Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν δύο άρθρα τα οποία, κάτω από μια ορισμένη οπτική, διαπλέκονται μεταξύ τους, πρόκειται για ένα δοκίμιο του Βαγγέλη Μπιτσώρη[1] στα Σύγχρονα Θέματα και ένα συνοπτικό σχόλιο του Αντώνη Λιάκου[2] στην Εφημερίδα των Συντακτών, το μεν πρώτο είναι μια κριτική στον Αγκάμπεν στη βάση των όσων έγραψε πριν μερικές μέρες σχετικά με την πανδημία και το άλλο ένα σχόλιο πάνω στην εξωτικοποίηση της Χούντας. Και τα δύο μου προκάλεσαν ιδιαίτερα ισχυρή εντύπωση, εξίσου αρνητική το μεν και θετική το δε. Θα προσπαθήσω σύντομα να εξηγήσω γιατί.
Ο Μπιτσώρης, ο οποίος σημειωτέον δεν είναι καθόλου άσχετος με τα φιλοσοφικά σχήματα του Αγκάμπεν, επιχειρεί να στηλιτεύσει τη θέση του ιταλού φιλοσόφου σε σχέση με την ανυπαρξία της πανδημίας και μέχρι εκεί μπορούμε να πούμε ότι παρακολουθούμε τον συλλογισμό. Ωστόσο στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων του ο Μπιτσώρης, ο οποίος δεν παραλείπει να εξάρει κατά τα άλλα το συνολικό έργο του φιλοσόφου, βρίσκεται πολύ σύντομα αντί να διαπραγματεύεται κάποια αντίφαση στις θέσεις του Αγκάμπεν να παραδίδει μια εντυπωσιακή απολογία υπέρ του κυρίαρχου συστήματος εξουσίας στη Δύση και ιδιαίτερα της Ευρώπης, εκμηδενίζοντας ή παρανοώντας εξ’ ολοκλήρου τη βάση των φιλοσοφικών εργαλείων που έχει παραδώσει η σκέψη του «μέγιστου» -όπως τον αποκαλεί- φιλοσόφου.
Πιο συγκεκριμένα θεωρεί «υπερβολικούς αγκαμπενικούς ισχυρισμούς» την καθολίκευση του καθεστώτος του σύγχρονου homo sacer, ενώ εξανίσταται καθ’ ολοκληρίαν όταν σκέπτεται πως αυτές οι «αγκαμπενικές» διδαχές αφορούν ακόμα και τους πολίτες των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Ας αφήσουμε στην άκρη προς το παρόν το γεγονός ότι ο αρθρογράφος επιλέγει να αγνοήσει πλήρως πώς το καθεστώς απόδοσης ιθαγένειας στις δημοκρατίες, από το οποίο προκύπτει η πολιτική έννοια του πολίτη, αποτελεί κεντρικό πεδίο εφαρμογής της κατάστασης εξαίρεσης και ας δούμε τα βασικά επιχειρήματα του. Το κυριότερο εξ’ αυτών συμπεριλαμβάνεται στην απόφανση του όταν γράφει: «στον δυτικό κόσμο της καπιταλο-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν βλέπω καμιά καθολίκευση της ζωής μας ως “γυμνής ζωής”. Δεν είμαστε homines sacri και τουλάχιστον η Ευρώπη δεν είναι Γκουαντάναμο».
Είναι τόσο προφανώς επιφανειακή αυτή η πρόταση, ώστε με προβλημάτισε το αν θα είχε οποιαδήποτε αξία να σχολιαστεί, επειδή όμως τα προφανή δέχονται μια ισχυρή πίεση πανταχόθεν τούτους τους καιρούς ας είναι… Σύμφωνα λοιπόν με τον αρθρογράφο (τουλάχιστον) η Ευρώπη δεν είναι Γκουαντάναμο. Αρχικά μπορούμε να σημειώσουμε ότι όχι μόνο η Ευρώπη αλλά ούτε οι ίδιες οι ΗΠΑ, οι οποίες είναι αρμόδιες για τη λειτουργία του, δεν είναι βεβαίως Γκουαντάναμο, ούτε γενικά τίποτε άλλο εκτός από το ίδιο το Γκουαντάναμο δεν είναι Γκουαντάναμο εκτός από όλες τις άλλες αναρίθμητες δομές φυλάκισης και εξαίρεσης που λειτουργούν ανά τον κόσμο ακριβώς με την ίδια λογική, αναπαράγοντας το καθεστώς απογύμνωσης κοινωνικών ομάδων και ατόμων από την ανθρώπινη ιδιότητά τους.
Ας δούμε όμως, μήπως υπάρχουν στην Ευρώπη τέτοιες δομές; Μήπως ακόμα και στην ίδια τη χώρα από όπου ο συγγραφέας, ως εξ’ αίματος δικαιούχος, απολαμβάνει τα προνόμια του πολίτη, κατέχοντας ελληνική υπηκοότητα; Μήπως οι κλειστές δομές προσφύγων που λειτούργησαν τυπικά και άτυπα τα προηγούμενα χρόνια, ενώ προετοιμάζεται και η περαιτέρω ανάπτυξή τους σε ξερονήσια εναντίον ανθρώπων που δεν έχουν καταδικαστεί για τίποτε αλλά η ύπαρξη τους είναι de facto παράνομη δεν συνιστά το πιο εκκωφαντικό παράδειγμα εξαίρεσης του φονεύσιμου ατόμου, ως απεκδυόμενου την ιδιότητα του πολίτη; Μήπως το καθεστώς κατά το οποίο παγώνουν οι αιτήσεις για άσυλο δεν αποτελεί μια ξεκάθαρη επέμβαση περαιτέρω εξαίρεσης; Ο συνδυασμός μάλιστα της κατάργησης του ΑΜΚΑ για πρόσφυγες και μετανάστες με το ξέσπασμα της πανδημίας, πως θα χαρακτηρίζονταν; Πως εξηγείται ότι ενώ για τον γενικό πληθυσμό (υπό προϋποθέσεις βέβαια και με σοβαρές εξαιρέσεις) οι κρατικές οδηγίες εν μέσω πανδημίας κάνουν λόγο αυστηρά για «κοινωνική αποστασιοποίηση» στα «κέντρα φιλοξενίας» δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόνοια για την επιτυχημένη απομάκρυνση των ανθρώπων μέσω, για παράδειγμα, μέτρων αποσυμφόρησης;
Ας λάβουμε τον κόπο να απαντήσουμε εμείς εκ μέρους του αρθρογράφου με βάση το γενικό πνεύμα του δοκιμίου.
Είναι εμφανές πως όταν ο Μπιτσώρης μιλάει για τη ζωή μας στον δυτικό καπιταλισμό εννοεί αποκλειστικά εμάς τους νόμιμους πολίτες του και εξαιρεί όσους απλά βρέθηκαν κρατούμενοι στην από εδώ πλευρά των συνόρων της Ευρώπης-Φρούριο. Ο δοκιμασμένος αναλυτής της «αγκαμπενικής» σκέψης δεν κατορθώνει να αναγνωρίσει ούτε την πλέον προφανή πολιτική εφαρμογή της κεντρικότερης φιλοσοφικής προκείμενης του ινδαλματικού κατά τα άλλα φιλοσόφου. Αλλά κάνοντας μια γενναία παραχώρηση στην πρωτοκοσμική θέαση του Μπιτσώρη, ας αφήσουμε το παράδειγμα των a priori εξαιρούμενων μεταναστών.
Στις φυλακές υπάρχουν πολλοί κρατούμενοι που κατέχουν την ιδιότητα του έλληνα πολίτη, αν θέλουμε να μιλήσουμε μόνο για αυτούς, παρόλα αυτά, με μικρή έκπληξη μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι η μεταχείριση τους είναι πανομοιότυπη με αυτή που επιφυλάσσει το (ευρωπαϊκό-δημοκρατικό) κράτος και στους πρόσφυγες και μετανάστες. Έτσι τουλάχιστον δύο άνθρωποι έχουν πεθάνει κατά την περίοδο της πανδημίας μέσα στις φυλακές, γιατί ουδείς ασχολείται μαζί τους, προεκτείνοντας τη δεδομένη αδιαφορία που υπήρχε για αυτούς και πριν την πανδημία. Ουσιαστικά με το έτσι θέλω επιβάλλεται ένας έμμεσος επανακαθορισμός της ποινής των κρατουμένων, οι οποίοι μετατρέπονται σε δυνητικούς θανατοποινίτες. Εάν μάλιστα επέλθει το μοιραίο ουδείς ευθύνεται για αυτούς.
Αλλά ας κάνουμε άλλη μια υπέρβαση κι ας αφήσουμε στην άκρη και τους κρατούμενους των φυλακών. Πρόσφατα, (12 Απρίλη) σύμφωνα με το Έθνος,[3] ως απότοκο της επιλογής της (δημοκρατικότατης) κυβέρνησης της Σουηδίας να υιοθετήσει μια τακτική αντιμετώπισης της πανδημίας με όρους που προσεγγίζουν πολύ το λεγόμενο μοντέλο της «ανοσίας της αγέλης» και τη συνεπαγόμενη πίεση του εθνικού συστήματος υγείας της χώρας, το Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Πρόνοιας της Σουηδίας εκπόνησε κατευθυντήριες γραμμές για τον ορισμό κριτηρίων εισαγωγής στις ΜΕΘ, εφόσον υπάρξει κορεσμός. Σύμφωνα με αυτές, όσοι είναι πάνω από 80 χρονών και νοσήσουν δεν θα πρέπει να γίνονται καθόλου δεκτοί από το ιατρικό προσωπικό στις ΜΕΘ. Προτείνεται επίσης το ίδιο για όσους είναι πάνω από 70 χρονών και παρουσιάζουν «σημαντική ανεπάρκεια οργάνων» σε περισσότερα από ένα όργανα, καθώς και για όσους είναι άνω των 60 χρόνων έχουν ανεπάρκεια σε περισσότερα από δύο όργανα. Συνίσταται επιπλέον ότι άτομα που εντάσσονται σε οποιαδήποτε από αυτές τις κατηγορίες και βρίσκονται ήδη σε εντατική θεραπεία θα πρέπει να απομακρύνονται από τις ΜΕΘ σε περίπτωση που προκύψει μια κατάσταση κρίσης, προκειμένου να δοθεί χώρος στους άλλους με περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Το ίδιο ισχύει και για όσους εμφανίζουν ανεπάρκεια οργάνων ενώ υποβάλλονται σε θεραπεία σε ΜΕΘ.
Ακόμη κι αν δεν έχει εντρυφήσει κάποιος στον φιλοσοφικό κόσμο του Αγκάμπεν είναι μάλλον εύκολο να διαπιστώσει ότι δεν ακούγεται ως μια πολύ συμπεριληπτική πολιτική να μην δέχονται φροντίδα, κατάλευκοι, πρωτοκοσμικοί Άρειοι που κατά πάσα πιθανότητα έχουν πληρώσει με ευλάβεια τις ασφαλιστικές εισφορές τους γιατί κατέχουν τη θανατηφόρα ιδιότητα του γέροντα. Στα καθ’ ημάς ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης με ύφος χιλίων πιθήκων μας ενημέρωσε σε απευθείας σύνδεση ότι οι μακροχρόνια άνεργοι δεν δικαιούνται οικονομικής υποστήριξης γιατί με το να επιμένουν να διατηρούνται στη ζωή -παρότι άνεργοι καταδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι ικανοί να το κάνουν χωρίς την κρατική βοήθεια, άρα εκπίπτουν.
Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν αλλά αφενός αυτό το κείμενο θα μεγάλωνε αρκετά αφετέρου η χρήση πιο έμμεσων παραδειγμάτων επιβολής καταστάσεων εξαίρεσης μέσω της ταξικής επιβολής δεν θα βοηθούσαν να γίνει κατανοητό ένα σημείο που δεν έχει ήδη κατανοηθεί από όλα τα παραπάνω. Άλλωστε όλα αυτά, όπως και τα προηγούμενα, ο Μπιτσώρης θα τα ενέτασσε ως περιπτώσεις στην πρόταση που, εν είδη υποσημείωσης, έχει παρεμπιπτόντως προσκολλήσει στο σώμα του κειμένου, αναφέροντας πως: «εννοείται, βεβαίως, ότι η ισότιμη εφαρμογή αυτού του καθολικευμένου κανόνα ως εξαίρεσης για την προστασία της ζωής είναι στην πράξη αδύνατη, γιατί εξακολουθεί να υφίσταται η κοινωνικά μεροληπτική διάκριση και ανισότητα μεταξύ προνομιούχων και μη-προνομιούχων, μεταξύ πλούσιων και πτωχών, μεταξύ ασφαλισμένων και ανασφάλιστων μεταξύ των πολιτών και των προσφύγων, μεταναστών, μεταξύ στεγασμένων και αστέγων».
Και αν αναρωτιέστε τι στο διάολο είναι «ο καθολικευμένος κανόνας εξαίρεσης για την προστασία της ζωής», πρόκειται για τα απαραίτητα («μέχρι και στρατιωτικά» κατά Μπιτσώρη) μέτρα που οφείλει να πάρει κάθε κράτος για να διασφαλίσει το δικαίωμα στη ζωή (κάποιων) υπηκόων του. Αυτή η σκέψη μάλιστα προκύπτει από την αντιστροφή του Αγκάμπεν από τον Μπιτσώρη, ο οποίος βλέπει ως φορέα λύτρωσης σε έκτακτες περιστάσεις τη δεσπόζουσα βιοπολιτική! Σε αυτό περίπου το σημείο εντοπίζεται η διάβαση του Ρουβίκωνα από την όχθη του θλιβερού στην όχθη του χυδαίου. Εδώ όχι μόνο παραγνωρίζεται η ίδια η βασική λογική του Αγκάμπεν που οριοθετεί την κυριαρχία ως τη δυνατότητα εφαρμογής της κατάστασης εξαίρεσης, εν προκειμένω του κράτους το οποίο την εφαρμόζει δολοφονικά, αλλά αυτή «φυσικοποιείται» και νομιμοποιείται, καθώς είναι αυτονόητη σε «καπιταλιστικές συνθήκες». Δηλαδή τα αστυνομικά/στρατιωτικά μέτρα που θα παρθούν για να σωθεί ένα κομμάτι του γενικού πληθυσμού μπορούν ταυτόχρονα να είναι τα ίδια που θα εξοντώσουν όσους περισσεύουν, αφού πάντα περίσσευαν έτσι κι αλλιώς. Από «φιλοσοφική» μάλιστα σκοπιά ο ανυπόφορος Μπιτσώρης ονομάζει «καθολικό» το λυτρωτικό σχήμα, εκτός αν εξαιρέσουμε όσους δεν μπορεί να αφορά, έτσι ώστε είναι εν μέρει καθολικό, όπως όλα άλλωστε σε αυτόν τον κόσμο.
Να όμως ποιο είναι το πρόβλημα, η μερική εξαίρεση και όχι η καθολική δεν είναι ίδιον μόνο της αστικής δημοκρατίας σε σχέση με τα αυταρχικά συστήματα. Έχει προφανή σημασία να σημειώσουμε πως σε όλα απολύτως τα συστήματα εξουσίας, ακόμη και στα πιο ολοκληρωτικά υπήρξαν πολιτικές συμπερίληψης μεγάλων πληθυσμών και απόπειρες διεύρυνσης της κοινωνικής συναίνεσης. Μάλιστα κάποια το πέτυχαν ιδιαιτέρως καλά σε ευθεία αναντιστοιχία με την εγκληματική τους φύση. Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί το Τρίτο Ράιχ. Πιστεύει κανείς ότι η πλειοψηφία των εκατομμυρίων Γερμανών πολιτών τέθηκαν σε κατάσταση εξαίρεσης; Αντιθέτως πολλοί από αυτούς συμπεριλήφθηκαν με πολύ πιο πειστικό τρόπο στις κρατικές λειτουργίες και την κοινωνική ζωή. Μόνο μέσω της αναδιανομής πλούτου, ιδιοκτησίας και κοινωνικής θέσης που συντελέστηκε μεταξύ των Εβραίων και των Γερμανών ήδη έχουμε μια πρώτη βάση συμπερίληψης, η οποία συμπληρώνει μαζί με την δεσπόζουσα καταστολή την εξήγηση του φαινομένου της σχεδόν μηδενικής ουσιαστικά αντίστασης στα πεπραγμένα του ναζιστικού μηχανισμού εξόντωσης στο εσωτερικό της χώρας.
Αλλά οι απολογητές της καπιταλιστικής κυριαρχίας, όταν μιλούν για καθολική εξαίρεση αναφέρονται στα «δημοκρατικά δικαιώματα», τα οποία όμως πέφτουν σε τρομερή ανυποληψία, όπως έχει δείξει η ιστορία, όταν τίθενται ζητήματα επιβίωσης. Κανείς ασφαλώς δεν είναι προκαταβολικά διατεθειμένος να παραδώσει την ελευθερία έκφρασής του παρά μόνο σε δύο περιπτώσεις: εάν δεν την είχε, έτσι κι αλλιώς, ποτέ ή αν μπορεί να την ανταλλάξει με κάτι που μπορεί να σώσει τη ζωή του εν μέσω μιας καταλυτικής απειλής εναντίον της.
Οι φιλόσοφοι είναι δυνητικά χρήσιμοι για να προειδοποιούν∙ και αυτό κάνουν σε γενικό βαθμό οι φιλοσοφικές θέσεις του Αγκάμπεν. Ότι σε κανένα οργανωμένο πολιτικό σύστημα άσκησης εξουσίας η κατάσταση εξαίρεσης δεν μπορεί να είναι καθολική είναι προφανές, γιατί αυτή επιβάλλεται από τον κυρίαρχο για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή των προνομίων των κρατούντων. Το σε ποιό βαθμό θα συμπεριλαμβάνει τους πολίτες έχει να κάνει με την πίεση που δέχεται από τους μη-προνομοιούχους και τη νομοτελειακή προσταγή ότι για να υπάρχουν εξουσιαστές πρέπει να υπάρχουν (ζωντανοί) εξουσιαζόμενοι. Όταν πια είναι ολοφάνερο ότι εξαιρούνται ευρύτατα πλειοψηφικά κοινωνικά κομμάτια τότε η αξία των φιλοσόφων πέφτει και αναβαίνει αυτή των επαναστατών.
Πως όμως τελικά συνδυάζονται τα δύο κείμενα που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή; Επιχειρηματολογώντας σε ένα άλλο σημείο του κειμένου του ο Μπιτσώρης υπέρ της κρίσης του ότι οι αποφάνσεις του Αγκάμπεν περί γενίκευσης της κατάστασης εξαίρεσης είναι «λίαν αφηρημένες» διερωτάται, αν ποτέ στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση είχαμε κατάσταση εξαίρεσης και μάλιστα με διαρκή μέτρα έκτακτης ανάγκης. Αρχικά, ναι είχαμε.
Πρόκειται για την πολιτική του ελληνικού κράτους ενάντια στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Τα διοικητικά και άλλα μέτρα που πήρε εναντίον αυτών των ανθρώπων (ελλήνων πολιτών) η Δικτατορία συνεχίστηκαν κανονικά και στη Μεταπολίτευση. Μέχρι το 1998 παραμένει σε ισχύ το άρθρο 19 του κώδικα ελληνικής ιθαγένειας με βάση το οποίο αφαιρέθηκε καταχρηστικά η ιθαγένεια σε χιλιάδες μειονοτικούς. Επίσης μέχρι το 1981 δεν είχε επιτραπεί η επιστροφή των πολιτικών εξόριστων του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ ακόμη και μετά από αυτήν τη χρονολογία δεν επιτράπηκε η επιστροφή των Σλαβομακεδόνων, ως αλλοεθνών. Επιπλέον, ο κώδικας απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα υπάγονταν εξολοκλήρου στο δίκαιο του αίματος, (ius sanguinis) εξαιρώντας ουσιαστικά τη δυνατότητα κτήσης ιθαγένειας σε μη-έλληνες το έθνος, ακόμη κι αν είχαν γεννηθεί στη χώρα. Σε ένα άλλο παράδειγμα οι ομοφυλόφιλοι δεν είχαν για πάνω από 40 χρόνια κανένα δικαίωμα θεσμικής αναγνώρισης από το κράτος (δυνατότητα γάμου, μεταβίβασης περιουσίας, υιοθέτησης τέκνων κ.λπ.). Μια μορφή ειδικής συνθήκης διαρκούς εξαίρεσης από την κανονική διαδικασία απονομής δικαιοσύνης θεσπίστηκε επίσης με βάση τους τρομονόμους και ειδικότερα αυτόν που ψηφίστηκε το 2001. Παρατηρούμε λοιπόν ότι όσοι εξαιρούνται στη δημοκρατία είναι λίγο πολύ οι ίδιοι που εξαιρούνται και στις Δικτατορίες (εθνικές μειονότητες, πρόσφυγες και μετανάστες, αλλοεθνείς και αλλόθρησκοι, ενεργοί πολιτικοί αντίπαλοι και ομάδες ευεπίφορες στον κοινωνικό και κρατικό ρατσισμό όπως οι ομοφυλόφιλοι).
Αυτά αποτελούν κάποια τυπικά παραδείγματα, όμως για την περαιτέρω απόπειρα σύγκρισης των καθεστώτων της Χούντας και της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, ο Αντώνης Λιάκος στο πρόσφατο άρθρο του «Η εξωτικοποίηση της Δικτατορίας» θέτει μια σειρά ακόμη από παρατηρήσεις, οι οποίες αξίζουν να αναφερθούν, ιδιαίτερα καθώς αποτελούν την οπτική ενός ανθρώπου που αντιστάθηκε έμπρακτα και δυναμικά στη Χούντα, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από Έκτακτο Στρατοδικείο. Η προσέγγιση του, πριν από οτιδήποτε άλλο, αποτελεί ένα αγκάθι στα δάχτυλα όσων, επιχειρώντας να τραβήξουν απόλυτες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην 23η και την 24η του Ιούλη του 1974, έδειχναν με το δάχτυλο τους βασανισμένους της δικτατορίας για να εδραιώσουν το επιχείρημά τους. Μάλιστα αυτή η αφήγηση τονισμού των διαφορών και της υπογράμμισης του εξωτικού χαρακτήρα της Χούντας γίνεται υποτίθεται προς υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Η Δεξιά, κυρίως, αποκομίζει διαχρονικά όφελος από αυτήν την οπτική, θέλοντας να αποποιηθεί τις ευθύνες της για τη διαμόρφωση των απαραίτητων προϋποθέσεων ύπαρξης της Δικτατορίας και συμπληρωματικά πλάι της η καθεστωτική Αριστερά που θέλει να υπερασπιστεί την απόλυτη ταύτισή της με το κυρίαρχο παράδειγμα της αστικής δημοκρατίας, στο πλαίσιο του οποίου ενίοτε τίθεται και ως επικεφαλής.
Ανάμεσα στα άλλα που αναφέρει ο Λιάκος, ο οποίος αν μη τι άλλο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε «αριστεροχουντικός» ούτε συμμετέχοντας ή συνοδοιπόρος του επαναστατικού κινήματος της Μεταπολίτευσης, είναι ότι θα προτιμούσε χωρίς δισταγμό το κελί του Κορυδαλλού το 1970 από τη Μόρια του 2020. Και η επιλογή δεν είναι καθόλου φιλολογική, καθώς είχε «φιλοξενηθεί» στα κελιά της Δικτατορίας. Ποιο είναι όμως το «σφάλμα» του Λιάκου, το οποίο όπως είδαμε ο Μπιτσώρης το έχει τακτοποιήσει ήδη; Συγκρίνει τον εαυτό του, έναν Έλληνα υπήκοο, με ιθαγένεια και απόλυτα δικαιώματα πολίτη με τους «αυτονόητα» εκτός «καθολικής εξαίρεσης προστασίας της ζωής» (sic) πρόσφυγες και μετανάστες.
Οι υπόλοιπες συγκρίσεις άλλωστε για τα ΜΜΕ και τον έλεγχο πάνω τους και το πόσο διαφέρουν τελικά οι συνθήκες μπορούν να αντιμετωπιστούν ως να έχει μολυνθεί και ο Λιάκος από τις αγκαμπενικού τύπου υπερβολές. Οι εξαφανίσεις μαρτύρων σε κρίσιμες υποθέσεις και η διαρκής δικαστική ασυλία που χαίρει συνολικά η κάστα επιχειρηματιών και πολιτικών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «εξαίρεση» αφού κι αυτή αποτελεί βασικό συντελεστή της δυτικής-καπιταλιστικής λειτουργίας και ειδικότερα της ελληνικής εκδοχής της. Όλα λοιπόν καλώς καμωμένα.
Στο κλείσιμο αυτού του σημειώματος θα πρέπει να ξεκαθαριστεί και το εξής. Η θέση του Αγκάμπεν σε σχέση με την πανδημία με βρίσκει κάθετα αντίθετο, τη θεωρώ τόσο λανθασμένη, ώστε δίνει πάτημα σε αρθρογράφους σαν τον Μπιτσώρη να καταθέτουν τις απολογίες τους υπέρ του συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης, ως να ομιλούν εκ βάθρου δικαίου. Ωστόσο το με ποιόν τρόπο είναι λανθασμένη μια σκέψη εξετάζεται υπό το φως του ποιος την κρίνει.
Η τάση των φιλοσόφων να εμπεριέχουν συνολικά τα φαινόμενα στο σύστημα σκέψης που έχουν οικοδομήσει, εν προκειμένω φέρνει σε ανοιχτή αντίφαση τον Αγκάμπεν της θεωρίας της «απλής γρίπης» με τον Αγκάμπεν της «Κατάστασης Εξαίρεσης». Όχι όμως για κάποιον από τους λόγους που παρέθεσε ο δοκιμιογράφος, αλλά επειδή τα γραπτά του Αγκάμπεν έχουν αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τα κοινωνικά κινήματα στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τα πληβειακά στρώματα από την επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου μέσα στη συνθήκη ενός εντεινόμενου ολοκληρωτισμού.
Η θέση του για την πανδημία δυστυχώς δεν προσθέτει εργαλεία αυτή τη στιγμή αλλά αφαιρεί, αποπροσανατολίζοντας από το κεντρικό ζήτημα που παραμένει η υπεράσπιση των πληβείων και γίνεται επικίνδυνη συνδυαζόμενη με τις πολιτικές του φιλελευθερισμού, δηλαδή του υπαρκτού καπιταλισμού, ο οποίος πάντα και για πάντα θα βάζει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους, γιατί όσο υπάρχουν κέρδη οι άνθρωποι θα πεθαίνουν στη σκιά τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την τωρινή θέση του Αγκάμπεν δεν τη χρησιμοποιούν τα κινήματα, αλλά την περιφέρουν οι νεοναζί σαν θεωρητική επιβεβαίωση των παρανοϊκών τους ισχυρισμών.
Ο συλλογικός νους των ενεργών κοινωνικών κινημάτων είναι πιο οξυδερκής από οποιονδήποτε φιλόσοφο, εξαιτίας της διαρκούς ώσμωσης των αγωνιστών με τις πραγματικές συνθήκες που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως απτά ζητήματα και όχι ως πνευματικές ασκήσεις. Επειδή ζουν την ταξική πάλη ως απαραίτητη καθημερινή διαδρομή μπορούν να ελέγξουν τη χρησιμότητα της σκέψης του καθενός, μπορούν να κρατήσουν τα χρήσιμα και να πετάξουν τα βλαβερά για να συνθέσουν την απελευθερωτική οπτική. Έτσι προχωράει η ιστορία της σκέψης των καταπιεσμένων, κι ο Αγκάμπεν, εν αντιθέσει ασφαλώς με τον Μπιτσώρη, έχει μια θέση δίπλα σε όσους την προώθησαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου