Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Χρήστος Τσουτσουβής: Από το λυκαυγές του επαναστατικού Αναρχισμού μέχρι σήμερα



[Θα επιχειρήσουμε να μοιραστούμε μερικές σκέψεις όσο αφορά την ιστορία και το κίνημα. Κρίνουμε ότι αυτό δεν είναι μια εύκολη υπόθεση υπό την παρούσα αφορμή καθώς δεν υπήρξαμε σύντροφοι του Χρήστου μη έχοντας ζήσει εκείνη την εποχή, αλλά πιστεύουμε ότι η ιστορία αυτή είναι σίγουρα η ιστορία όσων την έζησαν όμως ταυτόχρονα είναι και η κοινή ιστορία όλων μας και κρίνουμε σημαντικό, ως και απαραίτητο, να μπορούμε να την εξετάσουμε από κοινού με συντρόφους που συνεχίζουν να στέκονται και να αγωνίζονται κάτω από τις σημαίες του Αναρχισμού σήμερα.]

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Το μέρος όπου κλαίνε και οι πατεράδες

 [Στον Γασσάν Καναφάνι]


«Ήταν 5-6 χρόνια μεγαλύτερός μου. Προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι τρομερά πράγματα συνέβαιναν εκεί, κι εγώ [ούτε ξέρω γιατί] –‘πνεύμα αντιλογίας’ του πήγαινα κόντρα, ήθελα να ‘μαι τάχα σκληρός, όπως νόμιζα ότι κάνουνε οι άντρες. Μου είπε πως οι μανάδες συνέχεια κλαίνε και τα παιδιά πεθαίνουν – οι στρατιώτες τα πυροβολούν ή μια βόμβα καίει τα σπίτια και τα σπλάχνα τους. Κι εγώ απαντούσα, 'μα οι μανάδες παντού μπορεί να κλαίνε προχθές κιόλας είδα τη δικιά μου που έβλεπε ένα έργο και έμπηξε τα κλάματα’. Μου είπε ότι οι γριές χάνουν τα λογικά τους από τον θρήνο για τα χαμένα εγγόνια, κι εγώ του έλεγα ότι οι γριές πάντα τα έχουν χαμένα και ψιθυρίζουν πριν πέσουν για ύπνο κάτι ακαταλαβίστικα λόγια πεσμένες στα γόνατα. Μου είπε ακόμα ότι βιάζουν συχνά τα κορίτσια κι εγώ απέμεινα να σηκώνω τους ώμους. Μα λίγο πριν σηκωθεί μου είπε ότι εκεί κλαίνε με λυγμούς -σαν παιδιά- κι οι πατεράδες, και τότε εγώ γούρλωσα τα μάτια μου και δίχως να καταλάβω πώς άρχισα να ουρλιάζω: ‘ψέματα, λες ψέματα’, όλα τα υπόλοιπα ίσως να τα πίστευα όμως όχι κι αυτό το απίθανο ψέμα. Εγώ που είχα δει τον πατέρα να μη χύνει δάκρυ πάνω απ’ το σκάμμα της μάνας του που τη λάτρευε του φώναξα ότι οι πατεράδες δεν κλαίνε ποτέ πουθενά. Κι εκείνος τότε σηκώθηκε με ακούμπησε δίχως κακία στον ώμο και μου είπε ότι εκείνο ήταν το μέρος όπου κλαίνε και οι πατεράδες… 
Πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω γιατί αντέδρασα έτσι τότε. Δεν υπάρχει –το πιστεύω ακόμα και σήμερα– πιο καθαρή εικόνα της απελπισίας από το σπαρακτικό κλάμα του άντρα. Εκείνο που αλλού λεν ντροπή δεν έχει πια καμιά σημασία.
 
Άφησα πίσω μου αυτές τις μπερδεμένες και μισοξεχασμένες σκέψεις καθώς φτάναμε πλέον μαζί με τους υπόλοιπους στο πέρασμα της Ράφα. Πίσω του εκτείνονταν η γη της Παλαιστίνης, που εγώ την ήξερα ήδη ως το μέρος όπου κλαίνε και οι πατεράδες».



[Άρης Τ.]

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Σημείωμα έκδοσης στο Οι Βαμβακοσυλλέκτες του B. Traven

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
στο βιβλίο Οι βαμβακοσυλλέκτες του B. Traven

«Η εργατική τάξη και τα αφεντικά δεν έχουν τίποτα το κοινό. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία ειρήνη εφόσον η πείνα και η ανέχεια συνυπάρχουν ανάμεσα στα εκατομμύρια των εργαζομένων, ενώ οι λίγοι που αποτελούν την εργοδοτική τάξη, κατέχουν όλον τον παραγόμενο πλούτο. Μεταξύ αυτών των δύο τάξεων η πάλη πρέπει να συνεχιστεί έως ότου οργανωθούν όλοι οι εργαζόμενοι του κόσμου, πάρουν την κατοχή των μέσων παραγωγής, καταργήσουν το σύστημα της μισθωτής εργασίας και ζήσουν σε αρμονία με τη φύση. Αντί του ιδεολογήματος «μιας δίκαιης αμοιβής ανά εργάσιμη ημέρα», πρέπει να υιοθετηθεί το διαρκές επαναστατικό πρόταγμα: Κατάργηση της Μισθωτής Εργασίας».

«Από το Προοίμιο του Καταστατικού των
IWW»


«Πρωτοσυνάντησα» τον B. Traven ως αναφορά σε ένα κείμενο κάπου στις αρχές του τρέχοντος αιώνα, όταν εγώ ήμουν νέος (και νεαρός) αναρχικός, κι ο ίδιος τότε ήδη νεκρός για πάνω από τριάντα χρόνια. Ο θρύλος του όμως –όπως έδειχνε κι η ύπαρξη εκείνου του άρθρου– επιζούσε. Ένα πέπλο κάποιας γοητευτικής μυστικοπάθειας τύλιγε την αδιόρατη παρουσία του, μιας και τα ίχνη του επαναστάτη Όττο ή Ρετ Μαρούτ εγκατέλειπαν την Κεντρική Ευρώπη, μετά την περιπέτεια της «Συμβουλιακής Δημοκρατίας της Βαυαρίας» και χάνονταν πάνω από τους μεγάλους ωκεανούς, ιππεύοντας το Πλοίο των Νεκρών για να καταλήξουν μέσα στην πυκνή ζούγκλα της Τσιάπας, στο Μεξικό.

   Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν μερικοί καλοί λόγοι για να έχει κάποιος συγγραφέας ένα ή και περισσότερα ψευδώνυμα. Αν ας πούμε οι πλέον επιστήθιοι φίλοι και σύντροφοί του έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες εκτελεστικών αποσπασμάτων και ο ίδιος έπρεπε να φύγει αυτοεξόριστος τελευταία στιγμή για να σώσει τη ζωή του· ή αν ας πούμε μια γυναίκα στα μέσα του προηγούμενοι αιώνα ήθελε να γράψει για τη ζωή της, τότε σίγουρα ένα ανδρικό ψευδώνυμο θα την βοηθούσε να ακουστεί· από όσα γνωρίζουμε πάντως, τουλάχιστον προς το παρόν, ο σύντροφος Traven ανήκει μάλλον στην πρώτη κατηγορία. Δραστήριος αναρχικός, εκδότης, διαρρήκτης, επαναστάτης, ατομικιστής όσο αφορά την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ανιδιοτελής και αδιαμφισβήτητα αλτρουιστής, αλληλέγγυος και κοινωνικός, ο B. Traven κατόρθωσε –μεταξύ άλλων– να επηρεάσει σημαντικά με το συγγραφικό του έργο, ακολουθώντας την ίδια τεχνοτροπία με όλους τους σπουδαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα: να μυθ-ιστορήσει την ίδια του τη ζωή, η οποία αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στην υπεράσπιση των καταπιεσμένων και την ανάπτυξη του κινήματος απελευθέρωσής τους.

   Εγκαταλείποντας την «γηραιά ήπειρο» και τους καλπάζοντες ολοκληρωτισμούς της λίγο πριν τα πράγματα γίνουν απλά ακόμα χειρότερα, ο Traven μπαίνει στο πλοίο της εξορίας και γράφει το πρώτο του σχετικό βιβλίο. Το βιβλίο που κρατάτε τώρα στο χέρια σας ήταν το δεύτερο (σε σειρά έκδοσης, γιατί στην πραγματικότητα γράφτηκε πρώτο) ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του συγγραφέα το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας το καλοκαίρι του 1926. Ο αρχικός τίτλος του βιβλίου (που διατηρήσαμε και εδώ) είναι «Οι βαμβακοσυλλέκτες», αν και σε μια επόμενη εκδοχή παίρνει τον τίτλο «Ο Γουόμπλι», ο οποίος περιγράφει ουσιαστικά τη ζωή του πλάνητα προλετάριου που προσπαθεί εν μέσω σκληρής και βάναυσης εκμετάλλευσης να αφυπνίσει τους εργάτες και να υποσκάψει τα αφεντικά. Οι βαμβακοσυλλέκτες αν και τυπικά δεν ανήκουν στα έξι μυθιστορήματα του επονομαζόμενου «Κύκλου της ζούγκλας» είναι άμεσα συνδεδεμένο ως έργο με τα υπόλοιπα, αφού στον λογοτεχνικό καμβά που ζωγραφίζει ο Traven ουσιαστικά περιγράφει σαν μια κινηματογραφική εποποιία, με γλαφυρό και σαφή τρόπο τις κοινωνικές προϋποθέσεις που ώθησαν εκατομμύρια εργάτες, προλετάριους, ιθαγενείς και αγρότες να πυκνώσουν τις γραμμές της Μεγάλης Μεξικανικής Επανάστασης, που έθεσε ένα σημαντικό όριο στις πιο σκληρές μορφές βασανισμού και κακοποίησης των φτωχών από τα δικτατορικά καθεστώτα και τις ξένες –κυρίως αμερικανικές– εταιρίες.

   Ο Traven αποτελεί μια φιγούρα που διαπερνά τον αιώνα που έζησε, με το ίδιο το παράδειγμά του ένωσε πτυχές του απελευθερωτικού κινήματος, οι οποίες μόνο δεκαετίες αργότερα μπόρεσαν να γίνουν ορατές στον δυτικό κόσμο. Η ώσμωση του με τους καταπιεσμένους ιθαγενείς κατόρθωσε να τον διαμορφώσει όχι απλά ως έναν σύντροφο, ξεπερνώντας τη βάσιμη επιφυλακτικότητα των ινδιάνων έναντι των γκρίνκος, αλλά έφτασε ως το σημείο ένα χωριό στην Τσιάπας να πάρει το όνομά του. Ο αναρχικός αντιαποιοκρατισμός του Traven δεν εισχώρησε ποτέ σε κάποιο μεγάλο πρότζεκτ γεωπολιτικού ανασχεδιασμού, αλλά εκκινούσε από τις σχέσεις αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης των ανθρώπων του μόχθου. Η ήττα της επανάστασης στην Ευρώπη, δεν έγινε ορίζοντας ματαίωσης, αλλά ένας σταθμός, από όπου ο επαναστάτης θα έπρεπε να επιβιβαστεί σε ένα επόμενο τρένο, αφήνοντας πίσω, ονόματα κι αποσκευές όπως και τις προηγούμενες βεβαιότητες, εισερχόμενος κυριολεκτικά και μεταφορικά στη… ζούγκλα.

   Είναι στα όρια του μυθιστορήματος το γεγονός ότι η δράση που αναπτύσσει ο Traven λαμβάνει χώρα στην ίδια τοπογραφία όπου δεκαετίες μετά θα ξεσπάσει ένα από τα πιο υποσχόμενα κινήματα ιθαγενικής –και όχι μόνο- απελευθέρωσης, αυτό των Ζαπατίστας. Κι είναι ένα δύσκολο μα χρήσιμο μάθημα για κάθε επαναστάτη το τι μπορεί να σημαίνει να σπέρνεις ιδέες σε ένα χωράφι, πόσο καιρό θα πάρει να καρπίσουν κι αν τελικά θα καταφέρουν να φυτρώσουν και να αναπτυχθούν. Ο αναρχισμός του Traven έχει όλα τα στοιχεία μιας σύγχρονης ανάγνωσής του, εκτός από αυτά που πραγματικά περισσεύουν, δηλαδή τη δυτική αλαζονεία, τον αφηρημένο σχετικισμό, και τον ακαδημαϊκό βερμαπλισμό. Ακόμα κι όταν πια ο Traven έφτασε να χαίρει παγκόσμιας αναγνωσιμότητας και αναγνωρισιμότητας, καθώς οι ταινίες που βασίστηκαν στα έργα του παίζονταν παντού στο Μεξικό, ενώ ο Θησαυρός της Σιέρα Μάδρε απέσπασε μέχρι και Όσκαρ, ο ίδιος παρέμεινε πιστός στις ιδέες του εμμένοντας να βρίσκεται στο πλευρό των καταπιεσμένων.

   Ταυτόχρονα τα έργα του δεν υπολείπονταν σε τίποτα αισθητικά και λογοτεχνικά από τους μεγάλους συγγραφείς της εποχής του. Εξαιτίας της σπάνιας ομορφιάς των περιγραφών τους και του ακραιφνούς ρεαλισμού τους, τα βιβλία του Traven μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες ανά τον κόσμο. Σε αυτόν οφείλουμε ένα μεγάλο μέρος της ορατότητας που κατακτήθηκε σταδιακά πάνω στην ιστορική εξέλιξη της καταπίεσης των ιθαγενικών λαών και πληθυσμών στο Μεξικό, όταν ακόμα ο Δυτικός κόσμος θεωρούσε τους γηγενείς κατοίκους του Παγκόσμιου Νότου, αναλώσιμο υλικό, όπως σχεδόν και τώρα.

   Είναι όλα αυτά τα στοιχεία που μας ωθούν με μεγάλη χαρά να αναλάβουμε το δύσκολο μα σημαντικό έργο της μετάφρασης των βιβλίων του Traven στα ελληνικά. Αν και τα προηγούμενα χρόνια έχουν γίνει διάφορες διάσπαρτες απόπειρες να διασωθεί και στη γλώσσα μας το έργο του Traven, ένα τεράστιο μέρος του παραμένει ακόμα αμετάφραστο. Σε αυτήν την προσπάθεια βασικό ρόλο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στην Κατερίνα Σοφιανού, που είχε την ιδέα της έκδοσης, και πάλεψε με τον απαιτητικό λόγο του συγγραφέα κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Η μετάφραση που κρατάτε στα χέρια σας έχει γίνει από την αγγλική έκδοση, (είμαστε πλέον σε θέση αν γνωρίζουμε ότι τις μεταφράσεις από τα γερμανικά στα αγγλικά τις έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας) ενώ συμβουλευτήκαμε και την αντίστοιχη γερμανική. Πολλές ευχαριστίες οφείλουμε επίσης στην επιμελήτρια Άννα Περώνη και την υπομονή της. Τέλος ευχαριστούμε το ίδρυμα B. Traven και τους ανθρώπους πίσω από αυτό: τη θετή κόρη του B. Traven, María Eugenia Montes de Oca Lujan (Malú) και τον σύζυγό της, Tim Heyman, τους οποίους είχαμε τη χαρά να γνωρίσουμε κι από κοντά το περασμένο φθινόπωρο, δίνοντας την υπόσχεση να αποπειραθούμε να ολοκληρώσουμε τις εργασίες για την ανάδειξη του έργου αυτού του σπουδαίου συγγραφέα και «διακεκριμένου» αναρχικού, ο οποίος κατάφερε να διασχίσει τους ωκεανούς, τούτη τη φορά με το πλοίο των ζωντανών, καρφιτσώνοντας το όνομα του στο ιστιοφόρο της αιωνιότητας. Γιατί για όσους πάλεψαν με όλη τους τη δύναμη ενάντια στην εξουσία θα υπάρχουν πάντα εκείνοι που δεν θα τους ξεχνάνε ποτέ!

 

Άρης Τσιούμας     

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Η Ανθρωπόσφαιρα | Ζοζέφ Ντεζάκ (απόσπασμα)

 Τον Ιούνιο του 2024 κυκλοφόρησε από τις ελευθεριακές εκδόσεις Ναυτίλος, το βιβλίο του γάλλου ελευθεριακού Ζοζέφ Ντεζάκ, Ανθρωπόσφαιρα. Γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1850 το έργο του Ντεζάκ αποτελεί μια από τις πρώτες αποτυπώσεις της αναρχικής ουτοπίας, ένα φλογερό σπίθισμα του μυαλού ενός προλετάριου που ονειρεύτηκε και πάλεψε (για) έναν διαφορετικό κόσμο. Εδώ παραθέτουμε ένα απόσπασμα του βιβλίου από το δεύτερο μέρος, ως σύσταση προς τον ελεύθερο και δίκαιο κόσμο της Ανθρωπόσφαιρας.



Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Εξομολογήσεις ενός Ιδεοψυχαναγκαστικού | Διήγημα

 της Αντωνίας Κώστα - Φώτη



Τον Νοέμβριο του 2023 κυκλοφόρησε από τις ελευθεριακές εκδόσεις Ναυτίλος η συλλογή διηγημάτων της Αντωνίας Κώστα-Φώτη, με τίτλο Σαρ Πούχι. Μια, κατά τη γνώμη μας υπέροχη δουλειά που συνδιάζει τη φινέτσα της επιμελημένης και τρυφερής πένας με ένα ιδιόμορφο βάθος στην περιγραφή συναισθημάτων... Η συλλογή των δέκα διηγημάτων έκλεινε με τις "Εξομολογήσεις ενός ιδεοψυχαναγκαστικού", εδώ παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο, ως μια χορταστική δόση γνωριμίας με το σύμπαν που συγκροτεί ολόκληρο το βιβλίο. 

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

Η διάφανη Λίμνη

Ενώ εκείνον τον καιρό ζούσα σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, πήρα το αυτοκίνητο και διασχίζοντας μια απαιτητική διαδρομή έφτασα μέχρι τη λίμνη Τ. Σε όλο τον δρόμο δεν συνάντησα σχεδόν κανέναν, ένα – δύο αγροτικά κι ένα παμπάλαιο Nissan που πήγαινε αργά στην άκρη του δρόμου. Σκύβοντας είδα ένα ζευγάρι γερόντων που κρατούσαν τα μάτια αυστηρά συγκεντρωμένα στη μέση της ασφάλτου που χυνόταν μπροστά τους. Ποιος ξέρει, ίσως είχαν κουραστεί να αλληλοκοιτάζονται μέσα στα χρόνια. Από την αντίθετη πλευρά του δρόμου όμως κατέβαινε ένα απέραντο πολύχρωμο μεταλλικό ποτάμι αυτοκινήτων, πήγαιναν στη θάλασσα – εκείνη που εγώ άφηνα πίσω μου… Δεν ήθελα την απέραντη ανοιχτωσιά της, τα ψηλά της κύματα και εκείνον τον τρομερό της ορίζοντα, όπου το μάτι δεν μπορεί να σταματήσει πουθενά. Ζητούσα το όριο, τη μικρούλα λαδί λίμνη με τα καλάμια γύρω της να την σημαδεύουν και να την τυφλώνουν - να μαντεύουν την έλλειψη κάποιας ακτής. Πρώτη φορά ποθούσα το συγκεκριμένο, όχι το μακρινό και το άπιαστο, καταλαβαίνεις; Εκείνη η λιμνούλα –σαν τοπίο ξεχασμένο σε πίνακα ανωνύμου στο σαλόνι των γερόντων που προσπέρασα στον δρόμο μου– αγκάλιαζε την ανεπάρκεια του εαυτού, του σώματος, την αποκοίμιζε ψιθυρίζοντας πως όλα εδώ θα πάνε καλά. Γύρω μου, όπου κοιτούσα έναν κύκλο, έβλεπα το λασπώδες χώμα που την περικύκλωνε, ενώ η θάλασσα ύπουλη και πλανεύτρα υποσχόταν ό,τι όμορφο και μεγάλο σε όλους, ενώ οι περισσότεροι που λεν την αγαπούν δεν κάνουν ποτέ δυο βήματα απ’ το σημείο που σπάει δίχως λυγμό ο πιο ελάχιστος παφλασμός της ζωής. Η θάλασσα νομίζω αξίζει εάν ελπίζεις ακόμα, γι’ αυτό την προτιμούν οι ταξιδευτές που προσμένουν την ευτυχία σε έναν άλλο τόπο και οι ονειροπόλοι που αγωνιούν για ευτυχία σε έναν άλλο ορίζοντα. Εμένα πια όμως όλα αυτά μου φαινόταν πολύ μακρινά – τα ταξίδια με κούρασαν και οι ορίζοντες αποδείχτηκαν ψεύτες. Η ζωή ήταν πια συνέχεια πικρή – συγγνώμη που παραδέχομαι έτσι ανοιχτά μια τέτοια πραγματικότητα, όμως το σώμα της συνέχεια λέπταινε και το χειρότερο: κανένα μήνυμα δεν έφτανε πια. Με αυτές τις σκέψεις ξάπλωσα μπροστά σε έναν ασθενικό ήλιο με την πλάτη ριγμένη στις χούφτες της λίμνης και έκλαψα. Ξανάγραψα εκείνο το πρώτο γράμμα, τούτη τη φορά νοερά με τη σκέψη μου σχηματίζοντας αόρατες λέξεις στον αέρα, αφήνοντας όλο τον πυρπολισμό του ήλιου να με ανατριχιάσει, γιατί αυτό ήταν ό,τι πιο κοντινό είχα νοιώσει στο χάδι σου: 

«Λοιπόν, πάει καιρός που δεν έχω γράψει ένα τέτοιο ‘γράμμα’ και είναι αλήθεια ότι παλεύω όλη τη μέρα με τον εαυτό μου να μην το στείλω πουθενά – και κάπως τα καταφέρνω, τη μέρα… τη νύχτα όμως, όλα είναι διαφορετικά, τη νύχτα ζωντανεύουν όλοι οι ορειχάλκινοι δαίμονες που χορεύουν στην άκρη του ποτηριού, διψούν όλες οι φασματικές φιγούρες που ξερνάει ο καπνός που υψώνεται ολοένα πάνω από τα κεφάλια μας, σαν οι θαμώνες κάποιου καπηλειού να βάζουν εύτακτα φωτιά στο εαυτό τους… Μέσα σε όλα αυτά εμφανίζεσαι πάλι στην άκρη της λίμνης, πίσω από στάχια ψηλά και χάνεσαι μέσα σε μια παραλλαγή διαφορετικών χρωματισμών και τόνων του ξανθού και του γήινου, του πράσινου και του υπέργειου• χαμογελάς ακέραιη – ολόκληρη μια απίθανη δυνατότητα, ταυτόχρονα μια σάρκινη πραγματικότητα – μια καθοριστική συνάντηση που εκκρεμούσε από κάποια πρώτη - πρώτη στιγμή. Γιατί δεν απαντάς; Και απομένει όλη η τρέλα του να μην μπορώ να σε δω και όλος ο πόθος του τρόμου να σε συναντήσω ξανά. Πως θα γινόταν αν όλα ήταν διαφορετικά; Γιατί δεν απαντάς; Οι απαντήσεις χάνονται σαν χαρτιά μέσα σε γυάλινα μπουκάλια που αφήνουν παιδιά στην άκρη της θάλασσας, κι αντέχουν μόνο με την ελπίδα της επόμενης παλίρροιας… τα παιδιά όμως δικαιούνται ακόμα να ελπίζουν σε άλλο τόπο και νέο ορίζοντα, εγώ όμως, όπως σου είπα, έχω κουραστεί αρκετά – κι εσύ ακόμα μετά από όλα αυτά δεν απαντάς – και δεν ήθελα να στο πω αλλά τώρα πια που είμαι γυμνός, κάτω από αυτόν τον αρρωστιάρικο ήλιο, τι να κρύψω; Γι' αυτό ήρθα στη λίμνη να αφήσω μέσα σε μια ψευδαίσθηση τούτο το γράμμα που έκλεισα στο μπουκάλι του τελευταίου ποτού, γι’ αυτό δεν πήγα στη θάλασσα, ίσως τότε γεννιόταν εκείνη η ελπίδα των τρελών, ότι η μοίρα μπορεί να το έφερνε στα φτιαγμένα από άργιλο και αρμύρα αλαβάστρινα πόδια σου…»

Αφουγκράστηκα ξανά την απόλυτη ερημιά, κοιτώντας μια τελευταία φορά τα στάχυα που λικνίζονταν και το παλιό Nissan παρατημένο πιο πίσω, ακούμπησα το μπουκάλι στην άκρη του νερού της περίκλειστης λίμνης... τώρα ξέρεις κι εγώ γιατί δεν απαντώ…


Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

Ζώντας τη ζωή της!

του Άρη Τσιούμα

ΖΩΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ | Σημειώσεις με αφορμή τη βιβλιοπαρουσίαση του αυτοβιογραφικού βιβλίου της αναρχικής επαναστάτριας Έμμα Γκόλντμαν (εκδ. Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2019, μτφρ. Ροζίνα Μπέρκνερ)




Το ίδιο το βιβλίο αποτελεί μια αφηγηματική παλίρροια που μιλάει για την τρικυμιώδη πορεία της χειραφέτησης μέσα από μια ζωή και μια γυναίκα, διαμορφώνοντας έναν καμβά πάνω στον οποίο χρωματίζεται ολόκληρη η τωρινή κατάσταση. Αποτελεί με λίγα λόγια μια εξαιρετική αφορμή για συζήτηση.

Έπειτα η Ροζίνα Μπερκνερ εκτός από μια ικανή μεταφράστρια αποτελεί και μια εξαιρετική συνομιλήτρια, συνάμα μια σημαντική αγωνίστρια. Για όσους δεν γνώριζαν την αγέρωχη στάση της, όταν έπεσε κι αυτή με τη σειρά της θύμα των σκευωριών της τότε Αντιτρομοκρατικής τον Νοέμβρη του 1990, με αφορμή την περιβόητη υπόθεση της οδού Μαυρικίου, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι κρατήθηκε για μήνες έγκλειστη στην απομόνωση μαζί με τους συντρόφους Γιάννη Μπουκετσιδη και Σπύρο Κογιάννη, ενώ συμμετείχε στην κοινή απεργία πείνας τους που οδήγησε αρχικά στη δική της απελευθέρωση. Ωστόσο η ίδια συνέχισε την απεργία με αίτημα την απελευθέρωση και των δύο συντρόφων της.

Τέλος, αυτή η ώσμωση με τη μακρινή ή και κοντινότερη ιστορία πραγματοποιείται στους χώρους της κατάληψης Libertatia που απέδειξε μια για πάντα από τι ατσάλινο υλικό είναι φτιαγμένο ένα κίνημα, το οποίο δυστυχώς πολλές φορές θάφτηκε και θάβεται από τη συνειδητή δράση των εχθρών του αλλά ενίοτε και από την υποκριτική άγνοια των άσπονδων «φίλων» του, μόνο και μόνο όμως για να ξαναγεννηθεί εκ νέου.

Εδώ χρειάζεται ίσως χρειαστεί να προσθέσουμε, έναντι αποφυγής κάποιας παρεξήγησης, ότι εμείς δεν αγαπούμε ούτε θαυμάζουμε το ατσάλι και δεν θα το θέλαμε πουθενά στον κόσμο μας, προτιμούμε πάντα την τρυφερότητα, γιατί εκεί άλλωστε βρίσκεται η μεγάλη δεξαμενή υλικών του ελευθεριακού κόσμου που ονειρευόμαστε, όσο παλεύουμε για να αντέξουμε τούτον εδώ της αδικίας, της καταπίεσης και της ανισότητας.

Αλλά ας επανέλθουμε στο βιβλίο μας, δεν θα επιμείνω πολύ στο σπουδαίο σε κάθε περίπτωση, αποτύπωμα της Γκόλντμαν ως προσωπικότητας, αλλά θα κρατήσω μόνο μερικές σημειώσεις που σχετίζονται με το αναρχικό κίνημα διαχρονικά και τα σχετικά ζητήματά που αναδεικνύει το κείμενο.

Μια εξαίρεση θα κάνω σε αυτό, η οποία σχετίζεται με την κληρονομιά της Έμμα Γκόλντμαν στο ελευθεριακό κίνημα· το παράδειγμά της συγκεντρώνει πολλά σημαντικά στοιχεία και αρετές: χειραφέτηση, μαχητικότητα, επιμονή, οξυδέρκεια που την κατέστησαν έναν θρύλο, τόσο όσο ζούσε όσο και μετά τον θάνατό της. Ωστόσο την Έμμα Γκόλντμαν δεν μας ωφελεί να τη σκεφτόμαστε ως μυθική φιγούρα, όταν μιλάμε για παράδειγμα δεν μιλάμε για την εξωτικοποιημένη εξαίρεση, αλλά για ένα μοτίβο ζωής και αγώνα στοιχεία του οποίου μπορεί να υιοθετήσει η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Και σε μεγάλο βαθμό άλλωστε τούτο γίνεται. Χιλιάδες γυναίκες αγωνίζονται με απαράμιλλη επιμονή για τη ζωή, για την καλυτέρευση των όρων διαβίωσης της, για την επιβίωση, για τα πάντα, κάτω από τους δυσμενείς όρους που ορίζει η σύγχρονη σκλαβιά της ταξικής ανισότητας, της κρατικής ωμότητας και της πατριαρχικής επιβολής. Τα ίδια δηλαδή βάσανα που αντιπάλεψε η Γκόλντμαν σε όλη της τη ζωή και με όλη της τη ζωή.

Τα στοιχεία του βιβλίου που με εντυπωσίασαν περισσότερο είχαν να κάνουν με το εάν αφήσουμε στην άκρη το οπωσδήποτε διαφορετικό ιστορικό περιβάλλον, κατά τα άλλα υπάρχουν σημεία στην ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος, αλλά και της κοινωνικής κινητοποίησης ευρύτερα, τότε και σήμερα, με αξιοσημείωτες ομοιότητες.

Ένα πρώτο σημείο που προκύπτει, καθώς εντοπίζεται στο κείμενο πολύ καθαρά σχετίζεται με τη διαχρονική σημασία του συγκλονιστικού ιστορικού γεγονότος για τη γέννηση συνειδήσεων και τη διαμόρφωση νέων αγωνιστικών υποκειμένων. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει η Γκόλντμαν τα γεγονότα του Σικάγο το 1886 με τη δολοφονία των αναρχικών εργατών που άνοιξε τον δρόμο για τη νομιμοποίηση του 8ώρου, θυμίζει έντονα αφηγήσεις ή βιώματα συντρόφων και συντροφισσών για τον τρόπο που τους επηρέασαν οι δολοφονίες του Καλτεζά ή του Γρηγορόπουλου για να αναφέρω δύο μόνο γνωστά παραδείγματα.

Αυτός ο κύκλος που εξαιτίας του χαμού ανθρώπων φέρει κάτι από την απαισιόδοξη οπτική του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον Angelus Novus του Κλέε, ισορροπεί την όποια θλίψη για τα συντρίμμια, με την ίδια τη συμμετοχή στον αγώνα και την έμπνευση των νέων ανθρώπων που εντάσσονται στο κίνημα.

Όπως η Γκόλνμταν συγκλονίστηκε από τους θανάτους του Σικάγο έτσι και η ίδια με τη ζωή της συγκλόνισε μετέπειτα χιλιάδες σε ολόκληρο τον κόσμο, -μαζί και εμάς- που σήμερα συνεχίζουμε να αναφερόμαστε στη ζωή και τη δράση της, επιχειρώντας να αποκομίσουμε εργαλεία για την πιο αποτελεσματική αντίσταση μας στα προβλήματα που θέτει ο κόσμος της εξουσίας, τα οποία δυστυχώς πρέπει να πούμε ότι επίσης παρουσιάζουν τρομερές ομοιότητες με 150 χρόνια πριν.

Ένα άλλο ζήτημα που εξετάζεται de facto από πολύ κοντά ήταν η χρήση της βίας και η πρακτική της προπαγάνδας με την πράξη, ένα θέμα που ταλάνισε και με έναν τρόπο συνεχίζει και σήμερα όλα τα κινήματα που αποσκοπούν στον εκτεταμένο κοινωνικό ανασχηματισμό. Παρατηρούμε σχεδόν ως μετέχοντες σε αποφάσεις, σκεπτικά, πικρίες, συζητήσεις, αντιπαραθέσεις και ζωές που θυσιάζονται μέσα στο καμίνι του κοινωνικού πολέμου, με τη σκληράδα του αιώνα που συμβαίνουν αλλά και την απαράμιλλη αγάπη και αλληλεγγύη, τα δάκρυα πόνου μα και χαράς. Τα συμπεράσματα τελικά που αποκομίζει το κίνημα για τη δράση του, τον τρόπο που κινείται και περισυλλογίζεται.

Κάπου εδώ οφείλουμε να πούμε ότι ολόκληρο το βιβλίο λόγω της εκφραστικότητας της Γκόλντμαν και προφανώς της ικανότητας της Ροζίνας Μπέρκνερ στη μετάφραση λειτουργεί ως ένα καλειδοσκόπιο του παρελθόντος. Όσο το διαβάζει ο αναγνώστης νοιώθει τόσο κοντά στους ανθρώπους που περιγράφονται ώστε μπορεί ακόμα και να περιμένει να γυρίσουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και να τον ρωτήσουν την άποψή του για το ένα ή το άλλο θέμα. Πραγματικά οι περασμένοι αιώνες σκορπούν τη σκόνη τους στα χέρια μας, μέσα από το ξεφύλλισμα του βιβλίου βλέπουμε εικόνες, ανθρώπους αισθανόμαστε την ατμόσφαιρα, βιώνουμε την ένταση, τον ζήλο τη στεναχώρια. Κι αυτά συμβαίνουν με εντελώς ανεπιτήδευτο τρόπο, όπως δηλαδή τα διηγείται η Έμμα.

Άλλα δύο θέματα που προκύπτουν από το βιβλίο και σχετίζονται με ιστορικά ζητούμενα του ελευθεριακού κινήματος είναι αφενός το ζήτημα της οργάνωσης και αφετέρου το ζήτημα της πολιτικοποίησης των μεταναστών. Στο μεν πρώτο μπορούμε από τη μία πλευρά να θαυμάσουμε το πνεύμα δράσης της πρωταγωνίστριας η οποία επιδίδεται σε μια απίστευτη σειρά δημόσιων παρουσιών μέχρι την οριστική της απέλαση από τις ΗΠΑ, ένα κατόρθωμα απολύτως αδύνατον να επιτευχθεί έξω από τις τεράστιες οργανωτικές δυνατότητες της ίδιας αλλά κατ’ επέκταση του κινήματος. Ωστόσο ταυτόχρονα βλέπουμε ότι η Γκόλντμαν λειτουργεί ως απόστολος της αναρχικής ιδέας, ένας ρόλος που σχετίζεται πιο εύκολα με τη δράση του πρώτου κύκλου των Ισπανών αναρχικών στο τελευταίο τέταρτο του 19ου καθώς ούτε συμμετέχει σταθερά σε κάποια κοινωνική οργάνωση, ούτε επιχειρεί να δημιουργήσει κάποια πολιτική οργάνωση η ίδια. Η ενέργεια της στρέφεται προς τη δημιουργία κυρίως του σημαντικού περιοδικού Mother Earth, γεγονός που αποκαλύπτει και τον τρόπο παρέμβασης των αναρχικών εκείνη την εποχή.

Στο δεύτερο θέμα παρακολουθούμε πως ο μικρός και εν πολλοίς απομονωμένος κύκλος των ριζοσπαστών εμιγκρέδων, μέσα από ενέργειες της ίδιας της Γκόλντμαν έρχεται σε επαφή με τους προοδευτικούς διανοούμενους των ΗΠΑ και έπειτα με το οργανωμένο εργατικό κίνημα της χώρας, σπάζοντας στην πράξη αυτόν τον κύκλο της απομόνωσης. Είναι μια διαδικασία εξαιρετικά σημαντική και θα είχε τεράστια σημασία να βλέπαμε την εξέλιξη της, αν δεν εκδιώχνονταν βίαια από τη χώρα η πρωτοπόρα αναρχική, έχοντας στο νου μας τον πολύ σημαντικό ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση του κοινωνικού κινήματος οι ριζοσπάστες εμιγκρέδες στην Ευρώπη.

Η ίδια η ζωή της Γκόλντμαν στο σύνολό της θέτει ερωτήματα ξανά για όσα μας απασχολούν και σήμερα: μετανάστευση, εργασία, γάμος, οικογενειακό περιβάλλον, καταπίεση, ελευθερίες, μητρότητα, αγώνας, καταστολή…) και ακριβώς επειδή δεν μιλάμε για ένα μυθιστόρημα (ξεπερνάει κατά πολύ την όποια φαντασία η πραγματικότητα του να ζει αυτή τη ζωή μια γυναίκα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα) αλλά για μια αγωνιστική διαδρομή, σε όλα αυτά τα ζητήματα βρίσκουμε και σειρά από λύσεις, την υποστήριξη της μετανάστευσης, την εργασιακή αλληλεγγύη, την εγκατάλειψη ενός αποτυχημένου γάμου, την εναντίωση στην οικογενειακή καταπίεση, το διάβασμα, τη σημασία της ενθάρρυνσης στις νεότερες γυναίκες του κινήματος, και πολλά πολλά ακόμη.

Όποτε διαβάζουμε αυτά τα ιστορικά βιβλία οφείλουμε να έχουμε στο νου μας το παρόν και το μέλλον. Έχει πραγματική αξία για το οργανωμένο κίνημα το πώς θα κατορθώσουμε να αντλήσουμε στοιχεία από αυτήν την πλούσια κληρονομιά. Άλλωστε ακόμη και στο εσωτερικό του κινήματος παρατηρούμε την κυκλική επαναφορά ζητημάτων τα οποία θα έπρεπε να μπορούμε σήμερα να αποκωδικοποιήσουμε πιο εύκολα εξαιτίας ακριβώς των ιστορικών εμπειριών μας. Για παράδειγμα βλέπουμε μέσα από τη μικρή σύγκρουση που αναφέρει η Γκόλντμαν με τον Κροπότκιν, πως η γυναικεία παρουσία στο αναρχικό κίνημα έθετε μια συγκεκριμένη ατζέντα, η οποία σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να παραγνωριστεί από την ανδρική πλειοψηφία. Παρόμοια ζητήματα αντιμετωπίζει και μια άλλη θρυλική μορφή του γυναικείου ελευθεριακού κινήματος πολλά χρόνια αργότερα, η Λουσία Σαορνίλ όταν έπρεπε να πείσει την ανδρική ηγεσία της CNT για την ανάγκη να δημιουργηθούν οι Mujeres Libres, ώστε να λειτουργήσουν από κοινού με τους υπόλοιπους τομείς του ελευθεριακού κινήματος στην Ισπανία.

Σήμερα γνωρίζουμε την αξία και τον λόγο αυτών των πρωτοβουλιών και τις υποστηρίζουμε με θέρμη. Ταυτόχρονα η ιστορική εμπειρία αυτών των κινήσεων συγκροτεί ένα ισχυρό θεωρητικό παράδειγμα στο οποίο μπορούν να βασιστεί η ελευθεριακή προοπτική με ορίζοντα τη λειτουργία ειδικών γυναικείων ομάδων ως αναπόσπαστο τμήμα του οργανωμένου αναρχικού κινήματος.


Κλείνοντας αυτήν τη σύντομη τοποθέτηση θα ήθελα να πω, ως συνέχεια όλων των παραπάνω, τη σημασία που έχει η έκδοση αυτών των βιβλίων για το κίνημά μας και τους αγωνιστές και τις αγωνίστριές του. Όλος αυτός ο τεράστιος κόπος που καταβάλλεται από τους ανθρώπους πίσω από τα εξώφυλλα, τις μεταφράσεις, τις διορθώσεις και τις επιμέλειες δεν πάει καθόλου χαμένος, αντιθέτως αποτελεί προϋπόθεση για τη μεγαλύτερη επιδραστικότητα των ιδεών μας στο κοινωνικό σώμα. Κι αυτό είναι και το μόνο ας πούμε παράπονο που έχω από το βιβλίο, θα ήθελα να το είχα διαβάσει νεότερος, όταν η μαγεία της αγωνιστικής έμπνευσης είναι -όσο κι αν προσπαθούμε να παραμένουμε πάντα νέοι- πιο φλογερή, αλλά το ότι μπορούμε πλέον να το παραδώσουμε στους νεότερους συντρόφους και συντρόφισσες είναι ότι καλύτερο μπορούσε να συμβεί.