Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Η Ανθρωπόσφαιρα | Ζοζέφ Ντεζάκ (απόσπασμα)

 Τον Ιούνιο του 2024 κυκλοφόρησε από τις ελευθεριακές εκδόσεις Ναυτίλος, το βιβλίο του γάλλου ελευθεριακού Ζοζέφ Ντεζάκ, Ανθρωπόσφαιρα. Γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1850 το έργο του Ντεζάκ αποτελεί μια από τις πρώτες αποτυπώσεις της αναρχικής ουτοπίας, ένα φλογερό σπίθισμα του μυαλού ενός προλετάριου που ονειρεύτηκε και πάλεψε (για) έναν διαφορετικό κόσμο. Εδώ παραθέτουμε ένα απόσπασμα του βιβλίου από το δεύτερο μέρος, ως σύσταση προς τον ελεύθερο και δίκαιο κόσμο της Ανθρωπόσφαιρας.



[Δεύτερο Μέρος]

Πρελούδιο

Όνειρο, Ιδέα, Ουτοπία.

 

 

Κόρες του δικαίου, συλφίδες των ονείρων μου,

 

Ελευθερία! Ισότητα! Γλυκές μου αγαπημένες!

 

Δε θα είστε για πάντα διάψευση των ελπίδων μου!

 

Αδελφοσύνη! Τρέχετε διαρκώς κυνηγημένες!

 

Αγαπημένες μου θεές, αυτό δεν θα κρατήσει.

 

Πλησιάζει η μέρα όπου η ιδανικότητα

 

στο παλιό ρολόι με την πραγματικότητα

 

την ώρα των ουτοπιών θα σηματοδοτήσει!

 

Όμορφή μου ουτοπία, της καρδιάς μου ιδανικό,

 

Αχ σ’ άγνοια και λάθος βγάλε τον γενναίο σου εαυτό.

Οι Λαζαρίνες[1]

Ι.

 

Τι είναι μια ουτοπία; Ένα όνειρο ακόμα απραγματοποίητο, αλλά όχι κάτι ανέφικτο. Η ουτοπία του Γαλιλαίου είναι πλέον μια πραγματικότητα, έχει θριαμβεύσει παρά την καταδίκη της απ’ τους δικαστές του: η γη γυρίζει. Η ουτοπία του Χριστόφορου Κολόμβου πραγματοποιήθηκε παρά τις κραυγές των επικριτών του: ένας νέος κόσμος, η Αμερική, αναδύθηκε στο κάλεσμά του από τα βάθη του ωκεανού. Τι ήταν ο Σόλομον ντε Κους; Ένας ουτοπιστής, ένας τρελός, αλλά ένας τρελός που ανακάλυψε τον ατμό. Και ο Φούλτον; Άλλος ένας ουτοπιστής. Ρωτήστε γι’ αυτό καλύτερα τους ακαδημαϊκούς του Ινστιτούτου και τον αυτοκράτορα και δάσκαλό τους, τον Ναπολέοντα, τον επονομαζόμενο και Μέγα... Μέγας σαν τα μεγάλα απολιθωμένα τέρατα ηλιθιότητας και αγριότητας. Όλες οι καινοτόμες ιδέες κατά τη γέννησή τους ήταν ουτοπίες· μόνο ο χρόνος, καθώς τις εξελίσσει, τις εισάγει στον κόσμο της πραγματικότητας. Παρότι αυτοί που αναζητούν την απόλυτη ευτυχία, όπως ακριβώς και αυτοί που αναζητούν τη φιλοσοφική λίθο, πιθανόν να μην πραγματοποιήσουν ποτέ πλήρως την ουτοπία τους, η ουτοπία τους αυτή θα γίνει η αιτία για να σημειωθούν πρόοδοι για το καλό του ανθρώπου.[2] Η αλχημεία δεν κατάφερε να φτιάξει χρυσό, αλλά έβγαλε από το χωνευτήρι της κάτι πολύ πιο πολύτιμο από ένα άχρηστο μέταλλο, παρήγαγε μια επιστήμη, τη χημεία. Η κοινωνική επιστήμη θα είναι δημιούργημα όσων οραματίζονται την τέλεια αρμονία.

Η ανθρωπότητα, αυτή η κατακτήτρια που ποτέ δεν πεθαίνει, είναι μια στρατιά που έχει την εμπροσθοφυλακή της στο μέλλον και την οπισθοφυλακή της στο παρελθόν. Για να μετακινήσει το παρόν και να του ανοίξει τον δρόμο, η ανθρωπότητα χρειάζεται προκεχωρημένα φυλάκια ελεύθερων σκοπευτών, απομονωμένες φρουρές που να κυνηγούν την Ιδέα[3] στα σύνορα με το Άγνωστο. Όλα τα μεγάλα βήματα της ανθρωπότητας, τα βήματά με τα οποία επέβαλε κατακτήσεις στο κοινωνικό πεδίο, πραγματοποιήθηκαν μόνο επειδή ακολούθησε τα χνάρια όσων προπορεύονται και οδηγούν τη σκέψη. Προχωρήστε! Φώναξαν αυτοί οι εξερευνητές του Μέλλοντος, όρθιοι πάνω στις αλπικές κορυφές της ουτοπίας. Σταματήστε! Παραπονέθηκαν οι ουραγοί του Παρελθόντος, καθισμένοι οκλαδόν μέσα σε χαντάκια λασπωμένων αντιδράσεων. Πάμε, πάμε! Απάντησε η ιδιοφυία της Ανθρωπότητας. Και οι δυσκίνητες επαναστατικές μάζες ένιωσαν να τους διαπερνά ρίγος από τη φωνή της. Βρίσκω στον δρόμο των μελλοντικών αιώνων το μονοπάτι που οδηγεί στην αναρχική ουτοπία και σου φωνάζω Ανθρωπότητα: «Εμπρός!» Αφήστε τους καθυστερημένους του παρελθόντος να κοιμηθούν στη δειλή ακινησία τους και εκεί να βρουν τον θάνατό τους. Στον επιθανάτιο ρόγχο τους, στα μουγκρητά του ετοιμοθάνατου που βγάζουν απαντήστε με ένα ηχηρό κάλεσμα για κίνηση, για ζωή. Βάλε τη σάλπιγγα της Προόδου στα χείλη σου, πάρε στα χέρια σου τις επαναστατικές σου μπαγκέτες, βάρα και κάνε να ηχήσει το εμβατήριο. – Εμπρός μαρς! Εμπρός μαρς! Εμπρός μαρς![4]

Σήμερα που ο ατμός έχει αναπτυχθεί σε όλο του το σθένος σαν ενήλικος άντρας και υπάρχει η ηλεκτρική ενέργεια στην παιδική της ηλικία, σήμερα που οι χερσαίες και πλωτές μετακινήσεις γίνονται με μεγάλη ταχύτητα, που δεν υπάρχουν για μας πια ούτε Πυρηναία, ούτε Άλπεις, ούτε έρημοι, ούτε ωκεανοί. Σήμερα που η τυπογραφία εκδίδει τον λόγο σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και το εμπόριο τον διακινεί μέχρι τις πιο άγνωστες γωνιές της γης. Σήμερα που μέσα από αλλεπάλληλες ανταλλαγές καταφέραμε εν μέρει να ανοίξουμε τους δρόμους της ενότητας. Σήμερα που οι διαδοχικές γενιές με τη δουλειά τους έχουν σχηματίσει όροφο τον όροφο και στοά με τη στοά αυτό το τεράστιο υδραγωγείο που εκχέει στον σημερινό κόσμο ρεύματα επιστημών και διαφωτιστικών γνώσεων. Σήμερα που οι κινητήριες και αναπτυξιακές δυνάμεις ξεπερνούν και τα πιο ουτοπικά όνειρα που οι αρχαίοι χρόνοι θα μπορούσαν να φανταστούν ως μεγαλειώδη για τη σύγχρονη εποχή. Σήμερα που η λέξη «αδύνατον» έχει διαγραφεί από το ανθρώπινο λεξιλόγιο, σήμερα που ο άνθρωπος, ο καινούργιος Φοίβος που κατευθύνει την κίνηση του ατμού, θερμαίνει τη βλάστηση και δημιουργεί όπου επιθυμεί θερμοκήπια όπου βλασταίνουν, μεγαλώνουν και ανθίζουν τα φυτά και τα δέντρα όλων των κλιματικών συνθηκών, οάσεις που ο ταξιδιώτης συναντά μέχρι και μέσα στα χιόνια και τους πάγους του Βορρά. Σήμερα που η ανθρώπινη ιδιοφυία, που στο όνομα της επικυριαρχίας της έχει θέσει υπό τον έλεγχό της τον ήλιο, στον οποίο έχουν επικεντρωθεί λαμπροί καλλιτέχνες, έχει αιχμαλωτίσει τις ακτίνες του φωτός, καθώς τις έδεσε στο εργαστήριό της και τις ανάγκασε, σαν υποτελείς υπηρέτες της, να χαράξουν και να ζωγραφίσουν την εικόνα της σε πλάκες από ψευδάργυρο ή σε φύλλα χαρτιού.[5] Σήμερα, λοιπόν, που τα πάντα προχωρούν με γιγάντια βήματα, είναι δυνατόν η Πρόοδος, αυτός ο γίγαντας των γιγάντων, να συνεχίσει να πηγαίνει με το πάσο του πάνω στις ράγες της κοινωνικής επιστήμης; Όχι, όχι. Εγώ σας λέω ότι θα αλλάξει ταχύτητα, θα συμβαδίσει με τον ατμό και τον ηλεκτρισμό, θα γίνει συναγωνίστριά τους επιδεικνύοντας δύναμη και ευκινησία. Αλίμονο, λοιπόν, σε όποιον θα επιχειρούσε να τη σταματήσει έτσι που είναι εν κινήσει: θα τον εκτόξευε κομμάτια στην άκρη του δρόμου o προφυλακτήρας της κολοσσιαίας ατμομηχανής αυτού του κύκλωπα με το μάτι της φωτιάς, ο οποίος με όλη τη ζέστη της κόλασης ρυμουλκεί τη σατανική πομπή της ανθρωπότητας, και που, ανασηκωμένος πάνω στους άξονες του, προχωράει, με το κούτελο ψηλά και τα μυαλά προσγειωμένα, στην ευθεία γραμμή της αναρχίας, τινάζοντας στον αέρα τα γεμάτα φλόγες καστανά του μαλλιά! Αλίμονο σε όποιον θελήσει να πάει ενάντια σε αυτόν τον κυλιόμενο ηφαιστειακό κρατήρα! Όλοι οι θεοί του αρχαίου και του σύγχρονου κόσμου δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν αυτόν τον νέο Τιτάνα. Κάντε στην άκρη! Κάντε στην άκρη! Κάντε πέρα, εστεμμένα βόδια, έμποροι ανθρώπινου κρέατος που επιστρέφετε από το Πουασί[6] με το καροτσάκι του Πολιτισμού σας. Το νου σας, Λιλιπούτειοι θρασύδειλοι και ανοίξτε τον δρόμο να περάσει η Ουτοπία. Κάντε στην άκρη! Κάντε στην άκρη για τη δυναμική πνοή της Επανάστασης! Μεριάστε, αργυραμοιβοί, που αλλάζετε νομίσματα των πέντε φράγκων και σφυρηλατείτε αλυσίδες, και κάντε χώρο για αυτούς που αλλάζουν ιδέες και σφυρηλατούν τον κεραυνό!

Σχεδόν κόντευα να τελειώσω να γράφω αυτές τις γραμμές, όταν αναγκάστηκα να σταματήσω, όπως μου συνέβη πολλές φορές στη διάρκεια αυτής της εργασίας. Η υπερβολική ένταση όλων των λειτουργιών μου στην προσπάθεια να σηκώσω και να αποβάλλω το βάρος της άγνοιας που βαραίνει το κεφάλι μου, αυτή η υπερβολικά ενθουσιώδης έξαψη της σκέψης, που έχει τον αντίκτυπό της πάνω στην αδύναμη ιδιοσυγκρασία μου, είχε κάνει να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου. Πνίγηκα στους λυγμούς. Το αίμα μου σφυροκοπούσε στους κροτάφους μου και έκανε τον εγκέφαλό μου να καίει, καυτή πλημμύρα μέσα από τις αρτηρίες μου που ξεχείλιζαν ασταμάτητα μέσα από όλα τους τα κανάλια. Και ενώ με το δεξί μου χέρι επιχειρούσα να συγκρατήσω και να ηρεμήσω τους παλμούς στο μέτωπό μου, με το αριστερό μου προσπαθούσα μάταια να συμπιέσω τους επιταχυνόμενους παλμούς της καρδιάς μου. Ο αέρας δεν έφτανε πια στους πνεύμονές μου. Τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος, πήγα κι άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου. Έπειτα πήγα στο κρεβάτι μου και σωριάστηκα πάνω του. Αναρωτήθηκα: Θα χάσω τη ζωή μου ή τη λογική μου; Ναι, μου πέρασε απ’ το μυαλό, ενόσω σηκωνόμουν, μιας και δεν μπορούσα να είμαι ξαπλωμένος, και ξάπλωνα, μιας και δεν μπορούσα να παραμένω όρθιος. Ένιωθα ότι το κεφάλι μου θα εκραγεί και ότι κάποιος μου έστριβε το στήθος με τανάλιες. Με στραγγάλιζαν, σιδερένιοι μύες έσφιγγαν τον λαιμό μου... Α, βέβαια! Η Ιδέα είναι μια ερωμένη που σε αγκαλιάζει φλογερά, σε δαγκώνει μέχρι να σε κάνει να ουρλιάξεις και μετά σε αφήνει για λίγο, λαχανιασμένο κι εξαντλημένο, ίσα για να προετοιμαστείς για νέα και πιο έντονα χάδια. Για να την προσελκύσεις, πρέπει, αν δεν είσαι καλός στην επιστήμη, να έχεις έστω τολμηρή ενορατική δύναμη. «Πίσω!» φωνάζει στα ανδρείκελα και τους δειλούς, «Είστε άπιστοι!» Και τους αφήνει να μαραζώνουν έξω από το ιερό της. Αυτή η χαλαρή, υπερήφανη και παθιασμένη κυρία χρειάζεται άνδρες από μπαρούτι και μπρούτζο για εραστές.

Ποιος ξέρει πόσες μέρες ζωής κοστίζει κάθε της φιλί! Μόλις υποχώρησαν οι σπασμοί, κάθισα στο γραφείο μου. Η Ιδέα ήρθε κι έκατσε δίπλα μου. Και με το κεφάλι μου στον ώμο της, το ένα χέρι στο χέρι της και το άλλο στις μπούκλες των μαλλιών της, ανταλλάξαμε ένα παρατεταμένο βλέμμα μεθυστικής ηρεμίας. Άρχισα πάλι να γράφω, ενώ εκείνη έγειρε πάνω μου. Αισθάνθηκα το απαλό της άγγιγμα να αναζωπυρώνει τον οίστρο στο μυαλό και στην καρδιά μου και την ανάσα της να φουντώνει την ανάσα μου ξανά. Αφού ξαναδιάβασα αυτό που είχα γράψει και σκεφτόμουν αυτό το αδρανές συνονθύλευμα προκαταλήψεων και άγνοιας που έπρεπε να μετατραπεί σε ενεργές, ελεύθερες προσωπικότητες και φιλομαθή μυαλά, ένιωσα ότι στο μυαλό μου τρύπωσαν σκέψεις αμφιβολίας· αλλά η Ιδέα, μιλώντας μου στο αυτί, σύντομα τις διέλυσε. Μια κοινωνία, μου είπε, που στα πιο σκοτεινά της στρώματα, κάτω από το ρούχο του εργάτη αισθάνεται μια τέτοια επαναστατική λάβα να βουίζει, καταιγίδες από θειάφι και φωτιά σαν κι αυτές που κυκλοφορούν στις φλέβες σου. Μια κοινωνία στην οποία βρίσκονται απόκληροι που τολμούν να γράψουν αυτά που γράφεις και έτσι να απευθύνουν έκκληση για κάθε λογής εξέγερση έμπρακτη και θεωρητική. Μια κοινωνία όπου τέτοια γραπτά βρίσκουν τυπογραφεία για να τα τυπώσουν και ανθρώπους για να σφίξουν τα χέρια των συγγραφέων τους· όπου αυτοί οι συγγραφείς, που είναι προλετάριοι, εξακολουθούν να βρίσκουν εργοδότες για να τους πάρουν στη δουλειά -με εξαιρέσεις, βέβαια- και όπου αυτοί οι αιρετικοί της έννομης τάξης μπορούν να περπατούν στους δρόμους, χωρίς να τους σημαδεύουν το μέτωπο με πυρωμένο σίδερο, χωρίς να τους σέρνουν να τους πάνε στην πυρά αυτούς και τα βιβλία τους· ε προφανώς, μια τέτοια κοινωνία, παρόλο που επίσημα παραμένει εχθρός των νέων ιδεών, είναι πολύ κοντά στο να αυτομολήσει στην άλλη πλευρά... Κι αν δεν έχει ακόμα την αίσθηση της ηθικής του Μέλλοντος, τουλάχιστον δεν λειτουργεί πια με τα ένστικτα της ηθικής του Παρελθόντος. Η σημερινή κοινωνία είναι σαν ένα φρούριο που έχει δεχτεί ολομέτωπη επίθεση και έχει χάσει κάθε επικοινωνία με τον στρατό που την προστάτευε αλλά έχει καταστραφεί. Ξέρει ότι δεν έχει πια τη δυνατότητα να ανεφοδιαστεί. Γι’ αυτό και υπερασπίζεται τον εαυτό της μόνο για την τιμή των όπλων. Μπορούμε να υπολογίσουμε εκ των προτέρων την ημέρα της παράδοσής της. Αναμφίβολα, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν κάποιες ανταλλαγές πυροβολισμών, αλλά όταν θα έχει εξαντλήσει και τα τελευταία της πυρομαχικά, όταν θα έχει αδειάσει τα οπλοστάσια της και τις σιταποθήκες της αφθονίας της, θα αναγκαστεί να παραδώσει τη σημαία της. Η παλιά κοινωνία δεν τολμά πια να προστατεύσει τον εαυτό της ή, κι αν προστατεύει τον εαυτό της, είναι με μια οργή που αποκαλύπτει την αδυναμία της. Οι νέοι, οι οποίοι ενθουσιάζονται με το καλό, πιθανόν με την τόλμη τους να δουν την επιτυχία να στεφανώνει το θράσος τους. Οι ζηλόφθονοι και σκληροί γέροι πάντα θα αποτυγχάνουν με τη βασισμένη σε ξεπερασμένα πράγματα υπέρμετρη αυτοπεποίθησή τους. Υπάρχουν ακόμα στις μέρες μας, και ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ιερείς για να επιβάλλουν τη θρησκεία στις ψυχές, όπως υπάρχουν και δικαστές για να βασανίζουν τα σώματα, στρατιώτες για να προστατεύουν την εξουσία, όπως κι αφεντικά για να ζουν σε βάρος του εργάτη. Ωστόσο, οι ιερείς και οι δικαστές, οι στρατιώτες και τα αφεντικά δεν πιστεύουν πια ούτε οι ίδιοι ότι επιτελούν ιερό λειτούργημα. Υπάρχει στη δημόσια εξύμνηση του εαυτού τους από τους ίδιους ένα ανομολόγητο αίσθημα ντροπής καθώς κάνουν αυτά που κάνουν. Όλοι αυτοί οι νεόπλουτοι, αυτοί που φορούν άμφια και χιτώνες με ζώνες διακοσμημένες χρυσά νομίσματα ή σιδερένιες λεπίδες, δεν αισθάνονται άνετα που βρίσκονται ανάμεσα στον κόσμο που έρχεται και στον κόσμο που φεύγει· τα πόδια τους όλο τρέμουν και νιώθουν σαν να περπατούν σε αναμμένα κάρβουνα. Είναι αλήθεια ότι εξακολουθούν να ιερουργούν, να καταδικάζουν, να πυροβολούν, να εκμεταλλεύονται, «αλλά, βαθιά μέσα τους, δεν νιώθουν σίγουροι ότι δεν είναι κλέφτες και δολοφόνοι!»,[7] με άλλα λόγια, δεν τολμούν να το ομολογήσουν ούτε στον εαυτό τους, από τον φόβο μήπως τους πιάσει πανικός. Κατανοούν σε γενικές γραμμές ότι είναι καταδικασμένοι, ότι η πολιτισμένη κοινωνία είναι σαν κακόφημο μαγαζί και πως κάποια μέρα η Επανάσταση μπορεί να κάνει επιδρομή, για να επιβάλει τη δικαιοσύνη σε αυτό το καταγώγιο. Το βήμα του μέλλοντος αντηχεί αμυδρά πάνω στο λιθόστρωτο του δρόμου. Τρία χτυπήματα στην πόρτα, τρεις φορές χτυπά η καμπάνα στο Παρίσι, και πάνε τα πονταρίσματα του τζόγου και οι τζογαδόροι του!

Ο Πολιτισμός, αυτή η κόρη της Βαρβαρότητας που έχει την αγριότητα για γιαγιά, ο Πολιτισμός, εξαντλημένος από δεκαοκτώ αιώνες ακολασίας, πάσχει από ασθένεια ανίατη. Η επιστήμη τον έχει καταδικάσει. Πρέπει να πεθάνει. Πότε; Μάλλον συντομότερα απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς. Η ασθένειά του είναι πνευματική φθίση και, όπως γνωρίζουμε, οι φθισικοί δίνουν την εντύπωση ότι είναι καλά μέχρι την τελευταία τους ώρα. Κάποια βραδιά οργίων θα πάει για ύπνο και δεν θα ξανασηκωθεί.

Όταν η Ιδέα σταμάτησε να μιλάει, την τράβηξα απαλά να καθίσει στα γόνατά μου και εκεί, ανάμεσα σε δύο φιλιά, τη ρώτησα τι μας επιφυλάσσουν οι καιροί που έρχονται. Ήταν τόσο τρυφερή και τόσο καλή με όποιον την αγαπάει με θέρμη που δεν μπορούσε να μη μου απαντήσει. Έτσι έμεινα κρεμασμένος από τα χείλη της και ρουφούσα κάθε της λέξη, μαγεμένος από τη σαγηνευτική εκροή του λόγου της, από την ακτινοβολία του φωτός με την οποία με πλημμύριζε η ματιά της. Τι όμορφη που ήταν η γεμάτη χάρη αυτή πλανεύτρα! Μακάρι να μπορούσα να ξαναδιηγηθώ με τη γοητευτική ευγλωττία, με την οποία μίλησε εκείνη, τις μεγαλειώδεις περιγραφές της αναρχικής ουτοπίας, όλες αυτές τις απολαυστικές ιστορίες του αρμονικού κόσμου. Η πένα μου είναι πολύ αδέξια και δεν μπορεί παρά να δώσει μονάχα μια αδρή τους εικόνα. Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει την άφατη μαγεία τους, ας κάνει όπως εγώ, να καλέσει την Ιδέα και, καθοδηγούμενος από αυτήν, να αναφέρει με τη σειρά του κι αυτός τις υπέροχες εικόνες στη θέα του ιδανικού, την αποθέωση των μελλοντικών γενεών μέσα στο φως.

 

ΙΙ. 

H Ανθρωπότητα έχει διανύσει ακόμα δέκα αιώνες διανοητικής εξέλιξης. Βρισκόμαστε στο έτος 2858. Φανταστείτε έναν άγριο των πρώτων της χρόνων, ξεριζωμένο από το πρωτόγονο δάσος του και πεταμένο, χωρίς να έχει διέλθει το ενδιάμεσο διάστημα, σαράντα αιώνες αργότερα στο κέντρο της σημερινής Ευρώπης, στη Γαλλία, στο Παρίσι. Ας υποθέσουμε ότι κάποια μαγική δύναμη του άνοιξε το μυαλό και τον καθοδήγησε να δει τα θαύματα της βιομηχανίας, της γεωργίας, της αρχιτεκτονικής, όλων των τεχνών και όλων των επιστημών, και ότι, σαν ξεναγός, του έδειξε και του εξήγησε όλες τις ομορφιές τους. Και τώρα φανταστείτε την έκπληξη αυτού του άγριου. Θα μείνει άφωνος μπροστά σε όλα αυτά που ζει, δεν θα μπορεί να πιστέψει στα μάτια του και τα αυτιά του, θα αρχίσει να ουρλιάζει μπροστά στο θαύμα, τον πολιτισμό, την ουτοπία!

Φανταστείτε τώρα έναν πολιτισμένο άνθρωπο να μεταφέρεται ξαφνικά από το Παρίσι του 19ου αιώνα στην αυγή της ανθρωπότητας. Και προσπαθήστε να συλλάβετε με τον νου σας την έκπληξή του μπροστά σε εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν άλλα ένστικτα από αυτά των ζώων, ανθρώπους που βόσκουν και βελάζουν, που μουγκανίζουν και μηρυκάζουν, που εφορμούν και χλιμιντρίζουν, που δαγκώνουν, που γρατσουνίζουν και βρυχώνται, ανθρώπους για τους οποίους τα δάχτυλα, η γλώσσα κι ο νους είναι εργαλεία που δεν ξέρουν πώς να χειριστούν, μηχανισμοί τους οποίους δεν μπορούν να καταλάβουν πώς λειτουργούν. Φανταστείτε αυτόν τον πολιτισμένο άνθρωπο, έτσι εκτεθειμένο στο έλεος των άγριων ανθρώπων, στην οργή των άγριων θηρίων και των ανεξέλεγκτων στοιχείων. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρει να ζήσει με όλες αυτές τις τερατώδεις συνθήκες. Θα νιώσει αποστροφή, φρίκη, όλα θα του φαίνονται χαοτικά!

Φως φανάρι, λοιπόν. Η αναρχική ουτοπία είναι για τον πολιτισμό ό,τι ο πολιτισμός για την κατάσταση του άγριου. Για εκείνον που η σκέψη του έχει διανύσει τους δέκα αιώνες που χωρίζουν το παρόν από το μέλλον, που εισήλθε σε εκείνον τον μελλοντικό κόσμο και εξερεύνησε τα θαύματα του, που είδε, άκουσε και άγγιξε όλες τις αρμονικές του λεπτομέρειες, που μυήθηκε σε όλες τις απολαύσεις εκείνης της ανθρωπιστικής κοινωνίας, για αυτόν ο σημερινός κόσμος παραμένει μια ακαλλιέργητη και βαλτωμένη γη, ένας υπόνομος κατοικημένος από απολιθωμένους ανθρώπους και θεσμούς, μια τερατόμορφη κοινωνική δομή, κάτι άμορφο και φρικτό που το σφουγγάρι των επαναστάσεων πρέπει να σβήσει από προσώπου γης. Ο Πολιτισμός με τα μνημεία του, τους νόμους και τα ήθη του, με τα σύνορα των ιδιοκτησιών και τα όρια των εθνών του, τα παράσιτα της αυταρχικής εξουσίας και τις ρίζες της ύπαρξης οικογενείας, με την έκφυλη χλωρίδα του. Ο Πολιτισμός με τις αγγλικές, γερμανικές, γαλλικές ντοπιολαλιές, με τους μεταλλικούς θεούς του, τον άξεστο φετιχισμό του, τις θηριωδίες, τους εστεμμένους και στεφανωμένους αλιγάτορές  του, τα κοπάδια των ρινόκερων και των ελαφιών του, τους αστούς και τους προλετάριους, τα αδιαπέραστα δάση από ξιφολόγχες και τα βρυχώμενα πυροβόλα του, τους μπρούτζινους χείμαρρους φορτωμένους στα κάρα τους που κροταλίζοντας ξερνούν βροχή τους μύδρους. Ο Πολιτισμός με τις σπηλιές της φτώχειας, τις ποινικές αποικίες και τα εργαστήρια του, τους οίκους ανοχής και τις Σεν Λαζάρ,[8] με τις θεόρατες αλυσίδες των παλατιών και των εκκλησιών, των φρουρίων και των καταστημάτων, τα άντρα των πριγκίπων, των επισκόπων, των στρατηγών και των αστών, με τους άσεμνους μακάκους, τους φρικώδεις γύπες, τις κακομαθημένες αρκούδες, τους μεταλλοφάγους και τους σαρκοφάγους του που βεβηλώνουν με τις ακολασίες τους και κάνουν να αιμορραγήσει κάτω από τα νύχια τους η σάρκα και η νοημοσύνη των ανθρώπων, αυτός ο Πολιτισμός με το ποινικό του Ευαγγέλιο και τον θρησκευτικό του Νόμο, τους αυτοκράτορες και τους πάπες του, τις αγχόνες του που στραγγαλίζουν τον άνθρωπο με βρόγχους κανναβένιους και έπειτα τον αφήνουν να αιωρείται πέρα δώθε από ένα δέντρο ψηλά, αφού του έχουν σπάσει τον λαιμό, με την γκιλοτίνα-αλιγάτορα που σαν να ’σαι σκυλί σε συνθλίβει ανάμεσα στα φοβερά της σαγόνια και αποκόπτει το κεφάλι από το σώμα με ένα μόνο χτύπημα της τρίκρανης σβάρνας της. Ο Πολιτισμός, τέλος, με τα ήθη και τα έθιμά του, τους καταστατικούς χάρτες και τα λοιμογόνα συντάγματά του, την ηθική του χολέρα, και όλες τις επιδημικές του θρησκευτικότητες και κυβερνησιμότητες. Ο Πολιτισμός, με μια λέξη, με όλη του την αφθονία και την πολυτέλεια, ο Πολιτισμός, σε όλο του το μεγαλείο, είναι για εκείνον που έχει αντικρίσει το λαμπρό Μέλλον, ό,τι θα ήταν για τον πολιτισμένο η κατάσταση του άγριου στο ξεκίνημα της γης: ένας νεογέννητος άνθρωπος που αναδύεται από το γήινο καλούπι του και προχωράει τσαλαβουτώντας ακόμα μες στην εμμηνόρροια του χάους.Όπως αντίστοιχα η αναρχική ουτοπία είναι για τον πολιτισμένο ό,τι θα ήταν για τον άγριο η αποκάλυψη του πολιτισμένου κόσμου, δηλαδή κάτι εξαιρετικά καλό, κάτι υπερβολικά όμορφο, κάτι υπερφυσικό και εξωπραγματικό, ο επί γης παράδεισος του ανθρώπου.

 

ΙΙΙ. 

Ο άνθρωπος ουσιαστικά είναι ένα ον επαναστατικό. Δεν μπορεί να μένει στάσιμος σε ένα σημείο. Στη ζωή του δε ζει με βάση τα όρια, μα τον ορίζουν τα άστρα. Η φύση του έδωσε κίνηση και φως, προκειμένου να μπορεί να προχωρά και να ακτινοβολεί. Τα ίδια τα όρια, αν και με αργό ρυθμό, δεν μεταβάλλονται ανεπαίσθητα κάθε μέρα, μέχρι που φτάνουν να μεταμορφωθούν πλήρως, και δεν συνεχίζουν στην αιώνιά τους ζωή τις αέναες αυτές μεταμορφώσεις τους; Οπότε, πολιτισμένοι, θέλετε να έχετε περισσότερα όρια και από τα όρια;

- «Οι επαναστάσεις συνιστούν διατήρηση μιας σταθερότητας.»[9]

- Οπότε επαναστατικοποιήστε τον εαυτό σας για να τον διατηρείτε.

 

Στην άνυδρη έρημο που έχει για καταυλισμό η γενιά μας, η όαση της αναρχίας είναι ακόμα, για το κουρασμένο μας καραβάνι που όλο κάνει πορείες και κόντρα πορείες, ένας αντικατοπτρισμός που αιωρείται μέσα στην αβεβαιότητα. Εξαρτάται από την ανθρώπινη νοημοσύνη να δώσει στέρεα μορφή σε αυτό το νέφος υδρατμών, να γειώσει αυτό το φάντασμά με τα γαλάζια φτερά στο έδαφος, να του δώσει ένα σώμα. Βλέπετε εκεί στο βάθος, στα πέρατα της τεράστιας δυστυχίας, βλέπετε ένα σκοτεινό, κοκκινωπό σύννεφο να υψώνεται στον ορίζοντα; Αυτός είναι ο επαναστατικός Σιμούν.[10] Προσοχή, πολιτισμένοι. Ήρθε η ώρα να μαζέψετε τις σκηνές σας, αν δεν θέλετε να σας καταπιεί αυτή η χιονοστιβάδα καυτής άμμου. Προσοχή! Και τρέξτε ευθεία μπροστά. Θα βρείτε δροσερές πηγές, πράσινο γρασίδι, αρωματικά λουλούδια, νόστιμα φρούτα και ένα προστατευτικό καταφύγιο κάτω από φαρδιά και ψηλά στέγαστρα. Τον ακούτε τον Σιμούν που σας απειλεί; Βλέπετε ευθεία μπροστά τον αντικατοπτρισμό που σας καλεί; Προσοχή! Πίσω σας είναι ο θάνατος, θάνατος και στα δεξιά κι αριστερά σας, όπου κι αν σταθείτε θάνατος... Προχωρήστε! Η ζωή είναι μπροστά. Πολιτισμένοι, πολιτισμένοι, σας το λέω: ο αντικατοπτρισμός δεν είναι αντικατοπτρισμός, η ουτοπία δεν είναι ουτοπία, αυτό που θαρρείτε για φάντασμα είναι η πραγματικότητα!

 

IV

Και αφού μου έδωσε τρία φιλιά, η Ιδέα παραμέρισε την αυλαία των αιώνων κι αποκάλυψε μπροστά στα μάτια μου την κεντρική σκηνή του μελλοντικού κόσμου, όπου επρόκειτο να δοθεί για χάρη μου η παράσταση για την αναρχική Ουτοπία.



[1] Ο Ντεζάκ συνελήφθη ξανά το 1851 και καταδικάστηκε σε 2.000 φράγκα πρόστιμο και δύο χρόνια φυλακή για την ποιητική του συλλογή Les Lazaréennes, Fables et Poésies Sociales (Οι Λαζαρίνες, Αφηγήματα και Ποιήματα Κοινωνικά). Δραπέτευσε και διέφυγε στο Λονδίνο (Σ.τ.Ε.).

[2] Ανθρωπιστικές πρόοδοι κατά λέξη (Σ.τ.Ε).

[3] Βλ. υποσημείωση 38 και παρακάτω χρήση της λέξης Ιδέα με κεφαλαίο (Σ.τ.Ε.).

[4] Marche: προχώρα, απ’ όπου έχει προκύψει και το ελληνικό παράγγελμα (Σ.τ.Ε.).

[5] Η τεχνική της πρώτης φωτογραφίας το 1826 ονομάστηκε, όχι τυχαία βέβαια, ηλιογραφία (Σ.τ.Ε.).

[6] Poissy, γαλλική κοινότητα όπου ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα είχε δημιουργηθεί σημαντική αγορά βοοειδών (Σ.τ.Μ.).

[7] Πέρα απ’ τη γενική σημασία της φράσης, υπάρχει μια πιθανότητα να αναφέρεται στον Eugène-François Vidocq  (1775 – 1857), ληστή που δραπέτευσε από τη φυλακή κι έγινε αργότερα επικεφαλής της ανεπίσημης «ταξιαρχίας ασφαλείας» του αρχηγείου της αστυνομίας του Παρισιού. (Σ.τ.Ε.).

[8] Η φυλακή του Αγίου Λαζάρου ήταν λεπροκομείο του Παρισιού τον 12ο αιώνα και θα μετατραπεί σε φυλακή κατά τη Γαλλική Επανάσταση (το 1793). Έπειτα θα γίνει γυναικεία φυλακή, αναρρωτήριο για τον εγκλεισμό γυναικών με αφροδίσια νοσήματα, αναμορφωτήριο θηλέων αλλά και ένα ιδιόμορφο μοναστήρι που λειτουργούσε εν μέρει ως οίκος ανοχής. Εκεί βρέθηκε έγκλειστη για λίγο και η Λουί Μισέλ (1883). Από εκεί πρέπει να αντλεί και τον τίτλο Λαζαρίνες η ποιητική συλλογή του Ντεζάκ. Γκρεμίστηκε το 1935 (Σ.τ.Ε.).

[9] «Οι επαναστάσεις είναι οι διαδοχικές εκδηλώσεις της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ στην ανθρωπότητα» έγραψε στη Le Peuple στις 17 Οκτωβρίου 1848. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάθε επανάσταση έχει την αφετηρία της σε μια προηγούμενη επανάσταση. Όποιος λέει επανάσταση, επομένως, λέει απαραίτητα πρόοδο και με την ίδια λογική λέει και διατήρηση. Από αυτό προκύπτει ότι η επανάσταση είναι μόνιμη στην ιστορία και ότι αυστηρά μιλώντας δεν υπήρξαν πολλές επαναστάσεις, υπήρξε μόνο μία και η ίδια αέναη επανάσταση.»

[10] Άνεμος καυτός, ξηρός, ορμητικός που μεταφέρει σκόνη από την Αφρική και την Αραβική Χερσόνησο στην Ευρώπη (Σ.τ.Ε.). 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου