«Ο βασικός σκοπός μιας επανάστασης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου,
και όχι η ερμηνεία ή η εφαρμογή κάποιας αφηρημένης ιδεολογίας».
[Jean Genet]
Η ιστορία της Ισπανικής Επανάστασης μοιάζει θαρρώ με μια χούφτα άμμο. Όσο κι αν προσπαθείς να σώσεις έστω και μερικούς κόκκους από την πολύτιμη κληρονομιά της, αυτοί βρίσκουν τον τρόπο και γλιστράνε μέσα από τα χέρια της ανθρωπότητας.
Σε αυτό το συμπέρασμα με οδήγησε μια ακολουθία παρατηρήσεων. Πρώτα απ’ όλα η απέραντη σιωπή που βασίλευε επί δεκαετίες γύρω από το θέμα. Μια μυστήρια -ιστοριογραφική και όχι μόνο- σιωπή, βοηθούσε να πυκνώνουν τα σύννεφα άγνοιας γύρω από τα όσα εξελίχθηκαν στην καρδιά των χρόνων του μεσοπολέμου σε ένα κομμάτι γης από αυτό που ονομάστηκε Ιβηρική Χερσόνησος.
Κι αν τα χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο, δικαιολογούσαν μέχρι ενός σημείου αυτή την ιδιόμορφη σιωπή, η συνέχισή της και μετά την ισπανική μεταπολίτευση επανατοποθετούσε το ερώτημα σε νέες βάσεις, ειδικότερα μετά τη σχεδόν καθολική συναίνεση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που απέσπασε το νέο δημοκρατικό καθεστώς και αφορούσε την τήρηση της “omerta” γύρω από θέματα που αφορούν στον «εμφύλιο πόλεμο».
Αυτή η προβληματική αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο σε ότι αφορά τις δημοσιεύσεις γύρω από το θέμα στην Ελλάδα. Από τον μεγάλο όγκο, που τα τελευταία χρόνια μόνο κατόρθωσε να δει το φως της δημοσιότητας, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μόνο μερικές δεκάδες τίτλοι έχουν καταφέρει να βρουν την ελληνική τους μετάφραση τα τελευταία 35 χρόνια. Αυτή η κατάσταση μοιάζει αντιφατική εάν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε άλλο παρά μικρό ήταν -και είναι- το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τα μεγάλα γεγονότα, τους πολέμους, τα πειράματα και τις επαναστάσεις, του προηγούμενου αιώνα. Το καταμαρτυρούν άλλωστε οι χιλιάδες τίτλοι που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα.
Η Ισπανική Επανάσταση νομίζω ξεφεύγει από αυτό τον κανόνα, και όχι τυχαία. Η Ισπανική Επανάσταση, είναι, να το πούμε έτσι, «το κακό παιδί των επαναστάσεων». Πρώτα απ’ όλα δεν χωρά σε κανέναν άξονα του μεταπολεμικού-ψυχροπολεμικού κόσμου. Κανένα στρατόπεδο όσο «φιλελεύθερο» ή «επιστημονικά σοσιαλιστικό» κι αν δήλωνε δεν ήθελε να την θυμάται. Ακριβώς γιατί οι επαναστάτες που πήραν μέρος στη σύγκρουση των χρόνων μεταξύ 1936-1939, και στην ανοικοδόμηση της ζωής μέσα σε συνθήκες πολέμου μισούσαν βαθιά όλα τα στρατόπεδα, καθώς επίσης και την στρατοπεδευμένη γνώση που αυτά φέρουν μαζί τους.
Η παρουσία του Ισπανικού Αναρχικού Κινήματος, όχι ως μια αμελητέα ποσότητα, αλλά ως μια ριζωμένη λαϊκή κουλτούρα χειραφέτησης, δεν επέτρεψε κανενός είδους ιστοριογραφικό «μοντάζ», στις μονταζιέρες των παραγωγών προκατασκευασμένων ιστορικών αφηγήσεων. Αν και δεν έλειψαν οι απόπειρες μιας προκρούστειας λύσης, ώστε να καταγραφούν όσα χωράνε και να αποσιωπηθούν όσα ξεφεύγουν από τα κυρίαρχα πλαίσια διαμόρφωσης αντίληψης για τον κόσμο.
Τί όμως ήταν τελικά αυτό το οποίο δεν μπορούσε να ειπωθεί; Που για όλους τους εξουσιαστικούς θεσμούς θα ήταν καλύτερο να μείνει σε μια ξεχασμένη ρωγμή του χρόνου, ως μια ανέφικτη ουτοπία ή σαν έναν ξεγέλασμα των καιρών;
Ήταν απ’ ότι μπορούμε να πούμε εκμεταλλευόμενοι την ασφάλεια της απόστασης από τα γεγονότα, ο ίδιος ο σκοπός της Ισπανικής Επανάστασης, καθώς επίσης και τα μέσα, οι διαδικασίες και οι τρόποι με τους οποίους προσπάθησαν να την ξεγεννήσουν οι καταπιεσμένοι.
Στην Ισπανία η Επανάσταση δεν εμφανίστηκε ως μια τυχοδιώκτρια που μπαλώνει απλά τα κενά των προηγούμενων συγκρούσεων σε επίπεδο εξουσίας.
Ήρθε όσο πιο συνειδητά μπορεί να έρθει μια διαδικασία που μιλά για έναν άλλο κόσμο, για μια ολότελα διαφορετική ζωή, αφού είχε επωαστεί για χρόνια περισσότερο στις καρδιές παρά στα μυαλά των φτωχών. Είχε προλάβει να θρέψει μερικές γενιές μετά από εκείνο το μυθιστορηματικό ταξίδι του Faneli κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί κι ως το «πέταγμα της πεταλούδας» για το επαναστατικό κίνημα της Ισπανίας.
Η Επανάσταση στην Ισπανία είχε συνείδηση του εαυτού της. Αυτό σημαίνει ότι γνώριζε ότι θα έχει να διαβεί τον δύσκολο δρόμο, αυτόν που παίρνει όποιος θέλει να μιλήσει για τον άνθρωπο και έχει οδηγό τον ίδιο τον άνθρωπο. Η Επανάσταση ήθελε να καλυτερέψει τις ζωές των ανθρώπων, με κριτήριο όμως τους ίδιους τους ανθρώπους και τι μπορούν να κάνουν αυτοί για τους εαυτούς τους, και αυτό την κάνει εντελώς ιδιαίτερη. Στην Ισπανία δεν υπήρξε θεός να ορίσει τη ζωή των ανθρώπων, οι δούλοι του μοναχά που βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη της σύγκρουσης. Στην Ισπανία δεν υπήρξαν ούτε οι μεγάλες ιστορικές νομοτέλειες να βάλουν τη ζωή στο σωστό κανάλι, οι οπαδοί τους μοναχά, που βρέθηκαν επίσης έμμεσα στην αντίπερα όχθη.
Η Ισπανική Επανάσταση, πυροδοτημένη από την ανάγκη, έγινε από φτωχούς ανθρώπους, χωρίς την καθοδήγηση από τους διανοούμενους και τη «δεσποτεία» των επαγγελματικών στελεχών. Στηρίχτηκε ολόψυχα από τους ανδαλουσιανούς «χιλιαστές» αγρότες της «Ιδέας» που αγαπούσαν τη γη όχι όμως τα σύρματα που την χωρίζουν, και τους μπαρουτοκαπνισμένους καταλανούς αναρχικούς εργάτες που ξέρανε ότι το να πάρουν τα εργοστάσια στα χέρια τους, είναι αναγκαία προϋπόθεση για μια καλύτερη και πιο λεύτερη ζωή, όμως ήξεραν ήδη, ότι ποτέ δεν θα είναι πραγματικά ελεύθεροι εάν δεν προσπαθήσουν να λύσουν όλα τα προβλήματα που γεννούν οι σχέσεις εξουσίας μέσα στην κοινωνία. Με αυτό το δυναμικό η Ισπανική Επανάσταση δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει απλά και μόνο για να ερμηνεύσει ή να εφαρμόσει ένα κλειστό ιδεολογικό σχήμα. Δεν θα μπορούσε επίσης να είναι απλά «φιλελεύθερη» σε έναν κόσμο που θρέφει την ανισότητα, γι’ αυτό ήταν ελευθεριακή.
Σήμερα έχουν περάσει 76 ολόκληρα χρόνια από την ημερομηνία έναρξης της Ισπανικής Επανάστασης, και φαίνεται ότι όπως θα έλεγε και ο Sousa Santos «το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν παλιά» . Όλα μοιάζουν να δικαιώνουν αυτή την αποστροφή, την οποία οι νικητές έτρεξαν πρόσφατα να ανακηρύξουν ως «τέλος της ιστορίας». Αυτή η αλαζονεία εάν δικαιολογείται από κάπου είναι από τη δύναμη που έχει σήμερα ο καπιταλισμός να ελέγχει τα όρια της σκέψης για το πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος αύριο.
Είναι γεγονός ότι τα χειραφετητικά κινήματα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την προοπτική ενατένισης ενός διαφορετικού αυριανού κόσμου.
Σήμερα όμως παρατηρούμε, ότι οι λόγοι που έκαναν τους παλιούς επαναστάτες να αγωνίζονται είναι παρόντες και μάλιστα ακέραιοι. Οι ανισότητες βαθαίνουν, μαζί τους ζυμώνονται διαρκώς και τα υλικά τα οποία θα χρησιμοποιήσουν οι καταπιεσμένοι σε ολόκληρο τον κόσμο για να αντισταθούν στη βαρβαρότητα, την αδικία, την ανισότητα.
Και κάπου εδώ αυτό το βιβλίο ξαναγίνεται σύγχρονο. Παίρνει ξανά τη θέση του σαν μια ιστορία που θα μπορούσε να εξιστορεί σήμερα ένας ανθρακωρύχος από τις Αστούριες. Επίσης αναδεικνύει τη χρησιμότητα του, που δεν είναι άλλη από το να θυμίσει τα καλύτερα από τα υλικά της επανάστασης που διάλεξαν οι επαναστάτες του προηγούμενου καιρού, ώστε να οραματιστούν μια κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης, σε όλα τα επίπεδα, με βάση τον άνθρωπο.
Να υπενθυμίσει ότι πάντοτε υπήρχαν -και υπάρχουν- άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι ικανοί να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, να ζήσουν χωρίς αφεντικό, χωρίς κυβερνήτη, χωρίς θεό -μπας και ξεφορτωθούν και τον παπά μαζί του-, χωρίς αρχηγό, χωρίς γραφειοκράτη, χωρίς κίτρινους συνδικαλιστές, χωρίς πέμπτες φάλαγγες, ότι χωρίς όλους αυτούς, η κοινωνία είναι ικανή να μεταμορφώσει τον ίδιο τον εαυτό της σε μια νέα κατάσταση που θα εκλείψει η εκμετάλλευση και η καταπίεση, ώστε να αναβλύσει η ελευθερία σε όλα τα επίπεδα.
Αυτή τη θρυμματισμένη εικόνα, μιας ανολοκλήρωτης ελευθερίας μας φέρνει ο Abel Paz, μέσα από το «ταξίδι στο παρελθόν», μέσα από την αναμόχλευση των αναμνήσεων μιας ζωής, που βιώθηκε πάνω στις αξίες και τις λέξεις που δίνουν πνοή σε αυτό το βιβλίο. Αυτή την ανάμνηση της ζωντανής εμπειρίας έρχεται να απιθώσει στα χέρια των αναγκών του παρόντος το υπέροχο βιβλίο του Paz. Είναι ότι πολυτιμότερο έχει να δώσει το παλιό κίνημα στο καινούργιο, είναι η ψυχή, ο λογισμός και το όνειρο, που μπορεί να ξαναζωντανέψει, ειδικά σε αυτές τις αποτρόπαιες συνθήκες του καλλιεργούμενου μίσους για τον άνθρωπο, την απαραίτητη φαντασία με την οποία θα διαδηλώσουμε την ελπίδα, ότι μπορεί να δικαιωθεί το παρελθόν μόνο σε ένα μελλοντικό βασίλειο ελευθερίας.
Το βιβλίο αυτό εκτός από την ιστορία που περιγράφει έχει για εμάς και μια δική του ιδιαίτερη ιστορία, ειδικά η δεύτερη αυτή έκδοση του, που αποτελεί την πρώτη εκδοτική απόπειρα των Συνεργατικών Εκδόσεων «Κουρσάλ[1]». Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσπαθούμε αυτή την έκδοση εδώ και αρκετό καιρό, αλλά εξ’ αιτίας προβλημάτων που μπορούν να υποθέσουν όσοι έχουν εμπλακεί σε κινηματικές διαδικασίες μόνο τώρα έγινε κατορθωτό να φτάσει στο τυπογραφείο. Για εμάς που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε αυτό το νέο εκδοτικό εγχείρημα, το βιβλίο αυτό σημαίνει ακόμα περισσότερα, καθώς αισθανόμαστε ότι συμμετέχουμε ως άλλος ένας κρίκος στην δύσκολη διαδικασία διάσωσης της μνήμης και της ελευθεριακής κληρονομιάς.
Προσπαθούμε να πιάσουμε το νήμα του ονείρου της ομάδας των “Solidarios”, να γεμίσουν δηλαδή οι πόλεις με ελευθεριακές εκδόσεις και βιβλιοθήκες, και αλλάζοντας τόπο και χρόνο να συναντήσουμε τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» του Χρ. Κωνσταντινίδη, που άνοιξε το δρόμο στη δύσκολη περίοδο της μεταπολίτευσης για τη διάσωση και διάδοση των ελευθεριακών ιδεών, και να μοιραστούμε το στοίχημα αυτό με τους υπόλοιπους συντρόφους που το φέρουν σε πέρας τα τελευταία χρόνια μέσα από παρόμοια εγχειρήματα. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που καταφέραμε να επανεκδώσουμε ένα βιβλίο που την πρώτη του έκδοση είχε αναλάβει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αναρχικές εφημερίδες, η εβδομαδιαία εφημερίδα «Άλφα», και προσπαθούμε να συμπληρώσουμε το έργο που είχε αφήσει στη μέση, την διάχυση της πολιτικής αντίληψης του κοινωνικού αναρχισμού.
Τέλος νοιώθουμε έστω και με μια δόση αυταπάτης ότι κατορθώσαμε έστω και για λίγο με την επανέκδοση του βιβλίου του Abel Paz “Viaje al Pasado” να κρατήσουμε στη χούφτα μας έστω και για λίγο μερικούς από τους χρυσαφένιους κόκκους της ιστορίας της Ισπανικής Επανάστασης, η οποία θα συνεχίσει να ξεφεύγει από τα χέρια μας γιατί αυτή είναι η μοίρα των πραγματικών επαναστάσεων που δεν βάλτωσαν στη στασιμότητα, η κίνηση, η ζωή η εξέλιξη.
Άρης Τσιούμας
για τις εκδόσεις «Κουρσάλ»
Σεπτέμβρης 2012
[1] To «Κουρσάλ», ήταν το όνομα του πρώτου πλωτού κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος λειτουργούσε μέσα σε ένα καραβάκι στο λιμάνι της πόλης, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Επίσης «Κουρσάλ» τιτλοφορείται το ντοκυμαντέρ που γύρισε το 2006 ο Ν. Θεοδοσίου, στο οποίο περιγράφεται η ζωή του αγωνιστή του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος Γιάννη Ταμτάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου