Τον Ιούνιο του 2024 κυκλοφόρησε από τις ελευθεριακές εκδόσεις Ναυτίλος, το βιβλίο του γάλλου ελευθεριακού Ζοζέφ Ντεζάκ, Ανθρωπόσφαιρα. Γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1850 το έργο του Ντεζάκ αποτελεί μια από τις πρώτες αποτυπώσεις της αναρχικής ουτοπίας, ένα φλογερό σπίθισμα του μυαλού ενός προλετάριου που ονειρεύτηκε και πάλεψε (για) έναν διαφορετικό κόσμο. Εδώ παραθέτουμε ένα απόσπασμα του βιβλίου από το δεύτερο μέρος, ως σύσταση προς τον ελεύθερο και δίκαιο κόσμο της Ανθρωπόσφαιρας.
Άνθος του Κακού
για μια βιβλιοθήκη των γνώσεων & των αισθημάτων...
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 21 Ιουλίου 2024
Σάββατο 20 Ιουλίου 2024
Εξομολογήσεις ενός Ιδεοψυχαναγκαστικού | Διήγημα
της Αντωνίας Κώστα - Φώτη
Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023
Η διάφανη Λίμνη
Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023
Ζώντας τη ζωή της!
ΖΩΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ | Σημειώσεις με αφορμή τη βιβλιοπαρουσίαση του αυτοβιογραφικού βιβλίου της αναρχικής επαναστάτριας Έμμα Γκόλντμαν (εκδ. Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2019, μτφρ. Ροζίνα Μπέρκνερ)
Σάββατο 24 Ιουνίου 2023
Ο Ντουρρούτι & ο μίτος της Κοινωνικής Απελευθέρωσης
του Άρη Τσιούμα
Ο Αμορός τοποθετεί τον Ντουρρούτι του μέσα στον λαβύρινθο της ισπανικής επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου και τι σημαίνει αυτό, ότι με όχημα τον εμβληματικό αναρχικό ο συγγραφέας ουσιαστικά προσωποποιεί συμβολικά την επανάσταση και έτσι ακολουθεί την ιστορική διαδρομή του Ντουρρούτι μέσα στον λαβύρινθο, δηλαδή την αντεπανάσταση, την αντίδραση, την οποία ο Αμορός με σπουδή κατορθώνει και εντοπίζει όπου κι αν αυτή εμφανίζεται, ακόμη κι εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, δηλαδή στους κόλπους του ίδιου του ελευθεριακού κινήματος. Ναι, ο Ντουρρούτι όπως και στις περισσότερες προσεγγίσεις του εμφανίζεται κι εδώ ως το απόλυτο καλό, συγκεντρώνει την λαϊκή ευθύτητα, με μια αδιαπέραστη ανιδιοτέλεια, συνθέτοντας μια δυναμική και ανυποχώρητη οξυδέρκεια που αγωνίζεται για έναν καλύτερο κόσμο. Όμως όλα αυτά τα στοιχεία που δεν είναι παρά τα ίδια τα υλικά, οι έννοιες και οι αξίες που έχουν καλλιεργηθεί μέσα και από το ισπανικό προλεταριάτο της Ισπανίας αναδεικνύονται λαμπρότερα σε αντιπαράθεση με τη μοχθηρία, την πανουργία, τη δολιότητα και όλα τα συνώνυμα που περιγράφουν την κοινωνική αποτύπωση της λειτουργίας που ονομάζουμε εξουσία.
Επιλέξαμε κάποια σημεία που κρίνουμε
ότι είναι τα πιο σημαντικά και ταυτόχρονα χρήσιμα για εμάς σήμερα, ώστε να τα
αναδείξουμε γιατί πρέπει να πούμε ότι η επιλογή να εκδώσουμε το βιβλίο του
Αμορός, όπως παλιότερα κι άλλους τίτλους που σχετίζονταν με το γεγονός της ισπανικής
επανάστασης όπως το Μέσα στην Ομίχλη
του Άμπελ Παθ ή οι Mujeres
Libres της Μάρθα Άκελσμπεργκ, δεν γίνεται
αποκλειστικά για ιστορικούς λόγους, αλλά κυριότερα για να αντλήσουμε
παραδείγματα αγώνα και πείρα που μπορεί να χρησιμεύσει στη δική μας απόπειρα
σήμερα, με όσα βέβαια χωρίζουν τις εποχές, τους ανθρώπους και τους τόπους, αλλά
και με όσα ενώνονται μέσα στο καθολικό όραμα της ανθρώπινης χειραφέτησης που
παραμένει κοινό μέσα στο χρόνο, σε όλους τους τόπους κι αφορά κάθε έναν από τα
εκατομμύρια των καταπιεσμένων της Υδρογείου.
Ένα
πρώτο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι ότι παρά τις όποιες οπισθοχωρήσεις, τα όποια
λάθη παρά την παρουσία ακόμα και ανθρώπων αστικής καταγωγής, το ελευθεριακό
κίνημα της Ισπανίας υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα βαθιά προλεταριακά κινήματα
όλων των εποχών και παρέμεινε τέτοιο σε όλη την τρομερή ιστορική διαδρομή του
από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και το τέλος του εμφυλίου πολέμου
και την ήττα.
Παρατηρούμε,
με μικρές εξαιρέσεις (μια από αυτές ο Σαντιγιάν) μια έντονη έλλειψη των
οργανικών διανοουμένων που συναντάμε συνήθως σε άλλα παρόμοια κινήματα,
φαίνεται ότι όλη η κοπιώδης πνευματική εργασία αυτού του μεγάλου κοινωνικού και
πολιτικού οργανισμού προέρχεται όντως από μια συστηματοποιημένη παρατήρηση ένα
μπόλιασμα της λαϊκής πρακτικότητας με τις δυνατότητες που χαρίζει ο μοντέρνος
ορθολογισμός της εποχής, όπως τον κατανοούσε και τον εφάρμοζε ο ιβηρικός
αναρχισμός. Αυτό δεν σήμαινε ασφαλώς ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερες και λαμπρές
προσωπικότητες που ωθούσαν τα πράγματα όμως η έκταση της κοινωνικής
ανασύνθεσης, η διαμόρφωση ενός νέου κόσμου στο κέλυφος του παλιού ήταν μια
διαδικασία στην οποία στόχος ήταν η εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσότερων ή
δυνατόν και όλων.
Ωστόσο
αυτό δεν σημαίνει καθόλου, όπως υπογραμμίζει μέσα στη ροή του κειμένου του και
ο Αμορός, ότι δεν υπήρχε ηγεσία στο ελευθεριακό κίνημα που συγκρότησαν η CNT και η FAI, το συνδικάτο δηλαδή και η πολιτική
οργάνωση των αναρχικών. Μάλιστα κάποιες φορές αυτή εμφανίζεται κάθετη και
αυστηρή, ακόμη κι αν προέκυπτε ως φυσική ηγεσία των επαναστατών που οι μάζες
αναγνώριζαν ως πρωτοπόρους, αγκάλιαζαν και στήριζαν πραγματικά, όπως φυσικά
πριν από οποιονδήποτε άλλον τον ίδιο τον Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Δεν είμαστε
αφελής, ούτε ήρθαμε σήμερα να αναγνωρίσουμε ότι όλα τα κοινωνικά κινήματα
φέρουν την ηγεσία τους, αλλά από την άλλη όπως έχει ειπωθεί και παλιότερα σε
μια γνωστή ρήση το ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν αθώοι δεν σημαίνει ότι
είμαστε όλοι το ίδιο ένοχοι. Με απλά λόγια η φυσική και συλλογική ηγεσία που
αναδύθηκε από τα σπλάχνα του κινήματος παρά τα λάθη, τις αντιπαραθέσεις και τις
αντιθέσεις ποτέ ούτε διανοήθηκε να χρησιμοποιήσει λογικές εξόντωσης ή
απομόνωσης, εξορίας ή άλλων μορφών βασανισμού απέναντι στους εσωτερικούς, και
μάλιστα ούτε καλά καλά και στους εξωτερικούς αντιπάλους. Αποτελεί ένα διαρκές
ζήτημα που επιμένει ωστόσο το πώς σε συνθήκες κατεπείγουσες και ιδιαίτερες θα
διασφαλιστεί η πορεία των κινημάτων στη βάση των αρχών τους και όχι στις υποκειμενικές
ερμηνείες των ηγετικών στελεχών τους.
Ένα
ακόμη ζήτημα που αναδύεται στο σήμερα από την ιστορική αναφορά είναι αυτό του
Οργανωτικού Δυϊσμού, με απλά λόγια δηλαδή την ταυτόχρονη παρουσία των Αναρχικών
μέσα στις κοινωνικές μάζες αλλά και στη λειτουργία της δικιάς τους Πολιτικής
Οργάνωσης. Αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ επαναστατικό κίνημα
που δεν συνέδεσε την ονομαζόμενη δουλειά στις μάζες με την συλλογική συνείδηση
μιας οργάνωσης ιδεολόγων. Το πρόβλημα που γέννησε το ισπανικό παράδειγμα ωστόσο
τέθηκε όχι όταν αυτή η απλή λογική εφαρμόστηκε με συνέπεια αλλά όταν η ηγετική
ομάδα της ομοσπονδίας εκβιαζόμενη και πιεζόμενη από την κατάσταση αναγκάστηκε
να αποποιηθεί μεγάλο κομμάτι των αρχών της. Παρόλα αυτά το συμπέρασμα όσο αφορά
τα επαναστατικά εργαλεία στη σύγχρονη περίοδο δεν έχει αλλάξει: η σύνθεση που
προϋπόθεσε έναν επικείμενο θρίαμβο για τις υπάγωγες τάξεις, για το εργατικό
προλεταριάτο κάτω από τις επαναστατικές σημαίες του ιστορικού αναρχισμού δεν
είναι άλλη από τη CNT
και τη FAI,
τούτα τα λατινικά αρχικά έγιναν ο λαμπρός φάρος της χειραφέτησης γιατί
κατόρθωσαν να εμπερικλείουν πόθους κι ανάγκες, ακόμα και μίση βέβαια σε μια
κοινωνία εξαθλίωση που υποσταθμίζονταν όμως μπροστά στην πανανθρώπινη ιδέα της ελευθερίας
και της ισότητας. Ήταν και παραμένει απλή και λογική σκέψη ότι ένας ή
περισσότεροι επιδραστικοί επαναστάτες δεν αρκούν ποτέ για να αλλάξουν τον κόσμο
χωρίς την υποστήριξη των μαζών και από την άλλη οι ίδιες οι πλατιές μάζες των
καταπιεσμένων για να κατορθώσουν να πετύχουν την χειραφέτησή τους πρέπει να
έρθουν σε επαφή με ένα καθολικό πρόταγμα απελευθέρωσης.
Θα
πρέπει ωστόσο να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν είμαστε εδώ για να κρίνουμε από την
ασφάλεια που μας παρέχει η χρονική απόσταση τα όποια σφάλματα, ωστόσο
προσπαθούμε να καταλάβουμε για να χτίσουμε ένα νέο κίνημα που θα έχει
περισσότερη πείρα και επίσης μια οργάνωση όπου τα μέλη της θα έχουν μια καλή
εικόνα και μια βαθύτερη γνώση των ζητημάτων που προέκυψαν στον βηματισμό της
ιστορικής διαδρομής του Αναρχισμού. Αυτή η λειτουργία είναι εξαιρετικά
σημαντική για εμάς καθότι η έννοια της Οργάνωσης δεν αποτελεί μια χίμαιρα ή μια
φιλολογική συζήτηση, αλλά απτή πραγματικότητα μέσα από την απόπειρα της
Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης.
Κι
εδώ θα ήθελα να θέσω μια ακόμη σημείωση προφανώς σχετική με το ίδιο το νόημα
του βιβλίου που είναι μια ιστορία του οργανωμένου αναρχισμού. Άκουσα πρόσφατα
σε μια εκδήλωση έναν σύντροφο να καταθέτει την εκτίμηση ότι οι απόπειρες
οργάνωσης του αναρχισμού στον ελλαδικό χώρο έχουν αποτύχει. Η διαφωνία μας με αυτή
την εκτίμηση δεν είναι μόνο αυτονόητη εξαιτίας ενός τελείως διαφορετικού
βιώματος, είναι βαθύτερη πολιτική. Κατά την άποψή μας η υπόθεση της εδραίωσης
της οργανωτικής αντίληψης μέσα στο αναρχικό κίνημα είναι μια σχετικά πρόσφατη
διαδικασία τουλάχιστον με την κοινωνική σύνθεση και τις προοπτικές των
σημερινών αγωνιστών που την υπερασπίζονται. Είναι προφανές ότι η πρώτη σπορά
είναι εν μέρει δεμένη διαλεκτικά με την προηγούμενη της κατάσταση, οπότε θα
ήταν απλά άστοχο να πιστεύαμε σε μια εύκολη επιτυχία, όπως κι αν την έχει ο
καθένας στο νου του. Αντιθέτως σε αυτήν την σύνθετη κατάσταση που χρειάζεται
χρόνο και νέες προκλήσεις που θα διαπεράσει για να θεμελιωθεί κανείς δεν μπορεί
να πει ότι τα πράγματα παραμένουν ίδια. Ακόμη και προηγούμενες μορφές συλλογικής
δράσης των αναρχικών που έχουν σήμερα χάσει τη δυναμική τους έπαιξαν σημαντικό
ρόλο στη διαμόρφωση της συνέχειας. Πριν λίγα χρόνια η οποιαδήποτε αναφορά σε
οργάνωση απευθείας ταυτιζόταν και καταγγελλόταν ως κομμουνιστική και σταλινική
παρεκτροπή, σήμερα ακόμη και όσοι δεν έχουν κατανοήσει ακριβώς ή δεν έχουν
βιώσει την εμπειρία μιας οργανωτικής προσπάθειας αναφέρονται στην οργάνωση και
τον αγώνα για την Αναρχία. Άλλωστε την έννοια της αποτυχίας έχει νόημα να την
σκεφτόμαστε αφαιρετικά, πρέπει να δούμε τι θα μπορούσε να λείπει, αν δεν
υπήρχαν αυτές οι προσπάθειες και τα μικρά τους επιτεύγματα. Αν σήμερα γίνονται
σε ένα υπόγειο εργαστήριο αύριο θα εκδηλωθούν εκεί που πραγματικά ανήκουν: στο
κοινωνικό ξέφωτο. Παραμένουμε αθεράπευτα αισιόδοξοι για το μέλλον του
αναρχισμού μας, άλλωστε η επιτυχία είναι ό,τι δεν είναι ακόμα εδώ και τίποτε
περισσότερο.
Η
Ισπανία σήμερα μας μαθαίνει την επανάσταση ως ρεαλιστικό σχέδιο κι όχι ως
κατακλείδα αφηρημένων σκέψεων. Μας ενδιαφέρει πρωτίστως να δούμε μια σύνθεση
των δυνατοτήτων με τις επιθυμίες, δεν μπαίνουμε πια στις ιστορικές συζητήσεις
με την πίστη του ζηλωτή αλλά με το ανοιχτό πνεύμα του αγωνιστή που αναζητά το
μονοπάτι. Γι’ αυτό διαβάζουμε πάντα περπατώντας. Τούτο το συγκεκριμένο βιβλίο
μπορεί να συγκαταλεχθεί στη λεγόμενη «βιβλιογραφία της απομυθοποίησης» γιατί η
δίκαιη και εμπεριστατωμένη κριτική του παραμένει σε σημεία της ιδιαίτερα
αυστηρή. Όπως όμως σημειώναμε κατά την έκδοση το βιβλίο, πόσο μάλλον εμείς, δεν
επιθυμούμε ασφαλώς να απογοητεύσουμε ή να ισοπεδώσουμε τις κατακτήσεις των
ιδεολογικών μας προγόνων, αντιθέτως στρεφόμαστε ξανά και ξανά στην Ισπανία με
ζεστή καρδιά μα και ειλικρίνεια γιατί παραμένει το πιο ασύλληπτο άλμα που έκανε
η ανθρωπότητα προς την χειραφέτηση της.
Κλείνοντας τις σημειώσεις μας με αφορμή το βιβλίο οφείλουμε να μείνουμε και σε ένα σημείο που διαπερνά ολόκληρο το κείμενο, όχι από κάποια εμμονή του συγγραφέα αλλά εξαιτίας των αντικειμενικών ιστορικών δεδομένων. Ο αναρχισμός ήταν είναι και θα είναι εκτός των άλλων, ως ένα κίνημα ελευθερίας ένα αντιμπολσεβίκικο κίνημα πέρα ως πέρα. Όπου ο κοινωνικός επαναστατικός αναρχισμός συγκροτήθηκε σε δύναμη που αξίωνε την υπεράσπιση του δικού του προγράμματος μοιραία βρέθηκε σε ένοπλη σύγκρουση με τον μπολσεβικισμό, στην Ουκρανία του Νέστορ Μάχνο κατά την περίοδο του δεύτερου αντάρτικου και στην Ισπανία τον Μάη του 1937. Πιο συγκεκριμένα στο βιβλίο ο συγγραφέας υποστηρίζει έμμεσα την πιθανότητα ο Ντουρρούτι να έπεσε νεκρός ως αποτέλεσμα μιας σταλινικής πλεκτάνης. Αν και δεν υπάρχουν τα ντοκουμέντα που θα αποδείκνυαν την εκτίμηση η πολιτική κατάσταση επιτρέπει μια τέτοια σκέψη: την ίδια περίοδο στη Σοβιετική Ρωσία ολοκληρώνονται οι "δίκες της Μόσχας" και εκατοντάδες πρώην μπολσεβίκοι ηγέτες εκτελούνται. Την επόμενη χρονιά στην Ισπανία στελέχη του φιλο-τροτσκιστικού POUM και οι αναρχικοί αγωνιστές Μπερνέρι και Μπαρμπιέρι δολοφονούνται και εξαφανίζονται μετά από ενέργειες της μυστικής αστυνομίας της GPU που ελέγχεται από το κομμουνιστικό κόμμα και πράκτορες της ΕΣΣΔ.
Είναι απολύτως
λογικό, η Αριστερά σε όλες τις εκφάνσεις της και ο μπολσεβικισμός ιδιαίτερα να αποτελεί το
τελευταίο τέχνασμα της διαχωρισμένης εξουσίας, μια κιβωτός για να σώσει τον
εαυτό της από την κοινωνική πλημμυρίδα, μόνο και μόνο για να την καταστρέψει
όταν νοιώσει να πατάει και πάλι γερά στα πόδια της κι όσοι την πολέμησαν
πραγματικά έχουν πια αποδυναμωθεί ουσιαστικά.
Ως
επίλογο θα θέλαμε όμως να πούμε ότι η Ιστορία είναι ένα πράγμα και οι άνθρωποι
που την φτιάχνουν ένα άλλο, ίσως κανείς δεν μπορεί να σταθεί έξω από την
ιστορία που διαμορφώνει τον αισθητό κόσμο, όμως τα εργαλεία μας μπορούν να
βρεθούν σε σημεία που δεν περιμέναμε αν μπορούμε να διατηρήσουμε καθαρή τη
ματιά μας έτσι σε έναν στίχο που μπορεί να συγκινήσει ακόμα, ένας σημαντικός
κουβανός ποιητής ο Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ έγραφε ότι «είναι προτιμότερο να
ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι», ο Ρεταμάρ ήταν στενός
συνεργάτης ενός άλλου επαναστάτη που επίσης ορίστηκε ως σύμβολο, του Τσε
Γκεβάρα, δεν ξέρω αν ο Τσε ήξερε για τον Ντουρρούτι, - ίσως, φαίνεται πάντως
ότι υπήρξαν άνθρωποι που φτιάχτηκαν από το ίδιο υλικό, η ήττα της Ισπανίας
διέσωσε τον Ντουρρούτι, αυτήν τη διαχρονική πυξίδα των ανυπότακτων, πριν
εφευρεθεί η ενσωμάτωση του ποπ αρτ, και πριν τα απελευθερωτικά οράματα γίνουν
ένα απέραντο σφαγείο με γκούλαγκ, δολοφονίες, πλεκτάνες και μυστικές υπηρεσίες.
Αυτό
το βιβλίο είναι ακόμη ένα κερί που επιμένουμε να ανάβουμε λοιπόν, όχι τιμής
ένεκεν για όσα συνέβησαν αλλά, ελπίζοντας να καταφέρουμε να βάλουμε όντως φωτιά
όχι στο ένα αντικείμενο ή το άλλο όχι στο ένα σύμβολο ή το άλλο αλλά στο ίδιο
το κρατικο – καπιταλιστικό σύστημα.
Κι
όπως μου έλεγε ένας επίσης σημαντικός σύντροφος χθες μόλις, καμιά φορά μοιάζει
να τα πηγαίνουμε καλύτερα με τους νεκρούς παρά με τους ζωντανούς, και είναι
όντως μια άσχημη κοινή μοίρα για τους ιστορικούς και τους επαναστάτες να πρέπει
να περνάνε τόσο χρόνο με τους νεκρούς για να αποκρυπτογραφήσουν τους ζωντανούς,
ωστόσο ο αναρχισμός είναι το κίνημα υπεράσπισης και εορτασμού της ζωής, κι ως
τέτοιο μπορεί να κοιτάει πάντα προς το μέλλον – όπως έγραφε και ο Σαρτρ
λακωνικά «μόνο στη δράση υπάρχει ελπίδα». Ας ανασκουμπωθούμε λοιπόν, έχουμε
τόσα ακόμη να κάνουμε!
Κυριακή 14 Μαΐου 2023
Η ευγενής μας τύφλωση… σημείωμα για τις εκλογές του 2023
Η ευγενής μας τύφλωση…
ο
πολιτικός παρωπιδισμός και η αδυναμία έκφρασης των συμφερόντων των υποτελών
τάξεων
«Ε |
ίμαστε
όλοι ίδιοι»; Να ποιο παρουσιάζεται ως το πλέον κρίσιμο ερώτημα των επικείμενων
εκλογών. Κι αν η αναρχική ιδεολογική πανοπλία μας δίνει τη δυνατότητα να
απαντήσουμε με ένα ξερό «ναι», θα κάνουμε μια μικρή παρέκβαση, για να
αναλύσουμε λίγο περισσότερο τον πυρήνα του ερωτήματος. Αφενός θα πρέπει να
πούμε ότι η ίδια η φύση του ερωτήματος δεν περιποιεί τιμή σε όσους το θέτουν
(βασικότερα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ) καθώς υπονοεί την (πρόδηλη κατά τα άλλα)
έλλειψη οποιουδήποτε θετικού προγράμματος που θα εκφράσει τις πραγματικές
ανάγκες των υποτελών τάξεων, αλλά αντιθέτως οχυρώνεται πίσω από τον ετεροκαθορισμό
της λογικής του «μικρότερου κακού».
Ωστόσο
αυτή η λίγο έως πολύ διαχρονική τακτική της σοσιαλδημοκρατίας ποτέ δεν μπόρεσε
να συγκροτήσει από μόνη της μια δυναμική νίκης έναντι των δυνάμεων της δεξιάς.
Χρειάστηκε πάντα να διαθέτει είτε ποιοτικά διαχωριστικά χαρακτηριστικά, όπως
εκφράζονταν στην έννοια της «αντιδεξιάς» ρητορικής ή έστω ένα προγραμματικό
πλαίσιο που θα έπειθε θετικά ένα κομμάτι των υποτελών τάξεων να δεσμευτεί στην
κεντροαριστερά ως τη μόνη πιθανότητα να ζήσει καλύτερα. Θα ήταν άστοχο ιστορικά
και πολιτικά, μια εύκολη λαθροχειρία να επιχειρήσουμε μια οποιαδήποτε σύγκριση
των προσδοκιών των υποτελών τάξεων την επομένη της πρώτης τετραετίας της
διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981 με την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη θητεία του
στους θώκους της εξουσίας.
Ας
επανέλθουμε όμως στο αρχικό ερώτημα κι ας απαντήσουμε με αιρετικό πνεύμα «όχι,
δεν είναι όλοι ίδιοι». Το ερώτημα βέβαια εκτός από ενοχικό παραμένει και αίολο
κι ως τέτοιο παραπειστικό, διότι επιχειρώντας να καταλάβουμε τι σημαίνει η
έννοια ίδιο στην πολιτική
ανακαλύπτουμε ότι ο ερωτών ταυτίζει την κυριολεξία με την πολιτική (έννοιες
μάλλον αντίθετες) για να επωφεληθεί ενώ στην πραγματικότητα αποσαρθρώνει την
έννοια του πολιτικού και όλες τις λογικές συνδηλώσεις της. Ας το εξηγήσουμε
καλύτερα μέσω μερικών παραδειγμάτων είναι ίδιος ο Τρ. Μηταφίδης, αγωνιστής του
αντιδικτατορικού αγώνα, βασανισθέντας και φυλακισθέντας στο κάτεργο του
Γεντί-Κουλέ, υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ με τον Μ. Βορίδη, πάλαι ποτέ διορισμένου
ηγέτη της χουντικής ΕΠΕΝ, νυν υπουργού της Νέας Δημοκρατίας; Ασφαλώς και όχι. Δεν
υπάρχει λόγος να επιχειρήσει κάποιος να ταυτίσει τους ανθρώπους αυτούς, ως
κουλτούρα, πολιτική διαδρομή, δέσμη αξιών κ.λπ. Όμως τι τελικά σημαίνει αυτή η
φενακισμένη ανομοιότητα με πολιτικούς όρους σήμερα;
Ας
θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά: χρειάζεται η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία
να είναι όλοι «ίδιοι»; Εδώ επίσης η προφανής απάντηση είναι όχι. Αν και όταν το
μεγάλο κεφάλαιο και η τάξη που αντιπροσωπεύει κρίνουν ότι δεν μπορούν με
κανέναν τρόπο να ανταπεξέλθουν ούτε στις συνθήκες του ήπιου συναγωνισμού της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τότε ενεργοποιούν το τελευταίο καταφύγιο των
πραξικοπημάτων και της δικτατορίας, όπου ναι εκεί θα πρέπει όσοι μετέχουν του
δημόσιου βίου να είναι «ίδιοι»,[1]
και όσοι διαφωνούν να βρίσκονται ή στη φυλακή ή να εξοντώνονται. Όμως η
δημοκρατία καθόλου δεν βασίζεται στο να μοιάζουν όλοι ίδιοι, καθώς σε τέτοια
περίπτωση δεν θα μπορούσε καθόλου να λειτουργήσει, εξυπηρετώντας δομικά τα
συμφέροντα της ηγεμονικής τάξης. Αντιθέτως στρατηγικός στόχος του αστικού
κοινοβουλευτισμού, ως εγγενούς πολιτικού συστήματος του ανεπτυγμένου
καπιταλισμού δυτικού τύπου είναι η πολιτική ενσωμάτωση των εργαζομένων στο ήδη
ναρκοθετημένο πλαίσιο του κρατικού – καπιταλιστικού συμπλέγματος όποια κι αν είναι η τοποθέτηση τους στο
πολιτικό φάσμα.
Το
ότι δεν είναι όλοι πανομοιότυποι ως πολιτικές φιγούρες δεν είναι κάποιο υπέρ
της πλεονέκτημα που έρχεται να αναδείξει η κεντροαριστέρα στην προσπάθεια της
να επανέλθει στην εξουσία αλλά ο βασικός λόγος εξαπάτησης των υποτελών τάξεων
και ένας από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες στην προσπάθεια να
εκφραστούν τα συμφέροντα των φτωχών αυτόνομα.
Τον
Μαΐο του 2012 η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει το αδιανόητο για τον ελληνικό
κοινωνικό σχηματισμό ποσοστό του 18,85%, καταγράφοντας πτώση 14,62% (όντας ήδη
δεύτερη στις εκλογές του 2009). Το κόμμα που αποτελεί τον βασικό πυλώνα
έκφρασης της ελληνικής αστικής τάξης και ταυτόχρονα βασικό κομμάτι του κράτους
φτάνει στο ναδίρ της κοινωνικής νομιμοποίησης. Είναι η πιο έντονη αποτύπωση του
αποτελέσματος που έχει η περίοδος της τρομερής κοινωνικής κινητοποίησης των
χρόνων 2008-2012. Η αποσάρθρωση του ηγεμονικού αφηγήματος της δεξιάς
επιτυγχάνεται στον δρόμο των μεγάλων απεργιών, των κοινωνικών συγκρούσεων και
των βίαιων οδομαχιών. Είναι η εποχή μεγάλων ανατροπών και των μεγάλων
αποφάσεων, και το πολιτικό σύστημα που έχει ήδη αλλάξει μια κυβέρνηση (του Γ.
Παπανδρέου) μέσω μιας μετρημένης εκτροπής που φέρνει χωρίς εκλογές τον
τραπεζίτη Λ. Παπαδήμα στην εξουσία, βλέπει τις εναλλακτικές πολιτικής
εκπροσώπησης του να μειώνονται δραματικά καθώς το ΠΑΣΟΚ οδεύει ήδη προς τη δύση
του, η ακροδεξιά (ΛΑ.Ο.Σ.) και η κεντροαριστερά (ΔΗΜ.ΑΡ) έχουν ήδη φθαρεί από
την αντίστοιχη στήριξη στις κυβερνήσεις Παπαδήμα και Σαμαρά, ενώ η Νέα
Δημοκρατία δεν κατορθώνει να σηκώσει το οφειλόμενο βάρος για να περάσει και νέα
μνημόνια. Χρειάζεται κάτι «ανόμοιο» για να ανασυγκροτήσει την «ελπίδα» των
πληβείων, ώστε να τους επαναφέρει στον δρόμο της πολιτικής εκπροσώπησης, η
οποία είχε δεχτεί τα σημαντικότερα πλήγματα στη μεταπολιτευτική περίοδο.
Χρειάζεται
να επιστρατευτούν και οι βασανισμοί στα μπουντρούμια της Χούντας και ο
ριζοσπαστισμός της αριστεράς των «συνιστωσών» και μια σειρά από φυσιογνωμίες
του δικαιωματισμού που παρεπιδημούσαν στις παρυφές των κοινωνικών κινημάτων
ώστε να καμφθούν οι επιφυλάξεις των υποτελών για τις καλές προθέσεις, όσων «δεν
είναι ίδιοι» με όλους τους άλλους. Έπρεπε όλα αυτά να αλεθούν σε διαρκή Eurogroup
και ένα δημοψήφισμα που θα εξόντωνε τις ψευδαισθήσεις μόνο και μόνο για να
περάσει ένα «Τρίτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής» το οποίο κανείς άλλος
εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσε να περάσει.[2] Όχι,
λοιπόν, δεν είναι όλοι «ίδιοι», η τέχνη της εξαπάτησης χρειάζεται πολυχρωμία
και «ελεύθερες επιλογές», ωστόσο ναι όλοι «αγωνίζονται» για το ίδιο, την
επιβολή της εξουσίας που προκύπτει από την άνιση κατανομή του πλούτου, τη
διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων που κάνει τους ισχυρούς ακόμη
ισχυρότερους μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας και την εκμετάλλευση της εργατικής
δύναμης, και το μόνο στο οποίο διαγκωνίζονται μεταξύ τους μέσα στο υπονομευμένο
για τους φτωχούς κοινό θέατρο του κοινοβουλευτισμού είναι το ποιος θα βρεθεί
στη θέση του επικεφαλής.
Στην
δημοκρατία μπορούμε όλοι λοιπόν να πούμε σχεδόν τα πάντα, όσο τουλάχιστον αυτά
παραμένουν ανώδυνα ή ελεγχόμενα, ωστόσο όλες οι δυνάμεις ό,τι κι αν
διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν διαχρονικά θα κριθούν όταν έρθει το πλήρωμα
του χρόνου – το κρίσιμο σημείο που θα αναφανεί σε μια στιγμή αυτό που σε εμάς
τους αναρχικούς ήταν ήδη πασίγνωστο: ότι η «διαφορετικότητά» τους εξαϋλώνεται,
όταν αποδεικνύεται πως ο ρόλος τους παραμένει ο αποπροσανατολισμός, ο έλεγχος,
η ενσωμάτωση και η υποταγή των εργαζομένων στο σύστημα καταπίεσης, ώστε να
μπορούν οι ίδιοι να σιτίζονται ακριβώς ως «εκπρόσωποι» των υποτελών τάξεων στο
πεδίο συναγωνισμού που συγκροτεί το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Κι αυτό ισχύει
για όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς σχηματισμούς από τον πιο μεγάλο μέχρι τον
μικρότερο, το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος της απατεωνιάς και το είδος του
ρόλου που καλείται να παίξει κάθε τέτοια παράταξη.
Ο
ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα μπορεί να φτάσει από θέση επικεφαλής να ψηφίζει μνημόνια,
ενώ το ΚΚΕ ως πέμπτος τροχός του αστικού οικοδομήματος στη χώρα μπορεί να
χρειαστεί μόνο στις σπάνιες και ακριβές φορές που ο λαός θα θέσει πραγματικό
ζήτημα κοινωνικής νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, όπως τον Δεκέμβρη του
2008 ή και στις διαδηλώσεις των ετών 2010-2012, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα
στήριξε αναφανδόν και πριν από οποιονδήποτε άλλον τις αστικές κυβερνήσεις,
γεγονός τόσο προφανές που όποιος δεν το συνειδητοποιεί κατατάσσεται δυστυχώς
αυτοδικαίως στη χωρία των εντελώς ηλίθιων, οι οποίοι καλύτερα θα ήταν τη μέρα
των εκλογών να εκδράμουν στην εξοχή. Ή για να δώσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα
ο αυτό-εξευτελισμός των πολύ μικρών κομμάτων και οργανώσεων της
εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς περιορίζεται – λόγω μεγέθους, στο να συγκάθονται
στα στούντιο των μεγαλοκαναλαρχών πλάι πλάι με διακηρυγμένους φασίστες τύπου
ΕΑΝ (κόμμα Κανελλόπουλου) και άλλων ακροδεξιών και χουντικών κομματιδίων για να
τους προβάλουν γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα για περίπου μισή ώρα και να καμωθούν κι
αυτοί οι επαναστάτες ότι μετέχουν του δημοκρατικού διαλόγου. Δεν
αντιλαμβάνονται ότι η μόνη λαμπρή ευκαιρία που προκύπτει από αυτές τις
συναντήσεις θα εκφράζονταν αν έστω ένας από δαύτους έστελνε για νοσηλεία σε
ζωντανή μετάδοση κάποιον από αυτά τα χουντικά και νεοναζιστικά καθάρματα.
Καμιά
ανάλυση ωστόσο δεν μπορεί να διεκδικήσει δίκαιο αν δεν επιχειρήσει να εξηγήσει
τις βαθύτερες αιτίες των φαινομένων, καθώς βέβαια όσα αναφέρθηκαν ως εδώ είναι
απολύτως προφανή για οποιονδήποτε αναγνώστη που δεν συγκαταλέγεται σε κάποιο
ψηφοδέλτιο από τα περίπου 50 κόμματα που θα συναγωνιστούν και πάλι να μας
αντιπροσωπεύσουν, ενώ στην πράξη μπορεί και οι πενήντα να αντιπροσωπεύουν
οτιδήποτε μα οτιδήποτε άλλο πλην των συμφερόντων των υποτελών τάξεων. Η
απάντηση βρίσκεται κατά την άποψη μας στην εκκωφαντική και σχεδόν ολοκληρωτική απουσία
του εργατικού κινήματος και της εργατικής κουλτούρας σε συνδυασμό με την
έλλειψη μιας στοιβαρής και ενιαίας πολιτικής εκπροσώπησης του αναρχισμού. Πως
κατορθώνει πάντα να διεισδύει στον έναν ή τον άλλον βαθμό η λογική του
«μικρότερου κακού» στην εργατική τάξη, όπως την προτείνει κάθε φορά ο εκάστοτε
πολιτικός φορέας της σοσιαλδημοκρατίας; Οι ρίζες αυτού του φαινομένου πρέπει να
αναζητηθούν στην ίδια τη φύση του εργατικού κινήματος στην μεταπολιτευτική
Ελλάδα.
Αν
εξαιρέσουμε τις λαμπρές μέρες του πρώτου μεταπολιτευτικού κύκλου και την
ανάπτυξη του μοναδικού παραδείγματος ενός ανεξάρτητου ταξικού κινήματος, όπως
αυτό εκφράστηκε την περίοδο δράσης των βιομηχανικών σωματείων από το 1975 μέχρι
το 1978, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα ενσωματώθηκε πλήρως στις κομματικές
αφηγήσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες δεν δημιούργησαν προϋποθέσεις
στρατηγικής ριζοσπαστικοποίησης. Μετά την καταστολή του κινήματος με τους
καραμανλικούς νόμους του 1978-1978, επήλθε η ενσωμάτωση στο πολιτικό αφήγημα
του ΠΑΣΟΚ, ως λογική συνέπεια της μετατόπισης του εργατικού δυναμικού από τον
δευτερογενή τομέα των βιομηχανικών μονάδων στη δημοσιοϋπαλληλία και τις
υπηρεσίες. Οι προσεγμένοι νόμοι της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ προφύλασσαν σε
κάποιο βαθμό την απεργία μόνο εφόσον όμως είχε ήδη κερδηθεί η ηγεμονία του
εργατικού κινήματος από τα δημοσιοϋπαλληλικά σωματεία, στα οποία λογικά διέθετε
την πλειοψηφία μεταξύ των γενικά ηπιότερων συνδικαλιστών.
Είναι
μια απλή και κοινή παραδοχή της κοινωνικής θεωρίας ότι δεν μπορεί να υπάρξει
πραγματικός ριζοσπαστισμός αν δεν ανεξαρτητοποιηθούν κομμάτια της εργατικής
τάξης από τις πολιτικές των κομμάτων. Στην Ελλάδα διαχρονικά η πολιτική
διαχείριση, το ιδεολογικό φαντασιακό που δομούνταν με όρους «προοδευτικότητας»,
«συντηρητικότητας» ή «δεξιού», «αντιδεξιού» απέκλειε την εργατική –
προλεταριακή αντίληψη που με λαϊκή οξυδέρκεια μπορούσε να διαπιστώσει πιο
εύκολα τις ομοιότητες των κομμάτων
εξουσίας, και θα έδειχνε πιο έντονα αντι-εξουσιαστικά χαρακτηριστικά απέναντι
ακόμη και στις επιταγές πολιτικής αφήγησης των μικρότερων κομματικών
σχηματισμών.
Ο
εκτεταμένος μεταφορντισμός στη Δύση και κυριότερα στις χώρες της καπιταλιστικής
περιφέρειας έχει καταστήσει σήμερα μια πραγματικά δύσκολη υπόθεση τη δημιουργία
πραγματικά εργατικών μαζικών κοινωνικών – συνδικαλιστικών οργανώσεων που θα
λειτουργούσαν πάνω στις γενικές αρχές του αναρχοσυνδικαλισμού και θα
επιχειρούσαν να ενώσουν την εργατική βάση κάτω από μια ενιαία οργάνωση –
ομπρέλα που θα είχε σταθερή παρουσία στο επίκεντρο της ταξικής πάλης. Ωστόσο
όσο κι αν μια αναρχική στρατηγική θα πρέπει να βλέπει και να αφομοιώνει νέες
τακτικές προσέγγισης της κοινωνικής βάσης με κυριότερο όργανο σήμερα τα δίκτυα
κοινωνικής αλληλοβοήθειας και την ταυτόχρονη παρέμβαση στους χώρους νεολαίας,
δεν μπορεί να υπάρξει καμία σύνθεση με επαναστατικό προσανατολισμό που δεν θα
θέτει ως βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι την αυτοτελή οργάνωση στους χώρους
εργασίας.
Αυτός
άλλωστε είναι και ο βασικός τρόπος για να μπορέσουμε να υπερκεράσουμε τη λογική
του μικρότερου κακού που οδηγεί σε τερατώδεις καταστάσεις, όπως στην Ευρώπη
σήμερα, όπου ολοένα και περισσότερο οι ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ
της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Εφόσον εκεί εντοπίζουμε το πρόβλημα της μερικής
αντίληψης, της πρόσδεσης της τάξης στον έναν ή τον άλλο τυχοδιώκτη, εκεί θα
πρέπει να γυρέψουμε και τη λύση. Γιατί δεν αρκεί καμία κριτική όσο δίκαιη κι αν
είναι, όταν απευθυνόμαστε στους εργαζόμενους πρέπει να σκιαγραφούμε και μια
πειστική λύση. Σήμερα απέχουμε πολύ από αυτό, ωστόσο η αφετηρία δεν είναι ένα
άσχημο σημείο για να εκκινήσει μια νέα αντίληψη, η οποία θα δουλέψει τόσο στο
κοινωνικό ξέφωτο όσο και στο υπόγειο εργαστήριο του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Κι εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, κλείνοντας αυτό το σημείωμα, με αφορμή τις
εκλογές ποια θα πρέπει να είναι η πρώτη και κύρια δουλειά μας, η πρώτη δουλειά
όσων συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο αναρχικό κίνημα: η ένωση σε
μια ενιαία πανελλαδική ειδική πολιτική οργάνωση, η οποία θα χαράξει μια ενιαία
στρατηγική για την αποτελεσματική, οργανωμένη και μαχητική παρέμβαση μας στους
κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες που θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την
αποτελεσματική μας παρέμβαση στην εργατική τάξη.
Δεν
θα διστάσουμε να πούμε ότι σήμερα πια όσοι σύντροφοι μιλούν για την κοινωνική
επανάσταση χωρίς να μετέχουν ενεργά στις διαδικασίες ενοποίησης του οργανωμένου
αναρχισμού δεν λένε απολύτως τίποτε. Η εποχή των απομονωμένων ομάδων
συγγένειας, των ατόμων και των παρεών έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί αφού έδωσε
ό,τι καλύτερο μπορούσε στον αναρχικό αγώνα, παιδί μιας άλλης κατάστασης του
κοινωνικού σχηματισμού και μιας άλλης αντίληψης στο αναρχικό κίνημα, σήμερα δεν
αποτελεί παρά εμπόδιο και καθυστέρηση στην ανάπτυξη του αναρχικού οράματος για
την οργάνωση της τάξης με ελευθεριακά χαρακτηριστικά, για να καταστεί η
κοινωνική αλλαγή ένα εφικτό σχέδιο. Το μέλλον του αναρχισμού βρίσκεται στην
ενιαία πολιτική οργάνωση μαζών, και με βάση αυτά μπορούμε να πούμε ότι σε αυτές
τις εκλογές η πρόταση μας ως αναρχικοί δεν είναι απλά η αυτονόητη αποχή, ούτε
μόνο η επίσης αυτονόητη συμμετοχή στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες αλλά
επίσης η οργάνωση, η συνεργασία και η συμπόρευση με την ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ | ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ (ΑΠΟ)
γέννημα από τα σπλάχνα του αναρχικού αγώνα.
Οι
παλιοί εγωισμοί, οι ατομικές στρατηγικές, ο κατακερματισμός δεν μπορούν να
συγκροτήσουν καμία απελευθερωτική δυνατότητα ακόμα και οι αναλύσεις και οι
τακτικές που δεν κατατίθενται σε κανένα οργανωμένο σώμα αγωνιστών αλλά
αναδεικνύονται στο διαδίκτυο, όσο χρήσιμες κι αν φαίνονται μέσα στη γενική
απομείωση της κοινωνικής κινητοποίησης, συντηρούν έναν αδιέξοδο δρόμο που
οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απογοήτευση, τον ατομισμό και τελικά στην
αποστράτευση και την απομάκρυνση από τη δέσμευση και τη συνέπεια του
οργανωμένου αγώνα.
Για
μια νέα στρατηγική για ένα ενιαίο, μαζικό και μαχητικό ελευθεριακό κίνημα, που
θα μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων για την κοινωνική
απελευθέρωση.
[1] Αν και η πρόσφατη ελληνική
εμπειρία έδειξε μικρές αλλά μετρήσιμες διαφορές ακόμη και μεταξύ των χουντικών
βλ. για παράδειγμα πραξικόπημα Ιωαννίδη πάνω στο πραξικόπημα Παπαδόπουλου.
[2] Στην πραγματικότητα ούτε ο
ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δύναμη να το περάσει αφού από τους 149 βουλευτές του οι 43
διαφοροποιήθηκαν (32 «όχι», 11 «παρών») και χρειάστηκαν οι ψήφοι της Νέας
Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ για να περάσει η συμφωνία από τη Βουλή, γεγονός που
δείχνει ποιος ηγούνταν ποιού και εκείνη την περίοδο.
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022
Τι γυρεύουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ; | Η ανάπτυξη της Αντιεξέγερσης στα Πανεπιστήμια
Τι γυρεύουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ;
η ανάπτυξη της αντιεξέγερσηΣ στα πανεπιστήμια
Την περσινή
χρονιά με αφορμή την ψήφιση του νόμου υποβάθμισης της δημόσιας Παιδείας 4777
(Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη) ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα συγκροτήθηκε στη
Θεσσαλονίκη και με τη μαζικότητα του, αλλά και την ανατρεπτική και ριζοσπαστική
του δράση κατόρθωσε να βάλει δύσκολα τόσο στην κυβέρνηση, (η οποία αναγκάστηκε
να βάλει προσωρινό φρένο στις διατάξεις του νόμου που σχετίζονταν με την
τοποθέτηση ενός νέου αστυνομικού σώματος στα πανεπιστημιακά ιδρύματα – ΟΠΠΙ)
όσο και στον αχυράνθρωπό της στο ΑΠΘ, τον πρύτανη Νίκο Παπαΐωάννου. Στο πρόσωπο
του πρύτανη άλλωστε η ακροκεντρώα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει βρει τον
άνθρωπο που θα συντονιστεί σε απόλυτο βαθμό με την ατζέντα της τόσο σε σχέση με
την υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος παιδείας όσο και στην καταστολή των
απείθαρχων.
Το κίνημα
που αναπτύχθηκε στα πανεπιστήμια, αλλά μπόρεσε σε ορισμένες περιστάσεις να
εκφράσει και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα όπως και αγώνες είχε πολύ έντονα
ελευθεριακά χαρακτηριστικά, καθώς πέραν πάσης αμφισβήτησης οι αγωνιστές που έλαβαν
τις δύσκολες αποφάσεις και υπερασπίστηκαν την κατάληψη της Πρυτανείας, αλλά και
το πανεπιστημιακό άσυλο στο σύνολό του προέρχονταν από τον ελευθεριακό χώρο,
ενώ και οι φοιτητές που συσπειρώθηκαν στις διάφορες αγωνιστικές πρωτοβουλίες το
έπραξαν μέσα από τα ανοιχτά πλαίσια που προώθησαν ως λογική καθολικής
συμμετοχής στα κοινά τα σχήματα και οι αγωνιστές και αγωνίστριες με
αντιεξουσιαστικούς προσανατολισμούς.
Η οριστική
εκκένωση της κατάληψης της Πρυτανείας από ειδικές δυνάμεις καταστολής μπορεί να
φάνηκε ως μια ισχυρή επιθετική κίνηση του κράτους, ωστόσο στην πραγματικότητα
σήμαινε την αναγκαστική του αναδίπλωση, αφού το κίνημα εμφανίστηκε σε εκείνο το
σημείο πιο μαζικό, ενωτικό και δυναμικό από ποτέ. Τα κυβερνητικά σχέδια έπρεπε
να πάρουν μια χρονική παράταση και οι κήνσορες της που απεργάζονταν την
καταστολή και την υποβάθμιση, την επίταση των ταξικών διαχωρισμών και την
αναβάθμιση του ρόλου της ιδιωτικής εκπαίδευσης έπρεπε να περιμένουνε καλύτερες
μέρες.
Μετά την
παύση των μεγάλων φοιτητικών διαδηλώσεων, οι οποίες μπορεί στη Θεσσαλονίκη να
όρισαν νέους συσχετισμούς δύναμης, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να βρουν μιμητές στην
Αθήνα και αφού το φθινόπωρο παρήλθε χωρίς μεγάλες κινητοποιήσεις στους
εκπαιδευτικούς χώρους και ενώ πλέον τον χειμώνα που διανύουμε η πανδημία
εξαιτίας της εγκληματικής πολιτικής διαχείρισης της δράκας των αμετανόητων
κρατικών δολοφόνων έχει αγγίξει νέα ύψη κινδύνου και μαζικής νόσησης, η
κυβέρνηση αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο
αντιεξέγερσης στα πανεπιστήμια. Ξεκινώντας ασφαλώς από τη Θεσσαλονίκη, η οποία
έπαιξε ρόλο προπύργιου στις κινητοποιήσεις και εστιάζοντας στους χώρους του
ελευθεριακού κινήματος, υπολογίζοντας έτσι ότι θα καταφέρει σημαντικά χτυπήματα
στις υποδομές εντός των πανεπιστημίων και θα περάσει ένα μήνυμα ισχύος,
ανακάμπτοντας από την περσινή της οπισθοχώρηση, αλλά και φυσικά ότι θα
εκδικηθεί τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες, διαλύοντας τους χώρους τους με
τυφλό μένος που αντιστοιχεί ακριβώς στην ακροδεξιά της σύνθεση και απεύθυνση. Στην
όλη υπόθεση δεν πρέπει ασφαλώς να παραγνωρίζουμε και το ζήτημα της
επικοινωνιακής τακτικής, στη βάση της οποίας εντοπίζεται η συντονισμένη αφήγηση
κράτους-αστυνομίας και κυρίαρχων ΜΜΕ για καταπολέμηση των εστιών ανομίας και
άλλων συναφών φαντασιοκοπιών. Ασφαλώς όποιος είχε την ελάχιστη σχέση με τη
λειτουργία της πανεπιστημιακής ζωής στην πόλη γνώριζε ότι το στέκι στο
Βιολογικό ήταν στην ουσία μια σχετικά μικρή αίθουσα, η οποία χρησιμοποιούνταν
από φοιτητές, αλλά και πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες ως χώρος όπου
πραγματοποιούνταν οι αντίστοιχες εκδηλώσεις με ριζοσπαστικό και αλληλέγγυο
πρόσημο: από βραδιές οικονομικής ενίσχυσης των απεργών εργατών στη Χαλυβουργία
μέχρι live με εκατοντάδες συγκροτήματα τα οποία
υποστήριζαν πάντα τους αδύναμους, τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους
φυλακισμένους. Ασφαλώς το στέκι ήταν και πολλά ακόμα που δεν χωράνε σε αυτό το
σημείωμα, ωστόσο αν δεν ήταν κάτι αυτό έχει να κάνει με τις απειράριθμες
ανοησίες που διακίνησαν οι έμμισθοι δημοσιογράφοι που λειτουργούν στην υπηρεσία
της κυβέρνησης και του κεφαλαίου.
Μέσα σε αυτό
το πλαίσιο στοχοποιήθηκαν και άλλοι χώροι και αγωνιστές, όπως με τις διάφορες
προβοκάτσιες της προηγούμενης περιόδου που έθεταν στο στόχαστρο το πλέον
προωθημένο τμήμα του φοιτητικού κινήματος τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες
του τμήματος του Φυσικού, με κορυφαία εξ αυτών την εισβολή των ασφαλιτών εντός
του κτηρίου της ΣΘΕ με άδηλους σκοπούς όμως δηλωμένη πρόθεση να τρομοκρατήσουν
και να απειλήσουν το αγωνιστικό υποκείμενο που πρωτοστάτησε στις περσινές
κινητοποιήσεις εναντίον του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη. Η εικόνα αποκαλύπτεται
ολόκληρη εάν συνυπολογιστεί η μόνιμη επιλογή της κυβέρνησης να προωθήσει με
κάθε ευκαιρία ένα ευρύ κατασταλτικό σχέδιο απενεργοποίησης και εγκλωβισμού του
αναρχικού κινήματος, ως αναπόσπαστο τμήμα του συνολικού σχεδιασμού καθυπόταξης
των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων. Κι αυτή η πρόθεσή της δεν έχει να κάνει
μόνο με τα ιδεολογικά συστατικά της αλλά και με την ανάγνωση της πολιτικής
σύνθεσης των αντιστάσεων. Γνωρίζει πολύ καλά η κυβέρνηση ότι είτε στη Νέα
Σμύρνη είτε στην πρυτανεία του ΑΠΘ οι αγώνες με αντιεξουσιαστικό πνεύμα και
αναρχικό ορίζοντα ήταν αυτοί που την έθεσαν έστω και προσωρινά στον τοίχο, όταν
καμία απολύτως πολιτική δύναμη δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει πειστικά αναχώματα
στους εγκληματικούς σχεδιασμούς της, χωρίς να αναφερθούμε καν στους θλιβερούς
τσαρλατάνους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι αποτελούν τους πιο
έμπιστους τσανακογλείφτες της πολιτικής τους.
Για αυτούς
τους λόγους η πολιτική ηγεσία αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αναλώσιμο χαφιέ
Χρυσοχοΐδη (ο οποίος με τις ενέργειες του κινήματος είχε εδραιωθεί στη μνήμη
του κόσμου ως ένας πρακτορίσκος που κάνει «τη βρώμικη δουλειά» των αφεντικών
του), όχι βέβαια για να αναδιαπραγματευτεί την κατασταλτική πολιτική της, αλλά
για να την ανανεώσει και να την επαναφέρει πιο δριμεία υπό τις εντολές του
γνωστού γυρολόγου και ανθρώπου της εξουσίας Τ. Θεοδωρικάκου. Η επιμονή στην
προώθηση της κατασταλτικής ατζέντας πέρα από τη στρατηγική της σημασία για την
κυβέρνηση ταυτίζεται επιπλέον κατά περίσταση και με τις ανάγκες της
επικαιρότητας, ακόμη κι αν καθίσταται κραυγαλέα η γελοιότητα του να μονοπωλούν
τις «ενημερωτικές» εκπομπές τα διαλυμένα από την αστυνομία ντουβάρια του
στεκιού στο Βιολογικό, όταν την ίδια μέρα τα κρούσματα έφθαναν σε απίθανους
αριθμούς, χιλιάδες άνθρωποι υποδέχτηκαν τον νέο χρόνο άρρωστοι, εκατοντάδες
νοσηλεύονταν υπό δυσχερείς συνθήκες στα νοσοκομεία, ενώ άλλοι ξεροστάλιαζαν σε
ατελείωτες ουρές υπό βροχή για να κάνουν κάποιον εργαστηριακό έλεγχο, καθώς δεν
μπορούσαν να πληρώσουν τα 60€ που κοστίζει το μοριακό τεστ. Να λοιπόν τι κάνουν
τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ: καλοπιάνουν τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους του Άδωνη, νανουρίζουν
με αφηγήσεις νομιμότητας το κέντρο, κολλάνε στον τοίχο την ιδεολογική και
πολιτική αδυναμία μιας εν πολλοίς ανύπαρκτης Αριστεράς που δεν μπορεί να
αρθρώσει λέξη ούτε καν για τους χειροπεδημένους φοιτητές στην ΑΣΟΕΕ και
τρομοκρατούν τους αγωνιστές. Και ως καθάρματα που είναι τόσο οι ίδιοι όσο
ασφαλώς και οι πολιτικοί τους ταγοί, νομίζουν πως κερδίζουν. Ωστόσο η
διαλεκτική των συγκρούσεων είναι σαν τον παλιό γέρο-τυφλοπόντικα συνεχίζει το
σκάψιμο υπόγεια. Η διαρκής στοχοποίηση του αναρχικού κινήματος μπορεί να
αποφέρει κάποια πρόσκαιρα οφέλη στην κυβέρνηση όμως σε βάθος χρόνου παραχωρεί
μοιραία την πολιτική ηγεμονία του ριζοσπαστικού χώρου ακριβώς στο πιο
επικίνδυνο και ανεξέλεγκτο τμήμα της. Η κοινωνική δυναμική αντιπαράθεση θα
εκφραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι φετινές διαδηλώσεις της 6ης
Δεκέμβρη επιβεβαίωσαν ότι το πρωταρχικό υλικό υπάρχει και συμπορεύεται ανά
περίσταση με το αναρχικό κίνημα, ενεργεί κι αυτό ώστε να δοθούν οι κατάλληλες
αφορμές για να εδραιώσει τις κοινωνικές συμμαχίες και αυτό ασφαλώς δεν θα γίνει
πάνω από κάποια κάλπη ή πίσω από κάποιο παραβάν, αλλά στον δρόμο του κοινωνικού
ξεσηκωμού, όταν θα επιχειρήσει να πάρει πίσω ότι στέρησε στις πληβειακές μάζες
η κρατική αντιεξέγερση και η καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Εμείς τι κάνουμε στη ΣΘΕ; Αυτό το σημείωμα θα ήταν κολοβό αν δεν έθετε και αυτό το ερώτημα πέραν του πρώτου που αναφέρθηκε στον τίτλο του. Το αναρχικό κίνημα σε όλη του την έκταση βρίθει από θαρραλέους συντρόφους και συντρόφισσες που έχουν βάλει επανειλημμένα το κεφάλι τους στον ντορβά πολλές φορές, δεν είναι το θάρρος που του λείπει, ακόμη κι αν αρκετές φορές ο φόβος συνυπάρχει στο δωμάτιο. Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται πάντα επίσης και στα κοινωνικά και ταξικά κινήματα όταν αυτά κατορθώνουν να ξεπεράσουν τις γραφειοκρατίες και μπαίνουν σε τροχιά αγώνα και σύγκρουσης. Το ζήτημα ωστόσο παραμένει: πως το θάρρος, η οργή και το πάθος θα μετουσιωθούν σε υλικά που θα βάλουν το κράτος σε θέση άμυνας, πως θα νικήσουν; Οι ριζοσπάστες φοιτητές ακόμα και ο κόσμος που συσπειρώθηκε στις ελευθεριακές πρωτοβουλίες οφείλει να κάνει το βήμα παραπάνω και να οργανωθεί στο αναρχικό κίνημα να συντονίσει με ακόμα πιο έντονο τρόπο τη δράση του με ένα μεγαλύτερο σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης με το κράτος και το κεφάλαιο, συνολικοποιώντας τους αγώνες. Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες μας θα πρέπει από τη δική τους μεριά να αποτινάξουν οποιαδήποτε σεχταριστική λογική, το σημαντικό στις κρίσιμες περιόδους δεν είναι να αναδείξουμε έναν μέχρι πρότινος ρευστό αυτοπροσδιορισμό, αλλά -χωρίς ασφαλώς να απολέσουμε τον χαρακτήρα μας- να ανακαλύψουμε νέους συμμάχους και να τους τοποθετήσουμε πλάι στα δικά μας χρώματα στη σκακιέρα της αντιπαράθεσης με το κράτος. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει, αν δεν θέλουμε να αναγκαστούμε να βλέπουμε το κράτος να κερδίζει παρτίδες οφείλουμε να κάνουμε τον αναρχισμό μας ένα χρήσιμο ή δυνατόν και απαραίτητο εργαλείο πάλης, προσβάσιμο σε όποιον θέλει να αγωνιστεί. Οργάνωση και αγώνας σε όλα τα μέτωπα: στη γειτονιά, στην εργασία, σε σχολεία και σχολές, έχουμε πολλές μάχες να δώσουμε μα κυριότερα έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουμε!
-
Ενώ εκείνον τον καιρό ζούσα σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, πήρα το αυτοκίνητο και διασχίζοντας μια απαιτητική διαδρομή έφτασα μέχρι τη λίμνη Τ. Σ...
-
του Άρη Τσιούμα Ο Αμορός τοποθετεί τον Ντουρρούτι του μέσα στον λαβύρινθο της ισπανικής επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου και τι σημαίνει...
-
του Άρη Τσιούμα ΖΩΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ | Σημειώσεις με αφορμή τη βιβλιοπαρουσίαση του αυτοβιογραφικού βιβλίου της αναρχικής επαναστάτριας Έμμα Γκ...