι η «παναριστερά» είναι ένα διαταξικό πολιτικό σχήμα. Δυστυχώς στην Ελλάδα, αυτή η παπάρα που ονομάστηκε λενινισμός κατάφερε να γαμήσει τόσο ανερυθρίαστα την κοινωνική σκέψη, ώστε να αχρηστεύσει και αυτόν τον ίδιο τον Μαρξ, τον οποίο ο μέντορας του ρεύματος προσπαθούσε να «αποκωδικοποιήσει». Με λίγα λόγια, το πολιτικό έχει επικαθορίσει σε τέτοιο βάθος το κοινωνικό, ώστε όλοι σχεδόν, να μπορούν να καταρτίζουν ένα εγκεφαλικό σχέδιο ερήμην της κοινωνίας. Θα μπορούσαν να ξεχάσουν εντελώς ότι υπάρχει και ένα συλλογικό σώμα βάσης, εάν δεν ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν ακόμα στη φενάκη της δημοκρατίας. Αυτή η αναφορά γίνεται εδώ για να καταδείξει μια βασική «ανωμαλία». Όλοι εντοπίζουν το πελώριο χάσμα που χωρίζει τα «αριστερά πολιτικά σχήματα» μεταξύ τους, επικεντρώνοντας στην φαντασιακή πολιτική αντίληψη που έχει διαμορφώσει κάθε σχηματισμός. Έτσι, λοιπόν, όλοι επισημαίνουν ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί το ΚΚΕ είναι κομμουνιστές και σταλινικοί σοβιετικοί, ενώ ο ΣΥΝ είναι φιλοευρωπαίοι σοσιαλιστές, ή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να συνεργαστεί με την ΔΗΜ.ΑΡ γιατί οι μεν είναι «ακραίοι» ενώ οι δε ρεαλιστές κλπ. Κανείς, όμως, σε αντίθεση με την «πολιτική οξυδέρκεια», δεν καταδεικνύει το βαθύτερο πρόβλημα το οποίο εύκολα θα μπορούσαμε να το εντοπίσουμε, εάν επικεντρώναμε στις διαφορές που έχει ένας καθηγητής πανεπιστημίου που θέλει να συμμετάσχει στις εκλογικές διαδικασίες που προβλέπει το νέο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο για την εκλογή συμβουλίου διοίκησης από τον σερβιτόρο-φοιτητή του οποίου ο πατέρας έχει 6 μήνες που απολύθηκε και μάλλον δεν τον πολυσυμφέρει να προχωρήσει το σχέδιο ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης. Κι εδώ ξεγυμνώνεται το αίσχος του έθνους των γυμνοσαλιάγκων. Δεν θα μπούμε καν στον κόπο να τοποθετήσουμε τον καθηγητή με τον φοιτητή σε διαφορετικούς σχηματισμούς της Αριστεράς. Θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν και οι δυο στον ίδιο σχηματισμό. Άλλωστε, λίγοι ηλίθιοι -πλην φτωχοί- συνωστίζονται εσχάτως κάτω από τα αρχίδια του νέου σωτήρα Κουβέλη; Ή μήπως λίγοι μεσοαστοί τιμούν τη μνήμη του αντάρτη πατέρα τους, κόβοντας πάντα το μεγαλύτερο κουπονάκι από αυτά που διαθέτουν με εθελοντική εργασία οι άνεργοι φοιτητές της ΚΝΕ;
Όλο και παραπάνω πιστεύω ότι ιδεολογικός πατέρας της παναριστεράς είναι ο Νετσάγιεφ. Ας επανέλθουμε όμως στην “RealPolitik” του ΣΥΡΙΖΑ. Αφού, λοιπόν, έχει βρει τον τρόπο να έρθει στην εξουσία με αυτό το αρραγές πολιτικό μέτωπο[για το οποίο εκκρεμεί μοναχά μια λεπτομέρεια να ειπωθεί, και όλα θα έχουν μπει ήδη στη θέση τους, δηλαδή «τίνος το δίκιο θα δικάσει;»], συνεχίζει αγέρωχο τις λογικές τοποθετήσεις. Ωσάν να μην υπήρξε ποτέ κρίση, ωσάν να μην υπήρξε ποτέ έκρηξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας, ωσάν να μην πέθανε ποτέ η σοσιαλδημοκρατία της Δ. Ευρώπης, ο ΣΥΝ πετυχαίνει το εξής θαύμα: η Ελλάδα παραμένει στην Ε.Ε., η διαφωνία Τσίπρα – Λαφαζάνη λήγει αισίως, και αποφασίζουν εάν θέλουν δραχμή ή Ευρώ [λες και έχει καμιά σημασία]. Ανασταίνουν όλους τους θεσμούς του κράτους πρόνοιας, χωρίς να πειράξουν τρίχα από το μαλλί του διεθνούς και ντόπιου κεφαλαίου, παρότι όλοι γνωρίζουν ότι αυτή είναι μια κρίση υπερσυσσώρευσης. Δεν μεταλλάσουν ούτε τον τρόπο παραγωγής, ούτε την ιδιοκτησία. Παγώνουν για τρία χρόνια το χρέος, αφού το έχουν ζητήσει πολύ ευγενικά από τους ευρωπαίους συναισθηματικούς εταίρους, και μετά τρώμε όλοι με κουτάλια -οι καπιταλιστές απλά συνεχίζουν από εκεί που το είχαν αφήσει, δηλαδή συνεχίζουν να τρώνε με χρυσά κουτάλια-. Και ζήσανε αυτοί καλά κλπ.
Επειδή, όμως, δεν υπάρχει πολύς χρόνος για να συνεχίσουμε τα παραμύθια ας πούμε και μια αλήθεια για το τι πραγματικά συμβαίνει και γιατί η RealPolitik του ΣΥΡΙΖΑ είναι βασικά μια πρώτου μεγέθους ανεδαφική φαιδρότητα η οποία δεν έχει σε τίποτα να ωφελήσει τους εργαζόμενους. Με άλλα λόγια για στο ΣΥΡΙΖΑ η RealPolitik δεν υπάρχει καθόλου.
«Είναι λοιπόν η λύση των σημερινών προβλημάτων μια επιστροφή στον Κέυνς; Κρίνοντας από τη ρητορική των ημερών, μία νέα συναίνεση τείνει να δημιουργηθεί εσχάτως μεταξύ δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας, που κοιτάζει ντροπαλά προς τον κεϋνσιανισμό όπως μέχρι χθες κοιτούσε προς τον νεοφιλευθερισμό.
Το κεϋνσιανό μοντέλο όμως, για όποιον επίσης δεν θέλει να αυταπατάται, έχει συμβάλει κατά πολύ στη γένεση του προβλήματος και ως εκ των ιδίων του αποτελεσμάτων δεν είναι εφαρμόσιμο σήμερα.
Οι αντισταθμιστικές παροχές που θεσμοθέτησε, προκειμένου να τονώσει την αγοραστική δύναμη, βασίστηκαν σε μία δυναμική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία η οποία, εκτός των άλλων, οδήγησε στην εμπορευματοποίηση του συνόλου των κοινωνικών λειτουργιών: η εκπαίδευση, η οικιακή περίθαλψη, η μικρή κατά τόπους αυτοπαραγωγή, ο ελεύθερος χρόνος των ανθρώπων έγιναν αντικείμενα επιτελικού σχεδιασμού και αιχμαλωτίστηκαν σ’ ένα άτεγκτο σύστημα παραγωγής και αναπαραγωγής που ελέγχεται σε τελευταία ανάλυση από την αγορά. Η «δωρεάν» παροχή τους ήταν το δόλωμα για να ενταχθούν στο σύστημα, του οποίου ο επόμενος διαχειριστής –ο νεοφιλελευθερισμός– αλλάζοντας στρατηγική θα μπορούσε πλέον να τα πουλήσει.
Η άλλη όψη αυτής της διαδικασίας, και η πιο τρομερή, ήταν η εντατική σε ανήκουστο βάθος εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
Ξεχνάμε μήπως ότι το σύνθημα της «ανάπτυξης», ως απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης, διατυπώθηκε επισήμως από τα χείλη του προέδρου Τρούμαν μεσουρανούντος του κεϋνσιανισμού; Στην πραγματικότητα, το κεϋνσιανό μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού έθεσε κάποια κανονιστικά όρια στον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης (χάριν της «ομαλής» λειτουργίας της αγοράς, όχι λόγω κανενός ανθρωπιστικού μελήματος) υπό τον όρο ότι αντιστάθμιζε τις δυνατότητες κερδοφορίας του κεφαλαίου από την υπερεντατική εκμετάλλευση της φύσης. Στο τέλος της βασιλείας του κεϋνσιανισμού βρεθήκαμε με νέες, πανίσχυρες τεχνολογίες στα χέρια και απέναντι σε μία πρωτοφανή οικολογική καταστροφή που αυξάνει εκθετικά έκτοτε.»
(Φώτης Τερζάκης, Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου αιώνα. Πολιτικά κείμενα IV εκδ.futura: Αθήνα 2009)
Κλείνοντας αυτήν την αναλυτική τοποθέτηση, ας βάλουμε στα δεδομένα μας άλλο ένα βασικό στοιχείο που κάνει τον σοσιαλδημοκρατικό θάνατο να μην χωράει νεκραναστάσεις.
Η γέννηση της σοσιαλδημοκρατίας και η ανάπτυξη της ήταν βιώσιμη όσο υπήρχαν οι κατάλληλες οικονομικές, πολιτικές κοινωνικές και γεωπολιτικές συνθήκες που υποβοηθούσαν την ύπαρξή της. Και τι εννοούμε μ' αυτό. Όσο απαραίτητη προϋπόθεση είναι ακόμα και σήμερα η υπερεκμετάλλευση του τρίτου κόσμου για την σχετικιστική “ευημερία” του δυτικού, άλλο τόσο επιβεβλημένη ήταν η γεωπολιτική θέση σε κατάσταση απειλής της ΕΣΣΔ για να υπάρξει σοσιαλδημοκρατία στη Δύση, με επίκεντρο την Ευρώπη.
Στο ζήτημα “σιδηρούν παραπέτασμα”, μπορεί να κέρδισαν τις εντυπώσεις οι δυτικοί φιλελεύθεροι καπιταλιστές, γιατί αυτοί δεν έχτισαν απτά τείχη χωρισμού, όμως γνωρίζουμε ότι “στη μοναδική πόρτα ένωσης των δύο κόσμων” η κλειδαριά είχε γυρίσει και από τις δύο μεριές.
Οι σοβιετικοί, φοβούμενοι την επίδραση της αστικής λέπρας, άσκησαν την στρατηγική του ολοκληρωτικού κοινωνικού ελέγχου, ενώ οι Δυτικοί, φοβούμενοι μια νέα συμφωνία μεταξύ ΕΣΣΔ και “εσωτερικών εχθρών” στα κράτη τους, χρησιμοποίησαν την τακτική του καρότου και του μαστιγίου.
Εάν εκείνη ήταν ξεκάθαρα η περίοδος του καρότου, σήμερα είναι άλλο τόσο ξεκάθαρο ότι βιώνουμε την περίοδο του μαστιγίου.
Το καταπληκτικό στη σοσιαλδημοκρατία, ήταν ότι οι καπιταλιστές κατάφεραν να πετύχουν το μικρότερο κακό για τους ίδιους, κάνοντας μια συντήρηση δυνάμεων, έτσι ώστε, όταν αλλάξουν οι συγκυρίες, την επόμενη στιγμή να βρεθούν με τα κλειδιά του πλανήτη στα χέρια.
Τι σημαίνει αυτό; Ενώ η παγκόσμια ελίτ πιέζεται από τις σοσιαλιστικές υποσχέσεις της ΕΣΣΔ που παραπέμπουν κι αυτές σε επίγειο παράδεισο των εργατών, η σοσιαλδημοκρατία της λύνει τα χέρια, καθώς διασφαλίζει ότι οι δομές διαχείρισης των -κερδοφόρων- οργανισμών που σχετίζονται με τις βασικές ανάγκες του λαού, παραμένουν στα χέρια τους μέσω της πανίσχυρης κρατικής παρουσίας.
Με λίγα λόγια, το κεφάλαιο με έναν πόλεμο χαμηλής έντασης καταφέρνει να παραμείνουν στα χέρια του οι δομές που αφορούν στην υγεία, την παιδεία, τον καταμερισμό της εργασίας, τον εποπτικό έλεγχό της κλπ, χωρίς να δημιουργούνται συνθήκες περάσματος σε μερικό ή ολοκληρωτικό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
Αυτό μάλιστα, θα ήταν μια πραγματική καταστροφή για την καπιταλιστική στόχευση, πόσο μάλλον αν αυτή η ανατρεπτική διαδικασία κινούνταν σε αντιγραφειοκρατική και αντιολοκληρωτική - αμεσοδημοκρατική κατεύθυνση. Όμως, η συναίνεση που γέννησε η σοσιαλδημοκρατία ήταν αρκετά ισχυρή, έτσι ώστε μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ (και παντελώς άστοχα της διάλυσης και των προοπτικών ανατροπής του καπιταλισμού)οι κρατικοποιημένες οικονομίες του ανατολικού μπλοκ να γίνουν σε μια νύχτα κολοσσοί ιδιωτικών συμφερόντων, ώστε να εναρμονιστούν με την νεοφιλελεύθερη διαδικασία που είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσεται στη Δύση λίγα χρόνια πριν.
Είναι για τον ίδιο λόγο σήμερα που το κίνημα ασκεί κριτική τόσο στον “κρατικό” όσο και στον “ιδιωτικό” έλεγχο, διατυπώνοντας την επικυρωμένη από την ιστορία θέση, ότι η μια κατάσταση δεν αναιρεί την άλλη. Αντιθέτως, είναι ζήτημα συγκυριών και καλύτερης εξυπηρέτησης των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων ποια επιλέγεται σε κάθε χρονική περίοδο. Η κρατικοποίηση δεν μπορεί να ιδωθεί ως μια κατάκτηση, αλλά ως το τελευταίο εμπόδιο μπροστά στην ολοκληρωτική επικράτηση της εργατικής τάξης πάνω στο καπιταλιστικό υπάρχον.
Η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε το πιο αποτελεσματικό όπλο του καπιταλισμού απέναντι στο όραμα της ανατροπής του καπιταλισμού και της θεμελίωσης μιας ελεύθερης ακρατικής-μετακαπιταλιστικής κοινωνίας ισότητας σε όλα τα επίπεδα(οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό),όπου το προσκήνιο θα ανήκε στους εργαζόμενους και την κοινωνία. Σήμερα, στο νέο πόλεμο που διεξάγει η ελίτ, δεν υπάρχει κίνητρο επαναχρησιμοποίησης του, «στομωμένου» όπλου της σοσιαλδημοκρατίας.
Με μια κωδικοποίηση: “Η σοσιαλδημοκρατία εκπλήρωσε τον ιστορικό της ρόλο που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων της καπιταλιστικής ελίτ, σε μια συγκεκριμένη περίοδο, υπό πολύ συγκεκριμένες συνθήκες.”
Όλα αυτά, λοιπόν, προφανώς δεν συνέβησαν ποτέ για τους ιθύνοντες του ΣΥΡΙΖΑ. Το παντοτινό πρόβλημα που είχαν οι ρεφορμιστές με τους επαναστάτες, ήταν ότι πάντα οι τελευταίοι δεν θέλανε να διαπραγματευτούν. Σήμερα, ο ίδιος ο καπιταλισμός δηλώνει απερίφραστα ότι «δεν υπάρχει τίποτε για διαπραγμάτευση» και, παρόλα αυτά η άτεγκτη πολιτική του ρεφορμισμού εξακολουθεί να προτάσσει την διαπραγμάτευση. Κι αν κάποτε το δήθεν νόημα αυτής της λογικής κρυβόταν πίσω από την επίφαση της δράσης υπέρ μιας «έστω και λίγο καλύτερης ζωής», σήμερα είναι προφανές ότι καταλήγει στη δράση υπέρ ενός «έστω και λίγο καλύτερου θανάτου».
Το αποκορύφωμα της γελοιότητας που ταυτόχρονα συγκροτεί και το πιο πετυχημένο παράδειγμα «πρότασης διαπραγμάτευσης», είναι η τελευταία φαεινή ιδέα που ήρθε και κατέκατσε στον εμβριθή εγκέφαλο της ρεφορμιστικής ηγεσίας. Αυτή η θεάρεστη πολιτική στρατηγική εμπερικλείονταν στην πρόταση του Τσίπρα περί παγώματος της αποπληρωμής του χρέους για τρία χρόνια. Ας δούμε αν υπάρχει κάποια κοινωνική δυναμική που να επιχειρηματολογεί διαλεκτικά με την πολιτική ουσία αυτής της χυδαίας πρότασης.
Ο επικαθορισμός του κοινωνικού από το πολιτικό με ολοκληρωτικό τρόπο, μας διευκολύνει να αναλύσουμε το πώς έφτασε η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης του καπιταλισμού σε αυτή την πρόταση «διεξόδου». Και οι τυφλοί είδανε την πολιτική αποστοίχιση μιας μεγάλης κοινωνικής μάζας από το ΠΑΣΟΚ, το είδε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά αυτό καθόρισε για άλλη μια φορά την πολιτική του στρατηγική. Όπως και τα προηγούμενα 38 χρόνια της μεταπολίτευσης, η πολιτική της αριστεράς ακολούθησε τον ίδιο δρόμο: «πες κάτι πιο δεξιό για να τσιμπήσεις πασόκους ψηφοφόρους». Και κάπου εκεί τελειώνουν τα εργαλεία ανάλυσης και ολοκληρώνονται τα συμπεράσματα που οδηγούν στη χάραξη της πολιτικής γραμμής. Είναι τάχα τόσο απλά τα πράγματα; Ας δούμε μια περίπτωση με βάση την ταξική και κοινωνική προσέγγιση η οποία πιστεύουμε ότι αποτελεί μια καλή βάση για να ορίσουμε πολιτικά πρόσημα σε μαζικό επίπεδο.
Ένας χαρακτηριστικός ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ, όχι πριν 30 χρόνια, αλλά στις τελευταίες εκλογές του 2009, ήταν δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος με 20 χρόνια προϋπηρεσίας έπαιρνε έναν μισθό γύρω στα 1500Ε, μπορούσε να διαχειριστεί με δυσκολίες αλλά μάλλον αποτελεσματικά τη ζωή του και τα έξοδά του, ειδικότερα αν στο σπίτι υπήρχε δεύτερος μισθός. Σε εξισορρόπηση των δυσκολιών, ερχόταν η σιγουριά της θέσης του, το δάνειο που αποπληρωνόταν κανονικά ώστε να έχει ένα δικό του σπίτι σε κάποια χρόνια, η προοπτική της σύνταξης σε κάποια χρόνια, το εφάπαξ που μπορούσε να γίνει η βάση για ένα δεύτερο οίκημα, μια μικρή επιχείρηση κλπ.
Με απλά λόγια, ήταν ένα μικροαστικό στρώμα το οποίο ακόμα έβλεπε προοπτικές -το προηγούμενο της «εθνικής ανάπτυξης» που σήμαινε καταναλωτική επάρκεια, αν όχι υπέρβαση, ήταν γερά καρφωμένο ακόμα στο συλλογικό νου. Στοιχιζόταν δε πολιτικά στις αστικές δυνάμεις, προσπαθώντας να βρει τη λύση στα πρόσωπα διαχείρισης με στόχο να διατηρήσει τα κεκτημένα και, αν είναι δυνατόν, να διεκδικεί κάθε τόσο και μικρές αυξήσεις, οι οποίες απλά θα υπερκαλύπτουν κατ’ ελάχιστο την αύξηση του δείκτη πληθωρισμού. Με την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, είχε δημιουργήσει μια σχέση εργαλειακής χρήσης, όταν ήθελε ένα ευρύτερο μέτωπο συμμαχιών για να κερδίσει σε κάποιον -συνήθως συντεχνιακό- αγώνα υπαλληλικών απαιτήσεων. Αλλά ουδέποτε θα ταυτιζόταν με την πολιτική της Αριστεράς, όχι γιατί ήταν ριζοσπαστική, αλλά γιατί δεν έβγαζε νόημα. Ήταν θολή. Άλλωστε, το πράγμα έτσι ή αλλιώς δούλευε. Δεν χρειαζόταν να βγει εκτός της κυρίαρχης αστικής πολιτικής πρότασης, αλλά να κάνει κριτική στα καφενεία τα απογεύματα, είτε -στην καλύτερη περίπτωση- στα δομικά προβλήματα, είτε -στην χειρότερη- στον διπλανό του.
Σήμερα, αυτός ο ψηφοφόρος αποστοιχίζεται από το ΠΑΣΟΚ. Γιατί όμως; Τον έπεισε η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ; Ασφαλώς όχι. Αποστοιχίζεται γιατί είναι πλέον ένας φτωχός άνθρωπος, ο οποίος πληρώνεται με 400Ε το μήνα [εάν έχει και δάνειο να τρέχει] ή 700-800Ε χωρίς δάνειο. Το δε δάνειο, μπορεί να αποπληρώνεται ακόμα, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος εάν θα πρέπει στο άμεσο μέλλον να σταματήσει την αποπληρωμή του για να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για διατροφή, με κίνδυνο να χάσει το σπίτι του.
Η εργασιακή ασφάλεια έχει πάει περίπατο με τις απολύσεις στον δημόσιο τομέα -το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα-, ενώ με τα νέα όρια συνταξιοδότησης, το εφάπαξ και η σύνταξη μοιάζουν μακρινό όνειρο.
Για να μην υπεισέλθουμε σε άλλα ζητήματα όπως ότι, εάν δεν μπορεί να πληρώσει το χαράτσι, μπορεί να βρεθεί χωρίς ρεύμα, ή εάν το παιδί ή τα παιδιά του είναι άνεργα, και πρέπει να πάνε για σπουδές σε άλλη πόλη από αυτή που μένουν κλπ.
Αυτή είναι η νέα κατάσταση. Μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μάλλον μια διευρυμένη κοινωνική και ταξική καθίζηση των μικροαστικών στρωμάτων σε νέες θέσεις, οι οποίες υστερούν σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και από κάποιους βιομηχανικούς εργάτες στον ιδιωτικό τομέα. Είναι σε αυτούς, λοιπόν, τους ψηφοφόρους στους οποίους στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ, και τους καλεί να υπερψηφίσουν το πρόγραμμά του ώστε να παγώσει η αποπληρωμή για 3 ολόκληρα χρόνια.
Η κατάσταση μοιάζει, κατά τη γνώμη μου, με τρόπο κωμικοτραγικό στην προεπαναστατική Ισπανία του 1930. Η κατάσταση έχει πολωθεί ταξικά, όλοι γνωρίζουν ότι ο μόνος ομαλός δρόμος για να μην ξεσπάσει εμφύλιος είναι μια κεντροαριστερή κυβέρνηση να κάνει την λυτρωτική και πολυαναμενόμενη, για πάνω από 500 χρόνια, αναδιανομή της γης. Το ξέρουν ακόμα και οι αστοί. Δίνουν την ευκαιρία λοιπόν στην κεντροαριστερά να κυβερνήσει τη χώρα με την κήρυξη της δημοκρατίας του 1931. Η αριστερά κατέθεσε χιλιάδες νομοσχέδια τα δυο χρόνια που συμμετείχε στην κυβέρνηση, ποτέ όμως δεν έκανε την αναδιανομή της γης και του πλούτου. Τα αποτελέσματα γνωστά: το 1933 κερδίζει η δεξιά. Ο δρόμος για τον εμφύλιο έχει ανοίξει.
Φυσικά, τότε ακόμα και η ρεφορμιστική αριστερά διατηρούσε κάτι από το μύθο της σοσιαλιστικής επανάστασης, ενώ εξέφραζε και υποστηριζότανε -δυστυχώς- από μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Επανερχόμενοι στο σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει το πάγωμα της αποπληρωμής για τρία χρόνια, χωρίς να μιλά πουθενά για κάποιου είδους αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Και φυσικά, εδώ, κοινωνικός πλούτος πρέπει να οριστεί ο πλούτος που παράγεται από τα παραγωγικά μέσα, είτε πρόκειται για τη γη, είτε για τα εργοστάσια και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Ούτε καν για αυτή την πολυθρύλητη απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν κάνει λόγο.
Και τότε είναι που μπαίνει το ερώτημα: χωρίς δομική αλλαγή και ανατροπή στον τρόπο που αναπαράγονται οι κοινωνικές τάξεις, οι οποίες θα οδηγήσουν και σε μια αναδιοργάνωση των ταξικών συσχετισμών, δεν μπορεί να υπάρξει νέος πλούτος για να διοχετευτεί προς όφελος των κατώτερων στρωμάτων διαμέσου μιας «φιλολαϊκής» πολιτικής διαχείρισης. Με απλά λόγια, εάν τάζεις στον ψηφοφόρο σου ότι θα παγώσει την αποπληρωμή για 3 χρόνια, προφανώς εννοείς ότι για αυτά τα 3 χρόνια ο μισθός του δημοσίου υπαλλήλου, που χρησιμοποιήσαμε πιο πάνω ως παράδειγμα, θα πρέπει να επανέλθει τουλάχιστον στα 1500 ή και παραπάνω ευρώ.
Μένει να απαντηθεί πως θα συμβεί αυτό χωρίς να πειράξεις τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μα ακόμα και να επιτευχθεί αυτό το σπουδαίο κατόρθωμα μέσω «φορολόγησης στο μεγάλο κεφάλαιο κλπ», μετά την παρέλευση των τριών χρόνων θα πρέπει να απαντηθεί πως θα διατηρούνται οι μισθοί κανονικά στα 1500Ε για όλους, [όπως λένε τα προγράμματα της αριστεράς], ενώ την ίδια στιγμή οι εφοπλιστές και οι μεγαλοβιομήχανοι θα συνεχίζουν τις δουλίτσες τους, απομυζώντας υπεραξία. Και ταυτόχρονα, θα αποπληρώνεις ένα χρέος της τάξης των 100δις ευρώ ή και παραπάνω . Τόμπολα. Αυτή η ασύλληπτη μπούρδα συναντά τα όριά της, ακριβώς με τη λήξη του χρονικού περιθωρίου που έχει δώσει η ίδια στον εαυτό της, αν όχι νωρίτερα. Άλλωστε, μόνο τυχαίο δεν είναι ότι το αντίστοιχο φαιδρό σχήμα στο χώρο της δεξιάς, το κόμμα Καρατζαφέρη δεν δίστασε να κάνει πλειστηριασμό παπάρας, αυξάνοντας την άρνηση αποπληρωμής στα 5 χρόνια, κάνοντάς μας να γονατίσουμε από τα γέλια. Είναι μια τέτοια αριστερά που δίνει το δικαίωμα να σπάει πλάκα ο κάθε σαλτιμπάγκος της λαϊκίστικης δεξιάς.
Ας δούμε, όμως, κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Πως μπορεί να υπολογιστεί το κοινωνικό και πολιτικό βάρος που θα φέρει αυτή η πρόταση του «παγώματος αποπληρωμής», αν χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο ανάλυσης την διαλεκτική αντιστοίχηση της κατάστασης της κοινωνικής βάσης και των εν δυνάμει πολιτικών πρόσημων που μπορεί αυτή να εκφράσει.
Οι νεοναζί, εκφράζοντας τα πιο καθυστερημένα τμήματα των μικροαστών και των εργατών, θα πουν ότι οι προδότες αριστεροί συνεχίζουν να αποπληρώνουν τα τοκοχρεολύσια στους σιωνιστές Ευρωπαίους, και θα έχουν δίκιο.
Ο Καμμένος, εκφράζοντας τους προλεταριοποιούμενους δημόσιους υπαλλήλους του κράτους της δεξιάς, ίσως κάποια καθυστερημένα τμήματα των αγροτών και εργατών, καθώς και ένα κομμάτι του ντόπιου κεφαλαίου, θα πει ότι η αριστερή πολιτική -διακυβέρνησης- υποσκάπτει την Ανεξαρτησία των Ελλήνων έναντι των Ευρωπαίων κερδοσκόπων, και θα έχει επίσης δίκιο.
Τα κεντρικά αστικά σχήματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, εκπροσωπώντας από κοινού το ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τα βύσματα, τους βαλτούς και βολεμένους του κρατικού μηχανισμού και της τοπικής αυτοδιοίκησης, τους μπάτσους και τα σώματα ασφαλείας, αρκετούς παππούδες με Αλτσχάιμερ και όσους κρετίνους από τις κατώτερες τάξεις μαγεύει με την ευγλωττία του ο εξίσου κρετίνος -πλην ακριβοπληρωμένος- Μανώλης Καψής, θα πούνε ότι αποδείχτηκε με τον πλέον περίτρανο τρόπο, ότι τσάμπα μας τα πρήζει η αριστερά 40 χρόνια τώρα -όταν δεν συγκυβερνά μαζί μας-, καθώς το τελικό πλάνο διαχείρισης έχει τρομερές ομοιότητες με το δικό τους, αφού [βασικότερο όλων] αναγνωρίζει το χρέος και ψάχνει να βρει έναν λογικό τρόπο αποπληρωμής [που δεν υπάρχει]. Και θα έχουν δίκιο.
Τελευταίος και σημαντικότερος όλων, ο εργαζόμενος που μόλις προσφάτως έχει λάβει το χρίσμα του «αριστερού ψηφοφόρου» , και ο οποίος εκπροσωπεί τον εαυτό του αλλά και τους όμοιούς τους, της τάξης του, θα αναρωτηθεί γιατί θα πρέπει να συνεχίσει τις θυσίες ώστε να συνεχίζει να αποπληρώνει κανονικά ένα χρέος που δεν δημιούργησε ο ίδιος, ενώ «αριστεροί» κώλοι ξεσκονίζουν τα έδρανα της εξουσίας. Θα πει να πάει να γαμηθεί η Αριστερά. Και θα έχει δίκιο.
Θα πρέπει να ανιχνεύσει αυτός κι η τάξη του μια Realpolitik, από αυτήν που δεν μπορεί να δώσει αυτή η ξοφλημένη Αριστερά, ο επιθανάτιος ρόγχος της οποίας θα είναι οι φαιδρότητες για παύση πληρωμών για 1,2, 3, ή 4 χρόνια. Η επανάληψη της ιστορίας σαν φάρσα, θα οδηγήσει την ελληνική αριστερά του 2012 στον ίδιο σκουπιδοτενεκέ στον οποίο πετάχτηκε η Ισπανική «αριστερά» του ’30.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το Μάρτη του 2009 σήμανε δυο πράγματα, από ότι έχει δείξει η δράση της αλλά και το πλαίσιο του σχηματισμού. Από τη μία, αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι μετά από πολλά χρόνια «ενοποιήθηκε» ο χώρος της «μικρής αριστεράς». Από μόνο του αυτό δεν λέει κάτι, είτε θετικό, είτε αρνητικό. Αντιθέτως, τα πασίγνωστα και χιλιοειπωμένα επιχειρήματα υπέρ ή κατά των πολιτικών «συγκολλήσεων» καταδεικνύουν αυτό ακριβώς, ότι δηλαδή από μόνη της μια «συμμαχία» δεν έχει να πει κάτι. Είναι το περιεχόμενο που θα καθορίσει εάν και που έχει εδραστεί τελικά η πολιτική συμμαχία. Και κυρίως, ποιες κοινωνικές δυνάμεις αντιπροσωπεύει, ή -έστω- θέλει να αντιπροσωπεύσει.
Από τη μία, λοιπόν, οι υπέρμαχοι των συγκολλήσεων επιχειρηματολόγησαν, λέγοντας για τη νέα δυναμική που διαμορφωνόταν και για την ανάταση που δίνει στον κόσμο η αίσθηση ενότητας, καθώς φυσικά και η άνοδος στα εκλογικά ποσοστά. Ως γνωστόν, ειδικά αυτή η κατηγορία ανθρώπων που έχει μεγαλώσει πολιτικά με αυτή την αντίληψη, πιστεύει μεταφυσικά ότι στην πολιτική 1+1=2. Άλλο αν αυτό αποτελεί ξεκάθαρη αίτηση διαζυγίου με την μαρξική διαλεκτική. Από την άλλη, οι αρνητές μίλησαν και είπαν ότι, εφ’ όσων δεν έχει καθοριστεί το πολιτικό πλαίσιο ούτε, καν, σε κάποια βασικά σημεία, τότε απλά θολώνουν οι γραμμές και ο σχηματισμός οδηγείται στο να μην λέει τίποτα τελικά, ή τίποτα που να έχει ουσία. Και οι δυο είχαν εν μέρει δίκιο. Νέα δυναμική υπήρξε -περιορισμένη είν’ η αλήθεια-, όπως ακριβώς υπήρξε και ένα φοβερό χάος απόψεων αντιλήψεων κλπ. Αλλά φυσικά για μας, δεν είναι και πάλι αυτό το βασικό θέμα. Το ζητούμενο είναι ποιες είναι αυτές οι «καθαρές γραμμές», εάν υπήρξαν ποτέ, ή από την άλλη, τι πρεσβεύει αυτή η νέα δυναμική. Όλα τα άλλα είναι φληναφήματα. Έτσι κι αλλιώς, πολιτικά δικαιώνονται οι αρνητές και οργανωτικά οι υπέρμαχοι, που είναι αναμενόμενο. Τι αντιπροσωπεύει, όμως, τελικά το σχήμα αυτό;
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε μπροστά της δυο δρόμους. Ή θα ενοποιούσε και θα αναδιαμόρφωνε την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, ή θα επανασυγκροτούσε σε νέες βάσεις την Άκρα Αριστερά. Με λίγα λόγια, τη εμφανίσει της, έπρεπε να δηλώσει ποιον πολιτικό χώρο θα καταλάβει. Επειδή, όμως, τα περιθώρια επιλογών ήταν σχετικά στενά, η επιλογή θα κατέστρεφε εντελώς την έτερη επιλογή. Είναι αλήθεια, ότι με βάση την πολιτική και κοινωνική διαμόρφωση του χώρου της και των σχημάτων της, οι πιθανότητές της τα τελευταία χρόνια να συγκροτηθεί ως φορέας της εξοκοινοβουλευτικής, και όχι της Άκρας Αριστεράς, ήταν συντριπτικά περισσότερες. Το μόνο πολιτικό συμβάν που θα ήταν, υπό όρους, ικανό να στρέψει την πυξίδα προς όφελος της Άκρας Αριστεράς, ήταν ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ του 2008. Ήταν, όμως, τόσο επιδερμική η συμμετοχή του χώρου αυτού στην εξέγερση, και η θεωρητική του συμβολή τόσο πενιχρή, ώστε εν τέλει αυτή η «εκτροπή» κατέστη ανέφικτη.
Φυσικά, αυτά τα σημάδια είχαν δοθεί σε παρελθόντα χρόνο, όταν ο χώρος αυτός δεν μπόρεσε σε καμία περίπτωση να συντάξει το δικό του μανιφέστο, όχι ως ιερό βιβλίο, αλλά ως προϋπόθεση για τον σχηματισμό μιας αυτόνομης αυτοκαθορισμένης πολιτικής .
Έτσι, λοιπόν, τα δύο βασικά σχήματα που διαμορφώνουν αυτό το χώρο, αποτέλεσαν, εν τέλει, ομοιώματα των δύο αντίστοιχων κοινοβουλευτικών αριστερών φορέων. Από τη μια το ΝΑΡ, που προσομοιάζει στο ΚΚΕ, και από την άλλη το ΣΕΚ, που προσομοιάζει στο ΣΥΡΙΖΑ. Η ειρωνεία είναι πως το κοινό πολιτικό στοιχείο που έχουν οι δύο αυτοί σχηματισμοί του εξωκοινοβουλίου, είναι το ίδιο που έχουν και οι «μεγάλοι» τους «συγγενείς», δηλαδή η σοσιαλδημοκρατία. Αλλά σε αυτό θα έρθουμε σε λίγο.
Πριν, ας ρίξουμε μια ματιά στους ακροβατισμούς που κάνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μιμούμενη το ΚΚΕ, σε επίπεδο λόγου τουλάχιστον. Το τελευταίο διάστημα, ειδικότερα στα πλαίσια πατόκορφου γλειψίματος στις μούμιες του Περισσού, υπάρχει μια χυδαία, άνευ προηγουμένου, ανατροπή στο λόγο του εξωκοινοβουλίου, καθώς πλέον αποτελεί το νο.1 σύμμαχο της φαιδρής ομάδας της ηγεσίας του ΚΚΕ στη χαφιεδολογία, στην συνωμοσιολογία και στον χαρακτηρισμό ως προβοκάτσιας όποιας διαδικασίας δεν καταλαβαίνουν.
Αυτό φυσικά σημαίνει δυο πράγματα. Αφενός, ότι αποδομείται η ικανότητα θεωρητικής ανάλυσης σύγχρονων φαινομένων όπως η μητροπολιτική βία, η κατάληψη δημόσιου λόγου και χώρου από λούμπεν στοιχεία λόγω της μαζικοποίησης τους εν μέσω κρίσης [και άλλα που δεν είναι της παρούσης], και αφ’ ετέρου, ότι αυτή η τακτική οδηγεί με ακρίβεια στην υιοθέτηση της στάσης που είχε το αστικό συμπλήρωμα του Περισσού στην εξέγερση του Δεκέμβρη.
Όμως, το πλέον παράδοξο σε αυτή την στάση είναι η διερεύνηση του γιατί επιλέχθηκε. Εδώ, μπορούμε να σχολιάσουμε δυο διαφορετικά ζητήματα. Το ένα έχει να κάνει με την προσήλωση στην γραμμή της παναριστεράς, η οποία για να χτιστεί πρέπει να γλείφεται δουλικά και χωρίς αντιρρήσεις ο πιο μαζικός φορέας της, το ΚΚΕ. Τι κι αν εκείνο φτύνει αφ’ υψηλού και ξευτελίζει σε κάθε ευκαιρία το χώρο του εξωκοινοβουλίου, αυτοί λένε βρέχει και συνεχίζουν τις επιθέσεις φιλίας.
Ένας δεύτερος λόγος, θα ήταν η τακτική του ετεροπροσδιορισμού, με το σχήμα να παίρνει πιο δεξιές θέσεις, διατηρώντας την ελπίδα ότι θα χωρέσει κι αυτό στον αστερισμό του κοινοβουλευτισμού, εάν βέβαια δεν τρομάξει την μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων, αλλά τους ηρεμήσει με την καταδίκη της βίας. Φυσικά, και οι δυο επεξηγήσεις είναι αστείες.
Από τη μια, το ΚΚΕ δεν έχει κανέναν λόγο να συνδεθεί με τα γκρουπούσκουλα του εξωκοινοβουλίου, αντιθέτως θέλει να τα τσακίσει για να μην έχει άλλο συνομιλητή το περιφρουρούμενο ακροατήριο του, ενώ η τακτική του «μαζέματος» στο ζήτημα σύγκρουση, βία και λοιπά προκαλεί γέλιο, καθώς δεν εδράζεται σε καμία πραγματική ανάλυση. Το ΚΚΕ, όταν μιλά για προβοκάτσιες και άλλα αναλώσιμα, πετυχαίνει να λασπολογεί εναντίον του πιο μαχητικού κομματιού του ανταγωνιστικού κινήματος, προτείνοντας τον εαυτό του ως λύση, και την ίδια στιγμή να συσπειρώνει την συντηρητική του βάση και τους συντηρητικούς, κατά βάση, μικροαστούς ψηφοφόρους του, οι οποίοι συνωστίζονται στη μάζα των 517.154 ατόμων που το ψήφισαν.
Από την άλλη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν μιλά για προβοκάτσιες και άλλα τινά, συμμετέχει στον εξευτελισμό των δυναμικών μέσων πάλης, τα οποία θα αναγκαστεί σε κάποια φάση να χρησιμοποιήσει ενάντια στον πυρήνα της εκφασισμένης δημοκρατίας σε συνθήκες κρίσης, εάν δεν θέλει να μετρά νεκρούς από τους μπάτσους και τους φασίστες, ή ακόμα χειρότερα από την ανεργία και την πείνα. Ταυτόχρονα, είναι απορίας άξιο, ποιους από τους 24.737 γνωστούς και φίλους που την ψήφισαν το 2009 θέλει να συσπειρώσει σε συντηρητική βάση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Εκτός, εάν η βάση της ήταν εκ των προτέρων συντηρητική, κάτι όμως που δεν ισχύει, καθώς τα περισσότερη μέλη και στελέχη της έχουν βρεθεί σε διαδικασίες που οι νέοι φίλοι τους στον Περισσό με ευκολία θα χαρακτήριζαν ως προβοκατόρικες. Τέλος, όχι απλά δεν βοηθάει στο να διαμορφωθεί ένα πεδίο ιδεολογικής πόλωσης υπέρ του κοινωνικού κινήματος και των μέσων πάλης του, αλλά υποβοηθά στη συγκρότηση υπερδεξιών αντιλήψεων πάνω στο ζήτημα της λαϊκής αντιβίας.
Ο δεύτερος χαρακτηριστικός λεκτικός μιμητισμός, έχει να κάνει με τον δανεισμό και τη διασκευή του ΚΚΕδικου πολιτικού σχήματος που υπακούει στο μέτωπο της εργατικής τάξης με τους μικροαστούς μικρομαγαζάτορες, μικρούς και μεσαίους αγρότες κλπ.
Η αντίστοιχη πολιτική στρατηγική εμπερικλείεται στο εμπνευσμένο σύνθημα της εξοκοινοβουλευτικής σοσιαλδημοκρατίας, το οποίο γκαρίζουν και στις γενικές απεργίες [αυτές που θέλουν τάχα να κάνουν χαρακώματα αδυσώπητου αγώνα] και πάει κάπως έτσι: «μας κλέβουν τους μισθούς, μας παίρνουν τη δουλειά, σε λίγο θα κλείσουν κι αυτά τα μαγαζιά». Θα μπορούσε να καταλάβει κάποιος, ότι το εμποροβιοτεχνικό επιμελητήριο αλώθηκε από τους επαναστάτες κομμουνιστές(!) ή, μάλλον καλύτερα, ότι στα μπλοκ της εξοκοινοβουλευτικής σοσιαλδημοκρατίας, συγκεντρώνονται όλοι οι οργισμένοι μαγαζάτορες της πόλης. Είναι έτσι; Μπα, με μια επιφανειακή ματιά βλέπεις τους ίδιους δημόσιους υπαλλήλους, κυρίως κάτι δασκάλους και κυρίως έναν διαταξικό χυλό φοιτητών έως 30 χρονών, οι περισσότεροι εκ των οποίων άνεργοι, ενώ οι λιγότεροι δουλεύουν σε «αυτά τα μαγαζιά» και αποτελούν το χειρότερα αμειβόμενο κομμάτι του σύγχρονου πρεκαριάτου, ακρογωνιαίου κομματιού του σύγχρονου προλεταριάτου στον τομέα των υπηρεσιών και του τουρισμού-επισιτισμού.
Ας δούμε πάλι, γιατί γίνεται αυτή η επιλογή και τελικά τι αποτελέσματα έχει. Πιο πάνω αναλύσαμε γιατί το ΚΚΕ κρατά αυτή τη στάση, η οποία φυσικά είναι λειτουργική για τον αστικοποιημένο σχηματισμό της ορθόδοξης σοσιαλδημοκρατίας του ΚΚΕ. Σε τι, όμως, ωφελεί την ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Αυτό το άνοιγμα στον μικροαστισμό μπορεί να φέρει νέους ψηφοφόρους στο σχήμα; Ας πούμε ότι απευθύνεται στους μικρομαγαζάτορες. Πιστεύει πραγματικά κανείς, ότι από όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς που υπάρχουν(ο μικρομαγαζάτορας, ο μικροαστός και τα συντεχνιακά στρώματα), θα επιλέξει κάποιος την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να εκπροσωπήσει τα συμφέροντά του; Γιατί, ποια αποτελεσματική δράση μπορεί να παράξει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Ας πούμε, ότι απευθύνεται στους εργαζομένους των μαγαζιών, οι οποίοι θα χάσουν τη δουλειά τους, εάν κλείσει το μαγαζί.
Τι λένε λοιπόν; Ότι, ως ακραιφνείς σοσιαλδημοκράτες, ποντάρουν στην εθνική ανάπτυξη με την έλευση της οποίας θα αυξηθούν οι μισθοί, θα ανεβεί η κατανάλωση, θα μείνουν ανοιχτά τα μαγαζιά, και θα συνεχιστεί με «πιο ανθρώπινους» όρους η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Γιατί, αν δεν θέλουμε να λέμε παπαριές, άλλος δρόμος για να μην κλείσουν «αυτά τα μαγαζιά»[με τους σημερινούς όρους λειτουργίας], από το να ανοίξει με πρωτοβουλία του διεθνούς κεφαλαίου νέος κύκλος εθνικής ανάπτυξης στη χώρα, δεν υπάρχει. Στον αντίποδα, βρίσκεται η πολιτική στρατηγική που βάζει στο κέντρο της συζήτησης, όχι το μαγαζί, αλλά τον τρόπο παραγωγής και το αξεπέραστο ιδεολογικό ζήτημα της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Αλλά αυτά, τρομάζουν τους χιλιάδες μαγαζάτορες οι οποίοι, ως σύμμαχοι της εργατικής τάξης, θα ορμήσουν στις κάλπες με τα ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανά χείρας.
Τελικά, ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στάσης; Να καταδειχτεί, απλά, ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι τελικά υπέρ της εθνικής ανάπτυξης [κι ας μη το ξέρει καλά-καλά] κι ότι η βασική πολιτική της πλατφόρμα εδράζεται στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Θλιβερό συμπέρασμα, εάν σκεφτεί κανείς πόσο άχρηστη είναι αυτή η πολιτική σήμερα για την εργατική τάξη.
Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα του χρέους, εκεί είναι το μεγάλο δράμα που επιβεβαιώνει τις προβλέψεις όσων κρατούσαν μικρό καλάθι για να μαζέψουν τις προσδοκίες που γεννούν οι συγκολλήσεις. Κάποιοι λένε να μην αναγνωριστεί καθόλου το χρέος , άλλοι μέσω της ΕΛΕ και άλλων σχημάτων λένε να γίνει μια σωστή καταμέτρηση του χρέους, άλλοι μιλούν για τοξικό και μη τοξικό χρέος και το ΣΕΚ, συνεχίζοντας το χαβά του, ανέμιζε στην τελευταία γενική απεργία στα πανό του το σύνθημα: «Παγώστε το χρέος». Αυτοί δε, δεν μας είπαν για πόσο χρονικό διάστημα να λειτουργήσουμε την κατάψυξη, το αφήσαν ανοιχτό. Καλούσαν, δηλαδή, τους εργαζόμενους να μετατρέψουν την γενική απεργία σε πολιτική απεργία διαρκείας, για να ζητήσουν τι; Το πάγωμα του χρέους. Οι επαναστάτες κομμουνιστές το παραξήλωσαν αυτή τη φορά. Ξεχνούν, όμως, ότι γι’ αυτό δεν χρειάζεται γενική απεργία και επανάσταση. Μπορούν να στείλουν μια αντιπροσωπεία στο γραφείο του Βενιζέλου να τα συζητήσουν.
Αυτή η εξωκοινοβουλευτική σοσιαλδημοκρατία έχει ξεχάσει κάποια πολύ βασικά διδάγματα. Ξεχνά, ότι οι καλύτερες στιγμές της και η συνεισφορά που είχε να επιδείξει στον κοινωνικό – ταξικό πόλεμο συνέβησαν όταν υιοθέτησε τη γραμμή της, άνευ όρων, σύγκρουσης με κοινωνικά χαρακτηριστικά με όλα τα μέσα σε όλα τα επίπεδα. Τουλάχιστον, εκεί μπορούσε να δώσει έναν ρόλο στον εαυτό της. Το εκπαιδευτικό κίνημα του 1990-1991, το μαθητικό κι αντιπολεμικό του 1998, το τεράστιο κύμα του 2006-2007, δεν χτίστηκαν στη βάση του δεξιού οπορτουνισμού μαζί με τις πιο καθυστερημένες πολιτικά συσπειρώσεις της αριστεράς(το ΚΚΕ και τον Κουβέλη ή τον Κωνσταντόπουλο). Ήταν στα αριστερά του χώρου της, που έβρισκε πάντα φίλους, και όχι εχθρούς, ο χώρος της μικρής αριστεράς, όσο κρατούσε γραμμή μάχης, έστω και με τα δικά της χαρακτηριστικά. Φρόντισε να αποκόψει κι αυτούς τους δεσμούς. Ξεχνά,ταυτόχρονα, ότι βασικός τροφοδότης των ανταγωνιστικών κινημάτων, είναι η συμμετοχή και η σύγκρουση.
Δεδομένου, λοιπόν, του γεγονότος ότι δεν εκπροσωπεί καμία τάξη και τα συμφέροντά της με την αδιέξοδη πολιτική της, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλοιώνει τα πολιτικά της χαρακτηριστικά τόσο, που είναι απορίας άξια η αδυναμία της να εντοπίσει «τις πταίει» και παραμένει καθηλωμένη στο1%[τώρα πια που και ο τελευταίος σαλτιμπάγκος διεκδικεί με αξιώσεις το κωλοκάθισμα στα βουλευτικά έδρανα]. Και σε αυτό το ποσοστό θα παραμείνει, γιατί η «αριστερά», ως ιδεολογική δεξαμενή ψηφοφόρων, είναι ηττημένη στην κυρίαρχη αφήγηση του κόσμου, οπότε δεν περισσεύουν πολλοί άνθρωποι για να καταλήξουν στην τελευταία γκρούπα της αριστεράς. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο δεξί άκρο, όπου ένα κούνημα του χαλιού κάτω από τα πόδια της ΝΔ, ήταν ικανό να φέρει στο προσκήνιο τη δυσωδία του νεοναζισμού της Χρυσής Αυγής. Φυσικά, το δεξί άκρο έχει και όλους τους θεσμικούς συμμάχους στο πλευρό του, κράτος, μπάτσους, ΜΜΕ κλπ. Η άλλη μεριά τι έχει;
Το μόνο που έχει είναι η πολιτική άποψη, η δυνατότητα του να προσπαθείς να πεις την αλήθεια και της ανάληψης αμέσου δράσεως. Αυτά, θα μπορούσαν, υπό όρους, να εξισορροπήσουν την έλλειψη μαζικότητας, την έλλειψη κοινωνικών συμμαχιών και στηριγμάτων. Θα μπορούσε να καλλιεργηθεί πεισματικά και υπομονετικά, μια πολιτική δράση και ένας δημόσιος λόγος που θα τραβάει, όσο πιο δυνατά και πειστικά γίνεται, στα άκρα την ιδεολογική πόλωση, όντας παράλληλα δημιουργικός. Βρίσκοντας ταυτόχρονα λύσεις, που αφορούν στην πραγματικότητα του φτωχού, ώστε να συσπειρώσει, τουλάχιστον, τα πιο αποφασισμένα για μάχη τμήματα των καταπιεσμένων. Με λίγα λόγια, θα υπήρχε μια ελπίδα, εάν η «αριστερά» ξαναγινόταν αριστερά, σαν αυτή για την οποία διαβάζουμε, πριν τον πόλεμο. Την αριστερά της Ρόζας, του Μιλάνου της Κόκκινης διετίας, των σοβιέτ του 1917, της αντιπολεμικής CGT πριν την πνίξουν τα τομάρια των σοσιαλδημοκρατών, του POUM της ηρωικής αντίστασης στην Ισπανία κλπ.
Αυτά είναι που θα μπορούσε να σκεφτεί και να πράξει μια Άκρα Αριστερά, και που δεν μπορεί και δεν θέλει να σκεφτεί και να πράξει η εξωκοινοβουλευτική σοσιαλδημοκρατία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο μόνος δρόμος που έχει απομείνει σε αυτή την αριστερά, αφού το ΚΚΕ τους έχει δώσει να φάνε την πόρτα του σπιτιού του λαού, είναι ο οργανωτικός και πολιτικός εναγκαλισμός με τον έτερο κοινοβουλευτικό σοσιαλδημοκρατικό φορέα της αριστεράς.
Έτσι, μπορεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να γράφει με κόκκινο στυλό και να ανεμίζει κόκκινες σημαίες, αναγκάζεται, όμως, πλέον να κάνει απλά ροζ πολιτική. Και είναι λογικό, εφόσον είναι αδύνατον να παράξουν πολιτική κοινωνικού ανταγωνισμού στη βάση, με εργαλεία την αυτοδιαχείριση στο δρόμο για την αυτοδιεύθυνση, αφού θεωρούν την άμεση δημοκρατία κόλπο καμουφλαρίσματος οργανώσεων, εφόσον θεωρούν την αυτοοργάνωση μόδα ή ρεφορμισμό και τα συνειδητοποιημένα κινήματα βάσης «άγουρους αυθορμητισμούς», τις διαταξικές πλατείες αποκάλυψη, ενώ παράλληλα αρέσκονται να μιλούν για την «μεγάλη εικόνα» αγνοώντας αυτιστικά ότι η «κεντρική πολιτική σκηνή» τους κλάνει στα μούτρα.
Οι πιο λογικοί, καταλαβαίνουν ότι η φυσική τους θέση είναι με το ΣΥΡΙΖΑ των γιατρών, των δικηγόρων, των δημοσιογράφων, των εκσυγχρονιστών καθηγητών πανεπιστημίου αλλά και των υπαλλήλων, των εργαζομένων, των μικροαστών, των 315.627 ψήφων τελοσπάντων. Το μόνο που μπορούν να ελπίζουν είναι, είτε να υπάρξει μια μαγική νεκρανάσταση της σοσιαλδημοκρατίας, είτε -για τους πιο τολμηρούς- ότι μια κυβέρνηση Τσίπρα θα λειτουργήσει ως Κερένσκυ και οι ίδιοι ως άλλοι Λένιν, που θα κάνουν την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα(!). Τι κι αν τα σοβιέτ τους είναι κάτι χωρίς σχέδιο σκοροφαγωμένες συνελεύσεις των ίδιων, εδώ και χρόνια 20-30, δημοσίων υπαλλήλων, και συμμαχίες κάποιων φοιτητών, που όνειρό τους είναι να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Όλα είναι πολιτική. Το παν είναι να κάνεις πολιτική. Για να κάνεις όμως πολιτική, πρέπει να μπορείς να κάνεις και ρεαλιστική πολιτική, ή να το πούμε και πάλι αλλιώς: τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους. Αλλιώς, το κοντέρ θα γράψει και πάλι 1%. Παρόλα αυτά, βέβαια, είναι δυνατόν η ηγεσία του εξωκοινοβουλίου να κομπορρημονεί με ύφος 1000 πιθήκων, ότι το 1% είναι το μεγαλύτερο ποσοστό όλων των εποχών για την επαναστατική, αντικαπιταλιστική, ανατρεπτική, ή ματαιόδοξη, μικροαστική, και σοσιαλδημοκρατική Αριστερά.
Ο άλλος δρόμος υπήρχε, αλλά οι φωστήρες της ηγεσίας φρόντισαν να τον μπαζώσουν, ως άλλο φρεάτιο του Κηφισού. Συμμετοχή των δυνάμεων της Άκρας Αριστεράς σε ένα μέτωπο με δυνάμεις στα αριστερά της, το οποίο θα διαμόρφωνε ένα ιδεολογικά ανταγωνιστικό του καπιταλισμού πλαίσιο και θα έπραττε με τους όρους της Άμεσης δράσης υπερασπιζόμενο δημόσια τις θέσεις του. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα πλέγμα προστασίας και έκφρασης του λαού για τις περιπτώσεις που ο κόσμος προπηλακίζει τους πολιτικούς. Αυτό είναι απαραίτητο, όχι γιατί έχουν σημασία οι πολιτικοί ως φυσικά πρόσωπα, αλλά γιατί είναι πολύ σημαντική η παροχή πολιτικής κάλυψης στα φαινόμενα αυθόρμητης λαϊκής βίας, ώστε να μην φοβάται ο λαός. Θα μπορούσε μια μάχιμη Άκρα Αριστερά να εγκαταλείψει καταγγέλλοντας τις δηλώσεις νομιμοφροσύνης στο σύστημα και να συμπαραταχθεί με την κοινωνική δυναμική που διαμορφώνει η λαική οργή. Ταυτόχρονα, θα έπρεπε να ανακοινώσει δημόσια την πρόθεσή της να διαμορφώσει μια άλλη κοινωνία, βασισμένη σε μια άλλη παραγωγή, με πυρήνα την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, τις κομμουνιστικές κοινότητες, την αυτοδιαχείριση ως οικονομικό σοσιαλισμό, την αμεσοδημοκρατία ως πολιτικό σοσιαλισμό, και την Αυτοδιεύθυνση ως στόχο για μια χειραφετημένη κοινωνία.
Στην καθημερινή πάλη, θα πρέπει να στηρίζει άνευ όρων τους εργατικούς αγώνες και τα σωματεία βάσης, αλλά επουδενί τις πολιτικές συγκολλήσεις σε συνδικαλιστικά πλαίσια. Θα έπρεπε, να μπορεί να δει την χρησιμότητα των καφενείων των ανέργων, των λαϊκών συσσιτίων από τους χώρους της, την διαδικασία ανάπτυξης των εμβρυακών μορφών δυαδικής εξουσίας διαμέσου των αυτοοργανωμένων συνεταιρισμών στην παιδεία, την υγεία, την ενημέρωση, την διασκέδαση. Θα έπρεπε να διευρύνει τους τρόπους, διαμέσου των οποίων θα καταστεί δυνατό να αποσπαστούν και πολιτικές εξουσίες από το αστικό σύστημα. Σήμερα, όμως, μπορεί και να είναι ήδη αργά.
Κάπου εδώ, ολοκληρώνονται συνήθως –κατά 90%- οι αναλύσεις πάνω σε πολιτικούς χώρους και σχηματισμούς που κάνουν οι περισσότεροι αναλυτές. Για μας τώρα αρχίζει.
Οι παραπάνω 30 σελίδες ανάλυσης της πολιτικής συγκυρίας, όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, δεν αποτελούν μια ουδέτερη καταγραφή των εξελίξεων. Η παραπάνω ανάλυση γράφτηκε, φιλοδοξώντας να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο επεξεργασίας της πραγματικότητας από τη σκοπιά του κοινωνικού αναρχισμού, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, είναι η πολιτική δεξαμενή που συγκεντρώνει τα πιο χρήσιμα, δυναμικά και αποτελεσματικά χαρακτηριστικά, ώστε να επιχειρήσει με καλές πιθανότητες την υποστήριξή και χάραξη μιας νικηφόρας γραμμής του αγώνα της εργατικής τάξης και της κοινωνίας γενικότερα, στην κατεύθυνση της ανατροπής της καπιταλιστικής επίθεσης, της αντιστροφής των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, και τελικά της αναδόμησης μιας πραγματικότητας στη βάση της χειραφέτησης και της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης.
Εμείς, οι Αναρχικοί: Πριν καταπιαστούμε με το καθ’ αυτό ζητούμενο, δηλαδή την πολιτική παρουσία και την κοινωνική παρέμβαση του αναρχικού χώρου, θα πρέπει να κάνουμε κάποιες απαραίτητες παρατηρήσεις, ώστε να αποφευχθούν παρεξηγήσεις.
Το «Εμείς» στην αρχή αυτής της παραγράφου προσδιορίζεται διττά. Πρώτον, εμείς, ως αναρχικοί, δηλαδή ως σύνολο ατόμων που ασπαζόμαστε μια κοινή ιδεολογία και ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα απελευθέρωσης και αναδημιουργίας της κοινωνίας σε νέες βάσεις, και δεύτερον, εμείς, ως τμήμα του καταπιεσμένου τμήματος της κοινωνίας. Αυτό το εμείς, δηλαδή, υποδηλώνει τόσο το πολιτικό όσο και το κοινωνικό.
Αυτή η αναφορά γίνεται, καθώς είμαστε πεπεισμένοι ότι, όποιος ξεχνά το κοινωνικό, καταλήγει γραφικός και απομονωμένος, ενώ, όποιος ξεχνά το πολιτικό, κινδυνεύει να καταλήξει ένας ακίνδυνος βυζαντινολόγος των κοινωνικών αντιφάσεων, χωρίς να έχει κάποιο μέτρο να ζυγίσει ποιο είναι το μπροστά και ποιο το πίσω στην υπόθεση της απελευθέρωσης.
Από το σύνολο του αναρχικού «χώρου», το φάσμα, δηλαδή, που συγκεντρώνει όλων των ειδών τις διαφορετικές αναγνώσεις των αναρχικών ιδεοτύπων, το ρεύμα που έχει δείξει σε πραγματικές περιστάσεις και ιστορικές συγκυρίες ότι κατανοεί σε βάθος και αναγνωρίζει τη χρησιμότητα της διαλεκτικής σύνθεσης ανάμεσα στον πολιτικό ρόλο και την κοινωνική ταυτότητα, είναι ο κοινωνικός επαναστατικός αναρχισμός. Αυτός, συγκροτείται, κυρίως, από τις τάσεις του αναρχοκομμουνισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού και στηρίζεται, συνήθως, στην συνεργασία των δύο αυτών τάσεων. Ειδικότερα για την Ελλάδα, θα μπορούσαμε να εντάξουμε σε αυτό το ρεύμα και κάποιες ομαδοποιήσεις που, ενώ προέρχονται από την ιστορική μήτρα του α/α χώρου -στον οποίο τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού αναρχισμού ήταν μάλλον μειοψηφικά-, έχουν κατανοήσει και υιοθετήσει κάποιες βασικές αρχές του κοινωνικού αναρχισμού. Σε αυτό το πολιτικό ρεύμα και στις συλλογικότητες που εκφράζονται από αυτό απευθύνεται αυτό το κείμενο.
Σε αυτό το σημείο, νομίζω, θα ήταν χρήσιμη μια τελική αποσαφήνιση των ιδεολογικών και οργανωτικών αφετηριών του πολιτικού ρεύματος του κοινωνικού αναρχισμού.
α. «Όλοι οι αναρχικοί είναι κομμουνιστές, όλοι οι κομμουνιστές δεν είναι αναρχικοί» (Κροπότκιν). Με τον όρο «αναρχικοί», περιγράφεται η σχέση με την πολιτική ισονομία, δηλαδή την ελευθερία, και με τον όρο «κομμουνιστές», περιγράφεται η στάση του κινήματος υπέρ της οικονομικής ισονομίας. Η παραπάνω θέση αποτελεί το χρονολογικά επόμενο διαλεκτικό συμπλήρωμα του:
β. «Ελευθερία χωρίς σοσιαλισμό είναι προνόμιο και αδικία, σοσιαλισμός χωρίς ελευθερία είναι σκλαβιά και τυραννία» (Μπακούνιν). Δεν μπορεί, δηλαδή, να νοηθεί πολιτική ισότητα και ελευθερία χωρίς οικονομική ισότητα. Αυτό σημαίνει, επίσης, πως η οικονομική ισότητα είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη ανατροπής της αδικίας. Εδώ, η ελευθερία σημαίνει την άρνηση δημιουργίας μιας διαχωρισμένης εξουσίας σε μια, κατά τα άλλα, σοσιαλιστική κοινωνία, καθώς η διαφορά μεταξύ διευθυντή-διευθυνόμενου, πρέπει να αρθεί.
Από εδώ συνάγεται, ότι όλοι οι κοινωνικοί αναρχικοί είναι υπέρ της Άμεσης Δημοκρατίας, δηλαδή υπέρ της συμμετοχής του συνόλου του πληθυσμού στην αυτοκυβέρνηση, δηλαδή στην κοινωνική Αυτοδιεύθυνση. Η πραγματική Άμεση Δημοκρατία, αυτή που έχει δικαίωμα απόφασης και δεν αποτελεί απλά ένα εργαλείο διασκέδασης άνισων συζητήσεων, μπορεί να νοηθεί μόνο σε συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ισότητας, δηλαδή στον κομμουνισμό.
γ. Το αναρχικό κίνημα, ή θα είναι πρωτοπόρο τμήμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το εργατικό κίνημα, ή θα είναι τίποτα (Ντουρούτι). Το κοινωνικό επαναστατικό αναρχικό κίνημα έχει, πάνω απ’ όλα, συνείδηση ότι αποτελεί κομμάτι του πιο καταπιεσμένου κομματιού της κοινωνίας. Η μοίρα του, είναι άρρηκτα δεμένη με την μοίρα του κινήματος της πλειοψηφούσας τάξης των καταπιεσμένων, της εργατικής τάξης και των συμμάχων της (άνεργοι, φτωχοί φοιτητές, αγρότες, και μετανάστες). Όσο υπάρχει καπιταλισμός, όσο δηλαδή η εξουσία ασκείται με έναν συγκεκριμένο τρόπο βιοπολιτικής διαχείρισης των μαζών, ο οποίος εδράζει την δύναμή του κυρίως στην οικονομική επιβολή, η βασική αντίθεση παραμένει: Κεφάλαιο-Εργασία. Και αυτό, αποτελεί την βάση της αδικίας που πρέπει να ανατραπεί.
Με βάση αυτά τα πρώτα χαρακτηριστικά που συγκροτούν μια ιδεολογική αφετηρία, μπορούμε να προσεγγίσουμε και το ζήτημα της χρησιμότητας της κοινωνικής παρέμβασης, αλλά και της πολιτικής στράτευσης. Πρέπει να προκύψει η διασφάλιση, ότι οι ιδέες και οι πολιτικές του κοινωνικού αναρχισμού, θα καταλήγουν όντως να παλεύονται και να ζυμώνονται με τις ευρύτερες μάζες των καταπιεσμένων στρωμάτων, και δεν θα μένουν συζητήσεις, ενώ, ταυτόχρονα, θα αποτελούν ένα συναποφασισμένο πρόγραμμα πάλης για την κατάκτηση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Οι κοινωνικοί αναρχικοί θα πρέπει, λοιπόν, να συμμετέχουν σταθερά στην Αναρχική Πολιτική Οργάνωση, όπου και θα διαμορφώνουν την ιδεολογική και πολιτική τους αντίληψη. Επίσης, θα πρέπει να συμμετέχουν στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους (εργατικοί χώροι, σχολεία, πανεπιστήμια, γειτονιές κλπ) μέσω Σωματείων, Συλλόγων, Συνελεύσεων, μετωπικών σχημάτων κ.α, ώστε να υπερασπίζονται δημόσια και ανοιχτά τις πολιτικές θέσεις τους, να δηλώνουν την υποστήριξή τους στους αγώνες και τις διεκδικήσεις των καταπιεσμένων, να συζητούν πάνω σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα με τους συναδέλφους τους, ώστε να γίνονται κατανοητές οι ιδεολογικές θέσεις του Αναρχισμού και οι πολιτικές θέσεις της Οργάνωσης.
Τέλος, οι κοινωνικοί αναρχικοί συμμετέχουν στο κίνημα μέσω του δρόμου. Με την οργάνωση και την συμμετοχή στις λαϊκές διαδηλώσεις, στις γενικές απεργίες, στις εκδηλώσεις και σε όσα αφορούν την μαζική έκφραση στον δημόσιο χώρο και λόγο, επισημαίνοντας πάντα την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλειά τους, αντιστεκόμενοι στις σειρήνες αυτοδιάλυσης μέσα σε ευρύτερους κοινωνικούς συνασπισμούς χωρίς πρόγραμμα. Πάντα, όμως, χωρίς ελιτισμούς και λογική απομονωτισμού.
Είναι, μάλλον αδύνατον, να εκπληρώσει κάποιος την αποστολή της κοινωνικής διάδοσης των Αναρχικών Ιδεών, εάν εγκαταλείψει την συμμετοχή και την πάλη σε κάποιο από αυτά τα τρία επίπεδα, καθώς, κάποιος που συμμετέχει απλά στις πορείες είναι ένας απλός αγωνιστής, κι όποιος συμμετέχει σε έναν σύλλογο ή σε ένα σωματείο είναι απλά ένας συνδικαλιστής. Ως γνωστόν, αγωνιστές, πόσο μάλλον, συνδικαλιστές, έχουν να επιδείξουν πολλοί ακόμα πολιτικοί σχηματισμοί πέρα των Αναρχικών.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που αντιμετώπισε το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα, και το οποίο τελικά περιόρισε για πολλά χρόνια το κίνημα στα επίπεδα «χώρου», είναι η αποκλειστική συμμετοχή των αναρχικών σε αναρχικές ομάδες. Δεδομένου δε ότι αυτή η συμμετοχή ήταν αποκλειστική [άρνηση, δηλαδή, της οργανικής συμμετοχής σε κοινωνικά μέτωπα], έκανε ώστε να διαμορφώνεται de facto η ίδια ομάδα, σε άλλο ένα κύτταρο του life-style αναρχισμού, ανεξάρτητα με το που ακριβώς τοποθετούσε την θεωρητική της αφετηρία.
Ο κόσμος που συμμετείχε αποκλειστικά σε αναρχικές ομάδες και συλλογικότητες, χωρίς να δοκιμάζει την ιδεολογικοπολιτική του αναζήτηση στο κοινωνικό ξέφωτο, κατέληξε να είναι, είτε φαντασμένος μικροαστός, είτε μικροαστός με φαντασία. Στην πρώτη περίπτωση, έγινε μια αυτόκλητη πρωτοπορία που μόνο στόχο είχε την καλή σχέση με την βία όλων των ειδών -από επεισόδια σε πορείες μέχρι ένοπλες οργανώσεις-, μη μπορώντας να έχει επιρροή και επίδραση στη χειμαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, στέλνοντας παράλληλα πολλούς αγωνιστές στη φυλακή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, χρησιμοποιώντας τη φαντασία του και καθήμενος σε κάποια κατάληψη, ή στέκι, ή κοινωνικό χώρο, οραματιζόταν την ζωή στην αναρχική κοινωνία του μέλλοντος. Αυτός ο φαύλος κύκλος είναι που πρέπει να κλείσει, έτσι ώστε να μετουσιωθεί ο αναρχικός χώρος σε αναρχικό κίνημα. Για να συμβεί αυτό, όμως, πρέπει να αναβαθμιστούν τα πολιτικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά, να μπολιαστούν με την ιδεολογία του κοινωνικού αναρχισμού και να εκφραστούν αποκρυσταλλωμένα μέσα στο κίνημα και την κοινωνία.
Πιο πάνω, αναφέραμε ότι η δομή αυτή καθ’ αυτή δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, αν δεν κατακτηθεί πλήρως από τους συμμετέχοντες σε αυτήν, το περιεχόμενο του πολιτικού προγράμματος που την συγκρότησε. Στον αναρχικό χώρο, όμως, το ζήτημα της δομής παίρνει γιγαντιαίες διαστάσεις, καταλαμβάνοντας πολύ σημαντικό χώρο, καθώς δεν έχουν καθοριστεί ακόμα βασικές γραμμές πάνω στο θέμα: πώς, γιατί και για ποιόν κάνουμε πολιτική, έχοντας πάντα κατά νου ότι «κάνουμε πολιτική για να ζήσουμε και δεν ζούμε για να κάνουμε πολιτική».
Πέραν της αλληλεπίδρασης που υπάρχει ανάμεσα στη δομή και το περιεχόμενο, το πολιτικό περιεχόμενο είναι που θα επικαθορίσει τον τρόπο δομής και οργάνωσης. Γιατί αν, ας πούμε, το πολιτικό περιεχόμενο μιλά για ένα διάχυτο πολυμορφικό αντάρτικο κίνημα αναμέτρησης με τον καπιταλισμό, τότε η δομή που θα υιοθετηθεί, δεν θα είναι μια συγκροτημένη μαζική και κοινωνική πολιτική οργάνωση, αλλά μικροί πυρήνες που δεν σχετίζονται κατ΄ ανάγκη ιδεολογικά μεταξύ τους. Εάν από την άλλη, στόχος είναι -όπως στην περίπτωση του κοινωνικού αναρχισμού- το κάλεσμα προς τα καταπιεζόμενα στρώματα σε ένα ν ιδεολογικό-πολιτικό και κοινωνικό αγώνα με όρους συγκροτημένης αντιπαράθεσης με τον καπιταλισμό και όλους τους θεσμούς εξουσίας, ώστε να μπορέσει να δημιουργηθεί η βάση συγκρότησης μιας νέας αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας στη βάση της πολιτικής και οικονομικής ισότητας, τότε είναι, όχι μόνο πιθανό αλλά και απαραίτητο, αυτό το πολιτικό πλαίσιο να απολαμβάνει της στήριξης μιας Ενιαίας Πολιτικής Οργάνωσης των Αναρχικών αλλά και όλων των Κοινωνικών μετώπων και Αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων που μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση, συγκροτώντας ένα πλατύ λαϊκό και ανταγωνιστικό εργατικό και ελευθεριακό κίνημα.
Με βάση την ελληνική πραγματικότητα, όπως έχει αυτή διαμορφωθεί, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης ιεραρχείται πλέον ως πρώτη προτεραιότητα, καθώς σε συνθήκες κρίσης η μη οργάνωση του ρεύματος του κοινωνικού αναρχισμού, μπορεί να εκληφθεί ως αδυναμία του να παράσχει την οποιαδήποτε αποτελεσματική βοήθεια στους καταπιεσμένους κι έτσι να οδηγηθεί στον μαρασμό και την εξόντωση. Η RealPolitik των Αναρχικών οφείλει να έχει αφετηρία της την ανάγκη οργανωτικής έκφρασης.
Με βάση αυτή την ίδια πραγματικότητα του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, θα πρέπει οι ομάδες συγγένειας, οι καταλήψεις, τα στέκια, οι πολιτικές ομάδες, οι συνεταιρισμοί, οι θεματικές συνελεύσεις και πρωτοβουλίες, όλα δηλαδή τα κύτταρα που σήμερα συγκροτούν τον «χώρο» και αντιλαμβάνονται το πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα, να υπερβάλλουν εαυτούς, να ενταχθούν σε μια ενιαία Ομοσπονδία Αναρχικών, και να αποτελέσουν τις συνελεύσεις βάσης σε όλη την Ελλάδα, οργανωμένες κατά τόπο, προσπαθώντας να κατακτήσουν ένα ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα, με βάση τόσο τις αρχές του ελευθεριακού κινήματος, όσο και τις σύγχρονες ανάγκες των καταπιεσμένων.
Ο αναρχικός χώρος έχει δείξει ότι εμφορείται από τα απαραίτητα κοινωνικά ένστικτα και ότι έχει το απαραίτητο νεύρο ώστε να μπορεί να αποτελεί μια χρήσιμη, και ενίοτε, λειτουργική διαδικασία στον αγώνα των καταπιεσμένων ενάντια στο Κράτος και το Κεφάλαιο.
Η αναβάθμισή του σε Κίνημα, μέσω της συγκρότησης του σε σταθερές οργανωτικές μορφές, μπορεί να τον ωριμάσει πολιτικά ώστε, μεγαλώνοντας και διευρύνοντας την ιδεολογική του επιρροή σε νέα ακροατήρια, να παράξει ακόμα πιο επικίνδυνες καταστάσεις απέναντι στους εχθρούς του, το Κράτος και το Κεφάλαιο, καταστάσεις που, ειδικότερα σε συνθήκες κρίσης, δείχνουν να έχουν ανάγκη οι καταπιεσμένοι περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Το ιστορικό ελευθεριακό κίνημα έχει δώσει τα απαραίτητα εργαλεία για την επεξεργασία μιας τέτοιας οργανωτικής μορφής. Οργανωμένη από τα κάτω, η τοπική συνέλευση αποτελεί το κύτταρο και το αποφασιστικό όργανο των μελών της, με έναν ευρύτερο συντονισμό σε επίπεδο πόλης και ένα Πανελλαδικό Συνέδριο Αντιπροσώπων που θα αποτελεί το Συντονιστικό του Κινήματος σε Πανεθνικό επίπεδο. Οι αποφάσεις θα παίρνονται με πλειοψηφία, και όχι με την φασίζουσα (ομοιομορφική) και μικροαστική (φιλοατομικιστική και εγωιστική κατά βάθος) διαδικασία της ομοφωνίας.
Αυτή η συγκρότηση σήμερα είναι αναγκαία κι απαραίτητη, γιατί είναι η μόνη που μπορεί να σχεδιάσει και να εκφράσει ένα συνεκτικό Πολιτικό Πρόγραμμα των Αναρχικών. Άλλωστε, ποτέ πριν τόσοι πολλοί αναρχικοί στην Ελλάδα δεν ζητωκραύγασαν υπέρ μιας οργάνωσης που δεν έχει, καν, δημιουργηθεί ακόμα, υπέρ της Ομοσπονδίας Αναρχικών.
Ποιο είναι, όμως, αυτό το πολιτικό πρόγραμμα το οποίο καλείται να συγκροτήσει και να εκφράσει πολιτικά και κοινωνικά αυτή η οργάνωση; Εδώ, η συμβολή μας μπορεί να είναι μόνο σε επίπεδο ανοιχτού διαλόγου, καθώς πολλοί εγκέφαλοι πρέπει να παιδευτούν δημιουργικά και διαλεκτικά για να καταστεί δυνατή η ύπαρξη ενός τέτοιου κειμένου. Οπότε, οι παρακάτω παράγραφοι θα έχουν το ύφος παρατηρήσεων πάνω σε αυτό το ζήτημα.
Τι να κάνουμε; Το βαθύ και αιώνιο ερώτημα επανέρχεται επιτακτικότερα, κάθε φορά που οι ράγες της κοινωνικής ομαλότητας βρίσκουν νέα εμπόδια και κλυδωνίζουν το σύνολο των επιβατών της, την ίδια την κοινωνία.
Στόχος μας, πρέπει να είναι η ανάπτυξη ενός ρεαλιστικού προγράμματος, που θα στηρίζεται σε πραγματικές λύσεις και προτάσεις που θα απαντά στα πραγματικά προβλήματα των φτωχών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι πολιτικές χαράξεις πρέπει να απηχούν πάντα σε πραγματικές κοινωνικές ανάγκες που πυροδοτούν κοινωνικές δυναμικές, σε μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα ιδεολογικά χαρακτηριστικά και την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Ειδάλλως, κινδυνεύουμε άμεσα να καταλήξουμε κι εμείς στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.
Ακόμη και σήμερα, το πιο μαζικό κομμάτι των καταπιεσμένων είναι οι εργαζόμενοι, για αυτό και πάνω τους πρέπει να πατήσει η βασική πολιτική μας αντίληψη. Διεξάγουμε διαρκή πόλεμο με την κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία και, εκμεταλλευόμενοι την κρίση, προπαγανδίζουμε στην πράξη τις ιδεολογικές μας αρχές. Ο λαός έχει βαρεθεί τα συνθήματα, θέλει πράξεις. Διεξάγουμε πόλεμο και με τα υπολείμματα της σοσιαλδημοκρατίας όλων των αποχρώσεων, που θέλουν το λαό επαίτη, ψηφοφόρο και αποχαυνωμένο, ή εκκοσμικευμένο χριστιανό που περιμένει την λύτρωση στη Δευτέρα παρουσία. Συνεργαζόμαστε με τα κομμάτια εκείνα που, λόγω ταξικής θέσης (η οποία αλλάζει ραγδαία σε συνθήκες κρίσης), είναι πολύ πιθανό να παρατήσουν τις σοσιαλδημοκρατικές αιτιάσεις και να περάσουν στο επαναστατικό στρατόπεδο.
Παίρνουμε γενναία απόφαση συμμετοχής στα Σωματεία και τους Συλλόγους [διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει], προσπαθούμε να δημιουργήσουμε παντού αγώνες και δομές-κυψέλες κοινωνικών στηριγμάτων που αποτελούν σύμμαχο των Αναρχικών αντιλήψεων. Στηρίζουμε τα Ταξικά Σωματεία Βάσης, συμμετέχουμε και ιδρύουμε καινούργια.
Το Σωματείο Βάσης λειτουργεί αμεσοδημοκρατικά με γενικές συνελεύσεις, καθώς θέλουμε να συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι, κι όχι κάποιοι να αποφασίζουν για το σύνολο.
Το Σωματείο Βάσης έχει ταξική σύνθεση. Δεν μπορεί, δηλαδή, να είναι στο Σωματείο και το αφεντικό και ο εργαζόμενος. Όπως κι αν είναι το αφεντικό στην συμπεριφορά του, αυτό δεν αναιρεί τη θέση του ως εχθρού μας. Άλλωστε, τα αφεντικά έχουν τα δικά τους σωματεία που στόχος τους είναι να χτυπάν τους εργαζόμενους και τα Σωματεία μας.
Το Σωματείο Βάσης έχει ειδικά αιτήματα για τον κλάδο του, αλλά αποτελεί και διαφωτιστικό όργανο των εργαζομένων για την πολιτική και κοινωνική αυτομόρφωση των μελών του. Παλεύει, δηλαδή, συγκεκριμένα ζητήματα, όπως να μην γίνονται απολύσεις στον κλάδο, να μην υπάρχει μαύρη εργασία, να εγγράφει και να προστατεύει συμβασιούχους και επισφαλείς εργαζομένους. Πρέπει τα μέλη του να διαπαιδαγωγούνται πολιτικά, ώστε να συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα, καμία βοήθεια ούτε από το Κράτος, ούτε από τα κόμματα, ούτε από την ίδια την ΓΣΕΕ και τα μεγάλα συνδικαλιστικά μορφώματα. Γιατί αυτά έχουν διαβρωθεί από εργατοπατέρες, δηλαδή ταξικούς εχθρούς.
Μέσα από τα ταξικά Σωματεία Βάσης παλεύουμε για:
Την αποδόμηση του ιδεολογήματος της αστικής τάξης που επανέρχεται σε περίοδο κρίσης στο προσκήνιο περί “εθνικής ενότητας”.
Δεν υφίσταται εθνική ενότητα, υπάρχει μόνο η εργατική τάξη και το κεφάλαιο, τα συμφέροντα των οποίων είναι δια παντός αντίθετα και μόνο η επικράτηση του ενός επί του άλλου αποτελεί ουσιώδη λύση.
Το βάθεμα της κρίσης στην κατεύθυνση της εργατικής εξέγερσης και ολικής ανατροπής του καπιταλιστικού υπάρχοντος. Γνωρίζουμε, ότι όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχει και εκμετάλλευση. Αυτό σημαίνει ότι βλέπουμε την κρίση σαν ευκαιρία μετατροπής της από οικονομικό εργαλείο του κεφαλαίου προς εκβιασμό των εργαζομένων, σε μια πολιτική και κοινωνική κρίση που θα μας βγάλει σε θέσεις επαναστατικής και ριζοσπαστικής σύγκρουσης με τον καπιταλισμό.
Την ξεκάθαρη και συνολική καταδίκη της ΓΣΕΕ που, είτε σαν δομή (γραφειοκρατία, κρατικό όργανο), είτε σαν περιεχόμενο πάλης (κατάπτυστες συλλογικές συμβάσεις), έχει διαβεί εδώ και χρόνια τον Ρουβικώνα της ταξικής αντιπαράθεσης, συμβαδίζοντας με το κεφάλαιο, και εμφανιζόμενη πλέον ανοιχτά σαν ταξικός αντίπαλος, επιφορτισμένος με το ρόλο του προκεχωρημένου φυλακίου της αστικής τάξης στο εργατικό, προλεταριακό κίνημα. Ρήξη με το ΠΑΜΕ-ΚΚΕ, στην βάση της κριτικής του ότι πρόκειται για ένα γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό οργανισμό που δεν διεκδικεί άμεσες εργατικές νίκες που θα ανοίξουν τον δρόμο στη ανατροπή του καπιταλιστικού υπάρχοντος, αλλά που μέσα από το πλαίσιο πάλης του, καταλήγει να προτείνει «εθνικά υπεύθυνες λύσεις ».
Εποπτικό όργανο των παραπάνω πολιτικών αποτελεί πάντα η άμεση, δυναμική και κοινωνική δράση.
Επιχειρούμε τον συντονισμό των Σωματείων και Πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση του να διασπάσουμε τη ΓΣΕΕ και να δημιουργήσουμε δική μας Επαναστατική Εργατική Συνομοσπονδία, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουμε την αυτοτελή πολιτική μας δράση.
Στόχος είναι, να συσπειρώσουμε το πιο δυναμικό και εξαθλιωμένο κομμάτι του προλεταριάτου και του πρεκαριάτου, καθώς αυτό αποτελεί κομμάτι των νέων εργατικών φιγούρων που συγκροτούν το σύγχρονο προλεταριάτο. Δεν έχουμε αυταπάτες ότι θα εκφράσουμε ταξικές συσσωματώσεις όπως, ας πούμε, τους διοικητικούς-κρατικούς υπαλλήλους. Δεν γίνεται και δεν θέλουμε. Ο μόνος τρόπος σύνδεσης με αυτά τα κομμάτια είναι μέσω της θέσης που θα πάρουν στην τελευταία και πιο οξυμμένη φάση του ταξικού ανταγωνισμού μετά από μια χρεοκοπία, γεγονός που θα οδηγήσει αναπόφευκτα ένα κομμάτι τους -που δεν έχει προφτάσει να κάνει χρήματα- κοντά στην οριστική προλεταριοποίηση. Ακόμα κι έτσι όμως, δέκα και είκοσι χρόνια παρασιτικής καλοπέρασης με βυσματικούς όρους κομματικής εξάρτησης δεν ξεχνιούνται σε ένα μαγικό βράδυ.
Στους εργοστασιακούς χώρους πρέπει να στηριχτούν οι αγώνες που θα προκύψουν λόγω της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης σε συνθήκες κρίσης, σε συνθήκες, δηλαδή, αποανάπτυξης και αναδιαμόρφωσης των όρων εκμετάλλευσης των δυνάμεων της εργασίας( ώστε να ανοίξει νέος κύκλος πρωτογενούς κεφαλαιακής συσσώρευσης).
Στόχος μας είναι, να αναδεικνύουμε και να κάνουμε κατανοητό ότι οι αγώνες που εμφορούνται από την αιτηματολογία, άρα καθοδηγούνται από κάποιας μορφής σοσιαλδημοκρατική ηγεσία [συνήθως το ΚΚΕ], αποτελούν έναν φαύλο κύκλο εντός του οποίου αντικειμενοποιείται η εργατική δύναμη και πολιτική. Η τελευταία, γίνεται έτσι διαχειρίσιμο εμπόρευμα από την «ηγεσία της» σε ένα άλλο, εντελώς άσχετο πολιτικό πεδίο, αυτό της κεντρικής πολιτικής σκηνής, από το οποίο οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα, καθώς επίδικο της κεντρικής πολιτικής σκηνής είναι η εξουσία και η ίδια η αντικειμενικοποίηση της προλεταριακής δράσης από τους μεσάζοντες. Ως εκ τούτου, αποτρέπεται οποιαδήποτε πιθανότητα ανατροπής των καπιταλιστικών συμφερόντων υπέρ του κόσμου της εργασίας.
Άρα, πρέπει πάντα να δείχνουμε, ότι, ακόμα και να κερδίσουν κάποια αιτήματα, αυτά θα είναι προσωρινά και επιφανειακά, αφού στην επόμενη στροφή οι δυνάμεις του Κεφαλαίου θα κατακτήσουν νέες δυνάμεις από την υποβάθμιση των δυνάμεων της εργασίας. Αυτή η διαδικασία θα συντελεστεί λόγω των συνθηκών ενδοταξικού ανταγωνισμού που θα διαμορφωθούν για την εργατική τάξη και τους ανέργους της. Τα ζητήματα αυτά θα τίθενται ξανά, μέχρι οι εργάτες να ηττηθούν. Άρα, υπερασπιζόμαστε πάντα, ακόμα και στον πιο μικρό αγώνα, την προοπτική της Εργατικής Αυτοδιαχείρισης, ακόμα και ως Ιδεολογικό Σύμβολο. Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν αντικειμενικές συνθήκες για την αυτοδιαχείριση, παρόλα αυτά οι εργάτες πρέπει να είναι με αυτή, να είναι υπέρμαχοι της Αυτοδιαχείρισης, να την κατανοούν και να την αποζητούν. Σε πρώτο στάδιο, πρέπει να διαμορφωθούν πρωτοβουλίες Αλληλεγγύης από την Αναρχική Οργάνωση και τα Εργατικά Σωματεία σε όλους τους εργατικούς αγώνες, και Διαρκής Συνέλευση Αλληλεγγύης [με τη συμμετοχή γειτονιών σωματείων, οργανώσεων κλπ] σε οποιοδήποτε χώρο περάσει σε διαδικασία Αυτοδιαχείρισης.
Στον ιδιωτικό τομέα, επιδιώκουμε την σύγκρουση επί τόπου. Δεκάδες αγώνες έχουν ήδη ξεσπάσει και θα ξεσπάσουν ακόμη περισσότεροι. Τόσοι όσο ποτέ άλλοτε. Κυρίως στους τομείς του επισιτισμού, αλλά και σε άλλους κλάδους, όπου το πρεκαριάτο δείχνει πιο δυναμικά στοιχεία πάλης. Μέσα από τα Σωματεία μας και τις Επιτροπές, πρέπει να ασκήσουμε, όσο το δυνατόν, περισσότερη εργατική τρομοκρατία, με σαμποτάζ, απεργίες, διαδηλώσεις, φυσική βία απέναντι στα αφεντικά και τους μπράβους τους. Είναι πολύ σημαντικό οι εργαζόμενοι που διατρέχουν κίνδυνο επιβίωσης και δέχονται την εργοδοτική τρομοκρατία, να γνωρίζουν ότι απέναντί στην τελευταία υπάρχει ένας οργανισμός που μπορεί να αντιτάξει τη δική του τρομοκρατία. Ακόμα κι εκεί, ακόμα και στην πιο μικρή επιχείρηση και για το πιο μικρό αίτημα, εμείς πρέπει να βάζουμε πρώτο το ζήτημα της Αυτοδιαχείρισης. Το συνδικαλιστικό μας πλαίσιο περιορίζεται σε δυο κουβέντες: «ζητάμε τα πάντα». Τα αφεντικά δεν πρόκειται να τα δώσουν, γιατί τότε φυσικά θα έπαυε ο παρασιτικός τους ρόλος. Διεκδικούμε να αναλάβουμε εμείς την παραγωγή και την διεύθυνση. Εάν, ας πούμε, το αφεντικό δίνει 1500Ε μισθό, τότε ο ρόλος μας είναι να ζητάμε 1501Ε που δεν μπορεί να δώσει, πηγαίνοντας σε σύγκρουση, καθώς γνωρίζουμε ότι το 1500Ε στην επόμενη στροφή μπορεί να γίνει -καλή ώρα- 200Ε χωρίς ένσημα και 12ωρο. Κεντρικό πρόταγμά μας είναι η αλλαγή του τρόπου παραγωγής.
Στον πρωτογενή τομέα και την αγροτική παραγωγή, πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν ευρύτερα κατανοητό ένα πλαίσιο που ενέχει ιδιαίτερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ξεκινώντας από την αφετηρία ότι η «εποχή των επιδοτήσεων» έχει παρέλθει, καθώς ολοκλήρωσε την καταστροφική αποστολή της, δημιουργώντας παραγωγούς εξαρτημένους από το μακροοικονομικό σχέδιο των διεθνών οργανισμών της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
Ουσιαστικά, η όλη διαδικασία υπήρξε το αντίστοιχο μακρύ χέρι του βιοπολιτικού σοσιαλδημοκρατικού φορντικού μοντέλου αποξένωσης του αγρότη-παραγωγού από την ίδια τη διαδικασία παραγωγής του εκάστοτε εργατικού προϊόντος. Το σχέδιο για την ανάπτυξη μιας άλλης παραγωγής στην αγροτική καλλιέργεια, επαναφέρει συν τοις άλλοις, δειλά-δειλά, την επανοικειοποίηση του τρόπο παραγωγής από τους επίδοξους παραγωγούς .
Η δε κρίση και το κλείσιμο της κάνουλας χρηματοδότησης από τον κρατικό και ευρωπαϊκό κορβανά, μειώνει τη δυναμική της εξαρτημένης εργασίας και δημιουργεί νέους συσχετισμούς υπέρ της αυτοαπασχόλησης των παραγωγών έναντι των αγροτικών καρτέλ, που εκμεταλλεύονταν κυρίως τα φτηνά εργατικά χέρια των μεταναστών.
Η προσπάθεια επανάπτυξης του εθνικού γεωργικού δικτύου σε νέες βάσεις, πρέπει να περάσει μέσα από την δημιουργία, ανεξάρτητων από την κρατική και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, συνεταιρισμών συλλογικής ιδιοκτησίας της γης.
Αυτή είναι μια πολιτική πρόταση η οποία, ενώ δημιουργεί μια διέξοδο πάνω στο ζήτημα της ανεργίας και της τροφοδότησης, παράλληλα αναδεικνύει μπροστά στα μάτια των πιο δύσπιστων αγροτών τα ωφέλη που μπορούν να προκύψουν μέσα από την αλλαγή του τρόπου παραγωγής. Οι ακομμάτιστοι συνεταιρισμοί είναι το πρώτο μικρό, μα απαραίτητο βήμα, η βάση από την οποία μπορούν να τεθούν με πιο ρεαλιστικούς όρους ζητήματα πάνω στο πώς, για ποιόν και γιατί παράγουμε κάτι, ενώ πρέπει να συζητηθεί ανοιχτά -επιτέλους- το θεμελιώδες ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας.
Είναι μέσα στα πλαίσια των αγροτικών ταξικών συνεταιρισμών που πρέπει να καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση των ακτημόνων, και των ντόπιων ή/και μεταναστών αγροτών γης.
Εδώ, πρέπει να γίνει μια βασική υποσημείωση γύρω από το κίνημα της πατάτας. Το κίνημα αυτό άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση την οποία δεν μπορούμε να αφήσουμε με τίποτα έξω από αυτή την ανάλυση. Μια ρεαλιστική αναρχική πολιτική, πρέπει να αντιληφθεί τα θετικά και αρνητικά που ενέχει η όλη διαδικασία και να καταθέσει μια πρόταση που θα υπερασπίζεται στην πράξη τα συμφέροντα των εργαζομένων και των φτωχών γενικότερα.
Είπαμε και πιο πάνω ότι, το κίνημα της πατάτας μπορεί να δώσει μια θετική ιδεολογική χροιά πάνω στο ζήτημα της παραγωγής, καθώς καταδεικνύει με έργα ότι οι έμποροι-μεσάζοντες είναι παράσιτα που δεν χρειάζονται απολύτως σε κανέναν. Μια καθ’ αυτό αναρχική πολιτική και ιδεολογική θέση. Η διεύρυνση, όμως, αυτής της σωστής θέσης με όρους κοινωνικής επιβολής των εργατικών συμφερόντων έχει ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά της. Όπως είπαμε και πιο πάνω, μπορούμε να δούμε την όλη διαδικασία ως μια θετική βάση, η οποία παρήχθη ως αποτέλεσμα μιας ταξικής συνεργασίας ανάμεσα στη μικρομεσαία αγροτιά και κομμάτια της εργατικής τάξης.
Προς το παρόν, όμως, το πάνω χέρι σε αυτή τη συνεργασία το έχουν σήμερα τα μικρομεσαία στρώματα και όχι οι εργάτες. Αυτό συμβαίνει, γιατί ακόμα δεν έχει τεθεί κανένα ζήτημα πάνω στο πώς παράγονται τα εν λόγω προϊόντα.
Και όταν λέμε «πως παράγονται» δεν εννοούμε τις σάχλες περί υγειονομικού των εμπορικών επιμελητηρίων, αλλά με ποιες εργασιακές συνθήκες παράγονται στο χωράφι τα προϊόντα. Είναι προβληματικό π.χ. οι παραγωγοί ντομάτας της Μανωλάδας να θεωρούνται κοινωνικοί ευεργέτες, εάν μειώσουν την τιμή του προϊόντος, ενώ έχουν στη δούλεψή τους εργάτες τους οποίους βασανίζουν και αφήνουν νηστικούς για μέρες.
Το θέμα, με λίγα λόγια, δεν είναι να δημιουργήσουμε μια Κίνα μέσα στη χώρα για να επιβιώσει ένα κομμάτι της εργατικής τάξης εις βάρος του πιο υποβαθμισμένου κομματιού της. Κι εδώ είναι που μπαίνει ένα εξόχως πολιτικό θέμα. Η πρόταση που πρέπει να κατατεθεί δεν είναι φυσικά η καταδίκη της διαδικασίας συναλλαγής παραγωγού-καταναλωτή, αλλά η εμβάθυνση και ο κοινωνικός έλεγχος. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Όταν ξεκίνησε αυτό το κίνημα, η πρώτη παραγγελία δόθηκε από μια συνέλευση αγωνιζόμενων πολιτών στην Κατερίνη. Σήμερα το κράτος, βλέποντας που μπορεί να φτάσει το πράγμα, καθώς αυτό προσπάθησε να ενσωματώσει διαδικασίες βάσης[ακόμα και την ύστατη ώρα], ανέλαβε την διανομή και οργάνωση του πράγματος μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτό είναι εγκληματικό. Δείχνει, ότι ο εργαζόμενος κόσμος δεν έχει κατανοήσει τίποτα από τα διδάγματα που του έδωσε η ίδια η πραγματικότητα της κρίσης. Το να αναλάβουν οι δήμοι την οργάνωση της διανομής, είναι μια τακτική σοσιαλδημοκρατικής παρέμβασης στη βάση της οικονομικής αποανάπτυξης που κυριαρχεί. Με απλά λόγια, σήμερα που δεν υπάρχει περίπτωση το κράτος να ανεβάσει τους μισθούς κανενός, επιφορτίζει τους δήμους να αναλάβουν την οργάνωση της διανομής των συναλλαγών ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές για όσο αυτό θεωρηθεί σκόπιμο. Επειδή δεν μπορεί να καταστείλει άμεσα ένα τέτοιο κοινωνικά αναγκαίο κίνημα αυτομείωσης των τιμών στα ήδη πρώτης ανάγκης, προσπαθεί να το αποικήσει με θεσμικές δυνάμεις, έτσι ώστε να το ξεφορτωθεί αργότερα μέσω των δούρειων ίππων του, τους δήμους.
Οι δήμοι, όχι μόνο δεν μπορούν να ελέγξουν τους παραγωγούς, αλλά μπορούν κάλλιστα να δημιουργήσουν νέες σχέσεις διαφθοράς. Ποιος θα ελέγχει τις τιμές ώστε αυτές να μην αυξάνονται; Ποιο κοινωνικό σώμα θα αποτελεί ένα διαρκές εποπτικό όργανο της διαδικασίας, ώστε να μην χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα των δήμων για τη δημιουργία φαινομένων διαφθοράς που θα κλονίσουν και εν τέλει θα καταστρέψουν την όλη διαδικασία; Ένας τρόπος υπάρχει, και αυτός είναι η λαϊκές συνελεύσεις των πολιτών.
Το όλο ζήτημα πρέπει να επανέλθει στα χέρια των λαϊκών συνελεύσεων, οι οποίες πρέπει να ελέγχουν τις τιμές των παραγωγών, να προτιμούν τους συνεταιρισμούς για τη προμήθεια προϊόντων και να διασφαλίζουν την σωστή και οργανωμένη διανομή.
Αλλιώς, όπως κάθε άλλη φορά που ένα κίνημα βάσης ήρθε σε επαφή με κρατικό χρήμα, έτσι και τώρα το κίνημα θα πεθάνει από το σφιχτό εναγκαλισμό της θεσμικής εξουσίας. Η οποία, ταυτόχρονα, θα μπορεί να καμαρώνει ότι έδωσε φτηνό φαί στο λαό, εξαργυρώνοντας στις κάλπες μια υπηρεσία στην οποία τα λαμόγια-δήμαρχοι έχουν παρασιτικό ρόλο. Οι φτωχοί πρέπει να βγάλουν ένα βασικό δίδαγμα από την όλη υπόθεση. Δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα από κανέναν, δεν μπορείς να είσαι ένας απλός καταναλωτής που θα τρέχει όπου υπάρχει καλύτερη προσφορά.
Πρέπει να συμμετάσχεις. Δημιούργησε -αν δεν υπάρχει- λαϊκή συνέλευση στη γειτονιά σου, να συμμετέχεις αν υπάρχει, αγνόησε τους κομματικούς ταγούς που ξεφυτρώνουν στις λαϊκές διαδικασίες, σκέψου ως εργάτης, απομόνωσε τους πλούσιους που δεν έχουν ανάγκη από φτηνή πατάτα, διαπραγματεύσου με αγροτικούς συνεταιρισμούς, στήσε το δικό σου δίκτυο διανομής, έλα σε επαφή με άλλα παρόμοια εγχειρήματα, μην έρθεις ποτέ σε επαφή με κρατικούς φορείς εξουσίας, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Μάθε πώς λειτουργούν οι συνεταιρισμοί, στήριξε συλλογικοποιημένες μορφές παραγωγής, απομόνωσε τους μεγαλοπαραγωγούς που είναι και μεγαλοεκμεταλλευτές, μάθε που πηγαίνουν τα χρήματα που πληρώνεις. Ενδιαφέρσου για τον άνεργο συνάνθρωπό σου, ίδρυσε νέους συνεταιρισμούς. Μην περιμένεις ο δήμαρχος να τα κανονίσει -οι δήμαρχοι στην πρώτη ευκαιρία θα τα ξεφτιλίσουν, όπως έκανε το κράτος με τους δημόσιους οργανισμούς- για να απογοητευτείς και να τα παρατήσεις. Να ένας ρεαλιστικός τρόπος για να πάρει η εργατική τάξη το πάνω χέρι σε αυτό το αλισβερίσι.
Όσον αφορά στο πανεπιστήμιο και γενικότερα στο χώρο της παιδείας, πρέπει να κατανοηθεί πρώτα απ’ όλα, ότι δεν είναι τα πανεπιστήμια και οι σπουδαστικοί χώροι γυάλες που στο εσωτερικό τους δημιουργούνται ιδιαίτερες καταστάσεις, άσχετες με τα όσα συμβαίνουν στο κοινωνικό πεδίο. Αντιθέτως, η κατάσταση στα πανεπιστήμια αντικατοπτρίζει τις συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία.
Η πάλη μας μέσα στους χώρους μάθησης πρέπει να διεξαχθεί, όχι πια γύρω από συντεχνιακά αιτήματα, αλλά γύρω από το βασικό ταξικό ζήτημα της πρόσβασης των φτωχών στη γνώση. Το φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα οφείλει να μετατραπεί -και έτσι μόνο θα μπορέσει να υπάρξει ως επαναστατικό κίνημα νεολαίας- σε οργανικό τμήμα του εργατικού κινήματος. Το να θες να κάνεις καλύτερο το πανεπιστήμιο σήμερα μέσα στον καπιταλισμό, είναι σα να θέλεις να κάνεις καλύτερο τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ένα αναδιαρθρωμένο πανεπιστήμιο σε ακόμη πιο προωθημένες καπιταλιστικές βάσεις, δεν θα έχει τίποτε να δώσει πια στους φτωχούς.
Θα είναι αποκλειστικά η ταξική θέση που θα καθορίζει τις θέσεις, και όχι μια επίπλαστη «ικανότητα». Και γι’ αυτή την ανατροπή δεν θα ευθύνονται μόνο τα δίδακτρα και το κόστος σπουδών που θα υψώσουν νέους αδιαπέραστους ταξικούς φραγμούς στην παιδεία, αλλά και οι ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες που θα διαμορφωθούν. Εφόσον, δηλαδή, το πανεπιστήμιο πάψει να «δίνει δουλειά» στους αποφοίτους, τότε θα είναι απλά ένα αχρείαστο βάρος για την λαϊκή οικογένεια, που αποσπά το παιδί από την πραγματική μάχη του να βρει μια οποιαδήποτε σκατοδουλειά πληρωμένη με ψίχουλα. Το πανεπιστήμιο, θα ξαναγίνει μια πολυτέλεια για την εργατική τάξη, όπως ήταν κάποτε. Ο συλλογικός νους των εργαζομένων θα απορρίψει την προσπάθεια εισαγωγής των παιδιών στο πανεπιστήμιο. Η καπιταλιστική κρίση οδηγεί στην ανεργία τους επιστήμονες, και δημιουργεί μια πελώρια δεξαμενή εξειδικευμένου προλεταριάτου. Η εντατικοποίηση των σπουδών θα σταματήσει για τα παιδιά της εργατικής τάξης, και θα ξεκινήσει η εντατικοποίηση της εργασίας με όρους στρατοπέδου συγκέντρωσης για όσους «τυχερούς» θα έχουν μια θέση στα σύγχρονα «Τreblinka» και δεν πεταχτούν απ’ ευθείας στο περιθώριο των άμισθων σκλάβων.
Η επαναφορά της αξίας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μπορεί να επανακτηθεί μόνο μέσα από την ανατροπή του τρόπου καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής, όταν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα παράγουν επιστήμονες ικανούς να εργάζονται υπό το καθεστώς της κοινωνικοποιημένης συλλογικής εργασίας, μορφή παραγωγής η οποία θα εξαλείψει για πάντα την ανεργία.
Είναι γι’ αυτό το λόγο που πρέπει το φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα, όχι μόνο να συνδεθεί με το εργατικό κίνημα, αλλά να συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός επαναστατικού προγράμματος πάλης με στόχο την κομμουνιστική παραγωγή. Οι Αναρχικοί, η Οργάνωσή τους, τα Σωματεία του κινήματος και οι σύλλογοι θα πρέπει να δημιουργήσουν και δικά τους ελευθεριακά εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία θα εκπαιδεύουν τα παιδιά του λαού, τουλάχιστον όσο διαρκεί αυτή η φάση διαμόρφωσης του νέου ταξικού πεδίου πάλης. Με την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τα πανεπιστήμια θα ταυτίζονται με τα αυτοδιευθυνόμενα κοινωνικά ελευθεριακά ιδρύματα, αντικατοπτρίζοντας και πάλι την νέα κοινωνική συνθήκη που έχει διαμορφωθεί. Όσα παιδιά -και θα είναι πολλές χιλιάδες αυτά- δεν μπορούν να συμμετέχουν στην δημόσια εκπαίδευση -εάν υπάρχει ακόμα αυτή-, θα πρέπει να καταρτίζονται ώστε να μπορούν να βρίσκουν δουλειά, μαθαίνοντας, παράλληλα, και το μάθημα του αγώνα μέσω των αυτόνομων προγραμμάτων εκπαίδευσης των ελευθεριακών ιδρυμάτων .
Ειδική πολιτική πρέπει να παραχθεί και γύρω από τους άνεργους. Οι άνεργοι θα πρέπει να είναι η πιο μαχητική μονάδα του εργατικού – επαναστατικού κινήματος. Σε οργανική σύνδεση με τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος και μέσω της Οργάνωσης των Ανέργων σε Συνδικάτο, πρέπει να στηριχτούν, ώστε να προβούν άμεσα σε καταλήψεις αγροτικών εκτάσεων για την δημιουργία συνεταιρισμών, σε καταλήψεις παραγωγικών δομών που κλείνουν και να τις λειτουργούν αυτοδιαχειριστικά από κοινού με τους απολυμένους εργάτες μειώνοντας τις ώρες εργασίας.
Να συμμετέχουν στις απεργίες και σε όλες τις εκδηλώσεις πάλης του εργατικού κινήματος, με μέσα το σαμποτάζ στην παραγωγή και την γενική πολιτική απεργία, ώστε με τη νίκη του εργατικού κινήματος να νικήσουν και οι άνεργοι. Με την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που θα σημάνει το πρώτο βασικό βήμα στην κατεύθυνση της κοινωνικής χειραφέτησης, θα πρέπει να μειωθούν άμεσα οι ώρες δουλειάς, ούτως ώστε να δουλεύουν όλοι.
Παράλληλα με την κοινωνική και ταξική πάλη του κινήματος, οι αναρχικοί μέσω της Οργάνωσης, των Σωματείων και των Συλλόγων, των λαϊκών συνελεύσεων θα πρέπει να φροντίσουν να μην πεθάνουν της πείνας οι άνεργοι σύντροφοι.
Αφενός, διοργανώνουμε σταθερά λαϊκά συσσίτια υποστήριξης και αλληλεγγύης στους πιο φτωχούς συνανθρώπους μας. Όμως αυτό δεν αρκεί.
Πρέπει να μπορούμε να δίνουμε, όσο αυτό είναι δυνατό, άμεσες λύσεις σε πιο διευρυμένα κοινωνικά στρώματα καταπιεσμένων. Πρέπει να συγκροτήσουμε δίκτυα αλληλεγγύης ώστε να εξασφαλίσουμε τα μέσα δημιουργίας νέων συνεταιρισμών που, δίνοντας νέες θέσεις εργασίας, θα εξασφαλίζουν ένα, έστω και μικρό, εισόδημα στους φτωχούς.
Παράλληλα μπορούμε, συνεχίζοντας την πολιτική πάλη, να καταδεικνύουμε μέσω των συνεταιριστικών εγχειρημάτων, την λειτουργικότητα της ιδεολογικής μας βάσης και θέσης σε ακόμα μεγαλύτερα ακροατήρια καταπιεσμένων.
Οι αναρχικοί πρέπει να πρωτοστατήσουμε στην ίδρυση λεσχών του Συνδικάτου Ανέργων σε κάθε γειτονιά, οι οποίες θα αναπαράγουν τους δεσμούς αλληλεγγύης σε κοινωνικό επίπεδο μεταξύ των Ανέργων. Επίσης, πρέπει να προπαγανδίζουμε την δημιουργία ενός ευρύτερου της Οργάνωσής μας πολιτικού σώματος, το οποίο θα συγκροτείται από τα Σωματεία εργαζομένων και Ανέργων, των λαϊκών συνελεύσεων και των Αυτοδιαχειριζόμενων παραγωγικών μονάδων. Αυτό, εν είδει δυαδικής εξουσίας, θα διεκδικεί την απόσπαση όλων των πολιτικών και νομοθετικών εξουσιών από το αστικό σύστημα εξουσίας με στόχο την καταστροφή τόσο του αστικού συστήματος, όσο και της ίδιας της εξουσίας, διαμέσου της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά και της διαχωρισμένης εξουσίας που προκύπτει από το διαχωρισμό της οικονομίας από την πολιτική. Όλες οι παραπάνω προσπάθειες πρέπει να κινούνται προς αυτή την κοινή ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση, και να αποτελούν τα κύτταρα υπεράσπισης και υλοποίησης της μέσα στην κοινωνία.
Η οργάνωση στις γειτονιές είναι άλλο ένα θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει έντονα. Με βάση τα ταξικά χαρακτηριστικά, δημιουργούμε συνελεύσεις στις γειτονιές. Με βάση την αλληλοβοήθεια και την κοινωνική αλληλεγγύη και μέσω αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών, μαθαίνουμε τα προβλήματα των συγκατοίκων, συζητάμε, προστατεύουμε ο ένας τον άλλο και βρίσκουμε συλλογικές λύσεις. Δημιουργούμε κουλτούρα συλλογικής δράσης και σπάμε τον ατομικισμό.
Αναπτύσσουμε ένα αγωνιστικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο με όρους καθημερινότητας των φτωχών ανθρώπων. Κάνουμε Εργατική άρνηση πληρωμών απέναντι σε κράτος και κεφάλαιο, και στηρίζουμε τον διπλανό μας απέναντι σε μεθοδεύσεις της κρατικής καταστολής. Σπάμε στο ξύλο όλοι μαζί, όποιον κάνει τον άσχετο και έρχεται να κόψει κανά ρεύμα, να κλέψει και να λεηλατήσει, δηλαδή, με «άνωθεν εντολές» ό,τι απέμεινε από τη ζωή και την αξιοπρέπεια των φτωχών. Δεν πληρώνουμε τίποτα σε κράτος και αφεντικά . Κάνουμε μαζική άρνηση πληρωμών απέναντι σε χαράτσια, φόρους, μέτρα και ό,τι άλλο προκύψει. Ένας τρόπος άμεσης αντιπαράθεσης με οποιαδήποτε εξουσία, είναι η άρνηση του πληθυσμού να πληρώσει φόρους και εισφορές. Ο όγκος των χρημάτων που δεν επιστρέφουμε στις τσέπες των Ελλήνων και ξένων κεφαλαιοκρατών, καταδεικνύει πόσο έτοιμοι είμαστε για μια διαφορετική κοινωνική συγκρότηση, καθώς αποτελεί casus belli για τα αφεντικά.
Μια ειδική κατηγορία στη σύνθεση της σύγχρονης εξαθλιωμένης μάζας των καταπιεσμένων είναι οι μετανάστες. Οι αναρχικοί πρέπει να καταρτίσουμε και σε αυτή την περίπτωση ένα πλάνο, το οποίο δεν θα αποθεώνει την ιδεοληψία σε βάρος των πραγματικών συνθηκών.
Η μετανάστευση είναι ανοιχτή πληγή στο σώμα του πλανήτη και των ανθρώπων του. Η μετανάστευση είναι κακό πράγμα, γιατί είναι πάντα παράγωγο εξουσιαστικής βίας, αλλιώς δε θα λεγόταν μετανάστευση αλλά τουρισμός.
Η βία αυτή σήμερα έχει όνομα και διαδρομή και είναι φοβερά επικερδής σε όλα τα επίπεδα, γι’ αυτό και συνεχίζεται αμείωτη η άσκησή της, από τους εξουσιαστές. Πολυεθνικές εταιρίες που ελέγχουν τις αστικές κυβερνήσεις, βάζουν τους μισθοφορικούς και εθνικούς στρατούς να κάνουν πολέμους και να βομβαρδίζουν χώρες. Εγκαθιστώντας κυβερνήσεις Κουίσλινγκ, εκμεταλλεύονται τους εθνικούς πόρους και κερδίζουν. Δημιουργούνται μεταναστευτικά ρεύματα από απελπισμένους ανθρώπους, τους αναλαμβάνουν οι λαθρέμποροι που κερδίζουν. Μπαίνουν στην Ευρώπη, και τους μισούς τους χρησιμοποιούν τα αφεντικά ως εργαζόμενους και, ως εκ τούτου, τα αφεντικά κερδίζουν. Τους υπόλοιπους εξαθλιωμένους τους γκετοποιούν σε περιοχές στα κέντρα των μητροπόλεων. Υποβαθμίζεται η περιοχή. Μεγάλες εταιρείες real estate αγοράζουν φτηνά σπίτια ντόπιων οι οποίοι φεύγουν από την περιοχή. Οι ίδιες εταιρείες, διαπλεκόμενες με πολιτικά πρόσωπα, βάζουν τις κυβερνήσεις μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να «καθαρίσουν» τις γειτονιές στέλνοντας τους μπάτσους να μαζέψουν τα ανθρώπινα σκουπίδια και να τα αδειάσουν με τις κλούβες-απορριμματοφόρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης-χωματερές ανθρώπων, όπου δεν θα μπορεί κανείς να μπει και να δει πως ζουν σαν ζώα, όταν δεν πεθαίνουν. Οι εταιρείες real estate κερδίζουν.
Μια επισήμανση εδώ. Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται τελευταία η απίστευτη φράση, φυσικά από τους πιο γελοίους τύπους: «και τι φταίω εγώ». Αυτή η φράση λέγεται συνήθως από κάτι μεσοαστούς ΠΑΣΟΚους και νεοδημοκράτες οι οποίοι, ενώ έχουν ψηφίσει χίλιες φορές τα κόμματα τα οποία συμμετείχαν σε όλους τους βομβαρδισμούς που διοργάνωσαν τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα σε όλο τον πλανήτη, υποστηρίζοντας τελικά την διαδρομή κέρδους όλων των παραπάνω, τώρα κάνουν την παλαβή. Δυστυχώς, ίδια αντανακλαστικά επιδεικνύουν και μεγάλα κομμάτια των κατώτερων τάξεων που δεν μπορούν ή δεν ενδιαφέρονται να συνδυάσουν αίτια και αποτελέσματα ειδικά πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα.
Παρόλα αυτά, εδώ υπάρχει ένα αληθινό πρόβλημα που έχει να κάνει με την εργασία και την κρίση, ειδικότερα στην Ελλάδα, στην οποία διακρίνονται εντονότερα τα συμπτώματα της τελικής σπείρας της δομικής κρίσης. Όλοι αυτοί οι μετανάστες ήρθαν εδώ για να δουλέψουν. Με 30% όμως επίσημη ανεργία, αυτό είναι απλά αδύνατον. Είναι αδύνατον, δηλαδή, ο αποανεπτυγμένος καπιταλισμός να ενσωματώσει, όπως έκανε τα προηγούμενα χρόνια, την υποτιμημένη εργατική δύναμη των μεταναστών.
Προτιμά να φέρνει την τιμή της εργατικής δύναμης των ντόπιων καταρτισμένων προλετάριων στα ίδια επίπεδα με αυτής των μεταναστών. Άρα, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Καθώς δεν μπορεί αυτή η μάζα να δουλέψει, θα επικουρεί τους ντόπιους λούμπεν σε εγκληματικές πράξεις. Θα κλέψουν για να φάνε, όπως κάνει κάθε πεινασμένος ανεξαρτήτως φυλής και χρώματος. Πόσο μάλλον, όταν μετά το Δουβλίνο ΙΙ, τους κρατάς εγκλωβισμένους με το ζόρι εδώ, δημιουργώντας μια κόλαση για όλους.
Μοιραία η κατάσταση θα πάρει την εξής τροπή. Πολλοί μετανάστες θα βρεθούν κλειδωμένοι σε φυλακές, αφού πια είναι αχρείαστοι, ενώ η πολιτική ζωή θα εκφασιστεί μέσα σε ένα απόγευμα, καθώς τα αμόρφωτα καταπιεσμένα στρώματα θα βλέπουν το δέντρο και όχι το δάσος. Θα νοιώθουν μόνο τα αποτελέσματα μιας αλληλουχίας πολιτικών αποφάσεων και θα κρίνουν με βάση αυτά χωρίς να κατανοούν τις βαθύτερες αιτίες.
Η επαναστατική πολιτική θα χάσει τα βασικά της κοινωνικά ερείσματα ώστε να αντισταθεί στην καπιταλιστική επίθεση, αφού οι αστοί θα προσπαθήσουν με όλους τους τρόπους να διασπάσουν την εργατική τάξη και τους ανέργους, στρέφοντας την προς τον φασισμό. Σε αυτή τη μάχη δεν μπορείς να πας με γενικά ιδεολογικά συνθήματα, γιατί όλες σου οι απόψεις θα είναι καρφωμένες στον τοίχο. Εμείς πρέπει να οργανώσουμε στα σωματεία μας όσους μετανάστες δουλεύουν ακόμα, και να ζητήσουμε, όσοι μένουν εδώ, να πάρουν χαρτιά. Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να αρνηθεί την συνθήκη του Δουβλίνου ΙΙ, να εξαιρεθεί από αυτήν , και να αφήσει τους μετανάστες να πάνε σε όποια χώρα θέλουν.
Για όσους μετανάστες έχουν επιλέξει το δρόμο του dealer και της μαφίας δυστυχώς δεν υπάρχει λύση. Θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εχθροί. Το κίνημα πρέπει να προσπαθήσει να καθαρίσει τις λαϊκές γειτονιές από τους μαφιόζους και τους ναρκομπόρους συγκρουόμενο μαζί τους ασχέτως του σε πια φυλή ανήκουν. Το να πεινάει κάποιος είναι σεβαστό, αλλά ακόμα και τότε μπορεί να διαλέξει την πλευρά του αγώνα ή την πλευρά του κοινωνικού κανιβαλισμού. Και στην κατοχή πεινούσε ο κόσμος, αλλά δεν μπορεί να νοηθεί επαναστατικό κίνημα που παρέχει δικαιολογίες στους μαυραγορίτες «γιατί πεινούσαν κι αυτοί οι καημένοι».
Για αυτόν που διαλέγει, έστω και με μεγάλο βαθμό εξαναγκασμού, την καταστροφή του διπλανού του ως μέσο για την δική του επιβίωση δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Οι αναρχικοί ήταν ιστορικά, ό,τι πιο αντίθετο υπήρξε ποτέ στην έννοια του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Τέλος, μερικές παρατηρήσεις πάνω σε αυτό που ονομάζεται κεντρικός πολιτικός λόγος που αντιστοιχεί στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό.
Ξεκινώντας από τις εκλογές. Η συμμετοχή ή μη των Αναρχικών σε εκλογές σωματείων(εργατικών)-συλλόγων(φοιτητικών) και άλλων οργάνων που μπορούν να αποτελέσουν όργανα βάσης της εργατικής δημοκρατίας και της κοινωνικής Αυτοδιεύθυνσης[λειτουργώντας αμεσοδημοκρατικά και αντιπαραθετικά στους εξουσιαστικούς θεσμούς], δεν αποτελεί ζήτημα αρχής για τους κοινωνικούς αναρχικούς, αλλά ζήτημα πολιτικής τακτικής. Μάλλον, το καταστασιακό και το πρόσφατο Post-anarchy ρεύμα έχει τέτοιους ιστορικούς προβληματισμούς που δεν μας αφορούν άμεσα. Αντιθέτως, οι διαδικασίες ανάδειξης αντιπροσώπων στους αστικούς θεσμούς είναι πάντα πράξη συναίνεσης και αποδοχής του αστικού συστήματος.
Άλλωστε ειδικότερα σήμερα, οποιαδήποτε κίνηση συναίνεσης προς το καθεστώς κρίνεται και τακτικά λανθασμένη. Με απλά λόγια, τι νόημα θα έχει τι και αν θα ψηφίσουμε στις εκλογές, αν είναι να ψάχνουμε τροφή στα σκουπίδια; Κάνουμε πολιτική για να προωθήσουμε το σύνθημα της κατάργησής της, ως διαδικασίας και εξουσίας, διαχωρισμένης από την σφαίρα της κοινωνίας και της οικονομίας της.
Καταργώντας την διαχωρισμένη πολιτική εξουσία που επιβάλλεται στην «οικονομία», ξαναδίνουμε στους όρους τον χαμένο λεκτικό ορισμό τους. Επανακαθορίζουμε την πολιτική ως τη συλλογική διαπραγμάτευση της κοινωνίας πάνω στο τρόπο ισόνομης διανομής των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και την οικονομία ως τη συλλογική διαπραγμάτευση της κοινωνίας πάνω στην ισόνομη διανομή των πόρων αναπαραγωγής σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Τα μέσα προπαγάνδας που χρησιμοποιεί το κίνημα, θέμα γύρω από το οποίο έχει γίνει πολύς λόγος. Δεν χρειάζεται εδώ να υπάρξει και πάλι η τοποθέτηση του ζητήματος με αξιακούς όρους. Θα αρκεστούμε να πούμε, ότι η μη χρήση των μέσων διαμεσολάβησης γνώμης του αστικού καθεστώτος, πρέπει να είναι αντιστρόφως ανάλογη με την δημιουργία και ανάπτυξη των δικών μας μέσων.
Για το τέλος αφήσαμε τον δρόμο. Σίγουρα πολύ σημαντικό. Στον δρόμο, ειδικότερα σε συνθήκες σύγκρουσης ή και μαζικής εξέγερσης, θα είναι και πάλι ωφέλιμο για το κίνημα, να προσπαθούμε να αντιστοιχούμε κοινωνικές δυναμικές και διεργασίες με συλλογικές φιγούρες και ενέργειες. Εννοείται ότι η υιοθέτηση τακτικών στοχευμένης βίας, από όσο το δυνατόν ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, αποτελεί στοίχημα για το ρίζωμα της αντίληψής μας μέσα στην κοινωνία, για διαρκή δυναμικό αγώνα απέναντι στην εξουσία τους κράτους και του κεφαλαίου.
Αντιθέτως, η τυφλή βία που δεν κατευθύνεται απέναντι σε σημαντικούς στόχους και μπορεί να βάλει σε κίνδυνο ακόμα και εργαζόμενους, πρέπει να τσακίζεται από τους αναρχικούς. Το να κερδίσει η αναρχική αντίληψη στο δρόμο μπορεί, υπό όρους, να αποτελέσει βήμα προς την κοινωνική απελευθέρωση. Το να κερδίσει η λογική του λούμπεν στο δρόμο και στο δημόσιο χώρο γενικά, σημαίνει σίγουρα εκτροπή προς των κοινωνικό κανιβαλισμό.
Βασικά, πάνω απ’ όλα στη συμμετοχή κόσμου σε μια σύγκρουση που μπορεί να πάρει διαστάσεις εξέγερσης, μας ενδιαφέρει όχι τόσο το πολιτικό-κομματικό περίβλημα, αλλά η κοινωνική θέση. Π.χ. οι αναρχικοί δεν έχουν καμία δουλειά στις συγκρούσεις των ιδιοκτητών ταξί οι οποίοι, επειδή είναι ένα συντεχνιακό κορπορατιβιστικό σώμα διαμορφωμένο από το κράτος, είναι φυσιολογικά πιο επιρρεπείς σε ακροδεξιές πολιτικές τάσεις. Αντιθέτως, δεν ελιτίζουμε ψάχνοντας ιδεολογικό-πολιτική καθαρότητα στις συγκρούσεις απολυμένων εργατών με την κυβέρνηση.
Η RealPolitik μας, στήνει ιδεολογικό πόλεμο στις θεωρίες συνωμοσίας που υποβαθμίζουν και ευτελίζουν τις λαϊκές συγκρούσεις με τα σώματα ασφαλείας, μιλώντας για προβοκάτορες και πράκτορες. Αναλαμβάνουμε δημόσια και σταθερά την ευθύνη για ό,τι μας αναλογεί, δηλαδή για βίαιες ενέργειες που θεωρούμε ότι προωθούν την ταξική πάλη. Παράγουμε πολιτικό λόγο απλό και κατανοητό για τον πολύ κόσμο. Δεν έχει απομείνει τίποτα.
Ενώ η τάξη μας οδηγείται στην καταστροφή, καθώς της αφαιρούνται ακόμα και τα πιο πρωτόλεια εργαλεία αναπαραγωγής της, η καπιταλιστική εξουσία δεν διαπραγματεύεται τίποτα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κατανοήσει και ο πλέον αδαής, ότι δεν υπάρχει ειρηνική διαδήλωση που μπορεί να κερδίσει και που μπορεί να κάνει τις συνθήκες διαβίωσής μας, έστω και λίγο, καλύτερες. Το «τέλος της μεταπολίτευσης» που αναφέρεται συχνά, σημαίνει αυτό ακριβώς, ότι δεν υπάρχει, δηλαδή, κανένα μέσο ενσωμάτωσης της διαμαρτυρίας που να μπορεί να διαπραγματευτεί με μια εξουσία που θα ήθελε να παράξει συναίνεση. Όλοι οι θεσμοί ενσωμάτωσης έχουν καταρρεύσει, όσοι συντηρούνται τυπικά [βλέπε π.χ. ΓΣΕΕ] λειτουργούν μόνο ως σύμμαχοι της κυβέρνησης και δεν έχουν καμιά δυνατότητα διαπραγμάτευσης, ενώ το ίδιο το αστικό μπλοκ δεν θέλει να παράξει συναίνεση, αλλά να επιβάλλει την ταύτιση της κοινωνίας με τις επιλογές του.
Οι αναρχικοί είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που προτείνει και πράττει στην κατεύθυνση μιας και μοναδικής μεστής νοήματος για τους φτωχούς, ρεαλιστική πολιτική η οποία συνίσταται στην εξής απλή αρχή: η λύση για τους φτωχούς είναι η καταστροφή των πλουσίων και του συστήματος επιβολής των συμφερόντων τους.
Ακόμα, για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο καθημερινής πρακτικής αντίθεσης με τους εκπροσώπους του αστικού μπλοκ, επικροτούμε το δημόσιο και μαζικό προπηλακισμό των πολιτικών, των επιχειρηματιών και των δημοσιογράφων. Αυτή πρέπει να είναι η νέα μορφή του «αντάρτικου πόλης» σε συνθήκες κρίσης, γιατί σε αυτή μπορεί να συμμετέχει ο ίδιος ο λαός και όχι κάποια πεφωτισμένη γκρούπα .
Πρέπεί να ορίσουμε πολιτικά τον ρεαλισμό του συνθήματος «ο λαός δεν ξεχνά τους φασίστες τους κρεμά», δηλώνοντας ανοιχτά ότι επιδιώκουμε κυρίως την κοινωνική του κατάργηση ως θεσμού, επιθυμώντας, όμως, ταυτόχρονα να τους ξεφορτωθούμε για πάντα από το δημόσιο χώρο και λόγο. Καλώς ή κακώς η εκδίκηση αποτελεί λαική αρετή και κοινωνικό κίνητρο. Για τις ζωές που μας στέρησαν χωρίς κανένα δικαίωμα να το κάνουν, για τις ζωές των πολλών και διάφορων 77χρονων, πρέπει να λογοδοτήσουν στον ίδιο το λαό. Τη μέρα της λαικής γιορτής το Σύνταγμα θα φιλοξενεί και λαϊκά δικαστήρια. Τα ξέρουν πολύ καλά αυτά, γι’ αυτό στέλνουν τα λυσσασμένα σκυλιά τους, τους μπάτσους να τσακίσουν το λαό. Ξέρουν τι τους περιμένει εάν διαλύσουμε τον μπατσοκλοιό. Η τύχη θα είναι με το μέρος τους εάν προλάβουν το σενάριο "διαφυγή με ελικόπτερο".
Όλες οι παραπάνω προτάσεις συγκλίνουν στο να αναβαθμιστούν οι πολιτικές μας θέσεις σε ένα επίπεδο όπου θα μπορούν να αναμετρηθούν με την εξουσία σε «κεντρικό πολιτικό επίπεδο», αφού φυσικά καταστήσουμε ως «κεντρικό πολιτικό σκηνικό» τα άδεια στομάχια και τη μάχη στον δρόμο και όχι στους αστικούς θεσμούς.
Ως κοινωνική βάση της αντίληψης, οριοθετούμε ένα υπάρχον και διευρυμένο κοινωνικό δυναμικό, αυτό που συγκροτούν εκείνα τα κομμάτια των φτωχών και καταπιεσμένων που δεν έχουν αλλοτριωθεί τόσο, ώστε να μπορούν να κατανοήσουν ότι η μόνη ρεαλιστική προοπτική είναι μια άλλη ζωή από αυτή που συνηθίσαμε να ζούμε, θεμελιωμένη στην Αλληλεγγύη, την Αξιοπρέπεια, την Ισότητα, την Ελευθερία, τη Συναπόφαση, τη Συμμετοχή, μια νέα Αναρχική Κοινωνία. Αυτή είναι η δική μας REALPOLITIK.
Σημειώσεις
1. Αρνείται μήπως κανείς ότι το μόνο που αλλάζει είναι το εύρος των εκμεταλλευομένων; Εάν ναι, τότε δεν χρειάζεται ούτε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω 100 χρόνια για να επισκεφτούμε σκοτεινές στοές σε κάποιο άγνωστο για την Ελλάδα Νότινγχαμ, ούτε να ταξιδέψουμε στην άλλη άκρη του κόσμου για να ανακαλύψουμε που διάολο πήγαν όλα αυτά τα εργοστάσια που φύγανε από ‘δω και τι γίνεται εκεί μέσα. Πριν 2 καλοκαίρια στην Μανωλάδα, κάτω από τον λαμπρό και φωτεινό ελληνικό ήλιο κάποιοι βασάνιζαν κάποιους μετανάστες, η εργασιακή «σύμβαση» των οποίων μοιάζει μάλλον κατώτερη ακόμα και από αυτή την μισανθρωπική δυστοπία που κατασκευάζουν οι ηγήτορές μας με μέριμνα πολλή. Τι οδήγησε τους κατά τα άλλα φιλόξενους επαρχιώτες να αναγκάσουν κάποιους ανθρώπους -ο εναπομείναντας ρασιοναλισμός ακόμα και του καπιταλισμού, μας επιτρέπει να θεωρούμε αυτούς τους ανθρώπους, βιολογικά τουλάχιστον ως τέτοιους, και όχι ως ζώα όπως προκύπτει από την συμπεριφορά του «έμβιου κοινωνικού περιβάλλοντος» τους- σε αυτή τη συνθήκη επιβίωσης; H RealPolitik. Η υπεράσπιση των συμφερόντων των βασανιστών, όπως αυτοί τα αντιλαμβάνονταν και με τον τρόπο που τα κατανοούσαν σε μια δεδομένη στιγμή και συνθήκη.
2. Χούντα στα Ισπανικά σημαίνει επιτροπή.
3. Σε όσα λέγονται περί χούντας δύο έχουμε να πούμε: άμα γίνει χούντα θα γίνει από τους ίδιους, όχι από άλλο κέντρο. Επίσης, για να υπάρξει λόγος, πρέπει αφενός να γκρεμιστούν ανεπανόρθωτα όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που θα μπορούσαν να γειώσουν την πολιτική της τρόικας σε εθνικό επίπεδο με πιθανότητες απόσπασης κάποιας κοινωνικής συναίνεσης και αφετέρου στη θέση τους να αναδειχθεί μια αυστηρά ορισμένη πλειοψηφική πολιτικό-κοινωνική δύναμη άρνησης της πολιτικής της Τρόικας και αταλάντευτης εχθρότητας απέναντί της.
4. Εγγονός της Πηνελόπης Δέλτα, γνωστός Μακεδονομάχος [ΠΓΔΜ], Τουρκοφάγος [μειονότητα-υποψήφιοι]-όχι Αλβανοφάγος.
5. Όσο γραφόταν αυτό το κείμενο δεν είχε ανακοινώσει ακόμα ο Καμμένος τη συγκρότηση κόμματος. Πάντως οι εξελίξεις δείχνουν να δικαιώνουν τις προβλέψεις μας.
6. Η έννοια της ηλιθιότητας εδώ δεν σημαίνει ότι δεν ήξερε τι έκανε ή διαφωνούσε, απλά τονίζεται ότι το μέγεθος ενός τέτοιου μεγάλου τακτικού λάθους μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσω της θεωρίας «θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει».
7. Αξίζει να τονίσουμε, ότι ακόμα και ιστορικά, η σύμπραξη των φασιστών με τους συντηρητικούς και τους σοσιαλδημοκράτες γινόταν με δυο τρόπους. Οι φασιστικές και ναζιστικές δυνάμεις, είτε υπερφαλάγγιζαν τις παραδοσιακές αστικές δυνάμεις και τις ενσωμάτωναν στο κράτος της Νέας τάξης με θεσμικό τρόπο, είτε οι συντηρητικοί επικρατούσαν επί των φασιστών, και τελικά ή τους εξολόθρευαν μετά την χρήση τους ή τους άφηναν σε ρόλο κομπάρσου σε σχέση με τις αποφάσεις και σκιάχτρου τρομοκράτησης της αριστεράς. Ο Καρατζαφέρης δε χρησιμεύει σε τίποτα από αυτά. Υπάρχει πιο χρήσιμος πολιτικός φορέας πια, που μπορεί να επιτελέσει αυτό το ρόλο, η Χρυσή Αυγή.
8. Ιδιαίτερα σοβαρό ρόλο για την ανάδειξη του πραγματικού πολιτικού ρόλου του ΚΚΕ έπαιξε -ίσως παραδόξως- το κίνημα της πατάτας. Όχι φυσικά για τους γνωστούς επιφανειακούς λόγους οι οποίοι κάλυψαν για άλλη μια φορά το σύνολο σχεδόν του δημόσιου λόγου, θάβοντας έτσι και το όποια σημαντικά συμπεράσματα. Εδώ και μερικά χρόνια, το ΚΚΕ αναβαθμίζει τον πολιτικό φραξιονισμό, δημιουργώντας «μέτωπα» τα οποία συγκροτούν οι ίδιες οι πολιτικές και κοινωνικές του δυνάμεις. Σε αυτή την πολιτική οδηγήθηκε λόγω πολλών συνισταμένων οι οποίες χρίζουν ιδιαίτερης ανάλυσης σε κάποιο άλλο κείμενο. Οι βασικότερες πάντως, είναι ακριβώς η αδυναμία για συνεργασία με πολιτικά σχήματα, καθώς και η αδυναμία παραγωγής πραγματικά ανταγωνιστικής πολιτικής με επίδικο τον ανταγωνισμό σε επίπεδο εξουσίας. Τέλος, ο φόβος για άδειασμα των οργανώσεων του ΚΚΕ υπό το βάρος της εποχής, η οποία ζητά απτές επιτυχίες και λύσεις, οδήγησε το ΚΚΕ στην υιοθέτηση του «μετωπικού φραξιονισμού» ως κυρίαρχη πολιτική του. Μια -και μάλλον μοναδική- ενδιαφέρουσα νέα ανάλυση κατέλαβε ένα αξιοπρόσεχτο κομμάτι του δημόσιου λόγου του κομματικού τύπου. Η νέα θέση που αναδύθηκε, ακριβώς για να καλύψει το κενό πολιτικών συμμαχιών, ήθελε τη συγκρότηση κοινωνικού μετώπου μεταξύ της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων[μικρομαγαζατόρων, μικρών και μεσαίων αγροτών, συντεχνίες κλπ]. Σε αυτό το σχήμα δε, οι εκπρόσωποι της μικροαστικής –ή και μεσοαστικής;!- λάμβαναν τη θέση του «συμμάχου» της εργατικής τάξης. Δύο, μάλλον επιφανειακές, επεξεργασίες έγιναν αρχικά σε αυτή τη θέση: η μια με αρνητικό πρόσημο και η άλλη με θετικό. Όσοι αρνούνταν τη θέση εξ’ αρχής, μέσω μιας ιδεολογικής προσέγγισης, ότι αποτελεί ρεφορμισμό η οποιαδήποτε κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης -η κριτική αυτή προέρχεται κυρίως από το πολιτικό φάσμα του αναρχισμού-, μπορεί να δικαιώνεται ιδεολογικά, αλλά ξαστοχεί πάνω στην πραγματικότητα. Η καθαρή αυτή γραμμή δεν μπόρεσε να απαντήσει στο απέναντι άκρο της διαλεκτικής σύνθεσης που βασίστηκε στην επιφανειακή προσέγγιση, στη θέση δηλαδή που έλεγε ότι σε συνθήκες κρίσης η προλεταριοποίηση ευρύτερων αστικών κοινωνικών στρωμάτων θα οδηγήσει σε νέες συνθέσεις την πολιτική της εργατικής τάξης. Κι όμως, το «κίνημα της πατάτας» ξεγύμνωσε όλες τις επεξεργασίες που βασίστηκαν για άλλη μια φορά πρώτα στο πολιτικό κι έπειτα ως αναγκαίο συμπλήρωμα προαποφασισμένου συμβολαίου, στο κοινωνικό. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μετά από πολλά χρόνια εξατομικευμένου «εκσυγχρονισμού», δημιουργήθηκε ένα αληθινά κοινωνικό -δηλαδή από τα κάτω- μέτωπο μεταξύ των μικρών και μεσαίων αγροτών και της εργατικής τάξης. Ένα μέτωπο μικροαστικών ή ακόμα και μεσοαστικών στρωμάτων σύνδεσε τα συμφέροντα του με τις βασικές ανάγκες του κόσμου της εργασίας και των ανέργων. Αυτό ήταν βασικά το επονομαζόμενο κίνημα της πατάτας. Η στάση που κράτησαν απέναντί του οι πολιτικές δυνάμεις έδωσε διάφορα και διαφορετικά για κάθε περίπτωση συμπεράσματα. Η καταγγελία του κινήματος από το ΚΚΕ σήμαινε τα περισσότερα. Δυο βασικά συμπεράσματα μπορούμε να εξάγουμε.
Η θέση του ΚΚΕ για την κοινωνική συμμαχία μεταξύ μικροαστών κι εργατικής τάξης είναι μια καμουφλαρισμένη πρόταση κομματικής επιβολής. Η καταγγελία του ΚΚΕ προς την πατάτα έκρυβε πίσω της την δήλωση ότι, εννοώντας κοινωνική συμμαχία, το ΚΚΕ εννοούσε ότι «συμμαχεί» με όσους ψηφοφόρους ή μέλη του ΚΚΕ ανήκουν σε άλλη τάξη από την εργατική. Με απλά λόγια, είσαι εργοστασιάρχης με 500 εργάτες, εργολάβος με 30 Αλβανούς εργάτες, ψιλικατζής με 2 μαύρους εργαζόμενους; Δεν πειράζει, μπορείς να είσαι ΚΚΕ. Σήμαινε, όμως, και κάτι που σε διαλεκτική σύνδεση με το προηγούμενο ξεσκεπάζει εντελώς πια, και στα μάτια του πιο αδαή, το ρόλο του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ καταγγέλλοντας την πατάτα, εννοεί ότι όχι μόνο δεν το ενδιαφέρει αυτό το κοινωνικό μέτωπό συνεργασίας μικροαστών – εργαζομένων, αλλά και ότι δεν πρόκειται να αναλάβει καμία δράση για να ανατρέψει τους ταξικούς συσχετισμούς μέσα σε τέτοια διαταξικά μέτωπα υπέρ των δυνάμεων της εργασίας. Με απλά λόγια, δεν έχει καμιά διάθεση να πάρει το θετικό ιδεολογικό πρόσημο της πατάτας, δηλαδή ότι δεν χρειάζεται η παρασιτική εμπορική τάξη των μεσαζόντων, και να προσπαθήσει να εμβαθύνει στο ζήτημα του περάσματος από μια διαφορετική διανομή σε μια διαφορετική παραγωγή. Το πώς, δηλαδή, παράγεται η πατάτα -που σωστά πουλιέται χωρίς μεσάζοντες στην πόλη- στο Νευροκόπι και υπό ποιους όρους εργασίας, από ποιους, και σε ποιόν ανήκει το χωράφι, θα ήταν η καταλυτική ταξική παρέμβαση που θα αναβάθμιζε την θέση της εργατικής τάξης σε αυτό το κοινωνικό μέτωπο από τη θέση του καταναλωτή στη θέση του παραγωγού, καθώς θα έθετε ζήτημα ιδιοκτησίας στα εργαλεία και τα μέσα παραγωγής. Εάν, όμως, έκανε τούτη την πολιτική το ΚΚΕ, τί θα έλεγε στον εργοστασιάρχη, τον εργολάβο και τον ψιλικατζή που «μπορεί να στηρίξει ΚΚΕ κι ας μη συμφωνεί σε όλα μαζί του»; Μα αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: ότι δεν διαφωνεί πουθενά με την απροκάλυπτα σοσιαλδημοκρατική πολιτική του ΚΚΕ κανείς από τους παραπάνω. Μέχρι και με τον πρόεδρο των εμπόρων θα μπορούσε να συνεργαστούν οι -ταξικές;!!!- δυνάμεις της Π.Α.Σ.ΕΒΕ, ο οποίος είναι ο μόνος θεσμικός παράγοντας που ζητά να μην μειωθούν οι μισθοί των εμποροϋπαλλήλων. Τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Το ΚΚΕ βαθειά σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμιστικό, ακόμα και με την ιστορική έννοια του όρου –και όχι απλά επειδή δεν μπορεί να παράξει την παραμικρή δυναμική αντίσταση-, δεν ενδιαφέρεται να δημιουργηθεί καμιά δυαδική εξουσία ανταγωνιστική στην κυρίαρχη, δεν ενδιαφέρεται να προωθήσει μια επίκαιρη εργατική πολιτική στα νέα κοινωνικά μέτωπα που διαμορφώνονται. Ψελλίζει ότι «δεν είναι ανάγκη να συμφωνείτε σε όλα για να στηρίξετε ΚΚΕ», εννοώντας ότι δεν χρειάζεται να συμφωνούμε με την αποκατάσταση του Στάλιν στο 18ο συνέδριο, ενώ ταυτόχρονα μηρυκάζει την πιο άχρηστη απ’ όλες τις εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας, αυτή του ολισμού, καθώς το να ασκείς μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική με στόχο να καλυτερεύσεις τα πράγματα σε μια άλλη σοσιαλιστική κοινωνία είναι δυο φορές γελοίο. Όταν λέει το ΚΚΕ ότι τα κινήματα βάσης είναι αποπροσανατολιστικά, το εννοεί από την σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση της άγιας μέρας που θα φέρει το ΚΚΕ στο τιμόνι του κράτους. Η πολιτική πυξίδα των σύγχρονων λενινιστών είναι η κατάληψη του κρατικού μηχανισμού, μάλιστα χωρίς βία και χωρίς ανταγωνιστικό κοινωνικό κίνημα βάσης. Από το λενινιστικό άρλεκιν «Κράτος και Επανάσταση», οι λενινιστές βγάλανε ένα και μοναδικό ορθό συμπέρασμα: ότι το περιεχόμενο ήταν παπαρολογίες μέχρι να καταληφθεί ο κρατικός μηχανισμός. Ανάμεσα στα λόγια του Λένιν περί ολοκληρωτικής καταστροφής του κράτους από τα σοβιέτ και τα έργα του, της απονέκρωσης δηλαδή των σοβιέτ και των απηνών διωγμών των υπολοίπων εργατικών ιδεολογιών, οι κηφήνες του Περισσού διαλέγουν τα έργα. Τα στερνά λοιπόν τιμούν τα πρώτα. Σ’ αυτή τη Realpolitik, λοιπόν, που επιφυλάσσει το κόμμα στην τάξη, η τάξη πρέπει να απαντήσει απλά ως της αρμόζει…ταξικά.
9. Δεν μπαίνει, καν, στην εξίσωση το ζήτημα, ότι σε ένα χρηματοπιστωτικής υφής χρέος τα νούμερα είναι απλά πολιτικοί, κοινωνικοί, ταξικοί ακόμα και γεωπολιτικοί συσχετισμοί, οι οποίοι αλλάζουν από τους κυρίαρχους. Επίσης δεν μπαίνει καν το θέμα του πώς θα καταπολεμηθεί η ανεργία που αγγίζει το 30%, εάν δεν μειωθούν οι ώρες δουλειάς τουλάχιστον κατά το ήμισυ.
10. Αυτός ο κύκλος άνοιξε με την προσπάθεια προσέγγισης του ΝΑΡ αυτόνομων θέσεων στη δεκαετία του ’90, κι έκλεισε οριστικά με τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
11. Βέβαια, ακόμα κι αυτοί, το τοποθετούν σε ένα γενικό και αόριστο «κεντρικό πολιτικό επίπεδο», χωρίς να γειώνουν την στρατηγική αυτή σε συνθήκες αγώνα για τους εργαζόμενους και τους ανέργους. Επιλέγοντας, παραδείγματος χάριν, την τακτική της εργατικής άρνησης πληρωμών σε κράτος και κεφάλαιο.
12. Εννοείται, εδώ, ότι μιλάμε για την σύγχρονη εργατική τάξη στην οποία ενσωματώνονται και υπάλληλοι του διογκωμένου τριτογενούς τομέα παραγωγής. Δεν μιλάμε απλά για τους βιομηχανικούς εργάτες.
13. Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαία η χρονική συγκυρία κατά την οποία το κράτος θα σκεφτεί την υπερ-φορολόγηση της αγροτικής παραγωγής. Το επόμενο διάστημα, ασφαλώς θα δούμε νέα νομοσχέδια να κατατίθενται, με στόχο να χτυπηθεί η αγροτική αυτοαπασχόληση, καθώς και οι συνεταιρισμοί. Αυτή η πολιτική-οικονομική στρατηγική εκπορεύεται από τα διεθνή και ντόπια καπιταλιστικά κέντρα, έτσι ώστε η υπό κατάρρευση αγροτική παραγωγή να ανασυγκροτηθεί με νέους, ακόμα πιο ακραίους καπιταλιστικούς όρους. Πρόκειται για το σχέδιο φτωχοποίησης των μικρομεσαίων αγροτών, το αστικό ανάλογο στην επαρχία και την αγροτική παραγωγή. Οι αγρότες θα πρέπει να μετατραπούν σε κολίγους των νέων μεγαλοτσιφλικάδων-γαιοκτημόνων, οι οποίοι θα έχουν τη σύγχρονη μορφή των πολυεθνικών εταιρειών και οι οποίες θα ελέγχουν την αγροτική παραγωγή εξ’ ολοκλήρου. Η ίδια διαδικασία, έχει ξεκινήσει και προχωρά με ακόμα πιο γοργούς ρυθμούς στο ζήτημα της κατοχής και της διανομής του νερού σε παγκόσμια κλίμακα. Γι’ αυτό, δεν αρκούν μόνο μερικές «έξυπνες» ιδέες πάνω στο τι θα καλλιεργήσουμε στο χωράφι που κατέχουμε ή που θα νοικιάσουμε. Το κράτος και το κεφάλαιο βρίσκουν τρόπο για να εκμηδενίσουν αυτή την επιλογή. Στόχος, οφείλει να είναι η δημιουργία συλλογικών εγχειρημάτων παραγωγής που εμπλέκουν μεγάλα κοινωνικά κομμάτια, τα οποία θα υιοθετήσουν ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά ολοκληρωτικής σύγκρουσης με το κράτος και το κεφάλαιο. Η κρίσιμη μάχη μπορεί να δοθεί γύρω από την συλλογική άρνηση των πολιτικών εντολών και νόμων της κεντρικής κυβέρνησης.
14. Για μια επισκόπηση των εξελίξεων από ταξική σκοπιά στην γ’ βάθμια εκπαίδευση δες εδώ: http://federacion-salonica.blogspot.com/2011/10/blog-post.html
15. Το κίνημα «Δεν Πληρώνω» που έχει αναπτυχθεί ως τώρα, πρέπει να εξεταστεί με προσοχή. Κατά τη γνώμη μου έχει πολλά κοινά στοιχεία με το κίνημα της πατάτας. Ενέχει ένα θετικό ιδεολογικό πρόσημο. Ότι αρνείται μια μερίδα του πληθυσμού να ασκείται πάνω της μια πολιτική που έχει θεσμοθετήσει η εκλεγμένη δημοκρατική κυβέρνηση. Ενέχει, δηλαδή, την ιδεολογική μήτρα της επανάστασης, την απείθεια. Σε κοινωνικό επίπεδο, όπως και το κίνημα της πατάτας, αποτελεί μια ξεκάθαρη συνεργασία της εργατικής τάξης και των ανέργων με μικρομεσαία στρώματα. Αυτό, όπως είπαμε και παραπάνω, είναι κατ΄ ανάγκη κακό, αφού αποτελεί μια λογική κοινωνική διεργασία με βάση τις νέες συνθήκες.
Το θέμα είναι, ποιος και με ποιους τρόπους ορίζει το πολιτικό, δηλαδή το ταξικό περιεχόμενο του κινήματος. Προς το παρόν, έχουν εκφραστεί διάφορες εκδοχές πάνω στο ζήτημα. Υπάρχει μια που είναι εντελώς διεκπεραιωτική, καθώς δεν θέτει βαθύτερα ζητήματα. Αρκεί να μην πληρώνεις άσχετα με το ποιος είσαι. Αυτό είναι η μικροαστική αντίληψη. Το κομμάτι που κατεβαίνει στις εκλογές, μετατρέπει απ’ ευθείας το κίνημα σε νέο, σοσιαλδημοκρατικής κοπής, θεσμό ενσωμάτωσης σε συνθήκες κρίσης. Θέλει να αναδειχθεί, δηλαδή, σε έναν θεσμό διαπραγμάτευσης ο οποίος φυσικά δεν βάζει κανένα ταξικό θέμα ή κάποιο θέμα ιδιοκτησίας, αφού το μόνο που τον νοιάζει είναι να μεγαλώσει και να έχει καλύτερες διαπραγματευτικές δυνατότητες με το κράτος.
Είναι η μεσοαστική αντίληψη η οποία, εάν κυριαρχήσει, σε λίγο διάστημα, αντί να μειωθεί το κόστος του χαρατσιού, θα πάψει απλά να υπάρχει κίνημα. Τέλος, υπάρχει και η πρόταση που πρέπει να υπερασπιζόμαστε ως κίνημα και φέρει την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων μέσα στο κίνημα της Άρνησης Πληρωμών. Πρόκειται για την θέση για εργατική άρνηση πληρωμών σε κράτος και κεφάλαιο. Για να οριοθετηθεί όμως η ταξική θέση των συμμετεχόντων θα πρέπει να βρεθεί ένα λειτουργικό πλαίσιο. Κι αυτό θα είναι το εξής. Να περάσει η οργάνωση του κινήματος άρνησης στα Ταξικά Σωματεία και Συνδικάτα, ώστε την άρνηση πληρωμής να την κάνουν τα Σωματεία και οι Σύλλογοι των εργαζομένων και των ανέργων σε συνεργασία με τις λαικές συνελεύσεις εργατών-ανέργων, οι οποίες οργανώνουν τον αγώνα σε τοπικό επίπεδο. Έτσι, θα αποκλειστούν αρχικά όσοι δεν είναι εργαζόμενοι.
Από τους εργαζόμενους δε, που κατέχουν ακίνητη περιουσία, μπορεί να ζητηθεί αρχικά να δώσουν, αντί για εισφορά στο κράτος, μια έκτακτη εισφορά στο ταμείο του Συνδικάτου, ή της λαϊκής συνέλευσης.
Για όλους τους υπόλοιπους δεν μας αφορά. Αν κάποιος εργοστασιάρχης δεν έχει να πληρώσει ή κάποιος Πάγκαλος με 38 ακίνητα, το εργατικό κίνημα δεν δίνει μια. Μπορεί να κάνουν και αυτή «άρνηση πληρωμής», αλλά αυτό μπορεί να μετρά μόνο αθροιστικά σε ένα κίνημα που πρωτοπορία του είναι οι δυνάμεις των εργαζομένων και των ανέργων, και όχι των μεσοαστών. Παρόλα αυτά, πρέπει να έχουμε ανοικτά τα μάτια σε νέες εξελίξεις, καθώς σε συνθήκες κρίσης ο χρόνος διεξαγωγής της ταξικής πάλης αλλά και των νέων δεδομένων εντείνεται. Είναι πολύ πιθανή η ραγδαία προλεταριοποίηση μεσοαστικών στρωμάτων, τα οποία θα πρέπει να ενσωματώσουμε στο εργατικό – επαναστατικό κίνημα και τις διαδικασίες του.
16. Ήδη, έγινε γνωστή πριν λίγες μέρες η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα εξαιρείται από τη συνθήκη του Δουβλίνου.
17. Την άκαιρη ένοπλη πάλη ή θα την καταδικάσεις όσο είναι νωρίς, ή θα σε καταδικάσει αυτή. Επίσης, καλώς ή κακώς, προέχει η αλληλεγγύη στους άοπλους εργάτες από την αλληλεγγύη στους ένοπλους αντάρτες, γιατί για να υπάρξουν πραγματικοί λαϊκοί ένοπλοι αντάρτες πρέπει να υπάρχει μια πλειοψηφική τάση αγωνιζόμενων κοινωνικών στρωμάτων που θα την υποστηρίζει.
πριν προτείνεις στους αναρχικούς τι πρέπει να κάνουν μάθε πρώτα ότι οι αναρχικοί που βρίσκονται έξω απ τα κελιά συνηθίζουν να γράφουν ανώνυμα
ΑπάντησηΔιαγραφήφίλε έχεις δίκαιο, ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν, ο Μαλατέστα, Η Εμμα Γκόλντμαν,ο Προυντόν ΔΕΝ ΥΠΕΓΡΑΦΑΝ ΠΟΤΕ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας αποστόμωσες...
ανώνυμος αναρχικός