Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Εξομολογήσεις ενός Ιδεοψυχαναγκαστικού | Διήγημα

 της Αντωνίας Κώστα - Φώτη



Τον Νοέμβριο του 2023 κυκλοφόρησε από τις ελευθεριακές εκδόσεις Ναυτίλος η συλλογή διηγημάτων της Αντωνίας Κώστα-Φώτη, με τίτλο Σαρ Πούχι. Μια, κατά τη γνώμη μας υπέροχη δουλειά που συνδιάζει τη φινέτσα της επιμελημένης και τρυφερής πένας με ένα ιδιόμορφο βάθος στην περιγραφή συναισθημάτων... Η συλλογή των δέκα διηγημάτων έκλεινε με τις "Εξομολογήσεις ενός ιδεοψυχαναγκαστικού", εδώ παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο, ως μια χορταστική δόση γνωριμίας με το σύμπαν που συγκροτεί ολόκληρο το βιβλίο. 


Εξομολογήσεις ενός Ιδεοψυχαναγκαστικού

"Σήμερα το έσκασα από τη δουλειά προσποιούμενος τον άρρωστο, όπως όταν ήμουν παιδί και ήθελα να γλυτώσω από μια βαρετή μέρα στο σχολείο. Περπάτησα στην άσπρη παραλία, άδεια τώρα τον χειμώνα από ανθρώπους. Η θάλασσα δεν παγώνει, μα μερικά κύματα ξεβραζόμενα στην ακτή κατέληγαν με κρύσταλλα πάγου στις άκρες τους που έσπαγαν σε μικρούς σιωπηλούς σταλακτίτες πάνω στην χιονισμένη άμμο. Η καφέ μου καπαρντίνα με κράτησε ζεστό, ενώ οι γλάροι έβγαζαν χαρούμενες ιαχές πίσω από τον λόφο, εκεί που μαζεύονται κάθε φορά που είναι να έρθει καταιγίδα. Τελικά δεν ήρθε παρά αργά το απόγευμα, αφού είχα γυρίσει σπίτι, είχα ανάψει φωτιά και καθισμένος μπροστά στις φλόγες, σε σκέφτηκα. 

    Μην ταραχθείς που σου απευθύνομαι. Δεν πρόκειται για ερωτικό γράμμα, αλίμονο, ούτε καν για γράμμα. Δεν είμαι σίγουρος πως γράφω στο μικρό μου σημειωματάριο αυτή τη στιγμή. Μπορεί όλες αυτές οι λέξεις να είναι μονάχα άλογες σκέψεις. Ένας εσωτερικός μονόλογος που δεν θα ειπωθεί ποτέ. Νιώθω πως θέλω να σε ρωτήσω πράγματα, να μάθω πως κυλάνε οι μέρες σου, αν και ξέρω. Βλέπεις δεν είναι δύσκολο να μάθω. Τα νέα των ανθρώπων που ζουν φτάνουν πάντα στα νεκροταφεία και εμείς οι νεκροί σας ακούμε να διασκεδάζετε. Ξέρω λοιπόν πώς περνάς, ξέρω πως θεωρείσαι ευτυχισμένη  ‒ και ίσως και να είσαι πράγματι.
    Τα δικά μου νέα δεν πρόκειται να τα ακούσεις πουθενά. Ζω προσεκτικά απομονωμένος από τον κόσμο. Κάθε φορά που συναντώ κοινούς γνωστούς μας, βυθίζομαι στο παλτό μου. Κρύβομαι μέσα στα ρούχα μου σαν σχολιαρόπαιδο για να μη με δουν. Και αυτό το έκανα τόσες φορές, για χρόνια, έτσι που και να με δουν, δεν πρόκειται να με αναγνωρίσουν. 

    Ζω σε μια προνομιούχα λήθη. Λες και περιφέρομαι προστατευμένος από έναν αόρατο μανδύα, που μου επιτρέπει να βλέπω τους άλλους, αλλά όχι το αντίθετο. Η ζωή μου τώρα μοιάζει με μια παιδική επιθυμία που είχα όταν ήθελα να νιώσω ασφαλής: να ζω σε ένα μικρό γυάλινο κουβούκλιο, το οποίο θα μου επιτρέπει να κοιτάζω τους ανθρώπους, αλλά όχι να τους αγγίζω ή να με αγγίζουν. Ένα θωρακισμένο σπιρτόκουτο, ίσα ίσα που να με χωράει για να στέκομαι όρθιος και να ξαπλώνω, εφοδιασμένο με όσα χρειάζομαι για να επιζήσω, χωρίς τίποτα το περιττό. Κάπως έτσι ζω λοιπόν, στο μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζα και τότε, στην ίδια πόλη που σ’ αγάπησα και μ’ αγάπησες, στην ίδια πόλη που με ξέχασες.
    Αν το θελήσω, μπορώ να ανακαλέσω με ευκολία τη φιγούρα σου να περιφέρεται μέσα στο σπίτι. Η γλαφυρότητα των αναμνήσεων είναι ένα από τα λιγοστά προνόμια των πεθαμένων. Σχεδόν μπορώ να σε δω να ξυπνάς στο μεγάλο διπλό κρεβάτι, εκεί, στην άκρη που αφήνω πάντα κενή ‒ γιατί για να κοιμηθώ κουλουριάζομαι σε μια γωνιά, χωρίς να σπαταλάω πολύ χώρο. Μπορώ να σε δω να τεντώνεσαι καθώς πρωινές ακτίνες φωτός λούζουν τα μαλλιά σου. Φοράς τη γαλάζια σατέν ρόμπα σου πάνω στο γυμνό σου σώμα κι ύστερα  ανοίγεις το παράθυρο. Τα στήθη σου ρεμβάζουν ακάλυπτα στην στητή καμπυλότητά τους καθώς δεν έχεις δέσει ακόμα τη ζώνη, κι οι θηλές σου σκληραίνουν στην πρωινή ψύχρα. Όσο αυτές οι εικόνες κρατιούνται ζωντανές κάποιοι παράλληλοι εαυτοί μας είναι ίσως ακόμα ερωτευμένοι και φιλοξενούνται υπομονετικά σε κάποια γωνιά του σύμπαντος, σε όλα τα «αν» που αφήσαμε να ξεθωριάσουν σαν αντίλαλος. 

Ζω άνετα. Η δουλειά μου τώρα, αν αναρωτιέσαι, είναι να αρχειοθετώ συμβάσεις επιστημονικών έργων. Πρώτα πρέπει να κάνω έναν ενδελεχή έλεγχο στη λίστα των πρωτοκόλλων, ώστε να εξακριβώσω αν υπάρχει εκεί ο αριθμός πρωτοκόλλου του κάθε εγγράφου. Μετά πρέπει να ελέγξω αν αυτός ο αριθμός είναι ο ίδιος με αυτόν που αναγράφεται στη σφραγίδα του πρωτοκόλλου από την πίσω σελίδα κι αν όλα εξακριβωθούν, προβαίνω στο τελικό στάδιο, το πιο απολαυστικό,  ταξινομώντας τα αριθμητικά με βάση τα ψηφία του εκάστοτε έργου, από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο.
    Είναι κάπως ειρωνικό το γεγονός πως κατέληξα να ανακατεύομαι με επιστημονικές εργασίες. Αν η αρρώστια των νεύρων μου δεν με κυρίευε κατά τη διάρκεια των σπουδών μου -και ίσως εξαιτίας αυτών- αναγκάζοντάς με να τις εγκαταλείψω, να ήμουν εγώ ο φέρελπις νέος που θα καταχωρούσε μία από αυτές τις παχουλές στοίβες χαρτιών στην ακαδημαϊκή κοινότητα, δρέποντας τις δάφνες της επιτυχίας, ενώ ένας άλλος αφανής κακομοίρης θα τις αριθμούσε υπομονετικά. Μα δεν υπερβαίνουμε πάντοτε τους εαυτούς μας.

Εκπλήσσεσαι που δεν έφυγα από αυτό το μέρος; Δεν έφυγα, γιατί πάντα αντιμετώπιζα τον χώρο ως κάτι καθοριζόμενο από εμάς, κι έτσι, αν πήγαινα κάπου μακριά για να ξεφύγω, αν πήγαινα κάπου ακόμα πιο βόρια, ή κάπου που ο ξηρός αέρας δεν επιτρέπει τα χιόνια, κάπου που οι φοίνικες ζουν για δώδεκα μήνες το χρόνο, ακόμα κι εκεί, θα μετέφερα το μικρό μας ειδύλλιο, κάνοντας άλλη μια πόλη να βιώσει την ιστορία μας. Το μπεκετικό παγκάκι όπου δώσαμε το πρώτο μας φιλί θα μπορούσε να είναι κάθε παγκάκι στον κόσμο. Είναι όλα τα παγκάκια συμπυκνωμένα σε ένα. Αυτό είναι το θαύμα του χωροχρόνου και του Έρωτα. 

Γιατί σε σκέφτομαι πιο πολύ, κάθε φορά που υποφέρω; Συνδέουμε άραγε τον έρωτα -αν μπορώ να το ονομάζω πια έτσι, αυτό που έχει απομείνει από εμάς τους δύο- με τον πόνο; Όχι πως πονάω σωματικά- τουλάχιστον όχι ξεκάθαρα. Νιώθω αυτά τα ύπουλα πονάκια που τρέχουν από δω και από εκεί στο σώμα σου, που χτυπάνε τις πατούσες σου και ύστερα σπεύδουν να κρυφτούν μεμιάς στο πίσω μέρος του κρανίου σου, σουβλίζοντας κάποιο ξεχασμένο νεύρο.
    Είναι πόνοι από κεφάλια καρφίτσας που με τρυπάνε, αλλά δεν το κάνουν ποτέ για πάνω από μερικά δευτερόλεπτα και αμέσως εξαφανίζονται θρασύδειλα στα άδυτα του κορμιού μου, πριν προλάβω να τους καταδώσω αξιόπιστα σε οποιαδήποτε ιατρική αυθεντία. Αυτή είναι η χειρότερη αρρώστια, γιατί είναι μέρος του μυαλού και ξέρει να προστατεύεται από την ίαση. Ξέρει καλά πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τη νικήσω και πως θα με σκοτώνει αργά για χρόνια, μέχρις ότου πάρω την απόφαση να πεθάνω για τα καλά. Υπάρχει και ιατρικός όρος για αυτή την κατάσταση. Ψυχοσωματικοί πόνοι. Όμως ακόμα κι αυτό το όνομα, δεν είναι αρκετό για να τους νικήσει, είναι πολύ γενικόλογο, μπορεί να υπονοεί χιλιάδες άλλες παθήσεις, μπορεί να επιδέχεται χιλιάδες θεραπείες, αλλά όχι τη μία, την τελεσίδικη, αυτή που θα σε θεραπεύσει μια και καλή. 

    Ίσως να φταίει το ότι δεν μπορώ να σταματήσω να νιώθω αυτό το λυσσώδες αίσθημα που ξεσκίζει με συστηματικότητα τις ψυχικές σάρκες μου. Ξέρεις αυτό το συναίσθημα που νιώθει κανείς, όταν αποσώνεται η οχλαγωγία μιας γιορτής και απομένει μονάχος; Ή μπορεί ο θόρυβος να εξακολουθεί, αλλά εσύ έχεις πάψει να τον ακούς. Ο θόρυβος ήταν τα γέλια των ανθρώπων κι εσύ μέσα στη γενική ευθυμία κατάφερες να διακρίνεις την κρυμμένη δυστυχία του κόσμου. Υπάρχει πάντα κάτι μελαγχολικό, όταν βλέπεις ανθρώπους να γελούν. Ο παρατηρητής που δεν μετέχει στην ευθυμία είναι η ψυχή του σύμπαντος που παγερό δέχεται τον αντίλαλο των γέλιων χωρίς καμία πρόθεση συνάφειας με την ανθρώπινη κατάσταση. Μοιάζει αυτό το αίσθημα λιγάκι με θάνατο -όχι ακριβώς θάνατο, μα θάνατο σχεδόν. Μια γεύση θανάτου όχι επαρκής για να σε σκοτώσει, αλλά που σε κρατάει ζωντανό ακόμα και σε αφήνει να συνεχίσεις, όπως μια γάτα θα άφηνε για λίγο το θήραμά της ελεύθερο ανάμεσα στα γαμψά της νύχια, δίνοντάς του την ψευδαίσθηση της σωτηρίας απλώς και μόνο για να το γραπώσει μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. 

Θάνατος λοιπόν. Κάπως έτσι ένιωθα, σαν θάνατος, στα τελευταία φιλιά που δώσαμε -τότε δεν το ήξερα συνειδητά πως δεν θα ξανασυναντούσα τα χείλια σου, αλλά ένιωθα μια πίκρα στο σάλιο σου, σαν το δηλητήριο της ελιάς. Κι όμως, καθυστερούσα πάνω τους, η πίκρα τους με μέλωνε, με ρουφούσαν σπασμωδικά, κι όταν τα άφηνα, τα ένιωθα ακόμα πάνω μου, σαν δαγκωματιά, και τα δικά μου χείλη έμεναν σε ένα αστείο σούφρωμα λες και κάτι θέλαν να ψελλίσουν -κάτι άλλο εκτός από σιωπή.
    Πέρασα τόσες βραδιές άυπνος μακριά σου από τότε που έφυγες. Όχι επειδή φλεγόμουν από επιθυμία. H αγάπη μου μάλλον έχει σβήσει, όπως ακριβώς έσβησε και η δική σου. Η αϋπνία μου είχε να κάνει με το κενό. Με έναν καινούργιο κενό χώρο που δεν είμαι σίγουρος πως διέθετα πριν. Υποθέτω πως είναι μία επέκταση που δημιούργησες εσύ. Τέσσερις τοίχοι που ποτέ δεν σε αφήνουν να τους αδράξεις. Μια παραίσθηση. Κάθε φορά που πλησιάζω απομακρύνονται λες και αυτός ο χώρος έχει τη δυνατότητα να επεκτείνεται. Τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένοι αυτοί οι τοίχοι δεν είναι βαριά, δεν μοιάζουν με πέτρες και τούβλα, δεν θυμίζουν μπετό. Είναι ελαστικά και αναπνέουν. 

Βλέπω τις επιφάνειες των τοίχων να ταράζονται από εισπνοές και μελαγχολικούς αναστεναγμούς. Κάθε φορά που δεν μπορώ να κοιμηθώ μεταφέρομαι αστραπιαία εκεί. Ο χώρος είναι κενός, οι τοίχοι γυμνοί, όμως νιώθω να υπάρχει κάτι δικό μου και δικό σου εκεί μέσα, κάτι ευχάριστα ανεκπλήρωτο που ανακατεύει εμένα κι εσένα σε όλες τις εκδοχές μας και μετά ταξιδεύει ήρεμα και σιωπηλά από αστερισμό σε αστερισμό, αφήνοντας το παρελθόν να γίνει υλική λάμψη, αφορμή αναπόλησης για τους εαυτούς που αφήσαμε πίσω στη γη. Η κλειστότητα του χώρου με περιβάλλει με μια ιδιάζουσα θαλπωρή. Είναι η θαλπωρή της μοναξιάς, ο απόηχος μιας περασμένης ευτυχίας. Τα παράθυρα είναι στοιχειωμένα από αντίλαλους ηλιοφάνειας και ριπές χαρούμενων βροχών, από αυτές που κοιτάζεις ανακουφισμένα μέσα από την προστατευμένη ζεστασιά ενός υπόστεγου.

Σε αυτό το τετράγωνο κουτί πηγαίνω κάθε φορά που θέλω να συλλογιστώ πως κάποτε με αγάπησες και σε αγάπησα. Πρόκειται για ψευδαίσθηση πως ερωτευόμαστε από την αρχή. Όλα είναι θέμα ενός εσωτερικού χώρου που αδειάζει και ύστερα πρέπει να γεμίσει ξανά.  Όλα είναι μέρος της ίδιας ακριβώς ιστορίας. Αγαπάμε με τον ίδιο τρόπο, παραλλαγές των ανθρώπων που αγαπήσαμε στο παρελθόν.
    Αλλά ίσως αυτά που λέω να μην είναι σωστά. Τι ξέρω εγώ; Έχω σκεφτεί περισσότερο τον θάνατο, παρά τον έρωτα στη ζωή μου. Από τη στιγμή που γεννήθηκα αφουγκραζόμουν τον ήχο της φθοράς. Άκουγα τα δέρματα να ζαρώνουν, τις ψυχές να ασθμαίνουν. Ίσως η δυνατότητα να διακρίνεις την ουσία της ζωής -που είναι να μπορείς να πεθαίνεις- πηγάζει από τη μοναξιά. Γι’ αυτό και η αγέλη απεχθάνεται τους μοναχικούς. Οσμίζεται την ανωτερότητα του παράταιρου, γίνεται εχθρική από ατόφιο φόβο. Η μάζα κινδυνεύει να πεθάνει από ανία μόλις διασπαστεί. Δεν ξέρει να διακρίνει την εαυτή της, δεν έχει τη συνείδηση του Εγώ, πεθαίνει όταν βρίσκεται μακριά από τα κύτταρα της πλειοψηφίας. Το άγιο όμως, αν υπάρχει, βρίσκεται στο περιθωριακό. Στη ντοστογιεφσκική σαλότητα, στην χριστιανική συμπάθεια για την πόρνη, στη νιτσεϊκή ηρωικότητα. Και ναι, στο περιθωριακό βρίσκεται και η τρέλα. Μα τρέλα δεν είναι αυτό που εννοεί η αστικότητα. Η τρέλα είναι ένας λογοκριμένος τρόπος να υπάρχεις. Και είναι μάλιστα  το μόνο σταθερό συστατικό των ανθρώπινων επιτευγμάτων -αλλά και της αυτοκαταστροφής.

    Να 'μαι λοιπόν εδώ, απότοκο της φροϋδικής διαπίστωσης για την καλλιτεχνική ροπή στο μη «ομαλό», κρύβοντάς την ιριτίδα μου με ένα πειρατικό κάλυπτρο στο αριστερό μάτι, καθώς περπατάω στους βροχερούς δρόμους του Μπέλφαστ, με την βλεφαρόπτωση να μου δίνει ένα διαρκές βλέμμα κουρασμένης απηύδισης στα χωμάτινα σοκάκια του Κρουασέ, με τα υπανάπτυκτα πόδια μου να με οδηγούν αργά στην μελαγχολική οχλαγωγία του Μουλέν Ρουζ. Εξουθενωμένος από την υποχονδρία μου, διαλυμένος από τη διπολική διαταραχή και τις εκρήξεις θυμού, κομματιασμένος από τον εθισμό του μυαλού μου σε πατέρνες ιδεοψυχαναγκασμών, ζω σε μια συνεχή κατάσταση δημιουργικής έντασης, που καταλήγει σε ληθαργικές εξάρσεις αυπνίας.

Οι ιδεοψυχαναγκασμοί μου έγιναν περισσότερο εντατικοί από τότε που έφυγες. Αγγίζω τα πόμολα και τις κλειδαριές, τους διακόπτες των φώτων, τα τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης. Αγγίζω τις άκρες των βιβλίων και φυλλομετρώ ξανά και ξανά τις σελίδες τους. Αγγίζω τη λεία επιφάνεια των τραπεζιών, το γυαλιστερό μέρος των κλειδιών, τις λαβές των ξύλινων συρταριών, μέχρις ότου να νιώσω πως εκτέλεσα το χρέος μου απέναντι στους φόβους μου και πως αυτοί δεν θα ενσαρκωθούν. Είμαι πάντα διακριτικός και γρήγορος, όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμο -αν με δουν να εκτελώ αυτές τις κινήσεις, ξέρω πως θα σκεφτούν πως είμαι τρελός. Μα πού είναι το παράλογο σε αυτό που κάνω; Τι περισσότερο λογικό υπάρχει στο να εκτελείς την ρουτίνα της κανονικότητας στην οποία είναι εθισμένη ολάκερη η ανθρωπότητα;
    Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, βάζω και βγάζω δυο φορές τα ρούχα μου και ύστερα χαιρετάω τον εαυτό μου στον καθρέπτη αποδεχόμενος το παροδικό της ανθρώπινης ζωής, χαιρετίζοντας τον άνθρωπο που υπήρξα και που μπορεί να μην συνεχίσω να είμαι. Μετά, πριν βγάλω τις παντόφλες μου, πατάω δώδεκα φορές μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλακάκι πλάι στο κρεβάτι μου και κατόπιν τις τοποθετώ προσεκτικά στο κέντρο του, μακριά από τις γραμμές, στον άπειρο χώρο εντός του περιχαρακωμένου τετραγώνου. Η καρδιά μου με απελπισία ηρεμεί στην νηφάλια σταθερότητα που μου προσφέρουν τα γεωμετρικά σχήματα.

Σε μια προσπάθεια να κατευνάσω αυτή την ολέθρια εντύπωση που μου προκαλεί η ύλη και ο κόσμος, αφήνομαι στις ευεργετικές επιδράσεις του λιθίου. Έχει γεύση πικρή και με κάνει να διψάω συνέχεια, αλλά με ηρεμεί, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Κάνει τα πάντα σχεδόν θολά, σαν να φοράω γυαλιά που μάζεψαν ατμούς στα κάτοπτρα. Οι κινήσεις μου  γίνονται ακούσια αργές. Ακόμα και οι κινήσεις των άλλων γίνονται αργές, λες και μετέχουμε όλοι σε μια εναργής κίνησης χορογραφία.
    Νιώθω απολυτρωτικά άνευρος. Σαν να θέλω να βλάψω τον εαυτό μου , αλλά να είμαι πολύ κουρασμένος για να το κάνω. Σαν να επιπλέω μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο έχοντας παραδοθεί στην οκνηρία της αβουλίας. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Μονάχα αυτό το αίσθημα της αιώρησης. Σαν να είσαι ζωντανός και να μην είσαι ταυτόχρονα, σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ένα αδιάφορο όνειρο. Και ύστερα το μόνο που θέλω, είναι νερό. Να πιώ όσο περισσότερο γίνεται. Να το νιώσω να κυλάει στον οισοφάγο μου. Όταν διψάς τόσο πολύ, δεν έχεις καιρό να ασχοληθείς με τίποτε άλλο. Ίσως αυτός να είναι ο σκοπός και η αποτελεσματικότητα του λιθίου. 

Δεν θα πω ψέματα. Υπέφερα μακριά σου. Μα δεν ξέρω με σιγουριά αν είσαι εσύ η πηγή από την οποία ξεκινά ο πόνος. Κάποτε ήσουν η μήτρα της απόλαυσης και δε θέλω να σου επισύρω άδικες κατηγορίες. Και ίσως αυτό ακριβώς να είναι η λύση: η μεγάλη απόλαυση, ο έρωτας, συνδέονται με κάποιον αξεδιάλυτο τρόπο με τον πόνο και τον θάνατο. Η ηδονή και ο πόνος, η ακρότητα των μεγάλων αισθημάτων, είναι αυτά που κρατούν το σώμα και το πνεύμα ζωντανό, ή μάλλον αυτά ακριβώς που τα γεννούν και τα δύο. Το να ζεις σημαίνει να πονάς, να πονάς για σένα και για τους άλλους, και όλα τα υπόλοιπα δεν είναι τίποτε παραπάνω παρά οι αδιάφορες λεπτομέρειες που προκύπτουν στην σποραδική απουσία του πόνου. Η πραγματικότητα μοιάζει πια τόσο ψεύτικη. Νιώθω τα γεγονότα να γλιστρούν πάνω μου στιγμιαία, σαν σταγόνες βροχής που ύστερα κυλάνε και καταποντίζονται στα άδυτα ενός υπονόμου. Τα πλάσματα γύρω μου είναι ανεξιχνίαστα. Μοιάζουν πλήρως εναρμονισμένα με το περιβάλλον και απόλυτα συμβιβασμένα με το γεγονός της ζωής, έχοντας λησμονήσει εδώ και καιρό το παράλογο της ύπαρξης. Το αγνόησαν τόσο συστηματικά, που κατέληξαν να το ξεχάσουν.

Για παράδειγμα η σπιτονοικοκυρά μου, την είχες γνωρίσει, η Κυρία Μαίρη. Κάποιες φορές με κοιτάζει από το παράθυρο όταν φεύγω για τη δουλειά, μα όταν την κοιτάζω κι εγώ κρύβεται θορυβημένη πίσω από την κουρτίνα. Είναι ένα από εκείνα τα μικρόψυχα πλάσματα που αναπαύονται στη βαρύτητα της εγκοσμιότητάς τους. Πολλές φορές αφήνομαι να παρακολουθώ τον τρόπο που περπατάει με σίγουρη πεποίθηση για τον εαυτό της, χωρίς ούτε μία υπαρξιακή αμφιβολία να την ταλανίζει, κρατώντας μια μοντέρνα τσάντα στον δεξιό της ώμο, χαιρετώντας με ψεύτικη γλυκύτητα τους ανθρώπους. Είναι ένα πλάσμα απόλυτα εξοικειωμένο με την ύλη, που θα πεθάνει όπως ακριβώς γεννήθηκε, σε μια κατάσταση μονότονης ανεξέλιξης. Με νομίζει για φαντασμένο. Κάθε φορά που συναντιόμαστε στις σκάλες τα φρύδια της υψώνονται με υπεροπτική συγκατάβαση. Κάποιες φορές μου μιλάει. «Τι λέει ο κόσμος των βιβλίων» ρωτάει και πριν καν απαντήσω το πρόσωπό της συσπάται στην αποκρουστικότητα μιας σχηματιζόμενης χλεύης. Να μου λείπει τέτοια ανθρώπινη επαφή. 

    Γι’ αυτό, από τότε που έφυγες, φώλιασα στη μοναξιά μου. Και θα ήμουν εντάξει, αλήθεια, αν η αεργία μου δεν άφηνε τον ενοχλητικό θάνατο να τρυπώνει όλη την ώρα στη φωλιά μου. Για να μην τον σκέφτομαι αναλώνω τον εαυτό μου στην ανακουφιστική κενότητα των αξημέρωτων εκπομπών τελεμάρκετινγκ, όπου γδυμένες χαμογελαστές μπάρμπι αφαιρούν με ευκολία γρατσουνιές από αμάξια και τεχνικά ηλιοκαμένοι μπρατσαράδες, αλειμμένοι από πάνω ως κάτω με λάδι, αποκτούν κοιλιακούς σε ανύποπτο χρόνο με κάποιο θαυματουργό μηχάνημα. 
    Κι αν το πνίξιμο στον λαιμό παραμένει, αν τα αόρατα χέρια επιμένουν να με απαγχονίσουν, καταφεύγω  σε άλλους τρόπους αποδόμησης, καταλήγοντας να διαβάζω με κωμική προσήλωση φυλλάδια ρούχων και ντελίβερι, από αυτά που χώνουν κάτω από την πόρτα του διαμερίσματός μου ημι-απασχολούμενοι φοιτητές. Τα νευρώδη απαθή μοντέλα των διαφημιστικών καταλόγων αναδύουν μια έωλη παρηγορητική γκλαμουριά με το μπλαζέ τους ύφος. Ανορεξικές γυναίκες, ανδρόγυνα θαύματα του μόντελιγνκ μέσα σε πελώρια φουτουριστικά σύνολα, μακιγιαρισμένοι εκπάγλου καλλονής άνδρες, όλοι εναρμονισμένοι με τη θολή μελαγχολία που απαιτούν οι εποχικές φωτογραφίσεις για φθινοπωρινά πανωφόρια, στέργουν με ανησυχία πάνω από τα θολά μου βάσανα. Κι εγώ νιώθω σαν να είμαι και εγώ ο ίδιος ένα εμπορεύσιμο φθινόπωρο -φθινόπωρο επιτέλους- γιατί ως φθινόπωρο θα μπορέσω να πεθάνω χωρίς τύψεις μόλις μπει για τα καλά ο χειμώνας, μέσα σε έναν κόσμο που πεθαίνει έτσι κι αλλιώς και ο ίδιος. 

Αν ούτε αυτό πετύχει, σηκώνομαι επιτέλους από το κρεβάτι. Σχεδόν διαλυμένος ντύνομαι και βγαίνω έξω, μια ευπαρουσίαστη κινητή οδύνη στη μέση της νύχτας. Περιμένω στην άδεια στάση του λεωφορείου, σε έναν αξημέρωτο έρημο δρόμο, με μοναδική συντροφιά τα νυσταγμένα σκουπιδιάρικα και την νυχτερινή υγρασία. Κρατάω  τον χαρτοφύλακά μου τόσο σφιχτά που πονάνε οι αρθρώσεις μου , αλλά δε με νοιάζει, γιατί το μόνο που θέλω είναι να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο εκτός από τον θάνατο, να σκεφτώ το καθησυχαστικό μουρμούρισμα του πλήθους της πρωινής κίνησης, τα κουτσομπολίστικα υπονοούμενα μιας παρέας γυμνασιόπαιδων, τη διαφήμιση της κόκα κόλα πάνω στο λεωφορείο που είχε σκιστεί σε ένα σημείο αφήνοντας τα πρόσωπα να χάσκουν στη μέση της, το ταπταπ των γειτόνων που χτυπούσαν πάνω στο κεφαλάρι κάθε φορά που έκαναν σεξ, τον θόρυβο της χύτρας και τη μυρωδιά των εστιατορίων, το βιαστικό περπάτημα της μπροστινής μου στο σούπερ μάρκετ που αγόρασε ένα βούτυρο και προφυλακτικά και πλήρωσε βιαστικά και βγήκε έξω περπατώντας στην ήρεμη ροή της κανονικότητας. Προσπαθώ να σκεφτώ τη ζωή των άλλων. Να με καθησυχάσω με τις λεπτομέρειες μιας φαινομενικά ομαλής ετερότητας.
    Αυτά συμβαίνουν τις «καλές» νύχτες. Υπήρξαν κι άλλες, χειρότερες. Τότε ο φόβος, ή όπως αλλιώς μπορώ να ονομάσω αυτό το πνιγερό σκοτάδι, δεν ήταν διαχειρίσιμος και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τρέξω έξω, να σωριαστώ για λίγο στο πλατύσκαλο κι ύστερα να βρω τη δύναμη να πάω σε όποιο νοσοκομείο εφημέρευε για να αφεθώ με ανακουφισμένη κατάντια στην ποιητικότητα της διερευνητικής μανίας των γιατρών, όπου μετά από το τελετουργικό των ίδιων πάντα εξετάσεων (ακτινογραφία θώρακος, εξετάσεις αίματος, καρδιογράφημα, ψηλάφηση κοιλιάς) με άφηναν να φύγω, ξέροντας πια, όπως κι εγώ, πως δεν είχα τίποτε άλλο, εκτός από μια δυσερμήνευτη ψυχολογική αναταραχή.
    Πέρασα δεκάδες ώρες σε νοσοκομειακές αίθουσες αναμονής, κρατώντας στο χέρι μου το χαρτί της προτεραιότητας, περιμένοντας την ώρα που κάποιος, επιτέλους, θα μου έβρισκε μια πάθηση. Στα εξωτερικά ιατρεία απασχολούσα τον εαυτό μου πλάθοντας ιστορίες για όσους περίμεναν. Κάποιοι ήταν σοβαρά, κάποιοι όχι. Ο θάνατος βρισκόταν παντού εκεί μέσα, στα καραφλά παιδιά των αναπηρικών καρεκλών που σέρνονταν από τους γονείς τους από εξεταστήριο σε εξεταστήριο, στα πρησμένα πόδια των κίτρινων ηλικιωμένων που κείτονταν στα φορεία, στην εμφαντική πληκτροδακτυλία των γηραιών κυριών που σταύρωναν τα δάχτυλά τους περιμένοντας καρτερικά την αποτύπωση του καρκίνου που κουβαλούσαν στα σπλάχνα τους. Κι όμως αυτός ο θάνατος ήταν διαφορετικός, λιγότερο απειλητικός, λες και η επίγνωση πως οι άνθρωποι αυτοί πέθαιναν μπροστά μου χάριζε σε εμένα μια επίφαση υγείας.
    Κάποιες σπάνιες φορές μερικοί ειδικευόμενοι θα συσκέπτονταν προβληματισμένοι πάνω από τις εξετάσεις μου, ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές, ενώ προσπαθούσαν να ανακαλύψουν αυτό το «κάτι» που οι άλλοι δεν είδαν και να λυτρώσουν την αγωνιώδη προσπάθεια μου να αρρωστήσω. «Μήπως είναι σύνδρομο Κέλσερ» είχε πει κάποτε ένας καλοσυνάτος νεαρός γιατρός κοιτώντας την χαρτογραφημένη πορεία των χτύπων της καρδιάς μου από έναν πεπαλαιωμένο καρδιογράφο. «Όχι ρε, αν ήταν αυτό θα έπρεπε να υπάρχει καμπύλη εδώ» τον διόρθωσε μια άλλη ειδικευόμενη, εξανεμίζοντας και τις τελευταίες ελπίδες μιας απτής αρρώστιας που θα καταλάγιαζε την εσωτερική μου οδύσσεια.  

Μετά το καρδιογράφημα ακολουθούσε η εξέταση των πνευμόνων. Φυλάω τις ακτινογραφίες μου όπως άλλοι θα φύλαγαν τις αναμνηστικές τους φωτογραφίες. Είναι οι φλύαρες αποτυπώσεις της εσωτερικής μου μοναξιάς. Στα παλιά ακτινογραφικά μηχανήματα των δημόσιων νοσοκομείων η ουρά ήταν τεράστια, ειδικά τα μεσημέρια. Ορδές ανθρώπων που περιμένουν τη διάγνωση μιας αρρώστιας, τη νίκη του θανάτου, τη φαινομενικότητα της υγείας. Η υποχονδρία μου όμως με οδήγησε εκεί κι άλλες ώρες, λιγότερο πολυάσχολες, στις αξημέρωτες πρωινές ώρες των Σαββάτων και των Κυριακών, όταν ο κόσμος διασκέδαζε και σχεδόν κανένας δεν είχε το χρόνο να πεθάνει. Μετά από μια τυπική εξέταση ο γιατρός δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει από το να με παραπέμψει για πολλοστή φορά στο ακτινολογικό.     Μέσα στο μισοσκόταδο του θαλάμου, ένας ανέκφραστος νοσοκόμος μου έλεγε να βγάλω τα ρούχα μου. Γδυνόμουν αργά, με συστολή σχεδόν ερωτική, πειθήνια ωστόσο, κι ύστερα τοποθετούσα τα ρούχα μου στη ράχη μιας καρέκλας. Σχεδόν γυμνός προχωρούσα προς τον θάλαμο της ακτινογραφίας, με το φύλο μου μονάχα να κουλουριάζεται ευάλωτο στην παγερότητα του εσωρούχου μου. Κι ύστερα απέμενα μόνος. Μέσα στο σκοτάδι σταύρωνα τα χέρια μου πάνω στο πέος μου αφουγκραζόμενος για κάμποσα δευτερόλεπτα τη συγχρονισμένη σιωπή των πνιχτών θορύβων του δρόμου και το ήρεμο βαλς της καθαρίστριας που σφουγγάριζε τον έρημο διάδρομο του ακτινολογικού τομέα στις 4 το πρωί, μέχρι που η φωνή του νοσοκόμου με παρότρυνε να κοιτάξω ευθεία στο μπλε φως και ακουγόταν αμέσως ο γδούπος της αποτύπωσης. Λύτρωση. Ναι, εκεί, βαλλόμενος από ακτινοβολία, ένιωθα κάθε φορά ανέλπιστα λυτρωμένος, λυτρωμένος που το μηχάνημα αγνοούσε τη θλίψη του προσώπου μου, εκθέτοντας μονάχα τα εσωτερικά μου όργανα, την σπονδυλική μου στήλη, το κεφάλι μου, σαν να ήμουν επιτέλους διάφανος, χωρίς φόβο. 

Αναλογίζομαι όλες αυτές τις φορές που νόμιζα πως πεθαίνω. Δεν φαντάζεσαι πόσο πιο δυνατή είναι η ιδέα από το σύμπτωμα. Μια φορά είχα πιστέψει πως θα πάθω έμφραγμα και δυο ώρες μετά το αριστερό μου χέρι είχε πράγματι μουδιάσει και όλο μου το στέρνο φλεγόταν από μια επώδυνη πυρκαγιά. Μπήκα αφηνιασμένα σε ένα ταξί για να πάω στο νοσοκομείο. Βαριανάσαινα, πνιγόμουν, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Κάνε γρήγορα, φώναζα στον οδηγό. Μέχρι να φτάσουμε όλα είχαν τελειώσει. Ήταν άλλη μια κρίση πανικού. Το ότι μένω ζωντανός είναι σαν μια παρατεταμένη αθέτηση υπόσχεσης. Το ότι επιβιώνω με κάνει ολοένα και λιγότερο επαρκή απέναντι στη ζωή, γιατί εν τέλει ούτε ζω, ούτε πεθαίνω.
    Ίσως σου ακούγονται υπερβολικά όλα αυτά. Κι άλλοι νιώθουν μοναξιά θα μου πεις, μα δεν κατέληξαν έτσι. Ναι. Μα εγώ δεν μιλώ για τη μοναξιά που μπορείς να διαλύσεις σαν ένα σύννεφο καπνού σε ένα καφέ με τη συντροφιά μιας χαζολογίζουσας φοιτητοπαρέας. Μιλώ για την άλλη μοναξιά, την ανηλεή, αυτή που νιώθεις στα πολυσύχναστα μέρη και που σέρνεται άηχα από τα παπούτσια σου καθώς περπατάς. Δεν της ξεφεύγεις με κανένα τρόπο, πίστεψε με. Σε περιμένει με περιττή τυπικότητα στα μέρη που συχνάζεις, πιστή σου σύντροφος σε κάθε πιθανή έξοδο. Σε κάνει να βλέπεις πίσω από τα μειδιάματα των ανθρώπων, εκεί που εδράζει σε μεγαλόπρεπο και αδιάπτωτο θρόνο ο ερεβώδης χαρακτήρας του κόσμου. Αυτή η μοναξιά δεν σε αφήνει ποτέ, ούτε όταν φιλάς τα χείλη ενός προσώπου αγαπημένου, ούτε όταν κάνεις έρωτα με τα μάτια κλειστά. Είναι πάντα εκεί για να σου ψιθυρίσει με πεσιμιστική αυθάδεια το ανώφελο του ανθρώπινου καμάτου για το οτιδήποτε.

    Κι έτσι κάθομαι εδώ, στο καταφύγιο της εσωτερικότητάς μου. Συμβιβασμένος πια με τη θνητή μοίρα μου εξετάζω σενάρια πιθανών θανάτων. Θα μου άρεσε να πεθάνω καθώς περπατάω στο δρόμο. Να σκάσει το κρανίο μου από ενδοεγκεφαλική πίεση. Έχουν καταγραφεί τέτοιου είδους περιπτώσεις στα ιατρικά πρακτικά. Άνθρωποι που κάθονταν αμέριμνοι στον καναπέ τους, ξαφνικά έσπασαν με μια έκρηξη του ίδιου τους του κεφαλιού. Δεν θέλω όμως να πεθάνω μονάχος, αλλά μέσα στον κόσμο, μέρα μεσημέρι, καθώς ο ήλιος φέγγει και η ευτυχία φαντάζει για κάποιους ικανό ενδεχόμενο. Είναι αυτό ένα είδος τρομοκρατικού εξτρεμισμού; Μια μορφή κοινωνιοπάθειας: Μπορεί, αν και το κίνητρό μου δεν θα ήταν να βλάψω με την εκρηκτικότητα του μυαλού μου, αλλά να ταράξω τον μηρυκασμό της τυφλής ευχαρίστησης. Καθώς θα περπατούσα, εγώ, ένας άγνωστος, ανάμεσα σε αγνώστους, ξαφνικά θα έσκαγα με σπάταλη γενναιοδωρία, ξεμπλάζοντας τα μυαλά μου στα πρόσωπα των περαστικών, χύνοντας την παχύρρευστη γλίτσα του νωτιαίου μυελού μου στα παπούτσια τους, σαν μια θαρραλέα κραυγή των σκέψεών μου που δεν θα μπορούσαν πια να αγνοήσουν. Φυσικά δεν θα σβήσω ακαριαία. Ο ακαριαίος θάνατος είναι ένας παρωχημένος μύθος. Στην πραγματικότητα, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες του θανάτου μας, το σώμα μας σβήνει σταδιακά για ώρες, ίσως και μέρες, και πεθαίνουμε έτσι, με τη τμηματικότητα ενός παζλ, όπως ακριβώς προκύψαμε. Από κομμάτια και αποσπασματική αστρόσκονη.
    Παρατηρείς πως έχω γίνει κυνικός; Είναι γιατί δίδαξα τον εαυτό μου να μη νοιάζεται. Μόνο με την απουσία οποιασδήποτε ενσυναίσθησης μπορώ να αντέξω τις μέρες που πατάνε πάνω μου σαν οδοστρωτήρας σαρώνοντας όλες τις πλαδαρές αναμνήσεις μου. Έμαθα να απαρνιέμαι με εχθρικότητα τα χαμόγελα που δεν προέρχονται από εσένα, να κοιμάμαι σε σεντόνια που δεν έχουν αγγίξει ποτέ το σώμα σου, να ξεχνάω όσα μου είχε εξομολογηθεί το δέρμα σου και όλη την οικειότητα των λεπτομερειών σου. Έμαθα να μιλώ για το παρελθόν με αυτή την κοινωνικά αποδεκτή συγκατάβαση, που σε συγκρατεί από το να ουρλιάξεις στους δρόμους για όσα έχασες.
    Ήθελα, ο ανόητος, να κλειστούμε εσύ κι εγώ σε μια συντροφική απομόνωση, αποκλείοντας τον υπόλοιπο κόσμο, δυο ερωτευμένοι αναχωρητές στη μέση του πουθενά, που δε θα μας ένοιαζε τίποτα, μήτε η γνώμη των άλλων, μήτε οι προσδοκίες τους, μήτε οι κατηγορίες τους. Τελικά, εσύ εγκατέλειψες εμένα για τον κόσμο κι εγώ εγκατέλειψα τον κόσμο για εσένα. 

Δεν ήμουν πάντα έτσι. Στην αρχή -στην αρχή μας- ήμουν σχεδόν παθολογικά αισιόδοξος. Πίστευα πως οι άνθρωποι κατά βάθος είναι καλοί, πως σε όλους υποκρύπτεται μία αξιόλογη ποιότητα. Κι ίσως μάλιστα, κάποιες φορές να πίστεψα και στην καπιταλιστική αισιοδοξία των διαφημίσεων. Στις πλασαρισμένες ουτοπίες της βλακείας. Στις μικρές κωμικοτραγικές αλήθειες της τηλεόρασης και της ζωής. Σηκωνόμουν το πρωί, έτρεχα στη δουλειά με όρεξη και τα απογεύματα διάβαζα με ζέση για να πάρω το πτυχίο μου. Λέγαν όλοι πως είχα μέλλον και τους πίστευα. Μα όταν πια μαθεύτηκε πως ήμουν αυτό που ονομάζουν «τρελός», απέσυραν διακριτικά το μέλλον που θα μου παραχωρούσαν και που δεν ήταν ποτέ δικό μου έτσι κι αλλιώς, ήταν μια αφηγηματική κατασκευή δική τους, όπως οι ίδιες τους οι ζωές. Αν είχα τώρα την ευκαιρία θα τους φώναζα με ιησουιτική πραότητα: Ανόητοι άνθρωποι. Συνεχίστε να τρώγετε ο ένας τις σάρκες του άλλου και να βαυκαλίζεστε για τις υποτιθέμενες επιτυχίες σας. Υπάρχει ένας στον κόσμο που πάντα θα σας περιφρονεί, γι’ αυτό και η ευτυχία σας θα είναι πάντα ψεύτικη. Ποτέ δεν θα καταδεχτώ να σας χειροκροτήσω.
    Το πιστεύεις πως είμαι ευχαριστημένος με τη ζωή μου; Θα σου πω το μυστικό: η  απόγνωση έχει κάτι το λυτρωτικό. Με την παραίτηση από τις ανθρώπινες φιλοδοξίες ξεκινάς να ζεις στ’ αλήθεια. Είμαι το απαύγασμα της ντοστογιεφσκικής ανθρωπολογίας. Είμαι ο Ρασκόλνικοφ, ο Μίσκιν, ο μες στον πυρετό, Ιβάν. Είμαι όλοι αυτοί και πολλοί ακόμα. Ο επίπεδος τρόπος που περιγράφετε τους εαυτούς σας, με την αστική σας λιτότητα και την χριστιανική σας ταπεινότητα, με αηδιάζει.  

Κάποιες φορές, το μόνο αίσθημα που υπάρχει μέσα μου, είναι μια εξακολουθητική ευγνωμοσύνη. Νομίζω πως, όπως το κρύο νερό μοιάζει μερικές φορές με το ζεστό, τα μεγάλα συναισθήματα, ο έρωτας ή το μίσος, η απέχθεια και η λατρεία, έχουν μια συστατική συγγένεια. Όταν είμαι πολύ ευτυχισμένος ή πολύ δυστυχής, νιώθω μια δυνατή φλέβα να σκάει μέσα μου και να με γεμίζει με τα πιο αντιφατικά συναισθήματα. Μπορεί βέβαια να μην υπάρχει καμία σοφία σε αυτό που λέω, μπορεί όλο αυτό να είναι το συναισθηματικό μπέρδεμα ενός ιδεοψυχαναγκαστικού.
    Τρόπον τινά, πάντως, πρέπει να σ’ ευγνωμονώ που έφυγες. Ο έρωτας, μας κάνει αφύσικα και επικίνδυνα αισιόδοξους. Το παρακμιακό μας ειδύλλιο, ωστόσο, κάποιες φορές ακόμα παλεύει για μια ανάσα, κάτω από τα μπάζα στοιχειωμένων αναμνήσεων. Κάποτε το καταφέρνει. Αρπάζει μια γερή δαγκωματιά ζωής, βήχει, φτύνει λίγο αίμα. Γίνεται αρκούντως ζωντανό και παλεύει για να βγει στην επιφάνεια του ναυαγίου, στο φως ενός ξεχαρβαλωμένου παράθυρου. Αλλά η υπερδύναμη της φθοράς το συνετίζει, του ψιθυρίζει σοφά λόγια παραίτησης, κι έτσι στο τέλος αφήνεται με μια σοφή παράδοση στο μοιραίο του σκοτεινού βυθού του, ξεψυχισμένο, άτολμο -σχεδόν ολότελα πεθαμένο.
    Το μόνο που ξέρω είναι πως σ' αγάπησα επώδυνα, χωρίς να περιμένω τίποτα, κι όταν όλα τελείωσαν το μόνο που απέμεινε ήταν αυτός ο διαρκής θάνατος. Πώς να στο περιγράψω; Ας πούμε πως ήσουν μια ξένη γη, ένας πλανήτης που κάποτε προσγειώθηκα. Εντάξει; Ήσουν ένας πλανήτης. Εγώ ήμουν ένας φοβισμένος κοσμοναύτης, δειλός, πρώτη φορά έξω στο διάστημα. Πρώτη φορά ταξίδευα στ’ αστέρια. Αλλά μέρα με τη μέρα άρχισα να εξερευνώ. Κι έτσι κατάφερα να μάθω τόσο καλά τα εδάφη και τους ουρανούς σου και τα μικρά αστέρια πάνω από τα σύννεφα σου. Έμαθα για τις βροχερές σου μέρες αλλά και τις ηλιόλουστές σου. Έμαθα πως να προστατεύω τον εαυτό μου από τις ξαφνικές σου καταιγίδες και προσπαθούσα να προστατεύω κι εσένα, ή τέλος πάντως τα κομμάτια σου εκείνα που μπορούσα να προστατεύσω με το πρωτόγονο παράπηγμά μου, τις λιγοστές μου φλόγες και μερικά αρχαία εργαλεία. Έφτασα σε ένα στάδιο όπου ένιωσα ασφαλής. Ξάπλωνα στη γη σου σαν να ήμουν κομμάτι σου και εσύ κομμάτι μου. Μα ίσως η αρχή της οικειότητας είναι κατά κάποιον τρόπο ένα τέλος. Και για κάποιο λόγο, για κάποια τεχνικά προβλήματα ποιος ξέρει τι φύσης, άρχισα να επιπλέω, να πετάω ψηλά, ώσπου έφτασα τόσο ψηλά, που μπορούσα να σε διακρίνω ολόκληρη, αλλά την ίδια στιγμή να σε βλέπω να ξεμακραίνεις, καθώς χανόμουν στο σκοτεινό σύμπαν, τόσο ψηλά και τόσο γρήγορα που σχεδόν βγήκα από την ατμόσφαιρά σου ακαριαία. Ήμουν ένα γαμημένο μπαλόνι, από αυτά που μας ξέφευγαν από το χέρι όταν ήμασταν παιδιά. Ήμουν ακριβώς σαν ένα τέτοιο γαμημένο μπαλόνι και αφέθηκα να ξεγλιστρήσω σαν δειλό όνειρο. Κι έτσι σε άφησα, εσένα το ειδυλλιακό εκείνο μέρος. Σε άφησα σε αυτή την κατάσταση της ημιγνωριμίας, στην οποία είχα ήδη χαρτογραφήσει την επιφάνεια της γης σου, αλλά υπάρχουν ακόμα τόσα πολλά να γνωρίσω. Τις θάλασσες και τα ηφαίστεια σου, τα λαγούμια που σκάλισε ο χρόνος ή προηγούμενοι εξερευνητές. Φυσικά είχα γνωρίσει κάποια εκατοστά από την εσωτερικότητά σου, το βάθος του λαιμού σου, το πηγάδι του φύλου σου.
    Και είχα τα χέρια σου, αυτές τις ελαστικές προεξοχές να με ψάχνουν, να με πασπατεύουν, να αγγίζουν τις βλεφαρίδες μου και να τις φιλούν με τη συνδρομή των χειλιών, και να χουφτώνουν τον πισινό μου κάθε φορά που εφορμούσα προς καταδύσεις εντός σου, και να γδέρνουν την πλάτη μου και ύστερα να με πνίγουν, να με πνίγει η γλώσσα σου έτσι όπως βουτούσε μέσα στο στόμα μου με έναν τρόπο που θα μπορούσε να είναι μοιραίος για τους πνεύμονές μου και θανατηφόρος, αλλά δεν ήταν.

Θυμάσαι την τελευταία εκδρομή που είχαμε πάει μαζί; Τα οικονομικά μας ήταν απογοητευτικά και αναγκαζόμασταν να μένουμε σε φτηνά ετοιμόρροπα hostel. Το πάθος μας ήταν ήδη ξοδεμένο, οι φερομόνες είχαν αποσωθεί. Είχαμε τον μεγάλο μας καυγά το μεσημέρι καθώς περπατούσαμε σε κάποιες αρχαίες πέτρες προσπαθώντας να νιώσουμε μια νύξη μεγαλείου. Δεν νιώθαμε τίποτα. Το βράδυ σηκώθηκα για να κατουρήσω. Ανόητες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου καθώς ακροβατούσα ανάμεσα στον αφελή ρομαντικό και στον λογικό ρεαλιστή. Να φύγω ή να παλέψω; Αν προσπαθούσα να αλλάξω, μπορεί να άρχιζες να με αγαπάς και πάλι. Θα κάναμε έρωτα στο κοινόχρηστο ντους. Θα μου χτυπούσες την πόρτα κι εγώ θα σου άνοιγα και θα χανόμασταν σε ένα ακαριαίο βαθύ φιλί, σαν θάλασσα. Θα ανοίγαμε το ντους για να μην ακούγεται ο θόρυβος των αναστεναγμών μας και θα γεμίζαμε ατμούς. Θα θολώναμε μέσα τους και ο ένας μέσα στον άλλο. Θα αγκαλιαζόμασταν κάτω από το νερό καθώς η ζέστη του νερού θα έκανε τα κορμιά μας να φαίνονται ιδρωμένα. Οι καθρέπτες θα δάκρυζαν σαν να συνέβαινε κάτι το επικό. Αλλά τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Δεν κάναμε έρωτα στο κοινόχρηστο ντους. Δεν ξετρύπωσες από το δωμάτιο που μέναμε με πέντε Ρώσους φοιτητές για να έρθεις στο μπάνιο. 


Ποτέ δεν φιληθήκαμε ιδρωμένοι από τους υδρατμούς, ποτέ".




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου