Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Για τα "σπαράγματα φόνων"

Σπαράγματα φόνων, Άρης Τσιούμας, 
Ναυτίλος, Φεβρουάριος 2017.

Της Ειρήνης Γαβριλάκη

Σπαράγματα, δηλαδή κομμάτια που αποσπάστηκαν βίαια και σκορπίστηκαν, ως μάρτυρες ωμοφαγικών διαδικασιών που απόμειναν μάρτυρες αυτού του βίαιου γεγονότος για να βοηθηθούν οι ιατροδικαστές που θα θελήσουν να αναπαραστήσουν τις σκηνές, να φωτίσουν το πρόσωπο των δραστών και να βρουν τις αιτίες. 

Μικρά, γιατί ό,τι απόμεινε είναι μικρό, γιατί τα θύματα είναι μικρά, γιατί κάποια κάποια εγκλήματα λογίζονται ως μικρά έναντι των μεγάλων και κραυγαλέων. Ή γιατί συχνά τέτοια εγκλήματα γίνονται παιχνίδια στα χέρια των παιδιών που τα χρησιμοποιούν κατά το δοκούν, ανάλογα. Μικρά εγκλήματα για μικρά χέρια, ως εκ τούτου. 

Δοκίμια, σε μια προσπάθεια να φωτιστούν τα αίτια (τα ποιητικά) και να εκφραστούν αιτιάσεις. Ή, πάλι, όχι. Να μην εκφραστούν, αλλά να τεθούν ως ύπαινιγμός της Ιστορίας. 

Πρόζες, για το θέατρο. 

Πεζά αρκετά ποιητικά είναι η αλήθεια, εξαιτίας του λυρισμού και του ρυθμού των πραγμάτων ή των τριγμών της Ιστορίας. 

Εποχή των δολοφόνων… 

Το βιβλίο του Άρη Τσιούμα είναι μικρό, αλλά αρχίζει με μια μεγάλη κουβέντα: ό,τι είμαστε, αυτό είναι οι πρόγονοι μέσα μας. Οι πρόγονοι που μεταφέρουν υπόγεια ως εμάς αρχές και συλλογικές εικόνες, αξίες, φόβους, αγάπες, στερεοτυπικές αναφορές, κοινωνικότητα. Οι πρόγονοι που μας μαθαίνουν να μιλάμε ή όχι, να στρεφόμαστε με εμπιστοσύνη προς τον Άλλο ή όχι, να γινόμαστε υπό την έννοια αυτή πρόσωπα ξεφεύγοντας από την παγίδα του Εγώ. Το Εγώ ως Εμείς. Μεγάλο μάθημα. Που πράγματι στηρίζεται στη γραμματική των παιδικών χρόνων. Στις μητέρες. Το βιβλίο αφιερώνεται στη μητέρα του συγγραφέα, ακριβώς, πιστεύω, γιατί οι μάνες γίνονται τα πρώτα φίλτρα προς τον κόσμο. Οι περατές μεμβράνες. Οι όχθες, ανάμεσα στις οποίες κυλά το νερό που μας παρασέρνει όλους προς τη μεγάλη δεξαμενή, δικαίους και αδίκους. 

Το πρώτο κείμενο είναι κι αυτό αφιερωμένο στη μάνα Μάγδα Φύσσα. Η απώλειά της γίνεται το αλμυρό δάκρυ μιας κοινωνίας κανονικής, οικογενειών που τρώνε μαζί, που μιλάνε μαζί, που σχολιάζουν μαζί. Το δάκρυ που αλατίζει το φαγητό μας. Η απώλεια έχει γεύση. Η κανονικότητα έχει κι αυτή γεύση. Η λύπη έχει γεύση. Η αποφασιστικότητα έχει γεύση. Αλμυρή. Από τα δάκρυα. Το άλας είναι βάση, όπως στη χημεία, της συνειδητοποίησης που οδηγεί στην αντίδραση. 

Όμως, αν δεν υπάρχει αυτού του είδους το αλάτι να δώσει χαρακτήρα σε ό,τι τρώμε (αυτό που μας σερβίρουν;), τότε εξακολουθούμε να φυτοζωούμε. Γι΄ αυτού του είδους την αντίδραση (απώλεια κι αυτή, αλλά της συνείδησης), μιλά το επόμενο εκτενές κείμενο: απενοχοποίηση. Καλοί άνθρωποι και κακές πράξεις. Κακοί άνθρωποι και καλές δικαιολογίες. Ο Άιχμαν δολοφόνος και ευπειθής δημόσιος υπάλληλος. Τρία παλληκαράκια λιμενικοί, επίσης δημόσιοι υπάλληλοι. Ναζιστικές πρακτικές και αναίμακτες συνειδήσεις, καλά προστατευμένες από τον καθωσπρεπισμό του κράτους. Ναυάγια μεταναστών και χέρια καθαρά. Και τόσο αλάτι στις θάλασσες των πνιγμένων αναξιοποίητο. Και τόσες μάνες που φτιάχνουν ανάλατα φαγητά, γιατί δεν χαλαλίζουν ένα δάκρυ που θα μάθει στα παιδιά τους εν-συναίσθηση. 

Ενσυναίσθηση: μπαίνω στα παπούτσια του άλλου. Μπαίνω στη θέση του Άλλου. Σκέφτομαι τον Άλλον με το μέσα μυαλό. Με τον πυρήνα της συλλογικής σοφίας. Αντιλαμβάνομαι τον Άλλο ως τον εαυτό μου, μέσω μηχανισμών. Συνδέομαι με αυτόν, σαν να ράβω τη σκιά του στα δικά μου πέλματα. Και μιλώ γι΄ αυτόν όπως θα μιλούσα για τον εαυτό μου. Αντιδρώ εκ μέρους του, γιατί με αφορά προσωπικά. Σ΄ αυτού του είδους την προσέγγιση χωρά μόνο το «εγώ φταίω» του Καζαντζάκη. Δεν χωρά η ελαφρά τη καρδία συγχώρηση τιμωρών, βασανιστών, φυλάκων. Γιατί όλοι αυτοί πράττουν πάνω στη δική μου ράχη. Το περιεχόμενο του τρίτου κειμένου. 

Το τέταρτο κείμενο, ξεκινώντας με μια σκηνή από τη Λίστα του Σίντλερ και ο πυρήνας του είναι η ωμότητα των αποφάσεων της εξουσίας που θέλει να επιβεβαιωθεί πάση τη θυσία, κρατώντας αλώβητη την αυθαίρετη κλίμακα. Η εκτέλεση της εβραίας αρχιτέκτονος και το παιδί που σκοτώθηκε πηδώντας από το λεωφορείο, διότι δεν είχε εισιτήριο. Τα παιδιά που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να είναι στη θέση του. Διάφορα παιδιά από διάφορα περιβάλλοντα, από περιβάλλοντα με διαφορετικής κουλτούρας κοινωνικής ή πολιτικής. Απλώς παιδιά, στα παπούτσια της εφηβείας των οποίων κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μπει και να κατανοήσει, γιατί ήταν πιο εύκολες οι στερεοτυπικές, ρηχότατες εξηγήσεις. Γιατί όλοι, αντί να σκεφτούμε αιτίες, αιτιώμεθα. Και μετά γινόμαστε εργαλεία διατήρησης της φτιαχτής κλίμακας και της καθωσπρέπει εκδοχής της καθημερινής ζωής και της Ιστορίας. Δυνάμει δολοφόνοι. Δυνάμει δικαστές. Δυνάμει ιερείς που παραπαίουμε ανάμεσα στο καλό γούστο κι ένα δίκαιο στα μέτρα μας. Δίκαιο – ξύλινο παλτό μιας κοινωνίας που παθαίνει χωρίς ενσυναίσθηση. Το περιεχόμενο του τέταρτου κειμένου. Και το περιεχόμενο του δέκατου που απέναντι σε όλα αυτά προτείνει την αναρχία ως τον μηχανισμό αυτοσυντήρησης… 

Το πέμπτο κειμενάκι, είναι γεμάτο εικόνες: η αλλοτινή Τούμπα, οι γειτονιές, η αλληλεγγύη, οι αφηγήσεις των ξένων της Θεσσαλονίκης, Οι πρώτοι ξένοι που δεν δέχτηκε κανένας. Τα παραπήγματα και η θλιβερή ζωή η γεμάτη πάλεμα. Οι δικοί μας μετανάστες στη Γερμανία υπό την πίεση της Ανάγκης. Μνήμες. Ασφαλτοστρωμένη καθημερινότητα με μπετόν καθαριότητας, μετά και αυτόκλητοι γηγενείς που επιλέγουν με τη σειρά τους ποιος θα μείνει στη γειτονιά τους. Άλλο ένα μάθημα ενσυναίσθησης βγαλμένο από τη ζωή. Και πού να κρυφτείς από τις αναμνήσεις και την Εγω-Ιστορία; Ας μην κρυφτείς. Εξάλλου, από πάντα η χωματερή είναι το καταφύγιο του ρατσισμού, κι η μισαλλοδοξία ο πολιτισμός των σκουπιδιών, μας λέει ο Άρης. 

Το έκτο κείμενο είναι ποιητικό, όχι γιατί είναι γραμμένο σε στίχους και έχει τον ρυθμό του ποιητικού έργου, αλλά γιατί περιγράφει ανθρώπους που είναι ποιητικοί, επειδή τόλμησαν να εκφραστούν εκτός πεπατημένης, διαφορετικά. Επειδή αρνήθηκαν να χορογραφήσουν το νανουριστικό τέμπο της κοινωνίας. Επειδή ξεκόπηκαν από τα επικά και μεγαλοσχήμονα και συνέθεσαν μια μουσική γεμάτη κρότους. Όπως και το έβδομο. Ποιητικό κι αυτό, γιατί θέτει ερωτήματα γεμάτα αγωνία (δεν είναι λυρισμός η αγωνία;). Γιατί ταυτίζεται με την αποφασιστικότητα της παιδικής ηλικίας να επιμηκύνει τον χρόνο. Οι τίτλοι και των δύο περιέχουν τη λέξη εκλογή. Εκλογή που έκαναν. Εκλογή που αποφάσισαν ότι τους ταιριάζει. Εκλογή που δεν συνάδει ντε και καλά με τη Δημοκρατία (ο τίτλος του όγδοου κειμένου), καθώς υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου… 

Το ενδέκατο κειμενάκι, συμπληρώνει το προηγούμενο, αυτό στο οποίο η αναρχία σωματοποιεί το πάθος για τη ζωή. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι πρέπει να ελευθερωθεί η φωνή των ανθρώπων, αφού «πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των βασιλιάδων», δηλαδή πάνω στις στρατηγικές σκέψεις των ασκούντων την εξουσία. Γιατί έτσι θα πάψουν να υπάρχουν όλα τα δίπολα της απάνθρωπης πλευράς της Ιστορίας και άνθρωποι που αδειάζουν κάθε απόγευμα. Πατώντας «στα κεφάλια των βασιλιάδων» επιτίθεται κανείς και σε αυτούς που αποφάσισαν να είναι υπήκοοι. Έτσι λέει ο Άρης στο επόμενο μικρό κείμενο με τίτλο «Βασιλιάς». Και πιο κάτω, στο επόμενο κείμενο, δηλώνει πως δεν πρέπει να αντικατασταθούν οι κάθε λογής «Βασιλείς», γιατί το παιχνίδι της εξουσίας μεταμορφώνει τους επαναστάτες σε εξουσιαστές, νομοτελειακά. Στο «Άρμα του Ήλιου» μάλιστα γίνεται ξεκάθαρος, επιμένοντας στην υπέρβαση των φόβων, στη δράση. Τα ρήματά του είναι ενεργητικά: πρόσταξε, άρπαξε, μαστίγωσε, ξύπνα. Με έμφαση στο «ξύπνα», γιατί καμιά φορά τα όνειρα αποκοιμίζουν… 

Στα τελευταία κείμενα, ο Τσιούμας γίνεται γρήγορος, σαν να θέλει να μοιραστεί τη λύση του με τον αναγνώστη. Ασθμαίνων, με μικρές φράσεις, εικόνες - τομές και λέξεις γεμάτες αίμα, φορτισμένες στο «Ψυχή βαθιά». Σχεδόν μονολεκτικός. Ολιγόλογος στο «Έθνος» που ταυτίζεται μ΄ εκείνο «το άνοιξε, εγώ είμαι», στο θυροτηλέφωνο, που πολλαπλασιάζεται. Επιγραφικός στον «Φασισμό», χωρίς πολλές κουβέντες: «Ο φασισμός είναι η ανακήρυξη του εμφυλίου στα σπλάχνα του ανθρώπινου είδους». Ξεκάθαρος πιο κάτω ακόμα: στην πολιτική δεν υπάρχουν αθώοι». Σαρκαστικός στη σκιαγράφηση της διαφοράς μεταξύ Δημοκρατίας και φασισμού. Υπομνηματικός ως προς την κυριακάτικη αργία, με αναφορά του σχετικού διατάγματος του 1893. Δωρικός και δηκτικότατος στη «Βαβέλ» ως προς την περιγραφή της εξουσίας που προφυλάσσει τον εαυτό της. 

Αν θα διάβαζα ένα ποίημα της μικρής αυτής συλλογής των μεγάλων-μικρών, σύνθετων-απλούστατων νοημάτων, καμβά της ανθρωπιστικής, κοινής λογικής, θα διάβαζα το ποίημα «Άγνωστο πώς». Γιατί με συγκινεί η ομφαλοσκοπική ανθρωπότητα-παιδί που δεν λέει να ωριμάσει. Που παίζει σαν παιδί με την Ιστορία και τζογάρει στον εαυτό του. Θα διάβαζα το ποίημα αυτό για τη χρήση της λέξης «ανθρωπινότητα» και τη φράση «ό,τι λείπει, λείπει». Για το όνειρο του καταφυγίου εν μέσω των εχθροπραξιών. Για την ειρήνη που αποτελεί την τελευταία κουβέντα του κειμένου, σε ένα λεκτικό περιβάλλον αντιφατικό. Εν ολίγοις εκεί βρίσκω την ποίηση, κύριε Καρούζο: στον πόλεμο με τις αντιφάσεις και τη νοσταλγία, όπως στο προτελευταίο κείμενο με το κόκκινο αυτοκινητάκι. 

Οι δυο-τρεις τελευταίες σελίδες είναι ένα ημερολόγιο-ωρολόγιο, με άξονα το Ορφανοτροφείο: η ιστορία του διαχρονικά και ταυτόχρονα η Ιστορία που αυτοαναιρείται ώρα με την ώρα, μέσα από τις ανάλγητες επιλογές των εσαεί και από άποψη επιλησμόνων. 

Να το διαβάσετε, αυτό το βιβλιαράκι, διότι δεν είναι διδακτικό. Είναι η προσωπική κραυγή ενός ανθρώπου που θέλει να κάνει, γιατί δεν μπορεί άλλο μόνο να βλέπει. Που θέλει να πει ονόματα ουσιαστικά μόνο. Που ξεχωρίζει τις προθέσεις σε κύριες και καταχρηστικές. Που προσπαθεί να καθαρίσει τη γλώσσα του από το χατζηαβατικό ιδίωμα. Που σκέφτεται και γράφει. Που ισορροπεί μεταξύ λυρισμού και Επανάστασης, γνωρίζοντας ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Το αντίθετο: το ένα προϋποθέτει το άλλο, καθώς, αν θυμηθούμε και νοσταλγήσουμε την Εδέμ, θα την κερδίσουμε.


[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της
Αναρχικής Πολιτικής Επιθεώρησης "Μαύρο & Κόκκινο", 

Δεκέμβρης 2017 | εκδόσεις Ναυτίλος]




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου