του Άρη Δ. Τσιούμα
1.1 Πριν την εξέγερση.
Αποτέλεσε κοινό τόπο και σχεδόν ομόφωνη άποψη όλων όσων συμμετείχαν στη διαδικασία της κοινωνικής έκρηξης αλλά και όσων δε συμμετείχαν, ότι η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Κορκονέα υπήρξε μονάχα η αφορμή για το άναμμα του φυτιλιού της σύγκρουσης κράτους-κοινωνίας και όχι η καθ’ αυτό αιτία. Αυτές προυπήρχαν, και συσσωρεύονταν στα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας εδώ και χρόνια, πριν τη μοιραία εκπυρσοκρότηση.
Τα αίτια αυτά αν θέλουμε να τα κατατάξουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες μπορούμε να τα χωρίσουμε σε αυτά που έχουν αναφορά στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας, και σε αυτά που αφορούν το διεθνές γίγνεσθαι και αποτελούν συστημικά προιόντα του δυτικής προέλευσης παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Βλέπουμε ότι ιδίως τα τελευταία 20 χρόνια αρχής γενομένης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη του 1990-1993 αλλά και από τις μετέπειτα του ΠΑΣΟΚ μέχρι την τελευταία ακολουθείται ξεκάθαρα ένα θατσερικό[1] νεοφιλελεύθερο μοντέλο το οποίο πατάει πάνω σε δυο βασικούς πυλώνες. Απ’ τη μία τις ξεκάθαρες αντιλαικές πολιτικές σε όλα τα επίπεδα και τη στήριξη του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου με την άνευ όρων εκποίηση του δημόσιου πλούτου (ηλεκτρικό, τηλεπικοινωνίες, ύδρευση, ταχυδρομεία κλπ) ενώ από την άλλη το κράτος και οι κυβερνήσεις αρνούνται ακόμα και το ρόλο του συνομιλητή[2] με τις κοινωνικές ομάδες που αντιδρούν.
Αυτή η αταλάντευτη πολιτική έχει χαραχθεί σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου: παιδεία, οικονομία, εργασία, περιβάλλον, ελεύθεροι χώροι. Πάνω σε αυτήν τη λογική στηρίχθηκε όλη η τακτική της κυβέρνησης να κωφεύει και να σιωπά απέναντι στην απεργία των 6 βδομάδων των δασκάλων (2006), στο φοιτητικό κίνημα που διεκδίκησε και στάθηκε για περίπου ένα χρόνο (2006-2007), στους λιμενεργάτες στους εργαζόμενους της ΔΕΗ (2007).
Για τους δε μαθητές ούτε λόγος να γίνεται αφού η μηνιαία «απεργία» τους που λαμβάνει χώρα σχεδόν κάθε χρόνο με την μορφή των καταλήψεων αντί να ιδωθεί σαν κραυγή αγωνίας των πιο σκληρά εργαζόμενων και χειρότερα αμειβομένων ανθρώπων οι οποίοι παλεύουν για την κατάκτηση ενός αβέβαιου υποθηκευμένου μέλλοντος, αντιμετωπίζονται απλά σαν τεμπέληδες κι αλήτες ή ακόμα χειρότερα σαν έφηβοι «επαναστάτες» χωρίς αιτία.
Η κυριότερη όμως παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας εντοπίζεται στην νεολαία και στα αδιέξοδα μπροστά στα οποία την έχουν φέρει.
Η γενιά των 700Ε είναι εξ’ ορισμού καταδικασμένη καθώς έχουν χαθεί πλέον ακόμα και τα ορθολογικά κριτήρια που θα μπορούσαν να δίνουν στο σύστημα μια ψευδαίσθηση νομιμοποίησης, παραδείγματος χάριν τα πτυχία των ΑΕΙ και ΤΕΙ να μετουσιώνονταν σε δουλειά με αξιοπρέπεια. Σήμερα ο νέος δεν ελπίζει καν, ακόμα κι αν έχει κατακτήσει υποτιθέμενες θέσεις καλύτερου ανταγωνισμού. Η επόμενη γενιά θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη πράγμα που δεν έχει ξαναγίνει, τουλάχιστον μεταπολεμικά. Είναι γι’ αυτό που ζούμε και στην Ελλάδα το τέλος των καπιταλιστικών υποσχέσεων. Γιατί ενώ η κοινωνία της κατανάλωσης θριαμβεύει, τα εμπορεύματα ασφυκτιούν στοιβαγμένα σε βιτρίνες κι αποθήκες, οι διαφημίσεις πιο λαμπερές από ποτέ καλούν το αγοραστικό κοινό στους ναούς της κατανάλωσης…ο λαός και ειδικά η νεολαία βλέπει σαν μόνη εφικτή απάντηση «το μεν μυαλό πρόθυμο το δε σώμα αδύναμο.»
Ουσιαστικά είναι η μιζέρια στα σύγχρονα μικροαστικά σπίτια που έχει κυριεύσει τα πάντα γιατί μπορεί οι «ιδιοκτήτες[3]» τους -οι οποίοι είναι μάλλον και δανειολήπτες- να ατενίζουν τη ζωή μεσόκοπα από την θέση ενός απλού δημοσίου υπαλλήλου, αλλά η νεολαία που κατοικεί μέσα σ’ αυτά βλέπει να απλώνεται μπροστά της ένα τρομώδες σκηνικό εργασιακής τρομοκρατίας, μιζέριας κι ανέχειας, έχοντας μόνον όπλο την όρεξη για ζωή με αξιοπρέπεια.
Πέρα απ’ αυτά ήρθαν και οι κωδικοποιήσεις από την ασθμαίνουσα πολιτική ζωή της χώρας, των διεθνών συστημικών αξιών[4] του καπιταλισμού, όπως η διαφθορά. Η πολιτική ζωή της χώρας αρχίζει και τελειώνει σε έναν στενό κύκλο πολιτικών, παπάδων, δικαστών, δημοσιογράφων, χρηματιστών, κεφαλαιούχων, εφοπλιστών, μεγαλοεκδοτών φίλων, γνωστών και συγγενών (βλ. κουμπάρων) οι οποίοι ουσιαστικά περνούν τη θηλιά στο λαιμό όσων βρίσκονται εκτός, στο μεγάλο κομμάτι δηλαδή της κοινωνίας.
Τελευταίο κερασάκι στην τούρτα το ξεπούλημα δημόσιας γης με την χρήση για υπερπήδηση των νομικών κολλημάτων της εταιρείας ΕΚΚΛΗΣΙΑ Α.Ε με έδρα το Άγιον όρος, γραφεία τη Μονή Βατοπεδίου και economic manager την αυτού εξοχότης Εφραίμ, ο οποίος μαζί με άλλους ρασοφόρους που τον είχαν εκλέξει στη θέση του διευθυντή αποτελούσαν το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, που όπως όλες στόχο έχουν να υφαρπάξουν δημόσιο χρήμα.
Το παζλ όμως του σύγχρονου τρόπου λειτουργίας μιας «Δημοκρατίας» δυτικού τύπου, (άσχετα αν πλέον δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη δικαστική από την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία με τις τόσες παρεμβάσεις των πολιτικών στην ήδη διαπλεκόμενη δικαιοσύνη, επιμένει να ονομάζεται δημοκρατία) θα ήταν λειψό εάν ξεχνούσαμε να αναφέρουμε το σκέλος της καταστολής που αρχίζει πλέον να γίνεται φανερό και στον πλέον παραδόπιστο ότι θα παίξει τον κορυφαίο ρόλο στην διαδικασία της κοινωνικής συνοχής[5] την επόμενη περίοδο.
Και είναι φυσικό. Όταν όπως αναφέρθηκε παραπάνω το κράτος είναι κωφάλαλο απέναντι στις αιτιάσεις τις κοινωνίας, μόνη απάντηση είναι η καταστολή, η διάλυση της αντίστασης της κοινωνίας.
Η Ελλάδα δεν έγινε ποτέ στόχος ενεργειών όπως αυτές που λάβανε χώρα στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο στη Μαδρίτη, δηλαδή τυφλή μαζική επίθεση στον πληθυσμό με φονταμενταλιστές ισλαμιστές να παίρνουν την ευθύνη. Η μετατροπή λοιπόν της χώρας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου όλα παρακολουθούνται, η κλιμάκωση της κρατικής βίας, ο εμπλουτισμός του νομικού οπλοστασίου τους κράτους, η αστυνομοκρατία στους δρόμους, δε φαντάζει απαραίτητη καθώς λείπει ακόμα και το πρόσχημα πάνω στο οποίο βασίστηκε αυτή η διαδικάσία σε ΗΠΑ, και Αγγλία, κυρίως. Κι όμως, το γεγονός και μόνο ότι η Ελλάδα είναι κομμάτι του δυτικού κόσμου και δεν έχει κατορθώσει ακόμα να μην έχει το καθεστώς εσωτερικούς εχθρούς, είναι αρκετό. Με την κατασκευή ενός άλλου προσχήματος, αυτό των Ολυμπιακών Αγώνων η χώρα έγινε ένα τεράστιο χωράφι στο οποίο αλώνισαν οι ξένες υπηρεσίες σε συνεργασία φυσικά με τις ελληνικές, δαπανήθηκαν τεράστια ποσά του προϋπολογισμού για τον εξοπλισμό του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους. (Κάμερες-ζέπελιιν, υλικοτεχνική υποδομή ΕΛ.ΑΣ, καλύτερη εκπαίδευση και κατάρτιση, παροχή κατασταλτικών αρμοδιοτήτων ακόμα και σε security), εγκαταστάθηκαν χιλιάδες κάμερες σε όλη τη χώρα, ενώ παράλληλα ψηφίστηκαν τρομονόμοι, με στόχο τον εκφοβισμό της κοινωνίας και την αποτροπή αντίστασης από μέρους της. Τα άμεσα αποτελέσματα φάνηκαν με τις υποκλοπές στα κινητά, τις απαγωγές μεταναστών (συνεργασία ξένων υπηρεσιών) αλλά και αύξηση της έντασης της καταστολής με χημικό πόλεμο και χιλιάδες δακρυγόνα. Ήταν θέμα χρόνου η εν ψυχρώ δολοφονία πολιτών σε άριστη μίμηση της δολοφονίας του νεαρού Βραζιλιάνου στο μετρό της Αγγλίας.
1.2 Η φιλοσοφική προσέγγιση.
Τα σύγχρονα αστικά κράτη και οι θεσμοί τους, οι δημοκρατίες της Δύσης έχουν θέσει ιστορικά τις βάσεις τους στη Γαλλική Επανάσταση και στο Διαφωτισμό. Αποτελούν φιλελεύθερες κατασκευές παιδιά του Χομπς, του Ρουσσώ και του Βολταίρου. Όλη η φιλοσοφική τους δυναμική βασισμένη σε δάνεια των διαφωτιστών περικλείεται στην απλή ουσιαστικά αντίληψη του «κοινωνικού συμβολαίου».
Ο άνθρωπος πριν τη δημιουργία της κοινωνίας ήταν τελείως ελεύθερος διατείνεται ο Ρουσσώ και αμέσως απ’ τη μια θέτει την κοινωνική μεταφυσική σαν μια έννοια που μέσα από το πρίσμα της μπορούμε να ορίσουμε την ελευθερία ενώ από την άλλη συμπληρώνει ότι από την στιγμή που δημιουργήθηκαν κοινωνίες οι άνθρωποι χάσανε ένα κομμάτι της ελευθερίας τους, λόγω της αλληλεπίδρασης.
Καταλήγουν στη συνθήκη οι διαφωτιστές με πρώτο τον Χόμπς, ότι για να επιζήσουν οι κοινωνίες πρέπει να παραδώσουν αυτό το κομμάτι της ελευθερίας τους σε έναν μηχανισμό ο οποίος θα διαχειρίζεται τις υποθέσεις τους για χάρη τους και θα διαφυλάσσει την τάξη και την αρμονία.
Οι αναρχικοί ιστορικά πρέπει να σημειωθεί με πρώτο τον Μπακούνιν αρνούνται αυτήν τη δήθεν απαραίτητη συνθήκη και εκφράζουν την άποψη ότι η κοινωνία δεν πρέπει να παραχωρήσει το παραμικρό κομμάτι της ελευθερίας της σε έναν μηχανισμό που θα στέκεται από πάνω της και στο τέλος θα είναι ανώτερος και μη ελέγξιμος. Οι διαφωτιστές αν και εμφανίστηκαν στο ιστορικό προσκήνιο έναν περίπου αιώνα πριν οργανωθούν οι πρώτες φιλοσοφικές θέσεις των αναρχικών, προβλέπουν μια τέτοια περίπτωση όπου εάν κρίνει η κοινωνία ότι το κράτος εξελίσσεται σε έναν θεσμό ο οποίος αντί να «υπηρετεί» την κοινωνία εκμεταλλεύεται την ανοχή της για να αναπαράγει τον εαυτό του, και τις εξουσίες του προς όφελος της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, τότε μια λύση απομένει. Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ.
Ιστορικά το αντιεξουσιαστικό κίνημα έχει δηλώσει ότι το κράτος δεν θα μπορέσει ποτέ να υπηρετήσει την κοινωνία. Αντίθετα με πρόσχημα ότι για να οργανώσει καλύτερα την κοινωνική τάξη χρειάζεται τον στρατό και την αστυνομία για να τιμωρεί όσους ταράζουν την τάξη εξοπλίζεται έτσι ώστε όταν έρθει η στιγμή της εξέγερσης -γιατί θα ‘ρθει- όταν κρίνει η κοινωνία ότι αυτή η στιγμή ήρθε να μην μπορεί να πραγματωθεί η ανατροπή του κράτους και της λειτουργίας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ.
Παρόλα αυτά ακόμα και οι δημοκράτες διαφωτιστές προβλέπουν τη δυνατότητα εξέγερσης του λαού, στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όμως οι εξουσιαστές επιμένουν να εκφράζουν την ψευδή θέση, ότι η δημοκρατία εκλέγεται, αντί της θέσης ότι η δημοκρατία κατακτιέται με διαρκείς αγώνες και εξεγέρσεις μέχρι την εποικοδομητική κατάργηση του κρατικού θεσμού και της επανάκτησης του δημόσιου χώρου και της ελευθερίας που είχε απωλέσει η κοινωνία.
1.3. Η επιτυχία της εξέγερσης του Δεκέμβρη.
Μέσα στα προαναφερόμενα πλαίσια μπορούμε να σκιαγραφήσουμε και την επιτυχία που είχε η εξέγερση του Δεκέμβρη. Αυτή αφορούσε κυρίως δύο πυλώνες γύρω από τους οποίους κινήθηκε ολόκληρη η λογική που την ενέπνευσε.
Από τη μία η εξέγερση υπήρξε η έμπρακτη άρνηση παραχώρησης στο κράτος του δικαιώματος να ορίζει τη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων ή όπως θα λέγανε οι νεκροί κλασσικοί δημοκράτες, του πολίτη, σε μια προσπάθεια αποξένωσης του πολίτη από την ανθρώπινη ουσία του και μετατροπής του ουσιαστικά σε υπήκοο.
Παράλληλα με αυτήν την de facto συνθήκη άρνησης το κίνημα της εξέγερσης άνοιξε ένα παράθυρο στους ορίζοντες της κοινωνίας. Αυτό δεν είναι άλλο από το δικαίωμα αντίστασης και σε όσα άλλα αποφασίζει ερήμην της κοινωνίας το διευθυντήριο της «δημοκρατίας» είτε αυτά αφορούν στις ελευθερίες είτε στην ποιότητα της ζωής που θα βιώσουν τα μέλη της. (βλ. πολιτικές αποφάσεις για υγεία, παιδεία, εργασία κλπ).
Γιατί η αντίσταση για ζωή δεν περικλείεται στα στενά όρια της αντίστασης απέναντι στη ναζιστικής έμπνευσης κρίση της «ζωής που είναι άξια να βιωθεί» αλλά και σε ότι την καθορίζει όσο αφορά στον τρόπο που θα βιωθεί και την οδηγεί σε έναν αργό βασανιστικό και ανελεύθερο θάνατο.
Το δεύτερο σημαντικό προϊόν που παρήχθη μέσα σε αυτήν τη διαδικασία αφορά στην κάθετη τομή που επιχειρείται στις δυτικές κοινωνίες και ορίζει το σύγχρονο επίδικο τους και αυτό δεν είναι άλλο από το δόγμα ασφάλειας.
Από την 11η Σεπτεμβρίου κι έπειτα με πρόσχημα το φόβο της τρομοκρατίας βλέπουμε να ορθώνεται στην καρδιά της φοβικής κοινωνίας του δυτικού ανθρώπου η στρατικοποίηση. Συγκεκριμένα όπως υποστηρίζει και ο ιστορικός Ε. Ηobsbawm, η αστυνομία των δυτικών κρατών στρατικοποιείται για να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό εχθρό, ο οποίος δεν έχει πλέον συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα, αλλά συνέχεται σαν σύνολο από την απλή παρατήρηση της διαφωνίας του με το σύστημα, ή ακόμα και με την υποψία αυτής της σκέψης. Είναι το δόγμα της μηδενικής ανοχής.
Αντιθέτως ο στρατός αναλαμβάνει αστυνομευτικό ρόλο στις αποστολές του στο εξωτερικό. Ευέλικτος και μισθοφορικός επιδίδεται σε «χειρουργικές» κινήσεις και παίζει το ρόλο του τοποτηρητή της γειτονιάς, η οποία ανάλογα με την συγκυρία ενδιαφέρει την υπερεθνική ελίτ.
Ο επιφανέστερος των Ελλήνων ποινικολόγων Ι. Μανωλεδάκης αναφέρει στα συγγράμματά του ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά αλλού παρά σε ένα μανιχαιστικό δίπολο έτσι όπως έξυπνα το θέτει η κυριαρχία ανάμεσα σε ασφάλεια και ελευθερία[6]. Ανάμεσα σε καταστολή και δικαιώματα. Είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια ότι σε αυτή την ιδιότυπη διελκυνστίδα το κράτος, η αστυνομία, ο στρατός, η δικαιοσύνη και το κεφάλαιο όσοι έχουν να χάσουν τραβούν από την μεριά της ασφάλειας. Η εξέγερση κατάφερε να συνειδητοποιήσει και να συσπειρώσει την κοινωνία γύρω απ’ αυτούς που τραβούν το σχοινί από τη μεριά της ελευθερίας.
1.4 Η εξέγερση
O καθ’ αυτός χαρακτήρας της εξέγερσης ήταν η άμεση τιμωρία τους κράτους, της κυβέρνησης των πολιτικών, της αστυνομίας και οποιουδήποτε γενικότερα συμβολισμού του συστήματος. Αυτή η τιμωρία και παράλληλα κατάδειξη των ενόχων και των συνενόχων εκφράστηκε μέσω των καταστροφών σε τράπεζες και πολυεθνικές, καθώς επίσης και στις διαρκείς και επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα. Η δράση αυτή φυσικά αποτέλεσε το προιόν της δίκαιης κοινωνικής οργής που ξεχείλισε, και κάλυψε το πρώτο κομμάτι -χρονολογικά αλλά και λογικά- της εξέγερσης.
Όσο αφορά τουλάχιστον σε αυτό το κομμάτι όπως και σε κάθε εξέγερση ιστορικά, οι μάζες με μια φωνή κι σαν ένα σύνολο έβαλαν στην άκρη το ισχύον νομοθετικό σύστημα. Ξεπέρασαν τα όρια της νομιμότητας, αναδεικνύοντας την κοινωνία σε επιβλέποντα τον ορίων του τι είναι «δίκαιο» και τι όχι.
Οι φοιτητές επίσης συσπείρωσαν τα μπλοκ και τις πορείες τις μέρες του Δεκέμβρη.
Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο που αφορά στους φοιτητές είναι ότι ειδικά τις πρώτες μέρες ξεπεράστηκαν οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που αφορούσαν σε ψηφίσματα και αποφάσεις συλλόγων. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας της εξέγερσης έπνιξε τις φραξιονιστικές νοοτροπίες και τις μικροπολιτικές λογικές. Παρατηρήθηκε ότι πολύ πιο δύσκολο τελικά ήταν να συμμετέχει στην εξέγερση η μειοψηφία των αριστερών οργανωμένων φοιτητών, οι οποίοι περιορίζοντας την σκέψη τους σε παρωχημένα κομματικά/παραταξιακά και γραφειοκρατικά μορφώματα και σχήματα αδυνατούσαν να βρουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτήν την πολύμορφη διαδικασία.
Οι μετανάστες απ’ την άλλη οι οποίοι στερούνταν τέτοιων περιορισμών στη σκέψη τους μετείχαν ενεργά. Οι πολιτικοποιημένοι συμμετείχαν και στις συνελεύσεις ενώ ο μεγαλύτερος όγκος συμμετείχε στις διαδηλώσεις. Απ’ τη μια αυτό που ώθησε τους μετανάστες είναι το γεγονός ότι κυρίως αυτοί είναι που δέχονται την απρόκλητη κρατική βία. Είτε στα σύνορα με τις συνεχείς δολοφονίες είτε εντός της επικράτειας της χώρας με τους διαρκείς πυροβολισμούς, ξυλοδαρμούς και βασανισμούς τους.
Το δεύτερο ισχυρό κίνητρο ήταν η ανάγκη. Η αλήθεια είναι ότι μεγάλη μερίδα των μεταναστών, μαζί με άλλους κοινωνικά αποκλεισμένους και λούμπεν στοιχεία αλλά και ανέργους οι οποίοι είναι αποκλεισμένοι από το σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης επιδόθηκαν στη διαδικασία της άμεσης επανάκτησης του κοινωνικού πλούτου η οποία εκφράστηκε με τις κλοπές σε μαγαζιά. Οι εν λόγω ενέργειες που εκδηλώθηκαν κυρίως στις διαδηλώσεις της Δευτέρας στην Αθήνα, όσο και αν δείχνουν «ενοχλητικές» κρύβουν μια βαθειά κοινωνική παθογένεια πίσω τους, στην οποία δεν αναφέρθηκε κανείς.
Ουσιαστικά η εύκολη λύση ήταν αυτές οι ενέργειες όπως και οποιαδήποτε άλλη να χρεώνονται συλλήβδην στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Αυτή η τακτική ακολουθήθηκε για να μην αποκαλυφθεί η ανάγκη των αποκλεισμένων και η ένδεια τους.
Και ο πλέον κακοπροαίρετος άλλωστε θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι οι εντός παραγωγής πολιτικά σκεπτόμενοι αντιεξουσιαστές δεν θα είχαν ανάγκη την «κλοπή» ενός φορτιστή ή ενός παντελονιού από πολυκατάστημα. Αντιθέτως κανείς δεν μίλησε για την κοινωνική παθογένεια που οδήγησε στην απαλλοτρίωση των ειδών. Αυτή δεν είναι άλλη από την εξής αλήθεια: και στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί ένα στρώμα αποκλεισμένων που ζουν πέρα από τα όρια της φτώχειας αλλά ακόμα και έξω από τα πλαίσια καταμέτρησης της φτώχειας, αφού οι ζωές τους δεν υπολογίζονται.
Το στρώμα αυτό ολοένα πυκνώνει και δύσκολα θα ενσωματωθεί στους κυρίαρχους μηχανισμούς εκπροσώπησης και ενσωμάτωσης. Η συμμετοχή του και η ανάδειξη του σε πρωταγωνιστή των κοινωνικών συγκρούσεων και μεταβολών μαζί με τα νεολαιίστικα αφορμαλιστικά κινήματα που κουβαλούν ενθουσιασμό άλλα όχι ενιαίες ταυτότητες είναι η εικόνα από το μέλλον.
Η συμμετοχή των εργαζομένων κινήθηκε σε δύο διαφορετικά μεταξύ τους πλαίσια.
Όσο αφορά την προηγούμενη γενιά εργαζομένων και σε όσους κατέχουν ασφαλείς θέσεις στην παραγωγή η συμμετοχή ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με τους νέους εργαζόμενους που δουλεύουν σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Η γενιά των 700Ε είναι άλλωστε και αυτή που έχει κάθε λόγο να εξεγείρεται καθώς είναι αυτή που αντιμετωπίζει ένα ζοφερό μέλλον μπροστά της γεμάτο αδιέξοδα. Απ’ τη μια οι κυβερνητικές επιλογές την θέτουν στο περιθώριο, ενώ παράλληλα στερείται ακόμα και το φως, το νερό, τον αέρα. Η κατάρρευση των θεσμών ενσωμάτωσης (κόμματα, πολιτική, εκκλησία, επίσημα συνδικάτα) όπου μόνο την απέχθεια γεννούν σήμερα στη νέα γενιά σε συνδυασμό με την επέκταση του κρατικού και κεφαλαιοκρατικού μηχανισμού στο δημόσιο χώρο (σχολεία, πανεπιστήμια, δήμοι, εργασία) ουσιαστικά μηδενίζουν την κοινωνική παρέμβαση σε αυτούς τους χώρους. Η μόνη λύση στο εντεινόμενο φίμωμα της κοινωνίας είναι η εξέγερση, η ανακατάληψη του δημόσιου χώρου και λόγου.
1.5. Η πολιτική της εξέγερσης ή η κοινωνία παίρνει τον λόγο.
Το κίνημα αντίστασης δεν έμεινε όμως μόνο στην κατάδειξη και συμβολική τιμωρία των ενόχων της δολοφονίας και των συνενόχων στην κοινωνική παρακμή. Έκανε ή τουλάχιστον προσπάθησε φιλότιμα να κινήσει διαδικασίες με τις οποίες θα ξανάδινε τον λόγο στην κοινωνία. Το πρόταγμα είναι η δημιουργία πολιτικών οδοφραγμάτων απέναντι στην επέλαση κράτους και κεφαλαίου σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου. Στόχος είναι η δημιουργία νομιμοποιήσεων που θα καταστρέφουν τη δυνατότητα της εξουσίας να εκφράζεται ως αυθεντία, ορίζοντας παράλληλα από τη θέση του θύτη τη σιωπή της κοινωνίας-θύματος. Ο τρόπος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τις ανοιχτές αμεσοδημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις.
Το κίνημα δείχνοντας έξοχα ανακλαστικά και στοιχεία γρήγορης κατανόησης της κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, μπόρεσε να ξεπεράσει το πρώιμο στάδιο της δίκαιης οργής και να στραφεί σε κινήσεις μαζικής απεύθυνσης. Οι πρωτοβουλίες εργαζομένων και ανέργων συσπειρώθηκαν γύρω από τις καταλήψεις των εργατικών κέντρων σε διάφορες πόλεις, οι οποίες έθεταν ξεκάθαρα το ζήτημα για ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, που αποξενώνει τους εργαζόμενους από τις ενώσεις τους και ουσιαστικά αποδυναμώνει το εργατικό κίνημα. Δημιούργησε μια πρώτη διαδικασία, μια νέα προοπτική απεγκλωβισμού τόσο από την κρατικοδίαιτη ΓΣΕΕ όσο και απ’ το κομματικό όργανο του ΠΑΜΕ. Διεκδίκησε την γενική απεργία των εργατών σαν απάντηση στην κρατική και εργοδοτική τρομοκρατία, σκιαγράφησε έναν νέου τύπου συνδικαλισμό, με βασικό πυλώνα σκέψης την ενότητα όλων των εργαζομένων. Οι εξεγερμένοι εργάτες δείξαν ότι η ελπίδα βρίσκεται όσο αφορά στο εργατικό κίνημα στις συνελεύσεις βάσης στα ταξικά πρωτοβάθμια σωματεία και στον απ’ ευθείας συντονισμό τους χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια.
Δεκάδες πρωτοβουλίες πάρθηκαν από τα κέντρα του αγώνα μαζί με διάφορα σχήματα πολιτών για να πραγματοποιηθούν καταλήψεις δημαρχείων ή άλλων κεντρικών κτηρίων σε διάφορες πόλεις και γειτονιές της χώρας, με στόχο να δοθεί η ευκαιρία δια μέσου των λαϊκών συνελεύσεων που έλαβαν χώρα να εκφραστεί στο σύνολό της η κοινωνία του κάθε δήμου, της κάθε γειτονιάς. Η πολιτική της εξέγερσης ήταν η δημιουργία κινήσεων συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης του κόσμου στις διαδικασίες της. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και οι κεντρικές καταλήψεις κτηρίων οι οποίες έπαιξαν το ρόλο των κέντρων του αγώνα, αγκαλιάστηκαν από την πρώτη στιγμή από μεγάλο μέρος της νεολαίας.
Η κατάληψη της σχολής Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη αν και αρχικά ήταν μια πολιτική απόφαση ατόμων και ομάδων του αντιεξουσιαστικού κινήματος, την επομένη της κατάληψης και της απόκρουσης καταστολής της αποτέλεσε μια ανοιχτή κοινωνική διαδικασία με πολύ μεγάλη συμμετοχή κόσμου όλων των ηλικιών και όλων των ιδιοτήτων. Στην ήδη από την κοινωνική δυναμική νομιμοποιημένη διαδικασία της κατάληψης ήρθε να προστεθεί και η απόφαση της γενική συνέλευσης του συλλόγου φοιτητών της σχολής, η οποία υπερψήφισε σαν μέσο πάλης την κατάληψη. Ομοίως σε κέντρα του αγώνα των εξεγερμένων μετουσιώθηκαν και διάφορες άλλες καταλήψεις ανά τη χώρα, με παρόμοια, κοινά χαρακτηριστικά που αφορούσαν στην άμεση δημοκρατία, την αντί-ιεραρχία την συναπόφαση, τη μετουσίωση των αποφάσεων σε ανοιχτή κοινωνική δράση.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι αν και η κοινωνική δυναμική στο σύνολο της ξεπέρασε οποιαδήποτε οργανωμένη πολιτική δύναμη, η συμβολή του αντιεξουσιαστικού κινήματος και των συλλογικοτήτων του υπήρξε σημαντική στην ολόπλευρη ανάπτυξη του κινήματος αντίστασης. Αφ’ ενός παρατηρείται ότι η μόνη πολιτική συνιστώσα που έδρευε στην καρδιά των κινητοποιήσεων ήταν η αντιεξουσιαστική καθώς από την πρώτη ημέρα ο αυθορμητισμός και ο αφορμαλισμός του κινήματος ξέβρασε εκτός οποιονδήποτε είχε κατά νου λογικές πρωτοπορίας και καθοδήγησης.
Η Αριστερά μη μπορώντας -και μη θέλοντας ίσως- να κατανοήσει τα μηνύματα του μέλλοντος στο παρόν αρκέστηκε στο ρόλο του παρατηρητή, και εν τέλει του διαχειριστή στην κεντρική πολιτική σκηνή τηλεοπτικών ρητορικών ερωτήσεων άσχετων προς το κίνημα και τις διαδικασίες του.
Απ’ τη μια το ΚΚΕ έβαλε ένα στοίχημα με τον εαυτό του ότι θα μπορέσει να τον ξεπεράσει όσο αφορά στην συνομωσιολαγνεία. Αποδείχθηκε πιο περίτρανα από κάθε άλλη φορά ότι το ΚΚΕ αποτελεί ένα καλολαδωμένο γρανάζι του συστήματος το οποίο παίζει το βρώμικο ρόλο του κάθε φορά που ο λαός σηκώνει κεφάλι.
Το δε χειρότερο δεν ήταν η σύνταξη του με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ και την ίδια την κυβέρνηση, αυτά λίγο-πολύ όσοι παρακολουθούν από κοντά την πολιτική σκηνή τα ανέμεναν. Το χειρότερο είναι ότι τα νέα παιδιά που οργανώνονται στις δομές του οικοδομούν δεξιά προσωπικότητα άκρως συντηρητική και τελευταία εξτρεμιστικά συνομωσιολογική. Πως αλλιώς να εξηγηθεί η μεταφυσική θέση ότι οι εξεγερμένοι είναι βαλτοί ξένων κέντρων που θέλουν την αποσταθεροποίηση της χώρας και προφανώς(;) την πτώση της «αντιιμπεριαλιστικής»(;) κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Το ΚΚΕ ανήκει χρόνια τώρα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, η χρήση του από το ελληνικό αστικό σύστημα σαν μέσο εκτόνωσης συντηρεί τη μούμια του ακόμα στην επιφάνεια της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Απ’ την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος αν και αρνήθηκε να υιοθετήσει τις μεταφυσικές αθλιότητες και εξόφθαλμες ηλιθιότητες του ΚΚΕ παραμένοντας σταθερά στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο των «ειρηνικών συλλαλητηρίων» αρνήθηκε από τη μια την καταδίκη της εξέγερσης και από την άλλη τη συμμετοχή του έστω κατ’ ελάχιστο σε αυτήν. Η προσκόλληση στη λογική της μη-βίας και η επικίνδυνη ανοησία της «καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται» οδηγούν τον ΣΥΡΙΖΑ στην ολική άγνοια των κοινωνικών και κινηματικών διαδικασιών, στις αιτιάσεις των κοινωνικών κινημάτων και έτσι στην λειτουργία του σαν άλλο ένα ρεφορμιστικό κανάλι εκτόνωσης της λαϊκής οργής. Το ΚΚΕ έχει ηττηθεί κοινωνικά από το παρελθόν, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ηττηθεί κοινωνικά από το μέλλον.
Για τα διάφορα παρακλάδια του εξωκοινοβουλευτικού χώρου δεν χρειάζεται να κάνουμε λόγο. Άλλωστε τι άλλη δουλειά θα μπορούσαν να έχουν ο Μάο, ο Τρότσκι, ο Πολ Πότ, ο Χότζα, η χήρα του Μάο, και διάφοροι άλλοι επαγγελματίες επαναστάτες στα πόδια των έφηβων εξεγερμένων αν όχι για να τους βάλουν καμιά τρικλοποδιά στην σκέψη και στην δράση τους. Η παθητικότητα με την οποία παρατήρησαν την εξέλιξη του κινήματος ήταν εκκωφαντική.
Η κανονικότητα, με τις μικροπολιτικές μίζερες καταγγελίες, τις θυροκολλήσεις, το μεγάλο κοινοβούλιο ή τα μικρότερα καφενειακά, η παράδοση, είναι ο προνομιακός χώρος μιας ξοφλημένης Αριστεράς όλων των εκδοχών της σε μια ξοφλημένη ψευδεπίγραφη Δημοκρατία.
1.6 Ο ρόλος των ΜΜΕ.
Όσο αφορά τα ΜΜΕ, θα ήταν δυνατόν αυτά να αναφερθούνε στην επόμενη ενότητα μαζί με τα υπόλοιπα μέσα καταστολής που χρησιμοποίησε η εξουσία για να καταπνίξει την εξέγερση, καθώς ο ρόλος τους ήταν ξεκάθαρα αντιδραστικός.
Ο ρόλος των ΜΜΕ καταδείχθηκε σε αυτήν την περίπτωση καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη. Ουσιαστικά όταν η κοινωνία είχε καταφέρει να παροπλίσει την αστυνομία τουλάχιστον από την κοινωνική συναίνεση της οποίας υποτίθεται ότι έχαιρε έως την εκτέλεση του Αλέξη, τότε ήταν που τα ΜΜΕ ξεκίνησαν το τρομολαγνικό έργο τους με στόχο να ξαναβγεί η αστυνομία στους δρόμους, από κει και πέρα ήταν ζήτημα ημερών να αρχίσουν οι συλλήψεις, οι ξυλοδαρμοί και ότι εν γένει σημαίνει και πράττει η αστυνομία.
Πρέπει όμως να τονιστεί ότι ο ρόλος των ΜΜΕ είναι ακόμα πιο ύπουλος καθ’ ότι έχοντας εν’ μέρει σχέση με την πραγματικότητα και μη φέροντας την ταμπέλα του κρατικού μηχανισμού καταστολής, είναι πιο δύσκολο να αναγνωριστεί ο άθλιος ρόλος τους. Πλέον παρατηρείται μια στροφή από την στείρα κομματική υποστήριξη -η οποία συνεχίζει να υπάρχει- στην γενικότερη καλλιέργεια του φόβου, και της στοχευμένης ψυχολογικής πίεσης στην κοινωνία που παρακολουθεί.
Η υποτίμηση των γεγονότων αρχικά, η προσπάθεια περιθωριοποίησης των εξεγερμένων η επανανακάλυψη της εγκληματικότητας άρα και της χρησιμότητας της αστυνομίας, όλα λάβανε χώρα με μια καταπληκτική μεθοδικότητα.
Πραγματικά ειδικά η τηλεόραση από τη μια προσπάθησε να μην αντιπαρατεθεί ευθέως με το λαϊκό αίσθημα που στόχευε ξεκάθαρα ενάντια στην αστυνομία και γενικότερα την εξουσία, απ’ την άλλη καλλιεργούσε κλίμα τρόμου όταν οι άλλοι θεσμοί της κρατικής βίας δεν μπορούσαν να ακουστούν ενώ παράλληλα μετέτρεπε την εξέγερση σε αλλοτριωμένες εικόνες ανάμεσα σε σήριαλ. Τα ΜΜΕ υπέσκαψαν την εξέγερση όταν δεν μπορούσε άλλος, ενώ απομάκρυναν την κοινωνία από τους δρόμους. Αν και τις πρώτες μέρες κράτησαν στάση αναμονής περιμένοντας να δούνε το μέγεθος της απάντησης της κοινωνίας από την επομένη κιόλας έδωσαν βήμα στους «αγανακτισμένους πολίτες». Τα ΜΜΕ χρησιμοποίησαν τους «φιλήσυχους πολίτες» σαν πυρήνα της αντίδρασης απέναντι στην εξεγερμένη νεολαία. Από κοντά βέβαια και οι πάντα χρήσιμοι, ειδικά σε έκτακτες περιστάσεις που ο ρόλος του κράτους έχει φανερωθεί, παρακρατικοί να συνδράμουν τα μπλοκ των «αγανακτισμένων» και των δυνάμεων καταστολής. Όταν παρόλα αυτά οι προσπάθειες των ΜΜΕ πέφτανε σε γενικές γραμμές στο κενό, τα ένοπλα χτυπήματα δώσαν στα ΜΜΕ και στον κρατικό μηχανισμό το πάτημα που χρειαζόταν για την αναστροφή του κλίματος.
Οι μεγαλοδημοσιογράφοι της ΤV δεν είχαν κανένα λόγο πλέον να μην πετάξουν τις μάσκες της θλίψης για το νεκρό μαθητή και να δείξουν τον πραγματικό τους ρόλο σε όλο του το μεγαλείο. Πίσω από τα δελτία ειδήσεων βρίσκεται όλος ο ιδεολογικός μηχανισμός της κρατικής βίας και καταστολής.
Μέσα σε αυτήν την ελεεινή οχλοβοή των ΜΜΕ προσπάθησαν και μερικοί σύντροφοι να παρέμβουν με πρόσωπο και πολιτική συνειδητοποίηση. Ο στόχος ήταν να μην αφεθεί το κίνημα, τουλάχιστον στο κομμάτι που μας αφορά σαν αντιεξουσιαστική συνιστώσα, βορά στα νύχια των αρπακτικών της τηλεόρασης και των καταφανέστατων ψεμάτων τους. Ενώ επίσης έγινε προσπάθεια να καταδειχθεί η πολιτική πλευρά του ζητήματος ώστε να τεθούν στο περιθώριο οι προβοκατορολογίες που στήθηκαν από το συμμαχικό μπλοκ κυβέρνηση-ακροδεξιά-ΚΚΕ.
Με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία κάθε φορά και άσχετα από την ολική συμφωνία ή μη με το 100% του περιεχομένου των λεγομένων του κάθε συντρόφου ή συναγωνιστή, μια μερίδα της δίκαιης εξέγερσης όρθωσε ανάστημα και φωνή και στην καρδιά της αντίδρασης. Μένει στο σύνολο του κινήματος να αποφασίσει αν και τα ΜΜΕ είναι πεδίο σκληρής μάχης με τους μέντορες της σπέκουλας ενάντια στους οποίους το κίνημα έδρασε και σε επίπεδο ενημέρωσης μέσα από τα δικά του αυτοοργανωμένα μέσα πληροφόρησης.
1.7 Οι μηχανισμοί καταστολής και πάλι στον δρόμο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέγερσης η αστυνομία, η ασφάλεια, οι ΜΑΤατζήδες, οι Ζητάδες δεν σταμάτησαν τον βρώμικο ρόλο τους. Εκτός των πρώτων-πρώτων ημερών μετά τις 6 Δεκέμβρη όπου ο φόβος και ο στιγματισμός τους εξαφάνισε από την κοινωνική ζωή από την επομένη επιδόθηκαν σε προσαγωγές, συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, βασανισμούς, νέους πυροβολισμούς, απελάσεις, τρομοκράτηση και ότι άλλο συνθέτει την πολύμορφη «φιλάνθρωπη» δράση τους.
Πιο συγκεκριμένα γίνανε εκατοντάδες προσαγωγές σε όλη την επικράτεια της χώρας πολλές από τις οποίες μετατράπηκαν σε συλλήψεις με αστείες κατηγορίες. Επίσης έγιναν 67 προφυλακίσεις, οι περισσότερες αφορούσαν μετανάστες. Πριν προλάβει να κινηθεί το κίνημα να μάθει ονόματα και συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνανε οι συλλήψεις, το κατηγορητήριο, ήδη πολλοί μετανάστες εμφανίζονται να έχουν απελαθεί με τις συνοπτικότερες των διαδικασιών.
Όσο αφορά στους υπόλοιπους διαδηλωτές, η πιο επικίνδυνη διαδικασία λαμβάνει χώρα στη Λάρισα, στην Κοζάνη και στην Πτολεμαΐδα όπου ανήλικοι μαθητές συνελλήφθησαν μαζί με άλλους διαδηλωτές και κατηγορούνται με τον αντιτρομοκρατικό νόμο.
Είναι πλέον κατανοητό σε μεγάλο εύρος της κοινωνίας ότι το σύστημα εξουσίας δεν κάνει διακρίσεις ούτε στις δολοφονίες, ούτε στο κατασταλτικό του μένος. Όπως στη θέση του Αλέξη θα μπορούσε να είναι ο κάθε άνθρωπος, έτσι και στις περιπτώσεις των συλληφθέντων και προφυλακισθέντων θα μπορούσε να βρίσκεται ο κάθε διαδηλωτής ή περαστικός σύμφωνα με την κρίση των δολοφόνων δυνάμεων καταστολής. Το κίνημα που ενσάρκωσε την αντίσταση και την εξέγερση, είναι υπεύθυνο να σηκώσει και την καμπάνια αλληλεγγύης στους φυλακισμένους του. Το σύστημα εξουσίας γρήγορα ανακατέλαβε τις θέσεις του. Η αστυνομία συνεχίζει να καταστέλλει ακόμα πιο έντονα οποιαδήποτε φωνή αντίστασης ενώ η δικαιοσύνη της δημοκρατίας στέλνει με μεγάλη ευκολία ανθρώπους πίσω από τα κάγκελα της ανελευθερίας. Το ίδιο έντονα πρέπει να συνεχιστεί κι ο αγώνας.
Το πρώτο ραντεβού του κινήματος αλληλεγγύης δόθηκε με μεγάλη επιτυχία στην Λάρισα, όπου στις 17 του Γενάρη πάνω από 3.000 διαδηλωτές έδωσαν το παρόν. Αντιεξουσιαστικές συλλογικότητες και αριστερές οργανώσεις, φοιτητικοί σύλλογοι και σωματεία, κινήσεις πολιτών απ’ όλη τη Ελλάδα.
Είμαστε όλοι εμείς που πρέπει να δώσουμε έμπρακτη αρνητική απάντηση στο ερώτημα αν η σύγχρονη δημοκρατία που επιβάλλεται με ολοκληρωτικούς όρους εξουσίας πάνω στην κοινωνία και στα λαϊκά της στρώματα ιδιαίτερα έχει το δικαίωμα να δολοφονεί νεολαίους όπως τον Αλέξη, να εκτοξεύει βιτριόλι σε μετανάστριες συνδικαλίστριες όπως στη Κούνεβα, να σκοτώνει εργάτες με «ατυχήματα» στο Πέραμα, να ξυλοφορτώνει ανυποψίαστους ανθρώπους όπως τον Κύπριο φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, να επιβάλλει την μιζέρια, την λιτότητα, την ανεργία σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και να ξεγράφει το μέλλον οριστικά από τους ορίζοντες όσων θέλουν να ατενίσουν έναν διαφορετικό κόσμο, με αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, πραγματική δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Σημειώσεις
[1] θατσερισμός: εδώ περιγράφεται η πολιτική που εμπεδώθηκε επί Θάτσερ στην Αγγλία και ουσιαστικά αποτελεί το πέρασμα από την σοσιαλδημοκρατία και το όποιο κράτος πρόνοιας αυτή δημιούργησε στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εκφράζεται κυρίως με ιδιωτικοποιήσεις δημόσιου πλούτου και γενικότερα την εκχώρηση όλων των πόρων στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Γνωστή είναι η ρήση της Θάτσερ ότι "πλέον δεν υπάρχουν κοινωνίες, αλλά άτομα και οι οικογένειές τους." Η Θάτσερ διατέλεσε πρωθυπουργός της Αγγλίας την δεκαετία του 80.
[2] συνομιλητής: το κράτος στην Ελλάδα δεν έχει ταυτιστεί πλήρως ακόμα με το κεφάλαιο λόγω και του φαινομένου της πληθώρας δημοσίων υπαλλήλων. Παρόλα αυτά η σταθερή και αμετάβλητη στάση του να κάνει πλάτες στους κεφαλαιοκράτες είναι δεδομένη. Έτσι μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι πολλές φορές το κράτος παίζει και τον ρόλο του επιδιαιτητή ανάμεσα στις "κοινωνικές ομάδες". Δηλαδή τα λαϊκά στρώματα και την πλουτοκρατία.
[3] ιδιοκτησία: σημειώνεται ότι στον σύγχρονο μετακαπιταλισμό στην υπέρβαση δηλαδή του κλασσικού καπιταλισμού του Adams ακόμα και η ιδιοκτησία είναι κάτι πολύ σχετικό. Οι περισσότεροι Έλληνες παραδείγματος χάριν δεν είναι ουσιαστικά ιδιοκτήτες των σπιτιών τους εφ' όσων αυτά είναι ιδιοκτησία της τράπεζας μέχρι να αποπληρωθούν τα δάνεια. Στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο το πλασματικό κεφάλαιο πλέον παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ζωή.
Ουσιαστικά παράγεται νέος πλούτος, νέα κεφάλαια χωρίς να παράγονται προϊόντα. Είναι αυτή η διαδικασία του "ψεύτικου κεφαλαίου" η οποία έπαιξε τον ρόλο της στην ανάδυση της νέας οικονομικής κρίσης.
[4] αξία διαφθορά: στον καπιταλισμό η διαφθορά δεν είναι "μεμονωμένο φαινόμενο" όπως έξυπνα πλασάρεται. Αντιθέτως η διαφθορά αποτελεί και "αξία" με την έννοια της ηθικής αλλά και "αξία" με την έννοια της οικονομίας. Στο πλαίσιο της ηθικής αποτελεί διαδικασία που τέμνει κάθετα το σύνολο της κοινωνίας καθώς το ρουσφέτι ξεκινάει από την κορυφή και φτάνει στα νύχια του κοινωνικού ιστού σαν βιωμένη πραγματικότητα του συστήματος.
Από την άλλη αποτελεί και οικονομικό παράγοντα του συστήματος. Όλες οι εταιρείες που σέβονται τον εαυτό τους υπολογίζουν το κόστος διαφθοράς σαν σταθερό οικονομικό παράγοντα του ισολογισμού τους. Το τελευταίο παράδειγμα της Siemens και στην Ελλάδα επιβεβαιώνει τα γραφόμενα με τον πιο επίκαιρο τρόπο. Η διαφθορά υπολογίζεται σαν ξεχωριστός αλλά αναπόσπαστος οικονομικός παράγοντας του καπιταλιστικού συστήματος.
[5] κοινωνική συνοχή: η κοινωνική συνοχή της φοβικής κοινωνίας δεν μπορέι ν' αποτελεί μόνο κοινωνική διαδικασία. Ανάμεσα στην κοινωνία και την αστυνομία και τις υπόλοιπες δυνάμεις καταστολής ορθώνονται και οι μηχανισμοί ενσωμάτωσης παλιοί και καινούργιοι. Όσο αφορά στην πολιτική έκφραση της φοβικής κοινωνίας νομιμοποιητική συνεκτική διαδικασία αποτελούν οι βασικοί θεσμοί του συστήματος. Ο κυριότερος εξ' αυτών στις δυτικές Δημοκρατίες είναι οι εκλογές. Η ψευδαίσθηση δημοκρατίας διαμέσου των εκλογών γεννάει συναίνεση. Άσχετα μάλιστα από την ποσότητα των ατόμων που συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία. Οι συμμετέχοντες είτε το επιθυμού είτε όχι εφ' όσων διεκδικούν την αντιπροσωπευτική εξουσία της Δημοκρατίας αποτελούν νομιμοποιητικούς παράγοντες του κράτους και της εξουσίας εν γένει.
[6] ασφάλεια και ελευθερία: στην μετάβαση όμως αυτήν στην κοινωνία του φόβου, πρέπει να τονιστεί ότι το δίλλημα αυτό είναι ψευδεπίγραφο. Κι αυτό γιατί όταν κάποιος παραδίδει εκ των προτέρων την ελευθερία του είναι επόμενο να απωλέσει και την ασφάλεια. Η δολοφονία Γρηγορόπουλου έγινε σε καθ' αυτό συνθήκες "ασφάλειας" στο κέντρο της Αθήνας από το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τα καθήκοντα διατήρησης ασφαλείας. Με λίγα λόγια όταν παραδίδουμε την ελευθερία (της κοινωνίας) στους πολιτικούς προϊστάμενους (κράτος) των δυνάμεων ασφαλείας τότε χάνουμε και τα δύο αλλά το κυριότερο και την δυνατότητα αντίστασης.
15/01/2009
1.1 Πριν την εξέγερση.
Αποτέλεσε κοινό τόπο και σχεδόν ομόφωνη άποψη όλων όσων συμμετείχαν στη διαδικασία της κοινωνικής έκρηξης αλλά και όσων δε συμμετείχαν, ότι η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Κορκονέα υπήρξε μονάχα η αφορμή για το άναμμα του φυτιλιού της σύγκρουσης κράτους-κοινωνίας και όχι η καθ’ αυτό αιτία. Αυτές προυπήρχαν, και συσσωρεύονταν στα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας εδώ και χρόνια, πριν τη μοιραία εκπυρσοκρότηση.
Τα αίτια αυτά αν θέλουμε να τα κατατάξουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες μπορούμε να τα χωρίσουμε σε αυτά που έχουν αναφορά στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας, και σε αυτά που αφορούν το διεθνές γίγνεσθαι και αποτελούν συστημικά προιόντα του δυτικής προέλευσης παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Βλέπουμε ότι ιδίως τα τελευταία 20 χρόνια αρχής γενομένης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη του 1990-1993 αλλά και από τις μετέπειτα του ΠΑΣΟΚ μέχρι την τελευταία ακολουθείται ξεκάθαρα ένα θατσερικό[1] νεοφιλελεύθερο μοντέλο το οποίο πατάει πάνω σε δυο βασικούς πυλώνες. Απ’ τη μία τις ξεκάθαρες αντιλαικές πολιτικές σε όλα τα επίπεδα και τη στήριξη του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου με την άνευ όρων εκποίηση του δημόσιου πλούτου (ηλεκτρικό, τηλεπικοινωνίες, ύδρευση, ταχυδρομεία κλπ) ενώ από την άλλη το κράτος και οι κυβερνήσεις αρνούνται ακόμα και το ρόλο του συνομιλητή[2] με τις κοινωνικές ομάδες που αντιδρούν.
Αυτή η αταλάντευτη πολιτική έχει χαραχθεί σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου: παιδεία, οικονομία, εργασία, περιβάλλον, ελεύθεροι χώροι. Πάνω σε αυτήν τη λογική στηρίχθηκε όλη η τακτική της κυβέρνησης να κωφεύει και να σιωπά απέναντι στην απεργία των 6 βδομάδων των δασκάλων (2006), στο φοιτητικό κίνημα που διεκδίκησε και στάθηκε για περίπου ένα χρόνο (2006-2007), στους λιμενεργάτες στους εργαζόμενους της ΔΕΗ (2007).
Για τους δε μαθητές ούτε λόγος να γίνεται αφού η μηνιαία «απεργία» τους που λαμβάνει χώρα σχεδόν κάθε χρόνο με την μορφή των καταλήψεων αντί να ιδωθεί σαν κραυγή αγωνίας των πιο σκληρά εργαζόμενων και χειρότερα αμειβομένων ανθρώπων οι οποίοι παλεύουν για την κατάκτηση ενός αβέβαιου υποθηκευμένου μέλλοντος, αντιμετωπίζονται απλά σαν τεμπέληδες κι αλήτες ή ακόμα χειρότερα σαν έφηβοι «επαναστάτες» χωρίς αιτία.
Η κυριότερη όμως παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας εντοπίζεται στην νεολαία και στα αδιέξοδα μπροστά στα οποία την έχουν φέρει.
Η γενιά των 700Ε είναι εξ’ ορισμού καταδικασμένη καθώς έχουν χαθεί πλέον ακόμα και τα ορθολογικά κριτήρια που θα μπορούσαν να δίνουν στο σύστημα μια ψευδαίσθηση νομιμοποίησης, παραδείγματος χάριν τα πτυχία των ΑΕΙ και ΤΕΙ να μετουσιώνονταν σε δουλειά με αξιοπρέπεια. Σήμερα ο νέος δεν ελπίζει καν, ακόμα κι αν έχει κατακτήσει υποτιθέμενες θέσεις καλύτερου ανταγωνισμού. Η επόμενη γενιά θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη πράγμα που δεν έχει ξαναγίνει, τουλάχιστον μεταπολεμικά. Είναι γι’ αυτό που ζούμε και στην Ελλάδα το τέλος των καπιταλιστικών υποσχέσεων. Γιατί ενώ η κοινωνία της κατανάλωσης θριαμβεύει, τα εμπορεύματα ασφυκτιούν στοιβαγμένα σε βιτρίνες κι αποθήκες, οι διαφημίσεις πιο λαμπερές από ποτέ καλούν το αγοραστικό κοινό στους ναούς της κατανάλωσης…ο λαός και ειδικά η νεολαία βλέπει σαν μόνη εφικτή απάντηση «το μεν μυαλό πρόθυμο το δε σώμα αδύναμο.»
Ουσιαστικά είναι η μιζέρια στα σύγχρονα μικροαστικά σπίτια που έχει κυριεύσει τα πάντα γιατί μπορεί οι «ιδιοκτήτες[3]» τους -οι οποίοι είναι μάλλον και δανειολήπτες- να ατενίζουν τη ζωή μεσόκοπα από την θέση ενός απλού δημοσίου υπαλλήλου, αλλά η νεολαία που κατοικεί μέσα σ’ αυτά βλέπει να απλώνεται μπροστά της ένα τρομώδες σκηνικό εργασιακής τρομοκρατίας, μιζέριας κι ανέχειας, έχοντας μόνον όπλο την όρεξη για ζωή με αξιοπρέπεια.
Πέρα απ’ αυτά ήρθαν και οι κωδικοποιήσεις από την ασθμαίνουσα πολιτική ζωή της χώρας, των διεθνών συστημικών αξιών[4] του καπιταλισμού, όπως η διαφθορά. Η πολιτική ζωή της χώρας αρχίζει και τελειώνει σε έναν στενό κύκλο πολιτικών, παπάδων, δικαστών, δημοσιογράφων, χρηματιστών, κεφαλαιούχων, εφοπλιστών, μεγαλοεκδοτών φίλων, γνωστών και συγγενών (βλ. κουμπάρων) οι οποίοι ουσιαστικά περνούν τη θηλιά στο λαιμό όσων βρίσκονται εκτός, στο μεγάλο κομμάτι δηλαδή της κοινωνίας.
Τελευταίο κερασάκι στην τούρτα το ξεπούλημα δημόσιας γης με την χρήση για υπερπήδηση των νομικών κολλημάτων της εταιρείας ΕΚΚΛΗΣΙΑ Α.Ε με έδρα το Άγιον όρος, γραφεία τη Μονή Βατοπεδίου και economic manager την αυτού εξοχότης Εφραίμ, ο οποίος μαζί με άλλους ρασοφόρους που τον είχαν εκλέξει στη θέση του διευθυντή αποτελούσαν το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, που όπως όλες στόχο έχουν να υφαρπάξουν δημόσιο χρήμα.
Το παζλ όμως του σύγχρονου τρόπου λειτουργίας μιας «Δημοκρατίας» δυτικού τύπου, (άσχετα αν πλέον δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη δικαστική από την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία με τις τόσες παρεμβάσεις των πολιτικών στην ήδη διαπλεκόμενη δικαιοσύνη, επιμένει να ονομάζεται δημοκρατία) θα ήταν λειψό εάν ξεχνούσαμε να αναφέρουμε το σκέλος της καταστολής που αρχίζει πλέον να γίνεται φανερό και στον πλέον παραδόπιστο ότι θα παίξει τον κορυφαίο ρόλο στην διαδικασία της κοινωνικής συνοχής[5] την επόμενη περίοδο.
Και είναι φυσικό. Όταν όπως αναφέρθηκε παραπάνω το κράτος είναι κωφάλαλο απέναντι στις αιτιάσεις τις κοινωνίας, μόνη απάντηση είναι η καταστολή, η διάλυση της αντίστασης της κοινωνίας.
Η Ελλάδα δεν έγινε ποτέ στόχος ενεργειών όπως αυτές που λάβανε χώρα στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο στη Μαδρίτη, δηλαδή τυφλή μαζική επίθεση στον πληθυσμό με φονταμενταλιστές ισλαμιστές να παίρνουν την ευθύνη. Η μετατροπή λοιπόν της χώρας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου όλα παρακολουθούνται, η κλιμάκωση της κρατικής βίας, ο εμπλουτισμός του νομικού οπλοστασίου τους κράτους, η αστυνομοκρατία στους δρόμους, δε φαντάζει απαραίτητη καθώς λείπει ακόμα και το πρόσχημα πάνω στο οποίο βασίστηκε αυτή η διαδικάσία σε ΗΠΑ, και Αγγλία, κυρίως. Κι όμως, το γεγονός και μόνο ότι η Ελλάδα είναι κομμάτι του δυτικού κόσμου και δεν έχει κατορθώσει ακόμα να μην έχει το καθεστώς εσωτερικούς εχθρούς, είναι αρκετό. Με την κατασκευή ενός άλλου προσχήματος, αυτό των Ολυμπιακών Αγώνων η χώρα έγινε ένα τεράστιο χωράφι στο οποίο αλώνισαν οι ξένες υπηρεσίες σε συνεργασία φυσικά με τις ελληνικές, δαπανήθηκαν τεράστια ποσά του προϋπολογισμού για τον εξοπλισμό του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους. (Κάμερες-ζέπελιιν, υλικοτεχνική υποδομή ΕΛ.ΑΣ, καλύτερη εκπαίδευση και κατάρτιση, παροχή κατασταλτικών αρμοδιοτήτων ακόμα και σε security), εγκαταστάθηκαν χιλιάδες κάμερες σε όλη τη χώρα, ενώ παράλληλα ψηφίστηκαν τρομονόμοι, με στόχο τον εκφοβισμό της κοινωνίας και την αποτροπή αντίστασης από μέρους της. Τα άμεσα αποτελέσματα φάνηκαν με τις υποκλοπές στα κινητά, τις απαγωγές μεταναστών (συνεργασία ξένων υπηρεσιών) αλλά και αύξηση της έντασης της καταστολής με χημικό πόλεμο και χιλιάδες δακρυγόνα. Ήταν θέμα χρόνου η εν ψυχρώ δολοφονία πολιτών σε άριστη μίμηση της δολοφονίας του νεαρού Βραζιλιάνου στο μετρό της Αγγλίας.
1.2 Η φιλοσοφική προσέγγιση.
Τα σύγχρονα αστικά κράτη και οι θεσμοί τους, οι δημοκρατίες της Δύσης έχουν θέσει ιστορικά τις βάσεις τους στη Γαλλική Επανάσταση και στο Διαφωτισμό. Αποτελούν φιλελεύθερες κατασκευές παιδιά του Χομπς, του Ρουσσώ και του Βολταίρου. Όλη η φιλοσοφική τους δυναμική βασισμένη σε δάνεια των διαφωτιστών περικλείεται στην απλή ουσιαστικά αντίληψη του «κοινωνικού συμβολαίου».
Ο άνθρωπος πριν τη δημιουργία της κοινωνίας ήταν τελείως ελεύθερος διατείνεται ο Ρουσσώ και αμέσως απ’ τη μια θέτει την κοινωνική μεταφυσική σαν μια έννοια που μέσα από το πρίσμα της μπορούμε να ορίσουμε την ελευθερία ενώ από την άλλη συμπληρώνει ότι από την στιγμή που δημιουργήθηκαν κοινωνίες οι άνθρωποι χάσανε ένα κομμάτι της ελευθερίας τους, λόγω της αλληλεπίδρασης.
Καταλήγουν στη συνθήκη οι διαφωτιστές με πρώτο τον Χόμπς, ότι για να επιζήσουν οι κοινωνίες πρέπει να παραδώσουν αυτό το κομμάτι της ελευθερίας τους σε έναν μηχανισμό ο οποίος θα διαχειρίζεται τις υποθέσεις τους για χάρη τους και θα διαφυλάσσει την τάξη και την αρμονία.
Οι αναρχικοί ιστορικά πρέπει να σημειωθεί με πρώτο τον Μπακούνιν αρνούνται αυτήν τη δήθεν απαραίτητη συνθήκη και εκφράζουν την άποψη ότι η κοινωνία δεν πρέπει να παραχωρήσει το παραμικρό κομμάτι της ελευθερίας της σε έναν μηχανισμό που θα στέκεται από πάνω της και στο τέλος θα είναι ανώτερος και μη ελέγξιμος. Οι διαφωτιστές αν και εμφανίστηκαν στο ιστορικό προσκήνιο έναν περίπου αιώνα πριν οργανωθούν οι πρώτες φιλοσοφικές θέσεις των αναρχικών, προβλέπουν μια τέτοια περίπτωση όπου εάν κρίνει η κοινωνία ότι το κράτος εξελίσσεται σε έναν θεσμό ο οποίος αντί να «υπηρετεί» την κοινωνία εκμεταλλεύεται την ανοχή της για να αναπαράγει τον εαυτό του, και τις εξουσίες του προς όφελος της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, τότε μια λύση απομένει. Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ.
Ιστορικά το αντιεξουσιαστικό κίνημα έχει δηλώσει ότι το κράτος δεν θα μπορέσει ποτέ να υπηρετήσει την κοινωνία. Αντίθετα με πρόσχημα ότι για να οργανώσει καλύτερα την κοινωνική τάξη χρειάζεται τον στρατό και την αστυνομία για να τιμωρεί όσους ταράζουν την τάξη εξοπλίζεται έτσι ώστε όταν έρθει η στιγμή της εξέγερσης -γιατί θα ‘ρθει- όταν κρίνει η κοινωνία ότι αυτή η στιγμή ήρθε να μην μπορεί να πραγματωθεί η ανατροπή του κράτους και της λειτουργίας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ.
Παρόλα αυτά ακόμα και οι δημοκράτες διαφωτιστές προβλέπουν τη δυνατότητα εξέγερσης του λαού, στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όμως οι εξουσιαστές επιμένουν να εκφράζουν την ψευδή θέση, ότι η δημοκρατία εκλέγεται, αντί της θέσης ότι η δημοκρατία κατακτιέται με διαρκείς αγώνες και εξεγέρσεις μέχρι την εποικοδομητική κατάργηση του κρατικού θεσμού και της επανάκτησης του δημόσιου χώρου και της ελευθερίας που είχε απωλέσει η κοινωνία.
1.3. Η επιτυχία της εξέγερσης του Δεκέμβρη.
Μέσα στα προαναφερόμενα πλαίσια μπορούμε να σκιαγραφήσουμε και την επιτυχία που είχε η εξέγερση του Δεκέμβρη. Αυτή αφορούσε κυρίως δύο πυλώνες γύρω από τους οποίους κινήθηκε ολόκληρη η λογική που την ενέπνευσε.
Από τη μία η εξέγερση υπήρξε η έμπρακτη άρνηση παραχώρησης στο κράτος του δικαιώματος να ορίζει τη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων ή όπως θα λέγανε οι νεκροί κλασσικοί δημοκράτες, του πολίτη, σε μια προσπάθεια αποξένωσης του πολίτη από την ανθρώπινη ουσία του και μετατροπής του ουσιαστικά σε υπήκοο.
Παράλληλα με αυτήν την de facto συνθήκη άρνησης το κίνημα της εξέγερσης άνοιξε ένα παράθυρο στους ορίζοντες της κοινωνίας. Αυτό δεν είναι άλλο από το δικαίωμα αντίστασης και σε όσα άλλα αποφασίζει ερήμην της κοινωνίας το διευθυντήριο της «δημοκρατίας» είτε αυτά αφορούν στις ελευθερίες είτε στην ποιότητα της ζωής που θα βιώσουν τα μέλη της. (βλ. πολιτικές αποφάσεις για υγεία, παιδεία, εργασία κλπ).
Γιατί η αντίσταση για ζωή δεν περικλείεται στα στενά όρια της αντίστασης απέναντι στη ναζιστικής έμπνευσης κρίση της «ζωής που είναι άξια να βιωθεί» αλλά και σε ότι την καθορίζει όσο αφορά στον τρόπο που θα βιωθεί και την οδηγεί σε έναν αργό βασανιστικό και ανελεύθερο θάνατο.
Το δεύτερο σημαντικό προϊόν που παρήχθη μέσα σε αυτήν τη διαδικασία αφορά στην κάθετη τομή που επιχειρείται στις δυτικές κοινωνίες και ορίζει το σύγχρονο επίδικο τους και αυτό δεν είναι άλλο από το δόγμα ασφάλειας.
Από την 11η Σεπτεμβρίου κι έπειτα με πρόσχημα το φόβο της τρομοκρατίας βλέπουμε να ορθώνεται στην καρδιά της φοβικής κοινωνίας του δυτικού ανθρώπου η στρατικοποίηση. Συγκεκριμένα όπως υποστηρίζει και ο ιστορικός Ε. Ηobsbawm, η αστυνομία των δυτικών κρατών στρατικοποιείται για να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό εχθρό, ο οποίος δεν έχει πλέον συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα, αλλά συνέχεται σαν σύνολο από την απλή παρατήρηση της διαφωνίας του με το σύστημα, ή ακόμα και με την υποψία αυτής της σκέψης. Είναι το δόγμα της μηδενικής ανοχής.
Αντιθέτως ο στρατός αναλαμβάνει αστυνομευτικό ρόλο στις αποστολές του στο εξωτερικό. Ευέλικτος και μισθοφορικός επιδίδεται σε «χειρουργικές» κινήσεις και παίζει το ρόλο του τοποτηρητή της γειτονιάς, η οποία ανάλογα με την συγκυρία ενδιαφέρει την υπερεθνική ελίτ.
Ο επιφανέστερος των Ελλήνων ποινικολόγων Ι. Μανωλεδάκης αναφέρει στα συγγράμματά του ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά αλλού παρά σε ένα μανιχαιστικό δίπολο έτσι όπως έξυπνα το θέτει η κυριαρχία ανάμεσα σε ασφάλεια και ελευθερία[6]. Ανάμεσα σε καταστολή και δικαιώματα. Είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια ότι σε αυτή την ιδιότυπη διελκυνστίδα το κράτος, η αστυνομία, ο στρατός, η δικαιοσύνη και το κεφάλαιο όσοι έχουν να χάσουν τραβούν από την μεριά της ασφάλειας. Η εξέγερση κατάφερε να συνειδητοποιήσει και να συσπειρώσει την κοινωνία γύρω απ’ αυτούς που τραβούν το σχοινί από τη μεριά της ελευθερίας.
1.4 Η εξέγερση
O καθ’ αυτός χαρακτήρας της εξέγερσης ήταν η άμεση τιμωρία τους κράτους, της κυβέρνησης των πολιτικών, της αστυνομίας και οποιουδήποτε γενικότερα συμβολισμού του συστήματος. Αυτή η τιμωρία και παράλληλα κατάδειξη των ενόχων και των συνενόχων εκφράστηκε μέσω των καταστροφών σε τράπεζες και πολυεθνικές, καθώς επίσης και στις διαρκείς και επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα. Η δράση αυτή φυσικά αποτέλεσε το προιόν της δίκαιης κοινωνικής οργής που ξεχείλισε, και κάλυψε το πρώτο κομμάτι -χρονολογικά αλλά και λογικά- της εξέγερσης.
Όσο αφορά τουλάχιστον σε αυτό το κομμάτι όπως και σε κάθε εξέγερση ιστορικά, οι μάζες με μια φωνή κι σαν ένα σύνολο έβαλαν στην άκρη το ισχύον νομοθετικό σύστημα. Ξεπέρασαν τα όρια της νομιμότητας, αναδεικνύοντας την κοινωνία σε επιβλέποντα τον ορίων του τι είναι «δίκαιο» και τι όχι.
1.4 α. Η δημογραφία των εξεγερμένων.
Προσπαθώντας να κατανοήσουμε καλύτερα τις κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό το ξέσπασμα χρήσιμο θα ήταν να αναφερθούν οι κυρίως κοινωνικές ομάδες που συμμετείχαν στον πυρήνα της.
Σίγουρα σημαντικό κομμάτι της εξέγερσης αποτέλεσαν οι μαθητές. Καθώς ο δολοφονημένος νέος ήταν μαθητής, το συναισθηματικό αφ’ ενός φορτίο των νέων παιδιών, αλλά και η βαθιά πολιτική θέση στις σημερινές κοινωνίες της ασφάλειας και της καταστολής όπως αυτό ειλικρινώς εκφράστηκε με την απλή φράση «θα μπορούσαμε όλοι να ήμασταν στη θέση του», έδωσε ένα ισχυρό κίνητρο στους μαθητές να βγουν στο δρόμο.
Σίγουρα σημαντικό κομμάτι της εξέγερσης αποτέλεσαν οι μαθητές. Καθώς ο δολοφονημένος νέος ήταν μαθητής, το συναισθηματικό αφ’ ενός φορτίο των νέων παιδιών, αλλά και η βαθιά πολιτική θέση στις σημερινές κοινωνίες της ασφάλειας και της καταστολής όπως αυτό ειλικρινώς εκφράστηκε με την απλή φράση «θα μπορούσαμε όλοι να ήμασταν στη θέση του», έδωσε ένα ισχυρό κίνητρο στους μαθητές να βγουν στο δρόμο.
Οι φοιτητές επίσης συσπείρωσαν τα μπλοκ και τις πορείες τις μέρες του Δεκέμβρη.
Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο που αφορά στους φοιτητές είναι ότι ειδικά τις πρώτες μέρες ξεπεράστηκαν οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που αφορούσαν σε ψηφίσματα και αποφάσεις συλλόγων. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας της εξέγερσης έπνιξε τις φραξιονιστικές νοοτροπίες και τις μικροπολιτικές λογικές. Παρατηρήθηκε ότι πολύ πιο δύσκολο τελικά ήταν να συμμετέχει στην εξέγερση η μειοψηφία των αριστερών οργανωμένων φοιτητών, οι οποίοι περιορίζοντας την σκέψη τους σε παρωχημένα κομματικά/παραταξιακά και γραφειοκρατικά μορφώματα και σχήματα αδυνατούσαν να βρουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτήν την πολύμορφη διαδικασία.
Οι μετανάστες απ’ την άλλη οι οποίοι στερούνταν τέτοιων περιορισμών στη σκέψη τους μετείχαν ενεργά. Οι πολιτικοποιημένοι συμμετείχαν και στις συνελεύσεις ενώ ο μεγαλύτερος όγκος συμμετείχε στις διαδηλώσεις. Απ’ τη μια αυτό που ώθησε τους μετανάστες είναι το γεγονός ότι κυρίως αυτοί είναι που δέχονται την απρόκλητη κρατική βία. Είτε στα σύνορα με τις συνεχείς δολοφονίες είτε εντός της επικράτειας της χώρας με τους διαρκείς πυροβολισμούς, ξυλοδαρμούς και βασανισμούς τους.
Το δεύτερο ισχυρό κίνητρο ήταν η ανάγκη. Η αλήθεια είναι ότι μεγάλη μερίδα των μεταναστών, μαζί με άλλους κοινωνικά αποκλεισμένους και λούμπεν στοιχεία αλλά και ανέργους οι οποίοι είναι αποκλεισμένοι από το σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης επιδόθηκαν στη διαδικασία της άμεσης επανάκτησης του κοινωνικού πλούτου η οποία εκφράστηκε με τις κλοπές σε μαγαζιά. Οι εν λόγω ενέργειες που εκδηλώθηκαν κυρίως στις διαδηλώσεις της Δευτέρας στην Αθήνα, όσο και αν δείχνουν «ενοχλητικές» κρύβουν μια βαθειά κοινωνική παθογένεια πίσω τους, στην οποία δεν αναφέρθηκε κανείς.
Ουσιαστικά η εύκολη λύση ήταν αυτές οι ενέργειες όπως και οποιαδήποτε άλλη να χρεώνονται συλλήβδην στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Αυτή η τακτική ακολουθήθηκε για να μην αποκαλυφθεί η ανάγκη των αποκλεισμένων και η ένδεια τους.
Και ο πλέον κακοπροαίρετος άλλωστε θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι οι εντός παραγωγής πολιτικά σκεπτόμενοι αντιεξουσιαστές δεν θα είχαν ανάγκη την «κλοπή» ενός φορτιστή ή ενός παντελονιού από πολυκατάστημα. Αντιθέτως κανείς δεν μίλησε για την κοινωνική παθογένεια που οδήγησε στην απαλλοτρίωση των ειδών. Αυτή δεν είναι άλλη από την εξής αλήθεια: και στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί ένα στρώμα αποκλεισμένων που ζουν πέρα από τα όρια της φτώχειας αλλά ακόμα και έξω από τα πλαίσια καταμέτρησης της φτώχειας, αφού οι ζωές τους δεν υπολογίζονται.
Το στρώμα αυτό ολοένα πυκνώνει και δύσκολα θα ενσωματωθεί στους κυρίαρχους μηχανισμούς εκπροσώπησης και ενσωμάτωσης. Η συμμετοχή του και η ανάδειξη του σε πρωταγωνιστή των κοινωνικών συγκρούσεων και μεταβολών μαζί με τα νεολαιίστικα αφορμαλιστικά κινήματα που κουβαλούν ενθουσιασμό άλλα όχι ενιαίες ταυτότητες είναι η εικόνα από το μέλλον.
Η συμμετοχή των εργαζομένων κινήθηκε σε δύο διαφορετικά μεταξύ τους πλαίσια.
Όσο αφορά την προηγούμενη γενιά εργαζομένων και σε όσους κατέχουν ασφαλείς θέσεις στην παραγωγή η συμμετοχή ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με τους νέους εργαζόμενους που δουλεύουν σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Η γενιά των 700Ε είναι άλλωστε και αυτή που έχει κάθε λόγο να εξεγείρεται καθώς είναι αυτή που αντιμετωπίζει ένα ζοφερό μέλλον μπροστά της γεμάτο αδιέξοδα. Απ’ τη μια οι κυβερνητικές επιλογές την θέτουν στο περιθώριο, ενώ παράλληλα στερείται ακόμα και το φως, το νερό, τον αέρα. Η κατάρρευση των θεσμών ενσωμάτωσης (κόμματα, πολιτική, εκκλησία, επίσημα συνδικάτα) όπου μόνο την απέχθεια γεννούν σήμερα στη νέα γενιά σε συνδυασμό με την επέκταση του κρατικού και κεφαλαιοκρατικού μηχανισμού στο δημόσιο χώρο (σχολεία, πανεπιστήμια, δήμοι, εργασία) ουσιαστικά μηδενίζουν την κοινωνική παρέμβαση σε αυτούς τους χώρους. Η μόνη λύση στο εντεινόμενο φίμωμα της κοινωνίας είναι η εξέγερση, η ανακατάληψη του δημόσιου χώρου και λόγου.
1.5. Η πολιτική της εξέγερσης ή η κοινωνία παίρνει τον λόγο.
Το κίνημα αντίστασης δεν έμεινε όμως μόνο στην κατάδειξη και συμβολική τιμωρία των ενόχων της δολοφονίας και των συνενόχων στην κοινωνική παρακμή. Έκανε ή τουλάχιστον προσπάθησε φιλότιμα να κινήσει διαδικασίες με τις οποίες θα ξανάδινε τον λόγο στην κοινωνία. Το πρόταγμα είναι η δημιουργία πολιτικών οδοφραγμάτων απέναντι στην επέλαση κράτους και κεφαλαίου σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου. Στόχος είναι η δημιουργία νομιμοποιήσεων που θα καταστρέφουν τη δυνατότητα της εξουσίας να εκφράζεται ως αυθεντία, ορίζοντας παράλληλα από τη θέση του θύτη τη σιωπή της κοινωνίας-θύματος. Ο τρόπος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τις ανοιχτές αμεσοδημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις.
Το κίνημα δείχνοντας έξοχα ανακλαστικά και στοιχεία γρήγορης κατανόησης της κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας, μπόρεσε να ξεπεράσει το πρώιμο στάδιο της δίκαιης οργής και να στραφεί σε κινήσεις μαζικής απεύθυνσης. Οι πρωτοβουλίες εργαζομένων και ανέργων συσπειρώθηκαν γύρω από τις καταλήψεις των εργατικών κέντρων σε διάφορες πόλεις, οι οποίες έθεταν ξεκάθαρα το ζήτημα για ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, που αποξενώνει τους εργαζόμενους από τις ενώσεις τους και ουσιαστικά αποδυναμώνει το εργατικό κίνημα. Δημιούργησε μια πρώτη διαδικασία, μια νέα προοπτική απεγκλωβισμού τόσο από την κρατικοδίαιτη ΓΣΕΕ όσο και απ’ το κομματικό όργανο του ΠΑΜΕ. Διεκδίκησε την γενική απεργία των εργατών σαν απάντηση στην κρατική και εργοδοτική τρομοκρατία, σκιαγράφησε έναν νέου τύπου συνδικαλισμό, με βασικό πυλώνα σκέψης την ενότητα όλων των εργαζομένων. Οι εξεγερμένοι εργάτες δείξαν ότι η ελπίδα βρίσκεται όσο αφορά στο εργατικό κίνημα στις συνελεύσεις βάσης στα ταξικά πρωτοβάθμια σωματεία και στον απ’ ευθείας συντονισμό τους χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια.
Δεκάδες πρωτοβουλίες πάρθηκαν από τα κέντρα του αγώνα μαζί με διάφορα σχήματα πολιτών για να πραγματοποιηθούν καταλήψεις δημαρχείων ή άλλων κεντρικών κτηρίων σε διάφορες πόλεις και γειτονιές της χώρας, με στόχο να δοθεί η ευκαιρία δια μέσου των λαϊκών συνελεύσεων που έλαβαν χώρα να εκφραστεί στο σύνολό της η κοινωνία του κάθε δήμου, της κάθε γειτονιάς. Η πολιτική της εξέγερσης ήταν η δημιουργία κινήσεων συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης του κόσμου στις διαδικασίες της. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και οι κεντρικές καταλήψεις κτηρίων οι οποίες έπαιξαν το ρόλο των κέντρων του αγώνα, αγκαλιάστηκαν από την πρώτη στιγμή από μεγάλο μέρος της νεολαίας.
Η κατάληψη της σχολής Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη αν και αρχικά ήταν μια πολιτική απόφαση ατόμων και ομάδων του αντιεξουσιαστικού κινήματος, την επομένη της κατάληψης και της απόκρουσης καταστολής της αποτέλεσε μια ανοιχτή κοινωνική διαδικασία με πολύ μεγάλη συμμετοχή κόσμου όλων των ηλικιών και όλων των ιδιοτήτων. Στην ήδη από την κοινωνική δυναμική νομιμοποιημένη διαδικασία της κατάληψης ήρθε να προστεθεί και η απόφαση της γενική συνέλευσης του συλλόγου φοιτητών της σχολής, η οποία υπερψήφισε σαν μέσο πάλης την κατάληψη. Ομοίως σε κέντρα του αγώνα των εξεγερμένων μετουσιώθηκαν και διάφορες άλλες καταλήψεις ανά τη χώρα, με παρόμοια, κοινά χαρακτηριστικά που αφορούσαν στην άμεση δημοκρατία, την αντί-ιεραρχία την συναπόφαση, τη μετουσίωση των αποφάσεων σε ανοιχτή κοινωνική δράση.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι αν και η κοινωνική δυναμική στο σύνολο της ξεπέρασε οποιαδήποτε οργανωμένη πολιτική δύναμη, η συμβολή του αντιεξουσιαστικού κινήματος και των συλλογικοτήτων του υπήρξε σημαντική στην ολόπλευρη ανάπτυξη του κινήματος αντίστασης. Αφ’ ενός παρατηρείται ότι η μόνη πολιτική συνιστώσα που έδρευε στην καρδιά των κινητοποιήσεων ήταν η αντιεξουσιαστική καθώς από την πρώτη ημέρα ο αυθορμητισμός και ο αφορμαλισμός του κινήματος ξέβρασε εκτός οποιονδήποτε είχε κατά νου λογικές πρωτοπορίας και καθοδήγησης.
Η Αριστερά μη μπορώντας -και μη θέλοντας ίσως- να κατανοήσει τα μηνύματα του μέλλοντος στο παρόν αρκέστηκε στο ρόλο του παρατηρητή, και εν τέλει του διαχειριστή στην κεντρική πολιτική σκηνή τηλεοπτικών ρητορικών ερωτήσεων άσχετων προς το κίνημα και τις διαδικασίες του.
Απ’ τη μια το ΚΚΕ έβαλε ένα στοίχημα με τον εαυτό του ότι θα μπορέσει να τον ξεπεράσει όσο αφορά στην συνομωσιολαγνεία. Αποδείχθηκε πιο περίτρανα από κάθε άλλη φορά ότι το ΚΚΕ αποτελεί ένα καλολαδωμένο γρανάζι του συστήματος το οποίο παίζει το βρώμικο ρόλο του κάθε φορά που ο λαός σηκώνει κεφάλι.
Το δε χειρότερο δεν ήταν η σύνταξη του με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ και την ίδια την κυβέρνηση, αυτά λίγο-πολύ όσοι παρακολουθούν από κοντά την πολιτική σκηνή τα ανέμεναν. Το χειρότερο είναι ότι τα νέα παιδιά που οργανώνονται στις δομές του οικοδομούν δεξιά προσωπικότητα άκρως συντηρητική και τελευταία εξτρεμιστικά συνομωσιολογική. Πως αλλιώς να εξηγηθεί η μεταφυσική θέση ότι οι εξεγερμένοι είναι βαλτοί ξένων κέντρων που θέλουν την αποσταθεροποίηση της χώρας και προφανώς(;) την πτώση της «αντιιμπεριαλιστικής»(;) κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Το ΚΚΕ ανήκει χρόνια τώρα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, η χρήση του από το ελληνικό αστικό σύστημα σαν μέσο εκτόνωσης συντηρεί τη μούμια του ακόμα στην επιφάνεια της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Απ’ την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος αν και αρνήθηκε να υιοθετήσει τις μεταφυσικές αθλιότητες και εξόφθαλμες ηλιθιότητες του ΚΚΕ παραμένοντας σταθερά στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο των «ειρηνικών συλλαλητηρίων» αρνήθηκε από τη μια την καταδίκη της εξέγερσης και από την άλλη τη συμμετοχή του έστω κατ’ ελάχιστο σε αυτήν. Η προσκόλληση στη λογική της μη-βίας και η επικίνδυνη ανοησία της «καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται» οδηγούν τον ΣΥΡΙΖΑ στην ολική άγνοια των κοινωνικών και κινηματικών διαδικασιών, στις αιτιάσεις των κοινωνικών κινημάτων και έτσι στην λειτουργία του σαν άλλο ένα ρεφορμιστικό κανάλι εκτόνωσης της λαϊκής οργής. Το ΚΚΕ έχει ηττηθεί κοινωνικά από το παρελθόν, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ηττηθεί κοινωνικά από το μέλλον.
Για τα διάφορα παρακλάδια του εξωκοινοβουλευτικού χώρου δεν χρειάζεται να κάνουμε λόγο. Άλλωστε τι άλλη δουλειά θα μπορούσαν να έχουν ο Μάο, ο Τρότσκι, ο Πολ Πότ, ο Χότζα, η χήρα του Μάο, και διάφοροι άλλοι επαγγελματίες επαναστάτες στα πόδια των έφηβων εξεγερμένων αν όχι για να τους βάλουν καμιά τρικλοποδιά στην σκέψη και στην δράση τους. Η παθητικότητα με την οποία παρατήρησαν την εξέλιξη του κινήματος ήταν εκκωφαντική.
Η κανονικότητα, με τις μικροπολιτικές μίζερες καταγγελίες, τις θυροκολλήσεις, το μεγάλο κοινοβούλιο ή τα μικρότερα καφενειακά, η παράδοση, είναι ο προνομιακός χώρος μιας ξοφλημένης Αριστεράς όλων των εκδοχών της σε μια ξοφλημένη ψευδεπίγραφη Δημοκρατία.
1.6 Ο ρόλος των ΜΜΕ.
Όσο αφορά τα ΜΜΕ, θα ήταν δυνατόν αυτά να αναφερθούνε στην επόμενη ενότητα μαζί με τα υπόλοιπα μέσα καταστολής που χρησιμοποίησε η εξουσία για να καταπνίξει την εξέγερση, καθώς ο ρόλος τους ήταν ξεκάθαρα αντιδραστικός.
Ο ρόλος των ΜΜΕ καταδείχθηκε σε αυτήν την περίπτωση καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη. Ουσιαστικά όταν η κοινωνία είχε καταφέρει να παροπλίσει την αστυνομία τουλάχιστον από την κοινωνική συναίνεση της οποίας υποτίθεται ότι έχαιρε έως την εκτέλεση του Αλέξη, τότε ήταν που τα ΜΜΕ ξεκίνησαν το τρομολαγνικό έργο τους με στόχο να ξαναβγεί η αστυνομία στους δρόμους, από κει και πέρα ήταν ζήτημα ημερών να αρχίσουν οι συλλήψεις, οι ξυλοδαρμοί και ότι εν γένει σημαίνει και πράττει η αστυνομία.
Πρέπει όμως να τονιστεί ότι ο ρόλος των ΜΜΕ είναι ακόμα πιο ύπουλος καθ’ ότι έχοντας εν’ μέρει σχέση με την πραγματικότητα και μη φέροντας την ταμπέλα του κρατικού μηχανισμού καταστολής, είναι πιο δύσκολο να αναγνωριστεί ο άθλιος ρόλος τους. Πλέον παρατηρείται μια στροφή από την στείρα κομματική υποστήριξη -η οποία συνεχίζει να υπάρχει- στην γενικότερη καλλιέργεια του φόβου, και της στοχευμένης ψυχολογικής πίεσης στην κοινωνία που παρακολουθεί.
Η υποτίμηση των γεγονότων αρχικά, η προσπάθεια περιθωριοποίησης των εξεγερμένων η επανανακάλυψη της εγκληματικότητας άρα και της χρησιμότητας της αστυνομίας, όλα λάβανε χώρα με μια καταπληκτική μεθοδικότητα.
Πραγματικά ειδικά η τηλεόραση από τη μια προσπάθησε να μην αντιπαρατεθεί ευθέως με το λαϊκό αίσθημα που στόχευε ξεκάθαρα ενάντια στην αστυνομία και γενικότερα την εξουσία, απ’ την άλλη καλλιεργούσε κλίμα τρόμου όταν οι άλλοι θεσμοί της κρατικής βίας δεν μπορούσαν να ακουστούν ενώ παράλληλα μετέτρεπε την εξέγερση σε αλλοτριωμένες εικόνες ανάμεσα σε σήριαλ. Τα ΜΜΕ υπέσκαψαν την εξέγερση όταν δεν μπορούσε άλλος, ενώ απομάκρυναν την κοινωνία από τους δρόμους. Αν και τις πρώτες μέρες κράτησαν στάση αναμονής περιμένοντας να δούνε το μέγεθος της απάντησης της κοινωνίας από την επομένη κιόλας έδωσαν βήμα στους «αγανακτισμένους πολίτες». Τα ΜΜΕ χρησιμοποίησαν τους «φιλήσυχους πολίτες» σαν πυρήνα της αντίδρασης απέναντι στην εξεγερμένη νεολαία. Από κοντά βέβαια και οι πάντα χρήσιμοι, ειδικά σε έκτακτες περιστάσεις που ο ρόλος του κράτους έχει φανερωθεί, παρακρατικοί να συνδράμουν τα μπλοκ των «αγανακτισμένων» και των δυνάμεων καταστολής. Όταν παρόλα αυτά οι προσπάθειες των ΜΜΕ πέφτανε σε γενικές γραμμές στο κενό, τα ένοπλα χτυπήματα δώσαν στα ΜΜΕ και στον κρατικό μηχανισμό το πάτημα που χρειαζόταν για την αναστροφή του κλίματος.
Οι μεγαλοδημοσιογράφοι της ΤV δεν είχαν κανένα λόγο πλέον να μην πετάξουν τις μάσκες της θλίψης για το νεκρό μαθητή και να δείξουν τον πραγματικό τους ρόλο σε όλο του το μεγαλείο. Πίσω από τα δελτία ειδήσεων βρίσκεται όλος ο ιδεολογικός μηχανισμός της κρατικής βίας και καταστολής.
Μέσα σε αυτήν την ελεεινή οχλοβοή των ΜΜΕ προσπάθησαν και μερικοί σύντροφοι να παρέμβουν με πρόσωπο και πολιτική συνειδητοποίηση. Ο στόχος ήταν να μην αφεθεί το κίνημα, τουλάχιστον στο κομμάτι που μας αφορά σαν αντιεξουσιαστική συνιστώσα, βορά στα νύχια των αρπακτικών της τηλεόρασης και των καταφανέστατων ψεμάτων τους. Ενώ επίσης έγινε προσπάθεια να καταδειχθεί η πολιτική πλευρά του ζητήματος ώστε να τεθούν στο περιθώριο οι προβοκατορολογίες που στήθηκαν από το συμμαχικό μπλοκ κυβέρνηση-ακροδεξιά-ΚΚΕ.
Με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία κάθε φορά και άσχετα από την ολική συμφωνία ή μη με το 100% του περιεχομένου των λεγομένων του κάθε συντρόφου ή συναγωνιστή, μια μερίδα της δίκαιης εξέγερσης όρθωσε ανάστημα και φωνή και στην καρδιά της αντίδρασης. Μένει στο σύνολο του κινήματος να αποφασίσει αν και τα ΜΜΕ είναι πεδίο σκληρής μάχης με τους μέντορες της σπέκουλας ενάντια στους οποίους το κίνημα έδρασε και σε επίπεδο ενημέρωσης μέσα από τα δικά του αυτοοργανωμένα μέσα πληροφόρησης.
1.7 Οι μηχανισμοί καταστολής και πάλι στον δρόμο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέγερσης η αστυνομία, η ασφάλεια, οι ΜΑΤατζήδες, οι Ζητάδες δεν σταμάτησαν τον βρώμικο ρόλο τους. Εκτός των πρώτων-πρώτων ημερών μετά τις 6 Δεκέμβρη όπου ο φόβος και ο στιγματισμός τους εξαφάνισε από την κοινωνική ζωή από την επομένη επιδόθηκαν σε προσαγωγές, συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, βασανισμούς, νέους πυροβολισμούς, απελάσεις, τρομοκράτηση και ότι άλλο συνθέτει την πολύμορφη «φιλάνθρωπη» δράση τους.
Πιο συγκεκριμένα γίνανε εκατοντάδες προσαγωγές σε όλη την επικράτεια της χώρας πολλές από τις οποίες μετατράπηκαν σε συλλήψεις με αστείες κατηγορίες. Επίσης έγιναν 67 προφυλακίσεις, οι περισσότερες αφορούσαν μετανάστες. Πριν προλάβει να κινηθεί το κίνημα να μάθει ονόματα και συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνανε οι συλλήψεις, το κατηγορητήριο, ήδη πολλοί μετανάστες εμφανίζονται να έχουν απελαθεί με τις συνοπτικότερες των διαδικασιών.
Όσο αφορά στους υπόλοιπους διαδηλωτές, η πιο επικίνδυνη διαδικασία λαμβάνει χώρα στη Λάρισα, στην Κοζάνη και στην Πτολεμαΐδα όπου ανήλικοι μαθητές συνελλήφθησαν μαζί με άλλους διαδηλωτές και κατηγορούνται με τον αντιτρομοκρατικό νόμο.
Είναι πλέον κατανοητό σε μεγάλο εύρος της κοινωνίας ότι το σύστημα εξουσίας δεν κάνει διακρίσεις ούτε στις δολοφονίες, ούτε στο κατασταλτικό του μένος. Όπως στη θέση του Αλέξη θα μπορούσε να είναι ο κάθε άνθρωπος, έτσι και στις περιπτώσεις των συλληφθέντων και προφυλακισθέντων θα μπορούσε να βρίσκεται ο κάθε διαδηλωτής ή περαστικός σύμφωνα με την κρίση των δολοφόνων δυνάμεων καταστολής. Το κίνημα που ενσάρκωσε την αντίσταση και την εξέγερση, είναι υπεύθυνο να σηκώσει και την καμπάνια αλληλεγγύης στους φυλακισμένους του. Το σύστημα εξουσίας γρήγορα ανακατέλαβε τις θέσεις του. Η αστυνομία συνεχίζει να καταστέλλει ακόμα πιο έντονα οποιαδήποτε φωνή αντίστασης ενώ η δικαιοσύνη της δημοκρατίας στέλνει με μεγάλη ευκολία ανθρώπους πίσω από τα κάγκελα της ανελευθερίας. Το ίδιο έντονα πρέπει να συνεχιστεί κι ο αγώνας.
Το πρώτο ραντεβού του κινήματος αλληλεγγύης δόθηκε με μεγάλη επιτυχία στην Λάρισα, όπου στις 17 του Γενάρη πάνω από 3.000 διαδηλωτές έδωσαν το παρόν. Αντιεξουσιαστικές συλλογικότητες και αριστερές οργανώσεις, φοιτητικοί σύλλογοι και σωματεία, κινήσεις πολιτών απ’ όλη τη Ελλάδα.
Είμαστε όλοι εμείς που πρέπει να δώσουμε έμπρακτη αρνητική απάντηση στο ερώτημα αν η σύγχρονη δημοκρατία που επιβάλλεται με ολοκληρωτικούς όρους εξουσίας πάνω στην κοινωνία και στα λαϊκά της στρώματα ιδιαίτερα έχει το δικαίωμα να δολοφονεί νεολαίους όπως τον Αλέξη, να εκτοξεύει βιτριόλι σε μετανάστριες συνδικαλίστριες όπως στη Κούνεβα, να σκοτώνει εργάτες με «ατυχήματα» στο Πέραμα, να ξυλοφορτώνει ανυποψίαστους ανθρώπους όπως τον Κύπριο φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, να επιβάλλει την μιζέρια, την λιτότητα, την ανεργία σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και να ξεγράφει το μέλλον οριστικά από τους ορίζοντες όσων θέλουν να ατενίσουν έναν διαφορετικό κόσμο, με αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, πραγματική δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Σημειώσεις
[1] θατσερισμός: εδώ περιγράφεται η πολιτική που εμπεδώθηκε επί Θάτσερ στην Αγγλία και ουσιαστικά αποτελεί το πέρασμα από την σοσιαλδημοκρατία και το όποιο κράτος πρόνοιας αυτή δημιούργησε στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εκφράζεται κυρίως με ιδιωτικοποιήσεις δημόσιου πλούτου και γενικότερα την εκχώρηση όλων των πόρων στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Γνωστή είναι η ρήση της Θάτσερ ότι "πλέον δεν υπάρχουν κοινωνίες, αλλά άτομα και οι οικογένειές τους." Η Θάτσερ διατέλεσε πρωθυπουργός της Αγγλίας την δεκαετία του 80.
[2] συνομιλητής: το κράτος στην Ελλάδα δεν έχει ταυτιστεί πλήρως ακόμα με το κεφάλαιο λόγω και του φαινομένου της πληθώρας δημοσίων υπαλλήλων. Παρόλα αυτά η σταθερή και αμετάβλητη στάση του να κάνει πλάτες στους κεφαλαιοκράτες είναι δεδομένη. Έτσι μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι πολλές φορές το κράτος παίζει και τον ρόλο του επιδιαιτητή ανάμεσα στις "κοινωνικές ομάδες". Δηλαδή τα λαϊκά στρώματα και την πλουτοκρατία.
[3] ιδιοκτησία: σημειώνεται ότι στον σύγχρονο μετακαπιταλισμό στην υπέρβαση δηλαδή του κλασσικού καπιταλισμού του Adams ακόμα και η ιδιοκτησία είναι κάτι πολύ σχετικό. Οι περισσότεροι Έλληνες παραδείγματος χάριν δεν είναι ουσιαστικά ιδιοκτήτες των σπιτιών τους εφ' όσων αυτά είναι ιδιοκτησία της τράπεζας μέχρι να αποπληρωθούν τα δάνεια. Στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο το πλασματικό κεφάλαιο πλέον παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ζωή.
Ουσιαστικά παράγεται νέος πλούτος, νέα κεφάλαια χωρίς να παράγονται προϊόντα. Είναι αυτή η διαδικασία του "ψεύτικου κεφαλαίου" η οποία έπαιξε τον ρόλο της στην ανάδυση της νέας οικονομικής κρίσης.
[4] αξία διαφθορά: στον καπιταλισμό η διαφθορά δεν είναι "μεμονωμένο φαινόμενο" όπως έξυπνα πλασάρεται. Αντιθέτως η διαφθορά αποτελεί και "αξία" με την έννοια της ηθικής αλλά και "αξία" με την έννοια της οικονομίας. Στο πλαίσιο της ηθικής αποτελεί διαδικασία που τέμνει κάθετα το σύνολο της κοινωνίας καθώς το ρουσφέτι ξεκινάει από την κορυφή και φτάνει στα νύχια του κοινωνικού ιστού σαν βιωμένη πραγματικότητα του συστήματος.
Από την άλλη αποτελεί και οικονομικό παράγοντα του συστήματος. Όλες οι εταιρείες που σέβονται τον εαυτό τους υπολογίζουν το κόστος διαφθοράς σαν σταθερό οικονομικό παράγοντα του ισολογισμού τους. Το τελευταίο παράδειγμα της Siemens και στην Ελλάδα επιβεβαιώνει τα γραφόμενα με τον πιο επίκαιρο τρόπο. Η διαφθορά υπολογίζεται σαν ξεχωριστός αλλά αναπόσπαστος οικονομικός παράγοντας του καπιταλιστικού συστήματος.
[5] κοινωνική συνοχή: η κοινωνική συνοχή της φοβικής κοινωνίας δεν μπορέι ν' αποτελεί μόνο κοινωνική διαδικασία. Ανάμεσα στην κοινωνία και την αστυνομία και τις υπόλοιπες δυνάμεις καταστολής ορθώνονται και οι μηχανισμοί ενσωμάτωσης παλιοί και καινούργιοι. Όσο αφορά στην πολιτική έκφραση της φοβικής κοινωνίας νομιμοποιητική συνεκτική διαδικασία αποτελούν οι βασικοί θεσμοί του συστήματος. Ο κυριότερος εξ' αυτών στις δυτικές Δημοκρατίες είναι οι εκλογές. Η ψευδαίσθηση δημοκρατίας διαμέσου των εκλογών γεννάει συναίνεση. Άσχετα μάλιστα από την ποσότητα των ατόμων που συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία. Οι συμμετέχοντες είτε το επιθυμού είτε όχι εφ' όσων διεκδικούν την αντιπροσωπευτική εξουσία της Δημοκρατίας αποτελούν νομιμοποιητικούς παράγοντες του κράτους και της εξουσίας εν γένει.
[6] ασφάλεια και ελευθερία: στην μετάβαση όμως αυτήν στην κοινωνία του φόβου, πρέπει να τονιστεί ότι το δίλλημα αυτό είναι ψευδεπίγραφο. Κι αυτό γιατί όταν κάποιος παραδίδει εκ των προτέρων την ελευθερία του είναι επόμενο να απωλέσει και την ασφάλεια. Η δολοφονία Γρηγορόπουλου έγινε σε καθ' αυτό συνθήκες "ασφάλειας" στο κέντρο της Αθήνας από το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τα καθήκοντα διατήρησης ασφαλείας. Με λίγα λόγια όταν παραδίδουμε την ελευθερία (της κοινωνίας) στους πολιτικούς προϊστάμενους (κράτος) των δυνάμεων ασφαλείας τότε χάνουμε και τα δύο αλλά το κυριότερο και την δυνατότητα αντίστασης.
15/01/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου