Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Οι «ραβίνοι» των «γραφείων αλληλοβοήθειας» ή ποιος φοβάται την Αυτοδιαχείριση.

Οι «ραβίνοι» των «γραφείων αλληλοβοήθειας»
ή ποιος φοβάται την Αυτοδιαχείριση.


Του Άρη Τσιούμα

Ήρθε λοιπόν η εποχή, -ή καλύτερα επιστρέφει δειλά-, όπου οι λέξεις θα ξαναποκτήσουν το χαμένο νόημα. Μοιάζει να πλησιάζει διαρκώς η στιγμή όπου μέσα από το βίαιο ξεπέρασμα της πλαστικής ευμάρειας, θα προκύψουν ξανά τα αντίπαλα στρατόπεδα. 

Σε αυτές τις εποχές, και με βάση τις ιστορικές νίκες και ήττες, τα συμπεράσματα και τους αφορισμούς, θα κληθούμε να εξοπλίσουμε ξανά την επαναστατική κληρονομιά, όχι ως καπρίτσιο αλλά ως ανάγκη για λύσεις στα προβλήματα των φτωχών. Αυτό είναι που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει, αυτό μας ενδιαφέρει γιατί αυτό ενδιαφέρει τον λαό. Ο επανακαθορισμός της ορθής διαλεκτικής της επαναστατικής στάσης διεκδικεί την ανατροπή, όχι ως ουτοπία, ως έφοδο ενός απογεύματος, αλλά ως καθημερινή διαλεκτική της άρνησης στο υπάρχον με την κατάφαση της δημιουργίας του νέου μέσα στο παλιό. Πασχίζουμε να ξανακάνουμε την επανάσταση πραγματική διαδικασία. 

Η ήττα, από τη μια μεριά, της συνδιαλλαγής άνευ όρων, αλλά και της πτώσης των νομοτελειών από το ύψος του υπαρκτού στο βόρβορο του ανύπαρκτου, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της πιο συγκροτημένης και εξοντωτικής επίθεσης που έχει εξαπολύσει το κράτος και το κεφάλαιο εις βάρος του κόσμου της εργασίας, αφήνει να διαφανεί η μειοψηφική -προς ώρας- αλλά υπαρκτή με την έννοια αλλά και την αισθητική του ενστικτώδους, επιλογή της αυτοοργάνωσης, ως δομή, και το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης ως εμπράγματης διαλεκτικής της καθημερινής επαναστατικότητας. 

Μπροστά σε αυτή την δίοδο που ανοίγει μπροστά στα μάτια των πιο προωθημένων εργατών, στέκεται μια ετερόκλητη λυκοσυμμαχία των προθύμων που τους φράζει το δρόμο. Η παρουσία τους εκεί δεν είναι τωρινή ούτε πρωτόφαντη. Ήταν πάντα εκεί. Το ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είχε παρατηρηθεί επαρκώς οφείλεται στην απουσία της προοπτικής της κοινωνικής χειραφέτησης, καθώς οι φωνές και οι πράξεις των φορέων της θάβονταν μεθοδικά κάτω από τόνους «εθνικής ασφάλειας», «διαρκούς ανάπτυξης», «διευρυμένης συναίνεσης», «εκσυγχρονισμένης καταστολής», «ανεξάρτητης δημοσιογραφίας», και λοιπών σκουπιδιών και παραγώγων της προηγούμενης διαχείρισης, η οποία υπήρξε ο θάλαμος αναμονής για τούτη εδώ την εποχή των δολοφόνων.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξίζει να σημειωθεί και σε αυτό το σύντομο άρθρο είναι το εύρος αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά όλων αυτών -και του καθένα ξεχωριστά- που στελεχώνουν τη συμμορία η οποία προσπαθεί με χίλιους τρόπους να αρνηθεί την οποιαδήποτε προοπτική χειραφέτησης της εργατικής τάξης με οποιοδήποτε κόστος. 

Αρχικά, στη φυσική τους θέση βρίσκονται η δεξιά η ακροδεξιά, η αριστερή δεξιά και οι λοιποί παρατρεχάμενοι. Όσοι σήμερα συγκροτούν την κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά και τι διακυβεύεται αλλά και τι έχουν να περισώσουν. Με κάθε κόστος πρέπει να περισωθούν τα κέρδη των αφεντικών, καθώς επίσης και την αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης με εντονότερους ρυθμούς. Είναι οι εγγυητές που θα διασφαλίσουν ότι αυτή η διαδικασία διαρκούς εξαθλίωσης και εκμετάλλευσης δεν πρόκειται να ανατραπεί από την έφοδο των εργατικών μαζών και των ανέργων στο προσκήνιο, μέσω μιας αυτόνομης πολιτικής που θα έχει κέντρο τα συμφέροντά τους. Δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν εδώ, η ιστορία έχει μιλήσει κι όποιος δεν έχει αυτιά για ν’ ακούσει γύρω απ’ τον τάφο του κυκλοφορεί. Το μόνο που έχει ίσως νόημα να επισημανθεί είναι η αναλλοίωτη επιχειρηματολογία της «δεξιάς διανόησης» εδώ και δυο αιώνες περίπου, η οποία περιστρέφεται γύρω από αυτισμούς του τύπου «οι εργάτες δεν μπορούν να διαχειριστούν την εργασία τους», «οι εργάτες δεν ξέρουν», «δεν υπάρχει επιχείρηση χωρίς αφεντικό», «τα αφεντικά είναι απαραίτητα», κλπ. Παραδοσιακές εκλαϊκεύσεις δηλαδή της κλασσικής φιλοσοφίας της υποταγής, όταν ακόμη και μικρά παιδιά θα μπορούσαν να καταθέσουν πειστικά επιχειρήματα που θα υποστήριζαν ακριβώς τις αντίθετες θέσεις και τα λογικά συμπεράσματα που θα προέκυπταν από αυτές. 

Ας έρθουμε στο πιο ενδιαφέρον κομμάτι εκεί που οι «λεπτές» αποχρώσεις διαφοροποίησης και οι δήθεν καλόβολες κριτικές γδύνονται μπροστά στη λαική ανάγκη και ντύνονται το κουστούμι είτε του ιδεολόγου-επαναστάτη, είτε του πονηρού μεσολαβητή, είτε του πολιτικού κάπελα είτε απλά του ραβίνου των γραφείων αλληλοβοήθειας στην καρδιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η καθεστωτική αριστερά εκδηλώνεται πάνω στο ζήτημα της αυτοδιαχείρισης, και ειδικότερα της αυτοδιαχείρισης εδώ και τώρα, με βάση τα ιστορικά πολιτικά χαρακτηριστικά της. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ του 30% συνεχίζει να φορά την προβιά του συμμάχου των αδυνάτων στα λόγια, προσπαθώντας να απορροφήσει δυνάμεις από οποιοδήποτε κοινωνικό κίνημα βάσης, κάνοντας το μοναδικό πράγμα που ξέρει, να παίζει το ρόλο του πονηρού μεσολαβητή, αυτού που θα «ανοίξει πόρτες» θα καταθέσει επερωτήσεις θα «θίξει το ζήτημα» και άλλα πολλά, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να διαμορφώσει νέα εκλογική πελατεία στη βάση της λογικής που λέει ότι «τώρα δεν γίνεται» αλλά με μια «αριστερή διακυβέρνηση» όλα θα λυθούν και θα διορθωθούν. 

Την ίδια ώρα ο Ιανός ΣΥΡΙΖΑ λέει αυτά και πράττει τα αντίθετα, δεν στηρίζει ποτέ κανέναν αγώνα που διευρύνει τα χαρακτηριστικά πάλης που αναβαθμίζει το πλαίσιο των διεκδικήσεων και θίγει την ίδια την καρδιά του καπιταλιστικού τέρατος, την ιδιοκτησία. Τα μελίσσια των βουλευτών του που συνωστίζονται στους αγώνες για τα χρυσωρυχεία και το περιβάλλον και το ζήτημα της διαχείρισης των σκουπιδιών κ.α. προσπαθώντας να τονίσουν τα διαταξικά χαρακτηριστικά των αγώνων αυτών, απουσιάζουν εκκωφαντικά από τους αγώνες που θέτουν ζητήματα για ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο που μιλούν δηλαδή για την ταμπακέρα. 

Η δε πιθανή εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη θέση, μαζί με τον οπορτουνιστικό του χαρακτήρα, είναι αυτή ακριβώς που όχι μόνο δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα, [καθώς ποτέ τα ζητήματα που θέτουν την προοπτική της συνολικής ανατροπής δεν υπήρξαν διαχειριζόμενα από καμιά ηγεσία εν τη απουσία της βάσης], αλλά είναι και ο βασικός λόγος που τεκμηριώνει την απουσία των ρεφορμιστών από αυτούς τους αγώνες. Η αναντιστοιχία των λεγομένων τους πριν, με τις πράξεις μετά θα ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και ο πιο πεπεισμένος ψηφοφόρος του οπορτουνισμού θα καταλάβαινε, ότι για άλλη μια φορά έπεσε θύμα των αυτονομημένων πολιτικών συμφερόντων. 

Ο δεύτερος κοινοβουλευτικός πόλος της αριστεράς, είναι που βρίσκεται σε ολοκληρωτικό αδιέξοδο. Το ΚΚΕ με εδραιωμένη την αλλοίωση στην ταξική του σύνθεση προς όφελος των μικροαστικών στρωμάτων, εδραιώνει ταυτόχρονα και την δισυπόστατη πολιτική του κενού. Στη διαλεκτική της πραγματικότητας με την ανατροπή, δηλαδή τη σύγκρουση της σημερινής συγκυρίας με αυτό που θα έπρεπε να είναι η σημερινή συγκυρία, ή με τις πιθανότητες να διαμορφωνόταν κάτι διαφορετικό μέσα στη συγκυρία, το ΚΚΕ υιοθετεί το ρόλο του φιλοσόφου-παρατηρητή που μιλά για λαική εξουσία χωρίς την διαμόρφωση πεδίων πάλης, αντικαθιστώντας αποτυχημένα αυτό το έλλειμμα προωθώντας διαταξικές συμμαχίες με τους μικρομεσαίους, δηλαδή με τον εαυτό του. Γι’ αυτό στο ΑΑΔΜ δεν συσπειρώνεται ψυχή. Το μόνο που έχει μείνει σταθερό είναι η πολιτική συμβολοποίηση αυτής ακριβώς της ταξικής σύνθεσης που εκπροσωπεί. Σε τελική ανάλυση αυτό συμβαίνει με την σταθερή προσήλωση στη μοναδική συνέπεια απέναντι στην οποία θα έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να μένει ασυνεπής, στην αστική νομιμότητα αφ’ ενός και στην μανία αντιπροσώπευσης σε έναν κόσμο που οι συμφωνίες των από πάνω με τους από κάτω είναι πια κενά γράμματα. 

Η 90χρονη πείρα του ΚΚΕ, το έχει διδάξει ότι η χειραφέτηση των εργατών από τη μεσολάβηση των πολιτικών επιτελείων που πραγμοποιούν την δυναμική της ταξικής πάλης και πριονίζουν τις αιχμές των νέων συσχετισμών που αυτοί φέρουν, έχει άμεσα αρνητικά αποτελέσματα για την επιβίωση του ίδιου του κομματικού μηχανισμού. Η αυτοδιαχείριση των εργατών αποτελεί πράξη αποστοίχισης από την διαδικασία της πολιτικής μεσολάβησης. 

Αυτή όμως η αλήθεια δεν λέγεται ανοιχτά από τον Περισσό. Οπότε έπρεπε η αδυναμία αυτή να αναχθεί σε μια νέα τακτική και επιχειρηματολογία, εντελώς άσχετη και εντελώς προσωρινή σε σχέση με τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της κομματικής πορείας των προηγούμενων χρόνων. 

Οι καθοδηγητές ανοίξανε τα μεγάλα μπαούλα με τις παλιές θεωρίες των κλασσικών και αφού ψάξανε καλά-καλά τι θα βολέψει στη συγκυρία, αγγίξανε μετά από 60 χρόνια ξανά την μαξιμαλιστική θεωρία για να εξηγήσουν ότι τα πάντα πέρα της μεγάλης προλεταριακής επανάστασης είναι μάταια άσκοπα, ρεφορμιστικά και οπορτουνιστικά, είναι μια ανοησία!

Οποία αποκάλυψη. Και από ποια χείλη. Όλες αυτές οι θεωρίες των σταδίων, οι οποίες σταδιακά βέβαια μετουσιώθηκαν σε θεωρίες αδράνειας, όλοι αυτοί οι διάφοροι προθάλαμοι που χρειαζόντουσαν ώστε να «αναβαθμίσει η τάξη τα χαρακτηριστικά της», ή να δώσει μάχες στενά οικονομικού χαρακτήρα «γιατί έτσι έχουν οι συσχετισμοί σήμερα» όλα αυτά πετάχτηκαν -προσωρινά βέβαια- στην άκρη ώστε να ασκηθεί μια νέου τύπου «αριστερίστικη» κριτική στα πρώτα σκιρτήματα της εργατικής χειραφέτησης, στην πρώτη εκδήλωση πραγματικής νοηματοδότησης του συνθήματος «χωρίς αφεντικά», στην πρώτη μάχη στην οποία ο κριτής για την «πολιτική αναβάθμιση» της τάξης δεν θα οι αριθμοί που θα συνθέτουν το μισθό, αλλά ποιος θα διαχειρίζεται τα μέσα παραγωγής. 
Με βάση λοιπόν αυτή την «κριτική» το ΚΚΕ σκάρωσε το σχήμα αντιπαράθεσης: «oι εργάτες θα μετατραπούν σε μικροϊδιοκτήτες θα χάσουν τα ταξικά χαρακτηριστικά τους», «εργοστάσια υπό αυτοδιαχείριση αποτελούν νησίδες στον καπιταλισμό δεν μπορούν να νικήσουν», «ο μόνος τρόπος για τη νίκη του λαού είναι η λαική εξουσία, άρα πρέπει να σταθεί ενάντια στην πρόταση αυτοδιαχείρισης». 

Ας δούμε εδώ πως το ΚΚΕ και οι υπόλοιποι πολέμιοι διαρρηγνύουν ανοιχτές θύρες, όταν επικοινωνούν αυτή την κριτική θεωρώντας ότι την απευθύνουν σε κάποιον Όουεν ή σε κάποιον Σαιν-Σιμόν κάπου στα 1830. 

Όσοι συμμετέχουν στους αγώνες για κοινωνική και εργατική χειραφέτηση όσοι καταθέτουν την πρόταση για αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής σήμερα γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτή η πρόταση αποκομμένη από το σύνολο της ταξικής διαπάλης είναι άλλη μια συντεχνιακή προσέγγιση. Είναι ένας άλλου τύπου ρεφορμισμός από τη βάση προς τα πάνω. Ακριβώς γι’ αυτό η πρόταση που καταθέτουν μιλά για την διαμόρφωση ενός εργατικού και κοινωνικού κινήματος, το οποίο θα βασίζεται και στους τομείς αυτοδιαχείρισης, με τελικό σκοπό την ολοκληρωτική καταστροφή του καπιταλισμού. Την καταστροφή της οικονομικής και πολιτικής εκμετάλλευσης, την εξαφάνιση της πολιτικής ως εποικοδόμημα διαχείρισης των άνισων πόρων διαβίωσης. Μιλούν δηλαδή για τον κομμουνισμό. Όποιος κάνει ότι δεν κατάλαβε αυτή την πρόταση, αυτή τη διαφορά δεν μπορεί να μιλά για καλοπροαίρετη κριτική γιατί είναι ήδη ένας συκοφάντης. 

Ας δούμε τώρα αφού λύσαμε αυτή τη βασική «παρεξήγηση», τι θετικό προκύπτει από τους αγώνες για την αυτοδιαχείριση στο εδώ και στο τώρα και πως απαντούν σε αυτούς οι νεόκοποι θιασώτες του “vogliamo tutti”. Μετά λοιπόν, από μια συνεχή αλυσίδα λουκέτων στα εργοστάσια, σε μερικά από τα οποία ο ειδικός συσχετισμός συνδικαλιστικής δύναμης ήταν συντριπτικά υπέρ των «ταξικών δυνάμεων» και του ΠΑΜΕ, φτάνουμε στην προοπτική της απάντησης της αυτοδιαχείρισης στο κλείσιμο των παραγωγικών δομών που προτείνουν τα αφεντικά. 

Με την ανεργία λοιπόν να έχει φτάσει ήδη στο 30%, και χωρίς να προσμετρούμε την παγιωμένη επισφάλεια και την προσωρινή ανεργία, σε συνθήκες που οι δυνατότητες αναπαραγωγής της εργατικής τάξης έχουν πιάσει πάτο, η πρόταση για την αυτοδιαχείριση έρχεται ακριβώς να δικαιώσει το σχήμα της ρεαλιστικής ριζοσπαστικής πολιτικής με κατεύθυνση την επαναστατική ανατροπή τόσο σε νοηματικό όσο ακόμα και σε αισθητικό-ψυχολογικό σημείο. Πιο συγκεκριμένα, το πλαίσιο αυτοδιαχείρισης σε κλειστό εργοστάσιο δημιουργεί ξανά πεδίο ταξικής πάλης μεταφέροντας την αντίθεση ανάμεσα σε εργάτη-αφεντικό στην αντίθεση εργάτη-κράτους. Ουσιαστικά διατηρεί ένα επίπεδο ταξικής πάλης από εκεί που δεν θα υπήρχε κανένα, πέρα από τη νομική ζητιανιά των χρωστουμένων χωρίς κανένα εφόδιο πολιτικού-ταξικού εκβιασμού απέναντι στο χειρότερο αστικό-νομικό οπλοστάσιο της μεταπολίτευσης. 

Επιπλέον χωρίς να τρέφει αυταπάτες για μικροιδιοκτησία ή πλουτισμό, το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης, απαντά υπό όρους στο ζήτημα της αναπαραγωγής της τάξης ακόμα και μέσα σε καπιταλιστικά πλαίσια στις χειρότερες συνθήκες επίθεσης του κεφαλαίου, αποτελεί εργατική και κοινωνική αυτοάμυνα αλλά και εφαλτήριο για την κοινωνική αντεπίθεση. 

Ταυτόχρονα στο εσωτερικό του χώρου δουλειάς προεικονίζονται διαδικασίες και καταστάσεις από ένα απελευθερωμένο μέλλον καθώς η προοπτική του «χωρίς αφεντικό» αποτελεί το σχολείο για την κομμουνιστική χειραφέτηση. Οι συζητήσεις των εργατών, αναβαθμίζονται, ξεπερνούν τα συντεχνιακά ζητήματα και φτάνουν στο επίπεδο του ποιος ασκεί εξουσία, και πως αυτή πρέπει να ανατραπεί στο σύνολό της. Ταυτόχρονα έξω από τους εργατικούς χώρους στο διευρυμένο κοινωνικό πεδίο δίνεται μια κατεύθυνση αγώνα με ελπίδες για πλατύτερη ταξική συσπείρωση στη βάση της αυτοοργάνωσης και με αίτημα την αυτοδιαχείριση, διαμορφώνεται ένα λαϊκά κατανοητό πρόγραμμα με άμεσα οφέλη το οποίο ταυτόχρονα πυροδοτεί κρίσιμες απαντήσεις στην πιο χρήσιμη ερώτηση που μπορεί να θέσουν οι ίδιοι οι εργάτες στους εαυτούς τους: «τι χρειαζόμαστε τα αφεντικά»;

Το ζήτημα λοιπόν της «λαικής εξουσίας», ή της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης καλύτερα και του ελευθεριακού κομμουνισμού τότε και με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται από εγκεφαλικό πλάνο της «επαναστατικής πρωτοπορίας» σε βιωμένο σχέδιο διαλεκτικής αντίληψης μέσα στο εργατικό κίνημα για την διαμόρφωση ενός επαναστατικού κοινωνικού κινήματος. 

Στο δε ψυχολογικό επίπεδο θα ήταν μάλλον εκ των ων ουκ άνευ, να επισημάνουμε πόσο τεράστιας σημασίας για την εργατική τάξη θα ήταν η κατάκτηση κάποιων επιμέρους νικών στη σημερινή συγκυρία. 

Στο σημαντικότερο επίπεδο, οι επικριτές της πρότασης της αυτοδιαχείρισης αδυνατούν να συλλάβουν το ουσιωδέστερο ζήτημα το οποίο θίγει η όλη διαδικασία. Φυσικά όπως και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εργατικού αγώνα όπως παραδείγματος χάριν για την διάσωση κάποιας θέσης εργασίας, ή μια επαναπρόσληψη, το μέχρι σε πιο σημείο θα διαμορφωθεί η ταξική συνείδηση του υποκειμένου δεν υπάγεται σε κάποιο προκαθορισμένο νόμο της διαλεκτικής. Όμως η διαδικασία με την οποία διεξάγεται μια μάχη, τα μέσα πάλης δηλαδή μπορούν να αναδείξουν νέες διεξόδους, και να ανοίξουν νέες προοπτικές συνολικότερα. Η διαδικασία και τα μέσα πάλης που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη της αυτοδιαχείρισης, αλλά και το ίδιο το πρόταγμα, ακριβώς επειδή θίγει εμβρυακά το ζήτημα της ιδιοκτησίας σε υλικό επίπεδο αλλά συνολικά στο φαντασιακό, ανοίγει το δρόμο για μια σύγκρουση, η επιτυχής κατάληξη της οποίας διαμορφώνει τους όρους για τη σημαντικότερη αναβάθμιση της μάχης σε επίπεδο δυαδικής εξουσίας. Είναι στο χέρι του επαναστατικού κινήματος να μετατρέψει τα συμβούλια διαχείρισης των κατειλημμένων εργοστασίων σε πρόπλασμα του νέου κόσμου μέσα στα σπλάχνα του παλιού, να ξεδιπλωθεί η στρατηγική της οριστικής μάχης με το καπιταλιστικό υπάρχον, μέσα από τη γενίκευση της στράτευσης στο αγώνα για την ολιστική απαλλοτρίωση της αστικής τάξης. 

Δυστυχώς όποιος δεν αντιλαμβάνεται το βάθος αυτών των αγώνων, δεν αντιλαμβάνεται το βάθος των καιρών. Τα φληναφήματα μπαίνουνε βίαια στην άκρη. Οι «προβληματισμοί» ότι η αυτοδιαχείριση μπορεί να γεννήσει μικροαστική συνείδηση έχει λιγότερη βάση ακόμη και από τον ιστορικό προβληματισμό ότι η ανεργία γεννά το φασισμό. Γιατί τι δε λένε όλοι οι επικριτές της αυτοδιαχείρισης και της εργατικής χειραφέτησης; Ξεχνούν να μας πουν τι συμβαίνει όταν ηττώνται οι αγώνες, και ειδικότερα αγώνες που αφορούν σε παραγωγικές δομές που κλείνουν. Συρρικνώνεται η ίδια η παραγωγική βάση, εξαφανίζονται μαχητικά σωματεία, οι εργάτες πετιούνται σε μια διόλου προσωρινή ανεργία, στη χειρότερη περίπτωση εξαθλιώνονται και σκορπίζονται στις ετερόκλητες μάζες των ανέργων και των λουμπεν, στην καλύτερη παίρνουν μια μικρή αποζημίωση για να ανοίξουν κάποιου είδους ψιλικατζίδικο για να μπολιαστούν με την μικροαστική αντίληψη του μικροϊδιοκτήτη χωρίς καν να απολαμβάνουν κάποια κέρδη στη σημερινή συγκυρία όπου οι μικρομεσαίοι τσακίζονται επίσης από την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και την νέα κεφαλαιακή συσσώρευση. Η ήττα και η πικρία τους αποστοιχίζουν από τους επόμενους αγώνες, η απουσία ενός πεδίου πραγματικής πάλης για τα συμφέροντα τους, τους απομακρύνει από τα προωθημένα σχέδια των πρωτοποριών. Έννοιες όπως «ρεαλισμός», «ευρωπαϊσμός», «ρατσισμός», «ανταγωνισμός» κλπ θολώνουν την ταξική συνείδηση την μαραζώνουν, την νεκρώνουν. Να για ποιο πράγμα τελικά αγωνίζονται οι επικριτές της εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης είτε το κατανοούν είτε όχι. Να γιατί τελικά είτε το επιθυμούν είτε όχι παίρνουν τη θέση τους δίπλα στη λυκοσυμμαχία και γίνονται ένα μ’ αυτούς, τόσο που να μην μπορείς πια να τους ξεχωρίσεις. Κι αν η ηγεσία δείχνει αδύναμη ή απρόθυμη να αντιληφθεί τη σημαντικότητα των καταστάσεων για άλλη μια φορά είναι η βάση που πρέπει να αποστοιχηθεί από την λανθασμένη αντίληψη, και να σταθεί πρώτα-πρώτα στο πλάι των εργατών που αγωνίζονται να πάρουν στα χέρια τους την παραγωγή.

Ολοκληρώνοντας αυτόν τον κύκλο κριτικής στο πολιτικό φάσμα με αφορμή τη στάση του απέναντι στους αγώνες για την αυτοδιαχείριση και εν γένει την εργατική χειραφέτηση και την κοινωνική αυτοδιεύθυνση, θα πρέπει να αναφερθούμε και στο τόξο των απόψεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά κυρίως ομαδοποιήσεων και αντιλήψεων που προέρχονται από τον αναρχικό χώρο. 

Είναι γνωστό ότι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν γενικευμένες κατηγοριοποιήσεις πάνω στην πληθώρα αντιλήψεων που προέρχονται από πολιτικούς χώρους με διευρυμένα χαρακτηριστικά οργανωτικής ρευστότητας, σε βαθμό τέτοιο ώστε να μπορεί να παρατηρήσει κάποιος -με δόση υπερβολής- ότι κάθε ομάδα καλλιεργεί μια εντελώς ιδιαίτερη και υποκειμενική αντίληψη για το ένα ή το άλλο θέμα, σε αυτή την περίπτωση για το πρόταγμα της εργατικής αυτοδιαχείρισης. 

Για τον χώρο παρόλα αυτά του εξωκοινοβουλευτικού μαρξισμού τα πράγματα είναι πιο απλά. Η πεποίθηση επιβολής του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό, παρότι διαμορφώνει μια πρώτης τάξεως αντίφαση στην πράξη καθώς η όποια συσπείρωση αυτού του πολιτικού χώρου εκφράζεται στο κοινωνικό πεδίο και ελάχιστα έως και καθόλου στο κεντρικό πολιτικό ακολουθείται πιστά, συμπληρώνοντας την ιδεοληπτική αντίληψη του «μοναδικού ορθού», που οδηγεί σε αδιέξοδο καθώς δεν μπορεί να διακρίνει το κοινωνικά αναγκαίο και να το εντάξει σε μια ευρύτερη στρατηγική πέρα από το κομματικό-εκλογικό πρόγραμμα. 
Αυτή η αδυναμία οδηγεί στην κατεύθυνση και πάλι της συμμαχίας από-τα-πάνω με άλλες -και πάλι- πολιτικές δυνάμεις οι οποίες και δεν θέλουν και δεν μπορούν να συμπορευτούν με το εξωκοινοβούλιο καθώς αναπτύσσουν ένα πρόγραμμα το οποίο ή είναι εντελώς διαφορετικό ή καλύπτει καλύτερα τις ανάγκες του κομματικού μηχανισμού ή απλά έχει ήδη ξεπεράσει σε όγκο και ποιότητα την ίδια την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και των συνιστωσών της, ή της ΟΚΔΕ και των υπολοίπων χώρων της εκτός των τειχών αριστεράς. 

Με λίγα λόγια η στρατηγική του εξωκοινοβουλίου είναι να ελπίζει στην σύμπραξη -έστω ως κομπάρσος- με το ΚΚΕ το οποίο έχει πάρει θέση κάθετης άρνησης υποστήριξης των εγχειρημάτων εργατικής αυτοδιαχείρισης, ή να προσπαθεί να «επηρεάσει» το ΣΥΡΙΖΑ μέσω της σύμπραξης στα πρωτοβάθμια, ή απλά να ικανοποιήσει το πρόγραμμα του το οποίο μιλά μόνο για εθνικοποιήσεις και κρατικοποιήσεις και τοποθετεί τον εργατικό έλεγχο ως γαρνιτούρα, ως απλή διαδικαστική λειτουργία στο εσωτερικό των χώρων δουλειάς στη μετά-σοσιαλιστική πραγματικότητα. Αυτή όμως η στρατηγική που φοβάται την σύγκρουση με το ΚΚΕ, που τελικά επηρεάζεται αντί να επηρεάζει τον ΣΥΡΙΖΑ και αδυνατεί να βρει οποιονδήποτε χώρο που να ταυτίζεται με το εγκεφαλικό μακρόπνοο σχέδιο του επιτελείου της, είναι που μοιραία υποβαθμίζει τους αγώνες για την εργατική αυτοδιαχείριση, αποσυσπειρώνει τον κόσμο της σε σχέση με αυτούς και εν τέλει ακυρώνει στην πράξη της μεγαλόστομες και μεγαλόσχημες διακηρύξεις υποτιθέμενης αλληλεγγύης, στους αγώνες για την εργατική και κοινωνική χειραφέτηση. 

Την ώρα που ο κόσμος της εργασίας ψάχνει λύση για να διασωθεί από το ναυάγιο και την ολοκληρωτική καταστροφή, ελπίζοντας σε κάποιου είδους «ανεύθυνη αριστερά», που θα έβαζε φωτιά στα επιτελεία, και ο μικρότερος θύλακας της αριστερής σκέψης και πράξης το πρώτο που επιζητά είναι η τιτλοφόρησή του σε «υπεύθυνη δύναμη». Ξεχνούν ότι οι τέτοιου είδους εμβαπτισμένες υπευθυνότητες, όπως οι κατατεθειμένοι «προβληματισμοί» για την αυτοδιαχείριση σπρώχνουν διαρκώς την αντίληψη της τάξης προς τα δεξιά, δεν είναι τυχαίο ότι τα σκήπτρα της «υπεύθυνης αριστεράς» κρατά η συμμορία του Κουβέλη, και οι εργαζόμενοι έχουν μπουχτίσει από κουβέληδες. 

Στο πιο δύσκολο κομμάτι και υπό τον φόβο των άστοχων γενικεύσεων θα προσπαθήσω την κατηγοριοποίηση των αντιλήψεων που προέρχονται από την αντιεξουσιαστική σκέψη. 
Σε αυτό το σημείο το ύφος της ανάλυσης πρέπει να αλλάξει και να μεταφερθεί το βάρος του κριτηρίου της κριτικής από την πολιτική αντίθεση στην ταξική σύνθεση. Αυτή η αλλαγή στα εργαλεία ανάλυσης πρέπει να συμβεί για να έχουμε κάποιες πιθανότητες να αποκωδικοποιήσουμε την ασύλληπτη αντίφαση του γεγονότος ότι πολλοί αντιεξουσιαστές, ή ακόμα και «αναρχοσυνδικαλιστές» (!) στέκονται απέναντι σε έναν από τους βασικούς πυλώνες συγκρότησης της ελευθεριακής σκέψης, την εργατική αυτοδιαχείριση. Ο πολιτικός επηρεασμός ακόμα και κομματιών του αναρχικού χώρου από τη σταλινική και τριτοδιεθνιστική αντίληψη της ιστορίας, της πάλης, και της καθημερινής ζωής μπορεί να ισχύει σε κάποιον βαθμό [παρότι ο αναρχικός χώρος έχει δείξει ταυτόχρονα τα καλύτερα αντανακλαστικά άρνησης αυτής της αντίληψης], αλλά δεν μπορεί από μόνος του να εξηγήσει την στάση αυτών των κομματιών, παρά μόνο ίσως κάποιων «αναρχοσυνδικαλιστών». 

Μια πρώτη παρατήρηση πάντως επιβεβαιωτική της διείσδυσης της μαρξιστο-λενινιστικής αντίληψης στο σώμα του αναρχισμού έχει να κάνει με το παράδειγμα του τρόπου αντίληψης της έννοιας του ρεφορμισμού από την πλειοψηφία του αναρχικού χώρου. Συγκεκριμένα η επιβολή του πολιτικού πάνω στο κοινωνικό αφορά αυτό το παράδειγμα, όπου οι αναρχικοί σύντροφοι προσμετρούν τον ρεφορμισμό μόνο με την πολιτική του σημασία δηλαδή ως μεταρρυθμισμό, χρησιμοποιώντας ως μοναδικό σχεδόν κριτήριο την επιθυμία σύγκρουσης, την στάση απέναντι στη βία, τη δυναμική των σχημάτων και την απτή ένδειξη επαναστατικού βολονταρισμού. Κάτω όμως από αυτή την ανάλυση κρύβεται θαμμένη μια απρόσμενη πραγματικότητα που αλλοιώνει πολύ τη σκέψη και τη δράση των δρώντων υποκειμένων. Πρόκειται για την άρνηση προσμέτρησης του ρεφορμισμού με βάση το κοινωνικό κριτήριο, δηλαδή της συνεργασίας των τάξεων, και ειδικότερα της συνεργασίας των τάξεων στη βάση, ώστε να επιτευχθεί και η συνεργασία σε πολλά επίπεδα και να καταστεί εφικτός ο στόχος της μεταρρύθμισης αφού έχει εδραιώσει αυτή την αναγκαία προϋπόθεση. Δεν υπάρχει λοιπόν διευρυμένο το κριτήριο της ταξικής σύνθεσης μέσα στον αναρχικό χώρο. Έτσι στην ίδια συνέλευση μπορεί να συμμετέχουν εργάτες, άνεργοι, μικροκαταστηματάρχες, ακόμα και άνθρωποι που έχουν επιχειρήσεις με υπαλλήλους σε πιο ακραίες περιπτώσεις σχηματισμών που έχουν αποθεώσει την μετα-βιομηχανική αντίληψη, ή πιο απλά νεολαίοι με μεσο-αστική ακόμα και μεγαλοαστική καταγωγή. Πρόκειται για έναν ρεφορμισμό από τα κάτω, στη βάση. Κι αυτή η ελλειπτικότητα αντίληψης οδηγεί στην αποθέωση των πολιτικών κριτηρίων. Επειδή όμως ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου δεν επιθυμεί να παράξει πολιτική και ειδικά κεντρικού επιπέδου μετατρέπει την πολιτική σε ιδεολογία, δηλαδή σε κούφια πολιτική, σε φαντασιακή θέσμιση μιας κοινότητας που τη συγκροτεί ο συμπεριφορισμός και οι «κοινωνικές σχέσεις» παρά τα κοινά ταξικά συμφέροντα. Πίσω από το life style της underground κουλτούρας κρύβονται επιμελώς οι ίδιες, οι κυρίαρχες ταξικές διαφοροποιήσεις, πίσω από τις διάφορες εναλλακτικές σχέσεις και συμπεριφορές κρύβεται η θλίψη της τελικής αναπαραγωγής του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής. Μισθωτή εργασία, και άνεργη σκλαβιά για κάποιους, αντι-καταναλωτική ισορροπία και άρνηση εργασίας για άλλους. 

Τρεις ιδιαίτερες στάσεις και αντιλήψεις μπορούμε να αντιληφθούμε να ξεπηδούν από τον αναρχικό χώρο. Και οι τρεις προκύπτουν ως λογική συνέπεια της ταξικής σύνθεσης των ομαδοποιήσεων που τις επικοινωνούν. Συγκροτούνται με βάση το πια ταξική θέση και αντίληψη έχει τους συσχετισμούς και επηρεάζει την πολιτική [ή ιδεολογική] κατεύθυνση των συλλογικοτήτων των αναρχικών. Καθεμιά από τις τρεις αυτές κατηγορίες ταυτίζονται επίσης με τα τρία βασικά κοινωνικά στρώματα που εμφανίζονται στις δυτικές κοινωνίες και απηχούν τις ιδιαίτερες αντιλήψεις που αυτές φέρουν. 

Οι αναρχικές ή αυτόνομες συλλογικότητες η ταξική σύνθεση των οποίων είναι μπολιασμένη με μεσοαστικά στοιχεία έχει δώσει μια πληθώρα θεωρητικών σχηματισμών οι οποίοι ως κοινό τόπο έχουν την «υπέρβαση των ταξικών διαχωρισμών» και την συσπείρωση σε κάποια νέα βάση. Λογική συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι οι αποστοίχιση από τους εργατικούς αγώνες ακόμα και από αυτούς οι οποίοι δεν έχουν συντεχνιακά χαρακτηριστικά και θέτουν την εργατική αυτοδιαχείριση δηλαδή μια κορυφαία μορφή της κοινωνικής χειραφέτησης επί τάπητος. 

Πρόκειται για την αποστροφή της εργασίας και της ταυτότητας του υποκειμένου της που ενοποιεί την αστική τάξη απλά από «αντιεξουσιαστική» σκοπιά. Αρκεί να αντιλαμβάνεται κανείς τον αντιεξουσιασμό ως «φουκωικό αντιολοκληρωτισμό», ή απλά ως «εκσυγχρονισμένη κοινωνική μεταρρυθμιστική αντιπολίτευση βάσης στον μετα-βιομηχανικό καπιταλισμό», σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες "αφηγήσεις". 

Σε αυτή τη μήτρα σκέψης στριμώχνονται οι πιο αντιθετικές παραστάσεις αντίστασης, οι οποίες πολλές φορές έρχονται ακόμη και σε σύγκρουση μεταξύ τους. Από τα μεσοαστικά στρώματα θα προέλθει ο «εναλλακτισμός» ως τρόπος βίωσης της ζωής τάχα έξω από την αισθητική του καπιταλισμού αλλά μέσα από την ουσία των παραγωγικών σχέσεων που φέρει αυτός και το κάθε άτομο ξεχωριστά. Αλλά ακριβώς και πάλι από τους «μεσοαστικούς προβληματισμούς σε κρίση» θα προέλθει και η εγωπαθής μηδενιστική τάση που θα αποθεώσει την γελοιότητα της «άρνησης της εργασίας». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι περισσότεροι «αρνητές εργασίας» είναι συνήθως άτομα που δεν δούλεψαν ποτέ. Κι αυτό δεν είναι καθόλου παράλογο. Οι γόνοι των μεσοαστικών οικογενειών που βρίσκονται σε κρίση και εκπέφτουν από την εποχή της προηγούμενης ευμάρειας θεωρούν υποχώρηση αν όχι προσβολή την προοπτική της εργασίας, ειδικότερα όταν πρόκειται για μια εργασία που δεν ανταποκρίνεται στις περίφημες και ακριβοπληρωμένες σπουδές τους ή δεν βρίσκεται σε μια σχετική αντιστοιχία με τα εισοδήματα της οικογενείας. Κάπως έτσι η «άρνηση εργασίας» και η δομική αποστοίχιση από τον κόσμο της εργασίας και τους αγώνες του για χειραφέτηση, αυτοδιαχείριση και ελευθερία παίρνει τη θέση της ως απλά μια πιο μειοψηφική και ίσως πιο παράτολμη επιλογή σε σχέση με την κυρίαρχη «λύση» της αστικής κουλτούρας, την απόδραση δηλαδή στο εξωτερικό.

Από την άλλη μεριά μια δεύτερη κατηγοριοποίηση έχει να κάνει με την μικροαστική αναρχία, την οποία συγκροτούν ομάδες στις οποίες είτε η ταξική σύνθεση ταυτίζεται πιο εύκολα με τους ελεύθερους επαγγελματίες, και άλλα μικροαστικά στρώματα ή απλά πρόκειται για μεσοαστούς με πιο οξυμμένη και πιο κοινωνική πολιτική θεώρηση. Ή ακόμα, [για να ειπωθεί και αυτό] πρόκειται για κόσμο ο οποίος παρότι μπορεί να ανήκει στα κατώτερα στρώματα παπαγαλίζει αρχές και αξίες που προέρχονται από την αστική νοοτροπία, ακριβώς όπως γίνεται και στην μακροκοινωνική κυρίαρχη παράσταση. 

Η μικροαστική αυτή αντίληψη είναι που πατάει -όπως συμβαίνει και μακροκοινωνικά- σε δυο βάρκες. Από τη μία υποστηρίζει τα εγχειρήματα της αυτοδιαχείρισης και εργατικής χειραφέτησης, τα πετσοκόβει όμως πρώτα επιμελώς από τα συνολικά δηλαδή τα εν δυνάμει ανατρεπτικά χαρακτηριστικά τους, τόσο όσο αφορά την ταυτότητα των δρώντων υποκειμένων, όσο και το περιεχόμενο της τελικής στόχευσης. 

Από αυτή τη μήτρα σκέψης θα προκύψουν τα θεωρητικά σχήματα που θα αποθεώσουν τη μερικότητα, το μικρο-, τη νησίδα ως τέτοια, θα την αποκόψουν από το σύνολο της παραδειγματικής της δυναμικής για την τάξη θα την μετατρέψουν σε μια «απελευθερωμένη νησίδα» που από μόνη της σημαίνει τα πάντα. Είναι η μεταφορά του κυρίαρχου μικροαστισμού του μικροκαταστηματάρχη στην αντιεξουσιαστική αντίληψη. Ταυτόχρονα προσπαθώντας να «επιδιορθώσουν» αυτήν την ξεκάθαρη αποστοίχιση από την επαναστατική και ριζοσπαστική παράδοση και πρακτική θα καταφύγουν στη θεωρητικοποίηση της στάσης αυτής. Θα βρουν καταφύγιο ώστε να προστατέψουν αυτόν τον αναποδογυρισμένο ρεφορμισμό κάπου ανάμεσα στο Μάη του ’68 και τον Holloway, στο μεσοδιάστημα του Negri του ’77 και του Negri της «Αυτοκρατορίας», όπου ακόμα και σε επίπεδο «ταυτότητας» ο εργάτης διαμορφώνεται σε ένα πολύχρωμο «πλήθος». Η ίδια αντίληψη είναι αυτή που θα γεμίζει τις άδειες σελίδες των επικριτών της εργατικής αυτοδιαχείρισης και της αυτόνομης χειραφέτησης της τάξης με κριτικά επιχειρήματα για την μικροαστική βάση του εγχειρήματος. 

Φυσικά οι κριτικές ήταν έτοιμες να γραφούν από καιρό, τώρα απλά χρησιμοποιούν τον αδύναμο κρίκο της κουλτούρας της αυτοδιαχείρισης για να έχει κάποια βάση η κριτική τους. Αυτή η στάση δίνει βάση στα τσακάλια της Αριστεράς να μιλούν για Οουενισμό και άλλα παραμύθια. 

Κι όμως ακόμη και μέσα σε αυτή την τόσο αλλοπρόσαλλη κατάσταση μέσα από τον αναρχικό χώρο 
που μετατρέπεται σε κοινωνικό κίνημα και τις συμμαχίες που αυτό θα γεννήσει μπορεί κανείς να περιμένει καλύτερες αναλύσεις, καλύτερες θέσεις μάχης, και πιο ουσιώδης μάχες καθαυτό. 

Η τρίτη τάση στην οποία όχι μόνο συσπειρώνονται τα περισσότερα σύγχρονα προλεταριακά στοιχεία (άνεργοι, επισφαλείς εργαζόμενοι, φτωχοί, εργαζόμενοι σε συνεταιρισμούς) αλλά -το σημαντικότερο- άσχετα με την ιδιαίτερη ταξική προέλευση του κάθε ανθρώπου καταφέρνει να εκφράζει σε πολιτικό επίπεδο τα συμφέροντα και την κουλτούρα των εργατών και των ανέργων, των φτωχών και όχι των μεσοαστικών προβληματισμών. 

Αυτή η τάση δυναμώνει μέρα με τη μέρα, βγαίνει από το λήθαργο στη οποία την είχε καταδικάσει η πρόσκαιρη δανεισμένη ευμάρεια, και η πολιτική της συνθηκολόγησης όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Η κρίση καταδεικνύει την αναγκαιότητα τόσο των σκοπών όσο και των μέσων της για τους καταπιεσμένους ενώ ταυτόχρονα η συσπείρωση εργαζομένων γύρω από τις θέσεις της, δηλαδή σε θέσεις ουσιαστικής και πολιτικής μάχης με το κράτος και το κεφάλαιο καταδεικνύει ότι η τάση χειραφέτησης και αυτοδιαχείρισης είναι ένα καλά ριζωμένο ένστικτο της εργατικής τάξης. Είναι η τάση που συγκροτούν διάφορες ομάδες είτε αναρχικές-αναρχοκομμουνιστικές, είτε καταληψίες, είτε εργατικές συλλογικότητες, είτε επαναστατών μαρξιστών, είναι η δυναμική της επαναστατικής διαλεκτικής στην υπηρεσία των φτωχών και των καταπιεσμένων. Είναι η τάση διαμόρφωσης ενός εφικτού, πολιτικά διαπραγματεύσιμου και λαϊκά κατανοητού σχεδίου που στον πυρήνα της σκέψης του εκτρέφει ασίγαστα το όραμα του ελευθεριακού κομμουνισμού, προσπαθώντας παράλληλα να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη την αντίληψής του: άμεση δημοκρατία, αυτοοργάνωση, αυτοδιαχείριση, ισότητα, κοινοκτημοσύνη. 

Είναι το συνειδητοποιημένο εκείνο κομμάτι που όντας μέρος της εργατικής τάξης στέκεται απέναντι στη λυκοσυμμαχία των προθύμων είτε πρόκειται κυρίως για το σύνολο των εκμεταλλευτών και βασανιστών του λαού, των κυβερνητών των ντόπιων και ξένων κυβερνητικών καθαρμάτων, είτε πρόκειται για τους πονηρούς μεσολαβητές του ΣΥΡΙΖΑ, των κομιστών των σωτηρίων νομοσχεδίων, είτε πρόκειται για τους όψιμους ιδεολόγους-επαναστάτες αλλά κατά βάση βουλευτοφύλακες του ΚΚΕ, είτε πρόκειται για όλους τους υπόλοιπους ότι χρώμα κι αν φέρουν οι οποίοι κριτικάρουν «καλόβουλα» τις πράξεις αντίστασης, χειραφέτησης και αυτοδιαχείρισης, καθώς τις θεωρούν αντιπαραθετικές στα «γραφεία αλληλοβοηθείας εβραίων» που στήνουν ως σωτήριο μέτρο αυτοί οι ραβίνο της πολιτικής που σιγοψυθιρίζουν στα αυτιά των εγκλείστων πως «δεν ήρθε η ώρα ακόμη». Αυτό που δεν έχουν καταλάβει προφανώς είναι ότι οι καπνοί από τα λιωμένα πτώματα των εργαζομένων έχουν ήδη αρχίσει να μαυρίζουν τους ουρανούς πάνω από τα σύγχρονα σαπωνοποιεία των όπου γης «Άουσβιτς-Μπίρκεναου».

1 σχόλιο:

  1. Μερικά αποσπάσματα από την "Βιομηχανική κολλεκτιβοποίηση κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης" σε μετάφραση του Θ Σάρα, που θα βοηθήσουν στην κατανόηση των δυσκολιών, άρα και των μικρών ενστάσεων, στα σημερινά εγχειρήματα.
    Είναι σημαντικό να εξετάσουμε τον δύσκολο ρόλο που έπρεπε να παίξει η CNT και να αγκαλιάσει το κίνημα της κοινωνικοποίησης στην Ισπανία, για να μην γίνει καρικατούρα επανάστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

    "... Ένα μανιφέστο του Συνδικάτου της βιομηχανίας ξύλου που τυπώθηκε το Δεκέμβρη του 36 (στην Ισπανία) τονίζει την απουσία συντονισμού και αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργάτες των διαφορετικών βιομηχανιών και εργοστασίων θα οδηγούσε σε μία κατάσταση όπου οι εργάτες στις πιο ευνοημένες και επιτυχημένες βιομηχανίες θα γινόταν οι νέοι προνομιούχοι, αφήνοντας πίσω εκείνους χωρίς πρώτες ύλες στις δυσκολίες τους, και αυτό με τη σειρά του θα οδηγούσε στη δημιουργία δύο τάξεων: “των νέων πλούσιων και των πάντα φτωχών-φτωχών...”

    "Μπροστά σε αυτή την επίδραση έγιναν μεγάλες προσπάθειες από τις κολλεκτίβες να μην ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τα κέρδη αλλά και να μοιράζονται τις υπεραξίες κατά μήκος όλων των βιομηχανιών"
    Η επανάσταση στην ύπαιθρο ήταν πιο προχωρημένη από τις κολλεκτιβοποιήσεις που έλαβαν χώρα στις βιομηχανικές περιοχές. Πολλές από τις αγροτικές κολλεκτίβες πέτυχαν να φτάσουν το στάδιο του ελευθεριακού κομμουνισμού, λειτουργώντας με την αρχή “από τον καθένα ανάλογα με την ικανότητα του στον καθένα σύμφωνα με την ανάγκη του” Τόσο η κατανάλωση όσο και η παραγωγή κοινωνικοποιήθηκαν. “Σε αυτές δε συναντούσες διαφορετικά υλικά στάνταρντ της ζωής ή ανταμοιβές, ούτε συγκρουόμενα συμφέροντα περισσότερο ή λιγότερο χωρισμένων ομάδων” Αυτό δε συνέβαινε με την περίπτωση της κολλεκτιβοποίησης στους χώρους εργασίας μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, στους εργάτες που λειτουργούσαν εργοστάσια, και πωλούσαν αγαθά και μοιραζόταν τα κέρδη. Αυτό οδήγησε τον Gastov Leval να περιγράψει τις βιομηχανικές κολλεκτίβες ως ένα είδος “εργαζόμενων νεο-καπιταλιστών, μία αυτοδιαχείριση που πατούσε στις δύο βάρκες καπιταλισμού και σοσιαλισμού, που υποστηρίζουμε ότι δεν θα είχε συμβεί εάν η επανάσταση ήταν ικανή να επεκταθεί εξ ολοκλήρου κάτω από την καθοδήγηση των Συνδικάτων
    "

    "Προκειμένου να επιτευχθεί ο ελευθεριακός κομμουνισμός με την παραγωγή να βασίζεται στην ανάγκη και την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής καθώς και αυτό που παράγεται ήταν αναγκαίο να αντικαταστήσει ολόκληρο το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα με μία εναλλακτική κοινωνικοποιημένη οικονομία βασισμένη στην ομοσπονδιακή ενότητα όλης της εργατικής δύναμης, όπως και ένας τρόπος να παίρνονται συλλογικές αποφάσεις για ολόκληρη την οικονομία. Αυτό απαιτούσε την εγκατάσταση εργατικών συνεδρίων και μία ομοσπονδιακή δομή συντονισμού που θα μπορούσε να ενοποιήσει τις κολλεκτίβες όλης της χώρας και θα επέτρεπε τον αποδοτικό συντονισμό και σχεδιασμό της οικονομίας ως όλου. Αυτό το νέο σύστημα οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης πρέπει να αντικαταστήσει την κυβέρνηση και την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς"

    ΑπάντησηΔιαγραφή