Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

Η διάφανη Λίμνη

Ενώ εκείνον τον καιρό ζούσα σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, πήρα το αυτοκίνητο και διασχίζοντας μια απαιτητική διαδρομή έφτασα μέχρι τη λίμνη Τ. Σε όλο τον δρόμο δεν συνάντησα σχεδόν κανέναν, ένα – δύο αγροτικά κι ένα παμπάλαιο Nissan που πήγαινε αργά στην άκρη του δρόμου. Σκύβοντας είδα ένα ζευγάρι γερόντων που κρατούσαν τα μάτια αυστηρά συγκεντρωμένα στη μέση της ασφάλτου που χυνόταν μπροστά τους. Ποιος ξέρει, ίσως είχαν κουραστεί να αλληλοκοιτάζονται μέσα στα χρόνια. Από την αντίθετη πλευρά του δρόμου όμως κατέβαινε ένα απέραντο πολύχρωμο μεταλλικό ποτάμι αυτοκινήτων, πήγαιναν στη θάλασσα – εκείνη που εγώ άφηνα πίσω μου… Δεν ήθελα την απέραντη ανοιχτωσιά της, τα ψηλά της κύματα και εκείνον τον τρομερό της ορίζοντα, όπου το μάτι δεν μπορεί να σταματήσει πουθενά. Ζητούσα το όριο, τη μικρούλα λαδί λίμνη με τα καλάμια γύρω της να την σημαδεύουν και να την τυφλώνουν - να μαντεύουν την έλλειψη κάποιας ακτής. Πρώτη φορά ποθούσα το συγκεκριμένο, όχι το μακρινό και το άπιαστο, καταλαβαίνεις; Εκείνη η λιμνούλα –σαν τοπίο ξεχασμένο σε πίνακα ανωνύμου στο σαλόνι των γερόντων που προσπέρασα στον δρόμο μου– αγκάλιαζε την ανεπάρκεια του εαυτού, του σώματος, την αποκοίμιζε ψιθυρίζοντας πως όλα εδώ θα πάνε καλά. Γύρω μου, όπου κοιτούσα έναν κύκλο, έβλεπα το λασπώδες χώμα που την περικύκλωνε, ενώ η θάλασσα ύπουλη και πλανεύτρα υποσχόταν ό,τι όμορφο και μεγάλο σε όλους, ενώ οι περισσότεροι που λεν την αγαπούν δεν κάνουν ποτέ δυο βήματα απ’ το σημείο που σπάει δίχως λυγμό ο πιο ελάχιστος παφλασμός της ζωής. Η θάλασσα νομίζω αξίζει εάν ελπίζεις ακόμα, γι’ αυτό την προτιμούν οι ταξιδευτές που προσμένουν την ευτυχία σε έναν άλλο τόπο και οι ονειροπόλοι που αγωνιούν για ευτυχία σε έναν άλλο ορίζοντα. Εμένα πια όμως όλα αυτά μου φαινόταν πολύ μακρινά – τα ταξίδια με κούρασαν και οι ορίζοντες αποδείχτηκαν ψεύτες. Η ζωή ήταν πια συνέχεια πικρή – συγγνώμη που παραδέχομαι έτσι ανοιχτά μια τέτοια πραγματικότητα, όμως το σώμα της συνέχεια λέπταινε και το χειρότερο: κανένα μήνυμα δεν έφτανε πια. Με αυτές τις σκέψεις ξάπλωσα μπροστά σε έναν ασθενικό ήλιο με την πλάτη ριγμένη στις χούφτες της λίμνης και έκλαψα. Ξανάγραψα εκείνο το πρώτο γράμμα, τούτη τη φορά νοερά με τη σκέψη μου σχηματίζοντας αόρατες λέξεις στον αέρα, αφήνοντας όλο τον πυρπολισμό του ήλιου να με ανατριχιάσει, γιατί αυτό ήταν ό,τι πιο κοντινό είχα νοιώσει στο χάδι σου: 

«Λοιπόν, πάει καιρός που δεν έχω γράψει ένα τέτοιο ‘γράμμα’ και είναι αλήθεια ότι παλεύω όλη τη μέρα με τον εαυτό μου να μην το στείλω πουθενά – και κάπως τα καταφέρνω, τη μέρα… τη νύχτα όμως, όλα είναι διαφορετικά, τη νύχτα ζωντανεύουν όλοι οι ορειχάλκινοι δαίμονες που χορεύουν στην άκρη του ποτηριού, διψούν όλες οι φασματικές φιγούρες που ξερνάει ο καπνός που υψώνεται ολοένα πάνω από τα κεφάλια μας, σαν οι θαμώνες κάποιου καπηλειού να βάζουν εύτακτα φωτιά στο εαυτό τους… Μέσα σε όλα αυτά εμφανίζεσαι πάλι στην άκρη της λίμνης, πίσω από στάχια ψηλά και χάνεσαι μέσα σε μια παραλλαγή διαφορετικών χρωματισμών και τόνων του ξανθού και του γήινου, του πράσινου και του υπέργειου• χαμογελάς ακέραιη – ολόκληρη μια απίθανη δυνατότητα, ταυτόχρονα μια σάρκινη πραγματικότητα – μια καθοριστική συνάντηση που εκκρεμούσε από κάποια πρώτη - πρώτη στιγμή. Γιατί δεν απαντάς; Και απομένει όλη η τρέλα του να μην μπορώ να σε δω και όλος ο πόθος του τρόμου να σε συναντήσω ξανά. Πως θα γινόταν αν όλα ήταν διαφορετικά; Γιατί δεν απαντάς; Οι απαντήσεις χάνονται σαν χαρτιά μέσα σε γυάλινα μπουκάλια που αφήνουν παιδιά στην άκρη της θάλασσας, κι αντέχουν μόνο με την ελπίδα της επόμενης παλίρροιας… τα παιδιά όμως δικαιούνται ακόμα να ελπίζουν σε άλλο τόπο και νέο ορίζοντα, εγώ όμως, όπως σου είπα, έχω κουραστεί αρκετά – κι εσύ ακόμα μετά από όλα αυτά δεν απαντάς – και δεν ήθελα να στο πω αλλά τώρα πια που είμαι γυμνός, κάτω από αυτόν τον αρρωστιάρικο ήλιο, τι να κρύψω; Γι' αυτό ήρθα στη λίμνη να αφήσω μέσα σε μια ψευδαίσθηση τούτο το γράμμα που έκλεισα στο μπουκάλι του τελευταίου ποτού, γι’ αυτό δεν πήγα στη θάλασσα, ίσως τότε γεννιούνταν εκείνη η ελπίδα των τρελών, ότι η μοίρα μπορεί να το έφερνε στα φτιαγμένα από άργιλο και αρμύρα αλαβάστρινα πόδια σου…»

Αφουγκράστηκα ξανά την απόλυτη ερημιά, κοιτώντας μια τελευταία φορά τα στάχυα που λικνίζονταν και το παλιό Nissan παρατημένο πιο πίσω, ακούμπησα το μπουκάλι στην άκρη του νερού της περίκλειστης λίμνης... τώρα ξέρεις κι εγώ γιατί δεν απαντώ…


Η διάφανη Λίμνη