Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Η ευγενής μας τύφλωση… σημείωμα για τις εκλογές του 2023

 Η ευγενής μας τύφλωση…

ο πολιτικός παρωπιδισμός και η αδυναμία έκφρασης των συμφερόντων των υποτελών τάξεων

 


«Ε

ίμαστε όλοι ίδιοι»; Να ποιο παρουσιάζεται ως το πλέον κρίσιμο ερώτημα των επικείμενων εκλογών. Κι αν η αναρχική ιδεολογική πανοπλία μας δίνει τη δυνατότητα να απαντήσουμε με ένα ξερό «ναι», θα κάνουμε μια μικρή παρέκβαση, για να αναλύσουμε λίγο περισσότερο τον πυρήνα του ερωτήματος. Αφενός θα πρέπει να πούμε ότι η ίδια η φύση του ερωτήματος δεν περιποιεί τιμή σε όσους το θέτουν (βασικότερα των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ) καθώς υπονοεί την (πρόδηλη κατά τα άλλα) έλλειψη οποιουδήποτε θετικού προγράμματος που θα εκφράσει τις πραγματικές ανάγκες των υποτελών τάξεων, αλλά αντιθέτως οχυρώνεται πίσω από τον ετεροκαθορισμό της λογικής του «μικρότερου κακού».

Ωστόσο αυτή η λίγο έως πολύ διαχρονική τακτική της σοσιαλδημοκρατίας ποτέ δεν μπόρεσε να συγκροτήσει από μόνη της μια δυναμική νίκης έναντι των δυνάμεων της δεξιάς. Χρειάστηκε πάντα να διαθέτει είτε ποιοτικά διαχωριστικά χαρακτηριστικά, όπως εκφράζονταν στην έννοια της «αντιδεξιάς» ρητορικής ή έστω ένα προγραμματικό πλαίσιο που θα έπειθε θετικά ένα κομμάτι των υποτελών τάξεων να δεσμευτεί στην κεντροαριστερά ως τη μόνη πιθανότητα να ζήσει καλύτερα. Θα ήταν άστοχο ιστορικά και πολιτικά, μια εύκολη λαθροχειρία να επιχειρήσουμε μια οποιαδήποτε σύγκριση των προσδοκιών των υποτελών τάξεων την επομένη της πρώτης τετραετίας της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981 με την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη θητεία του στους θώκους της εξουσίας.

Ας επανέλθουμε όμως στο αρχικό ερώτημα κι ας απαντήσουμε με αιρετικό πνεύμα «όχι, δεν είναι όλοι ίδιοι». Το ερώτημα βέβαια εκτός από ενοχικό παραμένει και αίολο κι ως τέτοιο παραπειστικό, διότι επιχειρώντας να καταλάβουμε τι σημαίνει η έννοια ίδιο στην πολιτική ανακαλύπτουμε ότι ο ερωτών ταυτίζει την κυριολεξία με την πολιτική (έννοιες μάλλον αντίθετες) για να επωφεληθεί ενώ στην πραγματικότητα αποσαρθρώνει την έννοια του πολιτικού και όλες τις λογικές συνδηλώσεις της. Ας το εξηγήσουμε καλύτερα μέσω μερικών παραδειγμάτων είναι ίδιος ο Τρ. Μηταφίδης, αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα, βασανισθέντας και φυλακισθέντας στο κάτεργο του Γεντί-Κουλέ, υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ με τον Μ. Βορίδη, πάλαι ποτέ διορισμένου ηγέτη της χουντικής ΕΠΕΝ, νυν υπουργού της Νέας Δημοκρατίας; Ασφαλώς και όχι. Δεν υπάρχει λόγος να επιχειρήσει κάποιος να ταυτίσει τους ανθρώπους αυτούς, ως κουλτούρα, πολιτική διαδρομή, δέσμη αξιών κ.λπ. Όμως τι τελικά σημαίνει αυτή η φενακισμένη ανομοιότητα με πολιτικούς όρους σήμερα;

Ας θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά: χρειάζεται η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία να είναι όλοι «ίδιοι»; Εδώ επίσης η προφανής απάντηση είναι όχι. Αν και όταν το μεγάλο κεφάλαιο και η τάξη που αντιπροσωπεύει κρίνουν ότι δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να ανταπεξέλθουν ούτε στις συνθήκες του ήπιου συναγωνισμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τότε ενεργοποιούν το τελευταίο καταφύγιο των πραξικοπημάτων και της δικτατορίας, όπου ναι εκεί θα πρέπει όσοι μετέχουν του δημόσιου βίου να είναι «ίδιοι»,[1] και όσοι διαφωνούν να βρίσκονται ή στη φυλακή ή να εξοντώνονται. Όμως η δημοκρατία καθόλου δεν βασίζεται στο να μοιάζουν όλοι ίδιοι, καθώς σε τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε καθόλου να λειτουργήσει, εξυπηρετώντας δομικά τα συμφέροντα της ηγεμονικής τάξης. Αντιθέτως στρατηγικός στόχος του αστικού κοινοβουλευτισμού, ως εγγενούς πολιτικού συστήματος του ανεπτυγμένου καπιταλισμού δυτικού τύπου είναι η πολιτική ενσωμάτωση των εργαζομένων στο ήδη ναρκοθετημένο πλαίσιο του κρατικού – καπιταλιστικού συμπλέγματος όποια κι αν είναι η τοποθέτηση τους στο πολιτικό φάσμα.

Το ότι δεν είναι όλοι πανομοιότυποι ως πολιτικές φιγούρες δεν είναι κάποιο υπέρ της πλεονέκτημα που έρχεται να αναδείξει η κεντροαριστέρα στην προσπάθεια της να επανέλθει στην εξουσία αλλά ο βασικός λόγος εξαπάτησης των υποτελών τάξεων και ένας από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες στην προσπάθεια να εκφραστούν τα συμφέροντα των φτωχών αυτόνομα.

Τον Μαΐο του 2012 η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει το αδιανόητο για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ποσοστό του 18,85%, καταγράφοντας πτώση 14,62% (όντας ήδη δεύτερη στις εκλογές του 2009). Το κόμμα που αποτελεί τον βασικό πυλώνα έκφρασης της ελληνικής αστικής τάξης και ταυτόχρονα βασικό κομμάτι του κράτους φτάνει στο ναδίρ της κοινωνικής νομιμοποίησης. Είναι η πιο έντονη αποτύπωση του αποτελέσματος που έχει η περίοδος της τρομερής κοινωνικής κινητοποίησης των χρόνων 2008-2012. Η αποσάρθρωση του ηγεμονικού αφηγήματος της δεξιάς επιτυγχάνεται στον δρόμο των μεγάλων απεργιών, των κοινωνικών συγκρούσεων και των βίαιων οδομαχιών. Είναι η εποχή μεγάλων ανατροπών και των μεγάλων αποφάσεων, και το πολιτικό σύστημα που έχει ήδη αλλάξει μια κυβέρνηση (του Γ. Παπανδρέου) μέσω μιας μετρημένης εκτροπής που φέρνει χωρίς εκλογές τον τραπεζίτη Λ. Παπαδήμα στην εξουσία, βλέπει τις εναλλακτικές πολιτικής εκπροσώπησης του να μειώνονται δραματικά καθώς το ΠΑΣΟΚ οδεύει ήδη προς τη δύση του, η ακροδεξιά (ΛΑ.Ο.Σ.) και η κεντροαριστερά (ΔΗΜ.ΑΡ) έχουν ήδη φθαρεί από την αντίστοιχη στήριξη στις κυβερνήσεις Παπαδήμα και Σαμαρά, ενώ η Νέα Δημοκρατία δεν κατορθώνει να σηκώσει το οφειλόμενο βάρος για να περάσει και νέα μνημόνια. Χρειάζεται κάτι «ανόμοιο» για να ανασυγκροτήσει την «ελπίδα» των πληβείων, ώστε να τους επαναφέρει στον δρόμο της πολιτικής εκπροσώπησης, η οποία είχε δεχτεί τα σημαντικότερα πλήγματα στη μεταπολιτευτική περίοδο.

Χρειάζεται να επιστρατευτούν και οι βασανισμοί στα μπουντρούμια της Χούντας και ο ριζοσπαστισμός της αριστεράς των «συνιστωσών» και μια σειρά από φυσιογνωμίες του δικαιωματισμού που παρεπιδημούσαν στις παρυφές των κοινωνικών κινημάτων ώστε να καμφθούν οι επιφυλάξεις των υποτελών για τις καλές προθέσεις, όσων «δεν είναι ίδιοι» με όλους τους άλλους. Έπρεπε όλα αυτά να αλεθούν σε διαρκή Eurogroup και ένα δημοψήφισμα που θα εξόντωνε τις ψευδαισθήσεις μόνο και μόνο για να περάσει ένα «Τρίτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής» το οποίο κανείς άλλος εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσε να περάσει.[2] Όχι, λοιπόν, δεν είναι όλοι «ίδιοι», η τέχνη της εξαπάτησης χρειάζεται πολυχρωμία και «ελεύθερες επιλογές», ωστόσο ναι όλοι «αγωνίζονται» για το ίδιο, την επιβολή της εξουσίας που προκύπτει από την άνιση κατανομή του πλούτου, τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων που κάνει τους ισχυρούς ακόμη ισχυρότερους μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας και την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, και το μόνο στο οποίο διαγκωνίζονται μεταξύ τους μέσα στο υπονομευμένο για τους φτωχούς κοινό θέατρο του κοινοβουλευτισμού είναι το ποιος θα βρεθεί στη θέση του επικεφαλής.

Στην δημοκρατία μπορούμε όλοι λοιπόν να πούμε σχεδόν τα πάντα, όσο τουλάχιστον αυτά παραμένουν ανώδυνα ή ελεγχόμενα, ωστόσο όλες οι δυνάμεις ό,τι κι αν διατείνονται ότι αντιπροσωπεύουν διαχρονικά θα κριθούν όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου – το κρίσιμο σημείο που θα αναφανεί σε μια στιγμή αυτό που σε εμάς τους αναρχικούς ήταν ήδη πασίγνωστο: ότι η «διαφορετικότητά» τους εξαϋλώνεται, όταν αποδεικνύεται πως ο ρόλος τους παραμένει ο αποπροσανατολισμός, ο έλεγχος, η ενσωμάτωση και η υποταγή των εργαζομένων στο σύστημα καταπίεσης, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να σιτίζονται ακριβώς ως «εκπρόσωποι» των υποτελών τάξεων στο πεδίο συναγωνισμού που συγκροτεί το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Κι αυτό ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς σχηματισμούς από τον πιο μεγάλο μέχρι τον μικρότερο, το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος της απατεωνιάς και το είδος του ρόλου που καλείται να παίξει κάθε τέτοια παράταξη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα μπορεί να φτάσει από θέση επικεφαλής να ψηφίζει μνημόνια, ενώ το ΚΚΕ ως πέμπτος τροχός του αστικού οικοδομήματος στη χώρα μπορεί να χρειαστεί μόνο στις σπάνιες και ακριβές φορές που ο λαός θα θέσει πραγματικό ζήτημα κοινωνικής νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, όπως τον Δεκέμβρη του 2008 ή και στις διαδηλώσεις των ετών 2010-2012, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα στήριξε αναφανδόν και πριν από οποιονδήποτε άλλον τις αστικές κυβερνήσεις, γεγονός τόσο προφανές που όποιος δεν το συνειδητοποιεί κατατάσσεται δυστυχώς αυτοδικαίως στη χωρία των εντελώς ηλίθιων, οι οποίοι καλύτερα θα ήταν τη μέρα των εκλογών να εκδράμουν στην εξοχή. Ή για να δώσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα ο αυτό-εξευτελισμός των πολύ μικρών κομμάτων και οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς περιορίζεται – λόγω μεγέθους, στο να συγκάθονται στα στούντιο των μεγαλοκαναλαρχών πλάι πλάι με διακηρυγμένους φασίστες τύπου ΕΑΝ (κόμμα Κανελλόπουλου) και άλλων ακροδεξιών και χουντικών κομματιδίων για να τους προβάλουν γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα για περίπου μισή ώρα και να καμωθούν κι αυτοί οι επαναστάτες ότι μετέχουν του δημοκρατικού διαλόγου. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η μόνη λαμπρή ευκαιρία που προκύπτει από αυτές τις συναντήσεις θα εκφράζονταν αν έστω ένας από δαύτους έστελνε για νοσηλεία σε ζωντανή μετάδοση κάποιον από αυτά τα χουντικά και νεοναζιστικά καθάρματα.

 

Καμιά ανάλυση ωστόσο δεν μπορεί να διεκδικήσει δίκαιο αν δεν επιχειρήσει να εξηγήσει τις βαθύτερες αιτίες των φαινομένων, καθώς βέβαια όσα αναφέρθηκαν ως εδώ είναι απολύτως προφανή για οποιονδήποτε αναγνώστη που δεν συγκαταλέγεται σε κάποιο ψηφοδέλτιο από τα περίπου 50 κόμματα που θα συναγωνιστούν και πάλι να μας αντιπροσωπεύσουν, ενώ στην πράξη μπορεί και οι πενήντα να αντιπροσωπεύουν οτιδήποτε μα οτιδήποτε άλλο πλην των συμφερόντων των υποτελών τάξεων. Η απάντηση βρίσκεται κατά την άποψη μας στην εκκωφαντική και σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του εργατικού κινήματος και της εργατικής κουλτούρας σε συνδυασμό με την έλλειψη μιας στοιβαρής και ενιαίας πολιτικής εκπροσώπησης του αναρχισμού. Πως κατορθώνει πάντα να διεισδύει στον έναν ή τον άλλον βαθμό η λογική του «μικρότερου κακού» στην εργατική τάξη, όπως την προτείνει κάθε φορά ο εκάστοτε πολιτικός φορέας της σοσιαλδημοκρατίας; Οι ρίζες αυτού του φαινομένου πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια τη φύση του εργατικού κινήματος στην μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Αν εξαιρέσουμε τις λαμπρές μέρες του πρώτου μεταπολιτευτικού κύκλου και την ανάπτυξη του μοναδικού παραδείγματος ενός ανεξάρτητου ταξικού κινήματος, όπως αυτό εκφράστηκε την περίοδο δράσης των βιομηχανικών σωματείων από το 1975 μέχρι το 1978, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα ενσωματώθηκε πλήρως στις κομματικές αφηγήσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες δεν δημιούργησαν προϋποθέσεις στρατηγικής ριζοσπαστικοποίησης. Μετά την καταστολή του κινήματος με τους καραμανλικούς νόμους του 1978-1978, επήλθε η ενσωμάτωση στο πολιτικό αφήγημα του ΠΑΣΟΚ, ως λογική συνέπεια της μετατόπισης του εργατικού δυναμικού από τον δευτερογενή τομέα των βιομηχανικών μονάδων στη δημοσιοϋπαλληλία και τις υπηρεσίες. Οι προσεγμένοι νόμοι της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ προφύλασσαν σε κάποιο βαθμό την απεργία μόνο εφόσον όμως είχε ήδη κερδηθεί η ηγεμονία του εργατικού κινήματος από τα δημοσιοϋπαλληλικά σωματεία, στα οποία λογικά διέθετε την πλειοψηφία μεταξύ των γενικά ηπιότερων συνδικαλιστών.

Είναι μια απλή και κοινή παραδοχή της κοινωνικής θεωρίας ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικός ριζοσπαστισμός αν δεν ανεξαρτητοποιηθούν κομμάτια της εργατικής τάξης από τις πολιτικές των κομμάτων. Στην Ελλάδα διαχρονικά η πολιτική διαχείριση, το ιδεολογικό φαντασιακό που δομούνταν με όρους «προοδευτικότητας», «συντηρητικότητας» ή «δεξιού», «αντιδεξιού» απέκλειε την εργατική – προλεταριακή αντίληψη που με λαϊκή οξυδέρκεια μπορούσε να διαπιστώσει πιο εύκολα τις ομοιότητες  των κομμάτων εξουσίας, και θα έδειχνε πιο έντονα αντι-εξουσιαστικά χαρακτηριστικά απέναντι ακόμη και στις επιταγές πολιτικής αφήγησης των μικρότερων κομματικών σχηματισμών.

Ο εκτεταμένος μεταφορντισμός στη Δύση και κυριότερα στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας έχει καταστήσει σήμερα μια πραγματικά δύσκολη υπόθεση τη δημιουργία πραγματικά εργατικών μαζικών κοινωνικών – συνδικαλιστικών οργανώσεων που θα λειτουργούσαν πάνω στις γενικές αρχές του αναρχοσυνδικαλισμού και θα επιχειρούσαν να ενώσουν την εργατική βάση κάτω από μια ενιαία οργάνωση – ομπρέλα που θα είχε σταθερή παρουσία στο επίκεντρο της ταξικής πάλης. Ωστόσο όσο κι αν μια αναρχική στρατηγική θα πρέπει να βλέπει και να αφομοιώνει νέες τακτικές προσέγγισης της κοινωνικής βάσης με κυριότερο όργανο σήμερα τα δίκτυα κοινωνικής αλληλοβοήθειας και την ταυτόχρονη παρέμβαση στους χώρους νεολαίας, δεν μπορεί να υπάρξει καμία σύνθεση με επαναστατικό προσανατολισμό που δεν θα θέτει ως βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι την αυτοτελή οργάνωση στους χώρους εργασίας.

Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός τρόπος για να μπορέσουμε να υπερκεράσουμε τη λογική του μικρότερου κακού που οδηγεί σε τερατώδεις καταστάσεις, όπως στην Ευρώπη σήμερα, όπου ολοένα και περισσότερο οι ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Εφόσον εκεί εντοπίζουμε το πρόβλημα της μερικής αντίληψης, της πρόσδεσης της τάξης στον έναν ή τον άλλο τυχοδιώκτη, εκεί θα πρέπει να γυρέψουμε και τη λύση. Γιατί δεν αρκεί καμία κριτική όσο δίκαιη κι αν είναι, όταν απευθυνόμαστε στους εργαζόμενους πρέπει να σκιαγραφούμε και μια πειστική λύση. Σήμερα απέχουμε πολύ από αυτό, ωστόσο η αφετηρία δεν είναι ένα άσχημο σημείο για να εκκινήσει μια νέα αντίληψη, η οποία θα δουλέψει τόσο στο κοινωνικό ξέφωτο όσο και στο υπόγειο εργαστήριο του κοινωνικού μετασχηματισμού. Κι εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, κλείνοντας αυτό το σημείωμα, με αφορμή τις εκλογές ποια θα πρέπει να είναι η πρώτη και κύρια δουλειά μας, η πρώτη δουλειά όσων συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο αναρχικό κίνημα: η ένωση σε μια ενιαία πανελλαδική ειδική πολιτική οργάνωση, η οποία θα χαράξει μια ενιαία στρατηγική για την αποτελεσματική, οργανωμένη και μαχητική παρέμβαση μας στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες που θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική μας παρέμβαση στην εργατική τάξη.

Δεν θα διστάσουμε να πούμε ότι σήμερα πια όσοι σύντροφοι μιλούν για την κοινωνική επανάσταση χωρίς να μετέχουν ενεργά στις διαδικασίες ενοποίησης του οργανωμένου αναρχισμού δεν λένε απολύτως τίποτε. Η εποχή των απομονωμένων ομάδων συγγένειας, των ατόμων και των παρεών έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί αφού έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε στον αναρχικό αγώνα, παιδί μιας άλλης κατάστασης του κοινωνικού σχηματισμού και μιας άλλης αντίληψης στο αναρχικό κίνημα, σήμερα δεν αποτελεί παρά εμπόδιο και καθυστέρηση στην ανάπτυξη του αναρχικού οράματος για την οργάνωση της τάξης με ελευθεριακά χαρακτηριστικά, για να καταστεί η κοινωνική αλλαγή ένα εφικτό σχέδιο. Το μέλλον του αναρχισμού βρίσκεται στην ενιαία πολιτική οργάνωση μαζών, και με βάση αυτά μπορούμε να πούμε ότι σε αυτές τις εκλογές η πρόταση μας ως αναρχικοί δεν είναι απλά η αυτονόητη αποχή, ούτε μόνο η επίσης αυτονόητη συμμετοχή στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες αλλά επίσης η οργάνωση, η συνεργασία και η συμπόρευση με την ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ | ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ (ΑΠΟ) γέννημα από τα σπλάχνα του αναρχικού αγώνα.

Οι παλιοί εγωισμοί, οι ατομικές στρατηγικές, ο κατακερματισμός δεν μπορούν να συγκροτήσουν καμία απελευθερωτική δυνατότητα ακόμα και οι αναλύσεις και οι τακτικές που δεν κατατίθενται σε κανένα οργανωμένο σώμα αγωνιστών αλλά αναδεικνύονται στο διαδίκτυο, όσο χρήσιμες κι αν φαίνονται μέσα στη γενική απομείωση της κοινωνικής κινητοποίησης, συντηρούν έναν αδιέξοδο δρόμο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απογοήτευση, τον ατομισμό και τελικά στην αποστράτευση και την απομάκρυνση από τη δέσμευση και τη συνέπεια του οργανωμένου αγώνα.

 

Για μια νέα στρατηγική για ένα ενιαίο, μαζικό και μαχητικό ελευθεριακό κίνημα, που θα μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων για την κοινωνική απελευθέρωση.   

                         

                

      



[1] Αν και η πρόσφατη ελληνική εμπειρία έδειξε μικρές αλλά μετρήσιμες διαφορές ακόμη και μεταξύ των χουντικών βλ. για παράδειγμα πραξικόπημα Ιωαννίδη πάνω στο πραξικόπημα Παπαδόπουλου.

[2] Στην πραγματικότητα ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δύναμη να το περάσει αφού από τους 149 βουλευτές του οι 43 διαφοροποιήθηκαν (32 «όχι», 11 «παρών») και χρειάστηκαν οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ για να περάσει η συμφωνία από τη Βουλή, γεγονός που δείχνει ποιος ηγούνταν ποιού και εκείνη την περίοδο.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Τι γυρεύουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ; | Η ανάπτυξη της Αντιεξέγερσης στα Πανεπιστήμια

Τι γυρεύουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ;

η ανάπτυξη της αντιεξέγερσηΣ στα πανεπιστήμια





Την περσινή χρονιά με αφορμή την ψήφιση του νόμου υποβάθμισης της δημόσιας Παιδείας 4777 (Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη) ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη και με τη μαζικότητα του, αλλά και την ανατρεπτική και ριζοσπαστική του δράση κατόρθωσε να βάλει δύσκολα τόσο στην κυβέρνηση, (η οποία αναγκάστηκε να βάλει προσωρινό φρένο στις διατάξεις του νόμου που σχετίζονταν με την τοποθέτηση ενός νέου αστυνομικού σώματος στα πανεπιστημιακά ιδρύματα – ΟΠΠΙ) όσο και στον αχυράνθρωπό της στο ΑΠΘ, τον πρύτανη Νίκο Παπαΐωάννου. Στο πρόσωπο του πρύτανη άλλωστε η ακροκεντρώα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει βρει τον άνθρωπο που θα συντονιστεί σε απόλυτο βαθμό με την ατζέντα της τόσο σε σχέση με την υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος παιδείας όσο και στην καταστολή των απείθαρχων.

Το κίνημα που αναπτύχθηκε στα πανεπιστήμια, αλλά μπόρεσε σε ορισμένες περιστάσεις να εκφράσει και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα όπως και αγώνες είχε πολύ έντονα ελευθεριακά χαρακτηριστικά, καθώς πέραν πάσης αμφισβήτησης οι αγωνιστές που έλαβαν τις δύσκολες αποφάσεις και υπερασπίστηκαν την κατάληψη της Πρυτανείας, αλλά και το πανεπιστημιακό άσυλο στο σύνολό του προέρχονταν από τον ελευθεριακό χώρο, ενώ και οι φοιτητές που συσπειρώθηκαν στις διάφορες αγωνιστικές πρωτοβουλίες το έπραξαν μέσα από τα ανοιχτά πλαίσια που προώθησαν ως λογική καθολικής συμμετοχής στα κοινά τα σχήματα και οι αγωνιστές και αγωνίστριες με αντιεξουσιαστικούς προσανατολισμούς.

Η οριστική εκκένωση της κατάληψης της Πρυτανείας από ειδικές δυνάμεις καταστολής μπορεί να φάνηκε ως μια ισχυρή επιθετική κίνηση του κράτους, ωστόσο στην πραγματικότητα σήμαινε την αναγκαστική του αναδίπλωση, αφού το κίνημα εμφανίστηκε σε εκείνο το σημείο πιο μαζικό, ενωτικό και δυναμικό από ποτέ. Τα κυβερνητικά σχέδια έπρεπε να πάρουν μια χρονική παράταση και οι κήνσορες της που απεργάζονταν την καταστολή και την υποβάθμιση, την επίταση των ταξικών διαχωρισμών και την αναβάθμιση του ρόλου της ιδιωτικής εκπαίδευσης έπρεπε να περιμένουνε καλύτερες μέρες.

Μετά την παύση των μεγάλων φοιτητικών διαδηλώσεων, οι οποίες μπορεί στη Θεσσαλονίκη να όρισαν νέους συσχετισμούς δύναμης, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να βρουν μιμητές στην Αθήνα και αφού το φθινόπωρο παρήλθε χωρίς μεγάλες κινητοποιήσεις στους εκπαιδευτικούς χώρους και ενώ πλέον τον χειμώνα που διανύουμε η πανδημία εξαιτίας της εγκληματικής πολιτικής διαχείρισης της δράκας των αμετανόητων κρατικών δολοφόνων έχει αγγίξει νέα ύψη κινδύνου και μαζικής νόσησης, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο αντιεξέγερσης στα πανεπιστήμια. Ξεκινώντας ασφαλώς από τη Θεσσαλονίκη, η οποία έπαιξε ρόλο προπύργιου στις κινητοποιήσεις και εστιάζοντας στους χώρους του ελευθεριακού κινήματος, υπολογίζοντας έτσι ότι θα καταφέρει σημαντικά χτυπήματα στις υποδομές εντός των πανεπιστημίων και θα περάσει ένα μήνυμα ισχύος, ανακάμπτοντας από την περσινή της οπισθοχώρηση, αλλά και φυσικά ότι θα εκδικηθεί τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες, διαλύοντας τους χώρους τους με τυφλό μένος που αντιστοιχεί ακριβώς στην ακροδεξιά της σύνθεση και απεύθυνση. Στην όλη υπόθεση δεν πρέπει ασφαλώς να παραγνωρίζουμε και το ζήτημα της επικοινωνιακής τακτικής, στη βάση της οποίας εντοπίζεται η συντονισμένη αφήγηση κράτους-αστυνομίας και κυρίαρχων ΜΜΕ για καταπολέμηση των εστιών ανομίας και άλλων συναφών φαντασιοκοπιών. Ασφαλώς όποιος είχε την ελάχιστη σχέση με τη λειτουργία της πανεπιστημιακής ζωής στην πόλη γνώριζε ότι το στέκι στο Βιολογικό ήταν στην ουσία μια σχετικά μικρή αίθουσα, η οποία χρησιμοποιούνταν από φοιτητές, αλλά και πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες ως χώρος όπου πραγματοποιούνταν οι αντίστοιχες εκδηλώσεις με ριζοσπαστικό και αλληλέγγυο πρόσημο: από βραδιές οικονομικής ενίσχυσης των απεργών εργατών στη Χαλυβουργία μέχρι live με εκατοντάδες συγκροτήματα τα οποία υποστήριζαν πάντα τους αδύναμους, τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους φυλακισμένους. Ασφαλώς το στέκι ήταν και πολλά ακόμα που δεν χωράνε σε αυτό το σημείωμα, ωστόσο αν δεν ήταν κάτι αυτό έχει να κάνει με τις απειράριθμες ανοησίες που διακίνησαν οι έμμισθοι δημοσιογράφοι που λειτουργούν στην υπηρεσία της κυβέρνησης και του κεφαλαίου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στοχοποιήθηκαν και άλλοι χώροι και αγωνιστές, όπως με τις διάφορες προβοκάτσιες της προηγούμενης περιόδου που έθεταν στο στόχαστρο το πλέον προωθημένο τμήμα του φοιτητικού κινήματος τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του τμήματος του Φυσικού, με κορυφαία εξ αυτών την εισβολή των ασφαλιτών εντός του κτηρίου της ΣΘΕ με άδηλους σκοπούς όμως δηλωμένη πρόθεση να τρομοκρατήσουν και να απειλήσουν το αγωνιστικό υποκείμενο που πρωτοστάτησε στις περσινές κινητοποιήσεις εναντίον του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη. Η εικόνα αποκαλύπτεται ολόκληρη εάν συνυπολογιστεί η μόνιμη επιλογή της κυβέρνησης να προωθήσει με κάθε ευκαιρία ένα ευρύ κατασταλτικό σχέδιο απενεργοποίησης και εγκλωβισμού του αναρχικού κινήματος, ως αναπόσπαστο τμήμα του συνολικού σχεδιασμού καθυπόταξης των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων. Κι αυτή η πρόθεσή της δεν έχει να κάνει μόνο με τα ιδεολογικά συστατικά της αλλά και με την ανάγνωση της πολιτικής σύνθεσης των αντιστάσεων. Γνωρίζει πολύ καλά η κυβέρνηση ότι είτε στη Νέα Σμύρνη είτε στην πρυτανεία του ΑΠΘ οι αγώνες με αντιεξουσιαστικό πνεύμα και αναρχικό ορίζοντα ήταν αυτοί που την έθεσαν έστω και προσωρινά στον τοίχο, όταν καμία απολύτως πολιτική δύναμη δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει πειστικά αναχώματα στους εγκληματικούς σχεδιασμούς της, χωρίς να αναφερθούμε καν στους θλιβερούς τσαρλατάνους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι αποτελούν τους πιο έμπιστους τσανακογλείφτες της πολιτικής τους.

Για αυτούς τους λόγους η πολιτική ηγεσία αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αναλώσιμο χαφιέ Χρυσοχοΐδη (ο οποίος με τις ενέργειες του κινήματος είχε εδραιωθεί στη μνήμη του κόσμου ως ένας πρακτορίσκος που κάνει «τη βρώμικη δουλειά» των αφεντικών του), όχι βέβαια για να αναδιαπραγματευτεί την κατασταλτική πολιτική της, αλλά για να την ανανεώσει και να την επαναφέρει πιο δριμεία υπό τις εντολές του γνωστού γυρολόγου και ανθρώπου της εξουσίας Τ. Θεοδωρικάκου. Η επιμονή στην προώθηση της κατασταλτικής ατζέντας πέρα από τη στρατηγική της σημασία για την κυβέρνηση ταυτίζεται επιπλέον κατά περίσταση και με τις ανάγκες της επικαιρότητας, ακόμη κι αν καθίσταται κραυγαλέα η γελοιότητα του να μονοπωλούν τις «ενημερωτικές» εκπομπές τα διαλυμένα από την αστυνομία ντουβάρια του στεκιού στο Βιολογικό, όταν την ίδια μέρα τα κρούσματα έφθαναν σε απίθανους αριθμούς, χιλιάδες άνθρωποι υποδέχτηκαν τον νέο χρόνο άρρωστοι, εκατοντάδες νοσηλεύονταν υπό δυσχερείς συνθήκες στα νοσοκομεία, ενώ άλλοι ξεροστάλιαζαν σε ατελείωτες ουρές υπό βροχή για να κάνουν κάποιον εργαστηριακό έλεγχο, καθώς δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα 60€ που κοστίζει το μοριακό τεστ. Να λοιπόν τι κάνουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ: καλοπιάνουν τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους του Άδωνη, νανουρίζουν με αφηγήσεις νομιμότητας το κέντρο, κολλάνε στον τοίχο την ιδεολογική και πολιτική αδυναμία μιας εν πολλοίς ανύπαρκτης Αριστεράς που δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη ούτε καν για τους χειροπεδημένους φοιτητές στην ΑΣΟΕΕ και τρομοκρατούν τους αγωνιστές. Και ως καθάρματα που είναι τόσο οι ίδιοι όσο ασφαλώς και οι πολιτικοί τους ταγοί, νομίζουν πως κερδίζουν. Ωστόσο η διαλεκτική των συγκρούσεων είναι σαν τον παλιό γέρο-τυφλοπόντικα συνεχίζει το σκάψιμο υπόγεια. Η διαρκής στοχοποίηση του αναρχικού κινήματος μπορεί να αποφέρει κάποια πρόσκαιρα οφέλη στην κυβέρνηση όμως σε βάθος χρόνου παραχωρεί μοιραία την πολιτική ηγεμονία του ριζοσπαστικού χώρου ακριβώς στο πιο επικίνδυνο και ανεξέλεγκτο τμήμα της. Η κοινωνική δυναμική αντιπαράθεση θα εκφραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι φετινές διαδηλώσεις της 6ης Δεκέμβρη επιβεβαίωσαν ότι το πρωταρχικό υλικό υπάρχει και συμπορεύεται ανά περίσταση με το αναρχικό κίνημα, ενεργεί κι αυτό ώστε να δοθούν οι κατάλληλες αφορμές για να εδραιώσει τις κοινωνικές συμμαχίες και αυτό ασφαλώς δεν θα γίνει πάνω από κάποια κάλπη ή πίσω από κάποιο παραβάν, αλλά στον δρόμο του κοινωνικού ξεσηκωμού, όταν θα επιχειρήσει να πάρει πίσω ότι στέρησε στις πληβειακές μάζες η κρατική αντιεξέγερση και η καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Εμείς τι κάνουμε στη ΣΘΕ; Αυτό το σημείωμα θα ήταν κολοβό αν δεν έθετε και αυτό το ερώτημα πέραν του πρώτου που αναφέρθηκε στον τίτλο του. Το αναρχικό κίνημα σε όλη του την έκταση βρίθει από θαρραλέους συντρόφους και συντρόφισσες που έχουν βάλει επανειλημμένα το κεφάλι τους στον ντορβά πολλές φορές, δεν είναι το θάρρος που του λείπει, ακόμη κι αν αρκετές φορές ο φόβος συνυπάρχει στο δωμάτιο.  Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται πάντα επίσης και στα κοινωνικά και ταξικά κινήματα όταν αυτά κατορθώνουν να ξεπεράσουν τις γραφειοκρατίες και μπαίνουν σε τροχιά αγώνα και σύγκρουσης. Το ζήτημα ωστόσο παραμένει: πως το θάρρος, η οργή και το πάθος θα μετουσιωθούν σε υλικά που θα βάλουν το κράτος σε θέση άμυνας, πως θα νικήσουν; Οι ριζοσπάστες φοιτητές ακόμα και ο κόσμος που συσπειρώθηκε στις ελευθεριακές πρωτοβουλίες οφείλει να κάνει το βήμα παραπάνω και να οργανωθεί στο αναρχικό κίνημα να συντονίσει με ακόμα πιο έντονο τρόπο τη δράση του με ένα μεγαλύτερο σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης με το κράτος και το κεφάλαιο, συνολικοποιώντας τους αγώνες. Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες μας θα πρέπει από τη δική τους μεριά να αποτινάξουν οποιαδήποτε σεχταριστική λογική, το σημαντικό στις κρίσιμες περιόδους δεν είναι να αναδείξουμε έναν μέχρι πρότινος ρευστό αυτοπροσδιορισμό, αλλά -χωρίς ασφαλώς να απολέσουμε τον χαρακτήρα μας- να ανακαλύψουμε νέους συμμάχους και να τους τοποθετήσουμε πλάι στα δικά μας χρώματα στη σκακιέρα της αντιπαράθεσης με το κράτος. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει, αν δεν θέλουμε να αναγκαστούμε να βλέπουμε το κράτος να κερδίζει παρτίδες  οφείλουμε να κάνουμε τον αναρχισμό μας ένα χρήσιμο ή δυνατόν και απαραίτητο εργαλείο πάλης, προσβάσιμο σε όποιον θέλει να αγωνιστεί. Οργάνωση και αγώνας σε όλα τα μέτωπα: στη γειτονιά, στην εργασία, σε σχολεία και σχολές, έχουμε πολλές μάχες να δώσουμε μα κυριότερα έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουμε!


Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Ο Αγκάμπεν στο Σταθμό Λαρίσης & η απολογία της Κυριαρχίας




Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν δύο άρθρα τα οποία, κάτω από μια ορισμένη οπτική, διαπλέκονται μεταξύ τους, πρόκειται για ένα δοκίμιο του Βαγγέλη Μπιτσώρη[1] στα Σύγχρονα Θέματα και ένα συνοπτικό σχόλιο του Αντώνη Λιάκου[2] στην Εφημερίδα των Συντακτών, το μεν πρώτο είναι μια κριτική στον Αγκάμπεν στη βάση των όσων έγραψε πριν μερικές μέρες σχετικά με την πανδημία και το άλλο ένα σχόλιο πάνω στην εξωτικοποίηση της Χούντας. Και τα δύο μου προκάλεσαν ιδιαίτερα ισχυρή εντύπωση, εξίσου αρνητική το μεν και θετική το δε. Θα προσπαθήσω σύντομα να εξηγήσω γιατί. 

Ο Μπιτσώρης, ο οποίος σημειωτέον δεν είναι καθόλου άσχετος με τα φιλοσοφικά σχήματα του Αγκάμπεν, επιχειρεί να στηλιτεύσει τη θέση του ιταλού φιλοσόφου σε σχέση με την ανυπαρξία της πανδημίας και μέχρι εκεί μπορούμε να πούμε ότι παρακολουθούμε τον συλλογισμό. Ωστόσο στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων του ο Μπιτσώρης, ο οποίος δεν παραλείπει να εξάρει κατά τα άλλα το συνολικό έργο του φιλοσόφου, βρίσκεται πολύ σύντομα αντί να διαπραγματεύεται κάποια αντίφαση στις θέσεις του Αγκάμπεν να παραδίδει μια εντυπωσιακή απολογία υπέρ του κυρίαρχου συστήματος εξουσίας στη Δύση και ιδιαίτερα της Ευρώπης, εκμηδενίζοντας ή παρανοώντας εξ’ ολοκλήρου τη βάση των φιλοσοφικών εργαλείων που έχει παραδώσει η σκέψη του «μέγιστου» -όπως τον αποκαλεί- φιλοσόφου. 

Πιο συγκεκριμένα θεωρεί «υπερβολικούς αγκαμπενικούς ισχυρισμούς» την καθολίκευση του καθεστώτος του σύγχρονου homo sacer, ενώ εξανίσταται καθ’ ολοκληρίαν όταν σκέπτεται πως αυτές οι «αγκαμπενικές» διδαχές αφορούν ακόμα και τους πολίτες των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Ας αφήσουμε στην άκρη προς το παρόν το γεγονός ότι ο αρθρογράφος επιλέγει να αγνοήσει πλήρως πώς το καθεστώς απόδοσης ιθαγένειας στις δημοκρατίες, από το οποίο προκύπτει η πολιτική έννοια του πολίτη, αποτελεί κεντρικό πεδίο εφαρμογής της κατάστασης εξαίρεσης και ας δούμε τα βασικά επιχειρήματα του. Το κυριότερο εξ’ αυτών συμπεριλαμβάνεται στην απόφανση του όταν γράφει: «στον δυτικό κόσμο της καπιταλο-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν βλέπω καμιά καθολίκευση της ζωής μας ως “γυμνής ζωής”. Δεν είμαστε homines sacri και τουλάχιστον η Ευρώπη δεν είναι Γκουαντάναμο». 
     Είναι τόσο προφανώς επιφανειακή αυτή η πρόταση, ώστε με προβλημάτισε το αν θα είχε οποιαδήποτε αξία να σχολιαστεί, επειδή όμως τα προφανή δέχονται μια ισχυρή πίεση πανταχόθεν τούτους τους καιρούς ας είναι… Σύμφωνα λοιπόν με τον αρθρογράφο (τουλάχιστον) η Ευρώπη δεν είναι Γκουαντάναμο. Αρχικά μπορούμε να σημειώσουμε ότι όχι μόνο η Ευρώπη αλλά ούτε οι ίδιες οι ΗΠΑ, οι οποίες είναι αρμόδιες για τη λειτουργία του, δεν είναι βεβαίως Γκουαντάναμο, ούτε γενικά τίποτε άλλο εκτός από το ίδιο το Γκουαντάναμο δεν είναι Γκουαντάναμο εκτός από όλες τις άλλες αναρίθμητες δομές φυλάκισης και εξαίρεσης που λειτουργούν ανά τον κόσμο ακριβώς με την ίδια λογική, αναπαράγοντας το καθεστώς απογύμνωσης κοινωνικών ομάδων και ατόμων από την ανθρώπινη ιδιότητά τους. 
     Ας δούμε όμως, μήπως υπάρχουν στην Ευρώπη τέτοιες δομές; Μήπως ακόμα και στην ίδια τη χώρα από όπου ο συγγραφέας, ως εξ’ αίματος δικαιούχος, απολαμβάνει τα προνόμια του πολίτη, κατέχοντας ελληνική υπηκοότητα; Μήπως οι κλειστές δομές προσφύγων που λειτούργησαν τυπικά και άτυπα τα προηγούμενα χρόνια, ενώ προετοιμάζεται και η περαιτέρω ανάπτυξή τους σε ξερονήσια εναντίον ανθρώπων που δεν έχουν καταδικαστεί για τίποτε αλλά η ύπαρξη τους είναι de facto παράνομη δεν συνιστά το πιο εκκωφαντικό παράδειγμα εξαίρεσης του φονεύσιμου ατόμου, ως απεκδυόμενου την ιδιότητα του πολίτη; Μήπως το καθεστώς κατά το οποίο παγώνουν οι αιτήσεις για άσυλο δεν αποτελεί μια ξεκάθαρη επέμβαση περαιτέρω εξαίρεσης; Ο συνδυασμός μάλιστα της κατάργησης του ΑΜΚΑ για πρόσφυγες και μετανάστες με το ξέσπασμα της πανδημίας, πως θα χαρακτηρίζονταν; Πως εξηγείται ότι ενώ για τον γενικό πληθυσμό (υπό προϋποθέσεις βέβαια και με σοβαρές εξαιρέσεις) οι κρατικές οδηγίες εν μέσω πανδημίας κάνουν λόγο αυστηρά για «κοινωνική αποστασιοποίηση» στα «κέντρα φιλοξενίας» δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόνοια για την επιτυχημένη απομάκρυνση των ανθρώπων μέσω, για παράδειγμα, μέτρων αποσυμφόρησης; 
     Ας λάβουμε τον κόπο να απαντήσουμε εμείς εκ μέρους του αρθρογράφου με βάση το γενικό πνεύμα του δοκιμίου.

Είναι εμφανές πως όταν ο Μπιτσώρης μιλάει για τη ζωή μας στον δυτικό καπιταλισμό εννοεί αποκλειστικά εμάς τους νόμιμους πολίτες του και εξαιρεί όσους απλά βρέθηκαν κρατούμενοι στην από εδώ πλευρά των συνόρων της Ευρώπης-Φρούριο. Ο δοκιμασμένος αναλυτής της «αγκαμπενικής» σκέψης δεν κατορθώνει να αναγνωρίσει ούτε την πλέον προφανή πολιτική εφαρμογή της κεντρικότερης φιλοσοφικής προκείμενης του ινδαλματικού κατά τα άλλα φιλοσόφου. Αλλά κάνοντας μια γενναία παραχώρηση στην πρωτοκοσμική θέαση του Μπιτσώρη, ας αφήσουμε το παράδειγμα των a priori εξαιρούμενων μεταναστών. 
    Στις φυλακές υπάρχουν πολλοί κρατούμενοι που κατέχουν την ιδιότητα του έλληνα πολίτη, αν θέλουμε να μιλήσουμε μόνο για αυτούς, παρόλα αυτά, με μικρή έκπληξη μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι η μεταχείριση τους είναι πανομοιότυπη με αυτή που επιφυλάσσει το (ευρωπαϊκό-δημοκρατικό) κράτος και στους πρόσφυγες και μετανάστες. Έτσι τουλάχιστον δύο άνθρωποι έχουν πεθάνει κατά την περίοδο της πανδημίας μέσα στις φυλακές, γιατί ουδείς ασχολείται μαζί τους, προεκτείνοντας τη δεδομένη αδιαφορία που υπήρχε για αυτούς και πριν την πανδημία. Ουσιαστικά με το έτσι θέλω επιβάλλεται ένας έμμεσος επανακαθορισμός της ποινής των κρατουμένων, οι οποίοι μετατρέπονται σε δυνητικούς θανατοποινίτες. Εάν μάλιστα επέλθει το μοιραίο ουδείς ευθύνεται για αυτούς. 
    Αλλά ας κάνουμε άλλη μια υπέρβαση κι ας αφήσουμε στην άκρη και τους κρατούμενους των φυλακών. Πρόσφατα, (12 Απρίλη) σύμφωνα με το Έθνος,[3] ως απότοκο της επιλογής της (δημοκρατικότατης) κυβέρνησης της Σουηδίας να υιοθετήσει μια τακτική αντιμετώπισης της πανδημίας με όρους που προσεγγίζουν πολύ το λεγόμενο μοντέλο της «ανοσίας της αγέλης» και τη συνεπαγόμενη πίεση του εθνικού συστήματος υγείας της χώρας, το Εθνικό Συμβούλιο Υγείας και Πρόνοιας της Σουηδίας εκπόνησε κατευθυντήριες γραμμές για τον ορισμό κριτηρίων εισαγωγής στις ΜΕΘ, εφόσον υπάρξει κορεσμός. Σύμφωνα με αυτές, όσοι είναι πάνω από 80 χρονών και νοσήσουν δεν θα πρέπει να γίνονται καθόλου δεκτοί από το ιατρικό προσωπικό στις ΜΕΘ. Προτείνεται επίσης το ίδιο για όσους είναι πάνω από 70 χρονών και παρουσιάζουν «σημαντική ανεπάρκεια οργάνων» σε περισσότερα από ένα όργανα, καθώς και για όσους είναι άνω των 60 χρόνων έχουν ανεπάρκεια σε περισσότερα από δύο όργανα. Συνίσταται επιπλέον ότι άτομα που εντάσσονται σε οποιαδήποτε από αυτές τις κατηγορίες και βρίσκονται ήδη σε εντατική θεραπεία θα πρέπει να απομακρύνονται από τις ΜΕΘ σε περίπτωση που προκύψει μια κατάσταση κρίσης, προκειμένου να δοθεί χώρος στους άλλους με περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Το ίδιο ισχύει και για όσους εμφανίζουν ανεπάρκεια οργάνων ενώ υποβάλλονται σε θεραπεία σε ΜΕΘ. 
     Ακόμη κι αν δεν έχει εντρυφήσει κάποιος στον φιλοσοφικό κόσμο του Αγκάμπεν είναι μάλλον εύκολο να διαπιστώσει ότι δεν ακούγεται ως μια πολύ συμπεριληπτική πολιτική να μην δέχονται φροντίδα, κατάλευκοι, πρωτοκοσμικοί Άρειοι που κατά πάσα πιθανότητα έχουν πληρώσει με ευλάβεια τις ασφαλιστικές εισφορές τους γιατί κατέχουν τη θανατηφόρα ιδιότητα του γέροντα. Στα καθ’ ημάς ο υπουργός Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδης με ύφος χιλίων πιθήκων μας ενημέρωσε σε απευθείας σύνδεση ότι οι μακροχρόνια άνεργοι δεν δικαιούνται οικονομικής υποστήριξης γιατί με το να επιμένουν να διατηρούνται στη ζωή -παρότι άνεργοι καταδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι ικανοί να το κάνουν χωρίς την κρατική βοήθεια, άρα εκπίπτουν.

Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν αλλά αφενός αυτό το κείμενο θα μεγάλωνε αρκετά αφετέρου η χρήση πιο έμμεσων παραδειγμάτων επιβολής καταστάσεων εξαίρεσης μέσω της ταξικής επιβολής δεν θα βοηθούσαν να γίνει κατανοητό ένα σημείο που δεν έχει ήδη κατανοηθεί από όλα τα παραπάνω. Άλλωστε όλα αυτά, όπως και τα προηγούμενα, ο Μπιτσώρης θα τα ενέτασσε ως περιπτώσεις στην πρόταση που, εν είδη υποσημείωσης, έχει παρεμπιπτόντως προσκολλήσει στο σώμα του κειμένου, αναφέροντας πως: «εννοείται, βεβαίως, ότι η ισότιμη εφαρμογή αυτού του καθολικευμένου κανόνα ως εξαίρεσης για την προστασία της ζωής είναι στην πράξη αδύνατη, γιατί εξακολουθεί να υφίσταται η κοινωνικά μεροληπτική διάκριση και ανισότητα μεταξύ προνομιούχων και μη-προνομιούχων, μεταξύ πλούσιων και πτωχών, μεταξύ ασφαλισμένων και ανασφάλιστων μεταξύ των πολιτών και των προσφύγων, μεταναστών, μεταξύ στεγασμένων και αστέγων». 
    Και αν αναρωτιέστε τι στο διάολο είναι «ο καθολικευμένος κανόνας εξαίρεσης για την προστασία της ζωής», πρόκειται για τα απαραίτητα («μέχρι και στρατιωτικά» κατά Μπιτσώρη) μέτρα που οφείλει να πάρει κάθε κράτος για να διασφαλίσει το δικαίωμα στη ζωή (κάποιων) υπηκόων του. Αυτή η σκέψη μάλιστα προκύπτει από την αντιστροφή του Αγκάμπεν από τον Μπιτσώρη, ο οποίος βλέπει ως φορέα λύτρωσης σε έκτακτες περιστάσεις τη δεσπόζουσα βιοπολιτική! Σε αυτό περίπου το σημείο εντοπίζεται η διάβαση του Ρουβίκωνα από την όχθη του θλιβερού στην όχθη του χυδαίου. Εδώ όχι μόνο παραγνωρίζεται η ίδια η βασική λογική του Αγκάμπεν που οριοθετεί την κυριαρχία ως τη δυνατότητα εφαρμογής της κατάστασης εξαίρεσης, εν προκειμένω του κράτους το οποίο την εφαρμόζει δολοφονικά, αλλά αυτή «φυσικοποιείται» και νομιμοποιείται, καθώς είναι αυτονόητη σε «καπιταλιστικές συνθήκες». Δηλαδή τα αστυνομικά/στρατιωτικά μέτρα που θα παρθούν για να σωθεί ένα κομμάτι του γενικού πληθυσμού μπορούν ταυτόχρονα να είναι τα ίδια που θα εξοντώσουν όσους περισσεύουν, αφού πάντα περίσσευαν έτσι κι αλλιώς. Από «φιλοσοφική» μάλιστα σκοπιά ο ανυπόφορος Μπιτσώρης ονομάζει «καθολικό» το λυτρωτικό σχήμα, εκτός αν εξαιρέσουμε όσους δεν μπορεί να αφορά, έτσι ώστε είναι εν μέρει καθολικό, όπως όλα άλλωστε σε αυτόν τον κόσμο.

Να όμως ποιο είναι το πρόβλημα, η μερική εξαίρεση και όχι η καθολική δεν είναι ίδιον μόνο της αστικής δημοκρατίας σε σχέση με τα αυταρχικά συστήματα. Έχει προφανή σημασία να σημειώσουμε πως σε όλα απολύτως τα συστήματα εξουσίας, ακόμη και στα πιο ολοκληρωτικά υπήρξαν πολιτικές συμπερίληψης μεγάλων πληθυσμών και απόπειρες διεύρυνσης της κοινωνικής συναίνεσης. Μάλιστα κάποια το πέτυχαν ιδιαιτέρως καλά σε ευθεία αναντιστοιχία με την εγκληματική τους φύση. Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί το Τρίτο Ράιχ. Πιστεύει κανείς ότι η πλειοψηφία των εκατομμυρίων Γερμανών πολιτών τέθηκαν σε κατάσταση εξαίρεσης; Αντιθέτως πολλοί από αυτούς συμπεριλήφθηκαν με πολύ πιο πειστικό τρόπο στις κρατικές λειτουργίες και την κοινωνική ζωή. Μόνο μέσω της αναδιανομής πλούτου, ιδιοκτησίας και κοινωνικής θέσης που συντελέστηκε μεταξύ των Εβραίων και των Γερμανών ήδη έχουμε μια πρώτη βάση συμπερίληψης, η οποία συμπληρώνει μαζί με την δεσπόζουσα καταστολή την εξήγηση του φαινομένου της σχεδόν μηδενικής ουσιαστικά αντίστασης στα πεπραγμένα του ναζιστικού μηχανισμού εξόντωσης στο εσωτερικό της χώρας. 
     Αλλά οι απολογητές της καπιταλιστικής κυριαρχίας, όταν μιλούν για καθολική εξαίρεση αναφέρονται στα «δημοκρατικά δικαιώματα», τα οποία όμως πέφτουν σε τρομερή ανυποληψία, όπως έχει δείξει η ιστορία, όταν τίθενται ζητήματα επιβίωσης. Κανείς ασφαλώς δεν είναι προκαταβολικά διατεθειμένος να παραδώσει την ελευθερία έκφρασής του παρά μόνο σε δύο περιπτώσεις: εάν δεν την είχε, έτσι κι αλλιώς, ποτέ ή αν μπορεί να την ανταλλάξει με κάτι που μπορεί να σώσει τη ζωή του εν μέσω μιας καταλυτικής απειλής εναντίον της. 

Οι φιλόσοφοι είναι δυνητικά χρήσιμοι για να προειδοποιούν∙ και αυτό κάνουν σε γενικό βαθμό οι φιλοσοφικές θέσεις του Αγκάμπεν. Ότι σε κανένα οργανωμένο πολιτικό σύστημα άσκησης εξουσίας η κατάσταση εξαίρεσης δεν μπορεί να είναι καθολική είναι προφανές, γιατί αυτή επιβάλλεται από τον κυρίαρχο για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη αναπαραγωγή των προνομίων των κρατούντων. Το σε ποιό βαθμό θα συμπεριλαμβάνει τους πολίτες έχει να κάνει με την πίεση που δέχεται από τους μη-προνομοιούχους και τη νομοτελειακή προσταγή ότι για να υπάρχουν εξουσιαστές πρέπει να υπάρχουν (ζωντανοί) εξουσιαζόμενοι. Όταν πια είναι ολοφάνερο ότι εξαιρούνται ευρύτατα πλειοψηφικά κοινωνικά κομμάτια τότε η αξία των φιλοσόφων πέφτει και αναβαίνει αυτή των επαναστατών. 

Πως όμως τελικά συνδυάζονται τα δύο κείμενα που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή; Επιχειρηματολογώντας σε ένα άλλο σημείο του κειμένου του ο Μπιτσώρης υπέρ της κρίσης του ότι οι αποφάνσεις του Αγκάμπεν περί γενίκευσης της κατάστασης εξαίρεσης είναι «λίαν αφηρημένες» διερωτάται, αν ποτέ στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση είχαμε κατάσταση εξαίρεσης και μάλιστα με διαρκή μέτρα έκτακτης ανάγκης. Αρχικά, ναι είχαμε.  
  Πρόκειται για την πολιτική του ελληνικού κράτους ενάντια στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Τα διοικητικά και άλλα μέτρα που πήρε εναντίον αυτών των ανθρώπων (ελλήνων πολιτών) η Δικτατορία συνεχίστηκαν κανονικά και στη Μεταπολίτευση. Μέχρι το 1998 παραμένει σε ισχύ το άρθρο 19 του κώδικα ελληνικής ιθαγένειας με βάση το οποίο αφαιρέθηκε καταχρηστικά η ιθαγένεια σε χιλιάδες μειονοτικούς. Επίσης μέχρι το 1981 δεν είχε επιτραπεί η επιστροφή των πολιτικών εξόριστων του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ ακόμη και μετά από αυτήν τη χρονολογία δεν επιτράπηκε η επιστροφή των Σλαβομακεδόνων, ως αλλοεθνών. Επιπλέον, ο κώδικας απόδοσης ελληνικής ιθαγένειας μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα υπάγονταν εξολοκλήρου στο δίκαιο του αίματος, (ius sanguinis) εξαιρώντας ουσιαστικά τη δυνατότητα κτήσης ιθαγένειας σε μη-έλληνες το έθνος, ακόμη κι αν είχαν γεννηθεί στη χώρα. Σε ένα άλλο παράδειγμα οι ομοφυλόφιλοι δεν είχαν για πάνω από 40 χρόνια κανένα δικαίωμα θεσμικής αναγνώρισης από το κράτος (δυνατότητα γάμου, μεταβίβασης περιουσίας, υιοθέτησης τέκνων κ.λπ.). Μια μορφή ειδικής συνθήκης διαρκούς εξαίρεσης από την κανονική διαδικασία απονομής δικαιοσύνης θεσπίστηκε επίσης με βάση τους τρομονόμους και ειδικότερα αυτόν που ψηφίστηκε το 2001. Παρατηρούμε λοιπόν ότι όσοι εξαιρούνται στη δημοκρατία είναι λίγο πολύ οι ίδιοι που εξαιρούνται και στις Δικτατορίες (εθνικές μειονότητες, πρόσφυγες και μετανάστες, αλλοεθνείς και αλλόθρησκοι, ενεργοί πολιτικοί αντίπαλοι και ομάδες ευεπίφορες στον κοινωνικό και κρατικό ρατσισμό όπως οι ομοφυλόφιλοι). 

Αυτά αποτελούν κάποια τυπικά παραδείγματα, όμως για την περαιτέρω απόπειρα σύγκρισης των καθεστώτων της Χούντας και της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, ο Αντώνης Λιάκος στο πρόσφατο άρθρο του «Η εξωτικοποίηση της Δικτατορίας» θέτει μια σειρά ακόμη από παρατηρήσεις, οι οποίες αξίζουν να αναφερθούν, ιδιαίτερα καθώς αποτελούν την οπτική ενός ανθρώπου που αντιστάθηκε έμπρακτα και δυναμικά στη Χούντα, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο από Έκτακτο Στρατοδικείο. Η προσέγγιση του, πριν από οτιδήποτε άλλο, αποτελεί ένα αγκάθι στα δάχτυλα όσων, επιχειρώντας να τραβήξουν απόλυτες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην 23η και την 24η του Ιούλη του 1974, έδειχναν με το δάχτυλο τους βασανισμένους της δικτατορίας για να εδραιώσουν το επιχείρημά τους. Μάλιστα αυτή η αφήγηση τονισμού των διαφορών και της υπογράμμισης του εξωτικού χαρακτήρα της Χούντας γίνεται υποτίθεται προς υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Η Δεξιά, κυρίως, αποκομίζει διαχρονικά όφελος από αυτήν την οπτική, θέλοντας να αποποιηθεί τις ευθύνες της για τη διαμόρφωση των απαραίτητων προϋποθέσεων ύπαρξης της Δικτατορίας και συμπληρωματικά πλάι της η καθεστωτική Αριστερά που θέλει να υπερασπιστεί την απόλυτη ταύτισή της με το κυρίαρχο παράδειγμα της αστικής δημοκρατίας, στο πλαίσιο του οποίου ενίοτε τίθεται και ως επικεφαλής. 

Ανάμεσα στα άλλα που αναφέρει ο Λιάκος, ο οποίος αν μη τι άλλο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε «αριστεροχουντικός» ούτε συμμετέχοντας ή συνοδοιπόρος του επαναστατικού κινήματος της Μεταπολίτευσης, είναι ότι θα προτιμούσε χωρίς δισταγμό το κελί του Κορυδαλλού το 1970 από τη Μόρια του 2020. Και η επιλογή δεν είναι καθόλου φιλολογική, καθώς είχε «φιλοξενηθεί» στα κελιά της Δικτατορίας. Ποιο είναι όμως το «σφάλμα» του Λιάκου, το οποίο όπως είδαμε ο Μπιτσώρης το έχει τακτοποιήσει ήδη; Συγκρίνει τον εαυτό του, έναν Έλληνα υπήκοο, με ιθαγένεια και απόλυτα δικαιώματα πολίτη με τους «αυτονόητα» εκτός «καθολικής εξαίρεσης προστασίας της ζωής» (sic) πρόσφυγες και μετανάστες. 
     Οι υπόλοιπες συγκρίσεις άλλωστε για τα ΜΜΕ και τον έλεγχο πάνω τους και το πόσο διαφέρουν τελικά οι συνθήκες μπορούν να αντιμετωπιστούν ως να έχει μολυνθεί και ο Λιάκος από τις αγκαμπενικού τύπου υπερβολές. Οι εξαφανίσεις μαρτύρων σε κρίσιμες υποθέσεις και η διαρκής δικαστική ασυλία που χαίρει συνολικά η κάστα επιχειρηματιών και πολιτικών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «εξαίρεση» αφού κι αυτή αποτελεί βασικό συντελεστή της δυτικής-καπιταλιστικής λειτουργίας και ειδικότερα της ελληνικής εκδοχής της. Όλα λοιπόν καλώς καμωμένα.

Στο κλείσιμο αυτού του σημειώματος θα πρέπει να ξεκαθαριστεί και το εξής. Η θέση του Αγκάμπεν σε σχέση με την πανδημία με βρίσκει κάθετα αντίθετο, τη θεωρώ τόσο λανθασμένη, ώστε δίνει πάτημα σε αρθρογράφους σαν τον Μπιτσώρη να καταθέτουν τις απολογίες τους υπέρ του συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης, ως να ομιλούν εκ βάθρου δικαίου. Ωστόσο το με ποιόν τρόπο είναι λανθασμένη μια σκέψη εξετάζεται υπό το φως του ποιος την κρίνει. 
     Η τάση των φιλοσόφων να εμπεριέχουν συνολικά τα φαινόμενα στο σύστημα σκέψης που έχουν οικοδομήσει, εν προκειμένω φέρνει σε ανοιχτή αντίφαση τον Αγκάμπεν της θεωρίας της «απλής γρίπης» με τον Αγκάμπεν της «Κατάστασης Εξαίρεσης». Όχι όμως για κάποιον από τους λόγους που παρέθεσε ο δοκιμιογράφος, αλλά επειδή τα γραπτά του Αγκάμπεν έχουν αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τα κοινωνικά κινήματα στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τα πληβειακά στρώματα από την επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου μέσα στη συνθήκη ενός εντεινόμενου ολοκληρωτισμού. 
     Η θέση του για την πανδημία δυστυχώς δεν προσθέτει εργαλεία αυτή τη στιγμή αλλά αφαιρεί, αποπροσανατολίζοντας από το κεντρικό ζήτημα που παραμένει η υπεράσπιση των πληβείων και γίνεται επικίνδυνη συνδυαζόμενη με τις πολιτικές του φιλελευθερισμού, δηλαδή του υπαρκτού καπιταλισμού, ο οποίος πάντα και για πάντα θα βάζει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους, γιατί όσο υπάρχουν κέρδη οι άνθρωποι θα πεθαίνουν στη σκιά τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την τωρινή θέση του Αγκάμπεν δεν τη χρησιμοποιούν τα κινήματα, αλλά την περιφέρουν οι νεοναζί σαν θεωρητική επιβεβαίωση των παρανοϊκών τους ισχυρισμών. 

Ο συλλογικός νους των ενεργών κοινωνικών κινημάτων είναι πιο οξυδερκής από οποιονδήποτε φιλόσοφο, εξαιτίας της διαρκούς ώσμωσης των αγωνιστών με τις πραγματικές συνθήκες που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως απτά ζητήματα και όχι ως πνευματικές ασκήσεις. Επειδή ζουν την ταξική πάλη ως απαραίτητη καθημερινή διαδρομή μπορούν να ελέγξουν τη χρησιμότητα της σκέψης του καθενός, μπορούν να κρατήσουν τα χρήσιμα και να πετάξουν τα βλαβερά για να συνθέσουν την απελευθερωτική οπτική. Έτσι προχωράει η ιστορία της σκέψης των καταπιεσμένων, κι ο Αγκάμπεν, εν αντιθέσει ασφαλώς με τον Μπιτσώρη, έχει μια θέση δίπλα σε όσους την προώθησαν. 


[1] «Ο Αγκάμπεν και ο κορωνοϊός: Κατάσταση εξαίρεσης και βιοπολιτική». Ο ηλεκτρονικός σύνδεσμος για το άρθρο βρίσκεται εδώ
[2] «Η εξωτικοποίηση της Δικτατορίας». Ο ηλεκτρονικός σύνδεσμος για το άρθρο βρίσκεται εδώ

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Μήνυμα απ' τη Σελήνη ή Αναρχικοί στο Φεγγάρι


σεληνιακό τοπίο∙
αραιά τ’ αυτοκίνητα,
ρακένδυτοι και επαίτες
κυκλοφορούν μονάχα
-οι μπάτσοι σταμάτησαν
στη στάση του λεωφορείου
έναν μετανάστη,
-«πού πας;»

τα σύνορα μετακινούνται διαρκώς,
απ’ την παραμεθόριο
φτάνουν έξω απ’ το σπίτι,
μας κάνουν ξένους
-πιο ξένους ακόμα
πολιτογραφόμαστε αστοί,
πατρίδα μας τα τετραγωνικά
που νοικιάζουμε

κι αν αύριο σε ξαναδώ στον δρόμο
τυχαία
ας βαδίσουμε δίπλα-δίπλα
δίχως σκοπό
προπάντων ας μη ρωτήσουμε
-«πού πας;»


είναι βλέπεις, αγάπη μου, ο σκοπός
η γλώσσα της εξουσίας





Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Αίμα χαμένο & κερδισμένο | Για τον Π. Κοροβέση

Φέτος έκανε τον πιο ζεστό χειμώνα που θυμάμαι για χρόνια. Ο κόσμος κάθονταν στα τραπεζάκια έξω και στις πλατείες Φλεβάρη μήνα. Ο χειμώνας εκδικήθηκε. Κούρσεψε την Άνοιξη, ο κόσμος στα σπίτια. Κι ύστερα, πρώτα ο Γλέζος κι έπειτα ο Κοροβέσης.

Σκέφτομαι με τον εξής τρόπο. Όπως επαίρεται η Δεξιά με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα τόσο ο Μανώλης όσο και ο Περικλής ήταν στη "λάθος" πλευρά της Ιστορίας. Το όραμά τους για τον κόσμο, παρά τα βασανιστήρια και τις κακουχίες που αγόγγυστα υπέστησαν ηττήθηκε. Αν μετράμε την Ιστορία με το μέτρο της Νίκης ανήκουν στο στρατόπεδο των ηττημένων.

Κάποτε το αξίωμα της νίκης ως μέτρο της αλήθειας το δέχτηκε ως νομοτέλεια και η Αριστερά. Η σκέψη του Λένιν επικράτησε γιατί νίκησε. Ο Στάλιν κατόπιν συνέχισε να κερδίζει ακάθεκτα. Ο σύντροφος Μάο πήρε τη σκυτάλη του πρωτοπόρου στο στρατόπεδο της Νίκης. Μέχρι που όλα κατέρρευσαν με κρότο...Μέχρι και στις σύγχρονες μας μέρες που όλες οι ιστορίες μοιάζουν με καρικατούρες της παλιάς Ιστορίας, η «νίκη» της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην οποία πίστεψαν και ο Μανώλης και ο Περικλής δεν τους «χώρεσε». Δεν ήταν καμωμένοι για τέτοιες επινίκιες τελετές.

Αν αφήσουμε όμως τη Νίκη στην άκρη ως ενδεχόμενο κι όχι ως το σχοινί που τραβάει την Αλήθεια γυμνή από το πηγάδι αναρωτιόμαστε: ο Γκραβαρίτης άραγε κοντεύει τα 120 ή πέθανε; Ο Τσάλας; Ο Πέτρου; Είχαν παιδιά; Αν είχαν παιδιά, θυμούνται πότε πέθαναν οι πατεράδες τους; Σε κάποιους αυτά τα ονόματα δεν λένε τίποτε. Η Ιστορία δεν τα κατέγραψε με έντονα γράμματα. Ζουν και πεθαίνουν μέσα από τις αφηγήσεις των θυμάτων τους. Τραγική ειρωνεία∙ για τους μόνους από το σινάφι τους που θυμούνται όλοι τον θάνατό τους είναι ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης, τους παρέδωσε στην Ιστορία το οπλισμένο χέρι των "ηττημένων".

Έτσι είναι. Για να επικρατήσουν αυτοί που κυριαρχούν χρειάζονται πολλούς Θεοφιλογιαννάκους, κι ας τους πετάνε μετά στα σκουπίδια. Γιατί η φιλοσοφία της Νίκης θέλει τους ανθρώπους εξαρτήματα, εργαλεία της μιας στιγμής. Κάνουν τη δουλειά τους, βασανίζουν, σκοτώνουν, κακοποιούν μετά χάνονται στη λήθη. Άλλοι, γενικά ανώνυμοι, θα πάρουν τη θέση τους σαν έρθει η ώρα. Σκέφτομαι τέλος, αυτοί, ο Μανώλης, ο Περικλής κι άλλοι χιλιάδες σαν ηττημένοι πως πήγαν τον Άνθρωπο ένα και δυο βήματα ψηλότερα; Πόσο αλλόκοτο ότι το όνομά τους δεν ξεχνιέται τόσο εύκολα όπως τα εφήμερα ονοματεπώνυμα των νικητών.

Δεν παραιτούμαστε από την πίστη στην επικράτηση έναντι των καθαρμάτων που, όπως είπε ο Σάρτρ «πιστεύουν ότι νικούν». Δεν έχουμε ηττηθεί, επειδή ακόμη δεν έχουμε νικήσει.
Χιλιάδες τον αποχαιρετούν κι αγωνίζονται. Ο Κοροβέσης γελά και στον θάνατο. Αυτόν τον νίκησε σίγουρα.


Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Σημειώσεις στην Εποχή του Κορονωϊού | 5+1 Σημειώσεις για την τρέχουσα περίοδο από αναρχική σκοπιά


Ι.

Το μόνο στοιχείο που έχουμε μέχρι σήμερα για να εκτιμήσουμε πόσος χρόνος θα χρειαστεί για την υποχώρηση του ιού, προκύπτει από τη μελέτη των δεδομένων πάνω στην κινέζικη περίπτωση. Στην Κίνα ο ιός εμφανίστηκε τον Δεκέμβρη του 2019 και αφού αναπτύχθηκε γρήγορα υποχώρησε σημαντικά τον Μάρτη του 2020. Το χρονικό διάστημα των τριών μηνών φαίνεται ότι είναι το μικρότερο που μπορούμε να υπολογίζουμε. Θα μπορούσε να είναι μικρότερο, αν θεωρούσαμε ότι η Κίνα αιφνιδιάστηκε, λόγω του ότι ήταν η πρώτη χώρα στην οποία εκδηλώθηκε ο ιός. Αυτή όμως η σκέψη φαίνεται ότι δεν ισχύει, καθώς η Κίνα έχει αφενός μια συσσωρευμένη πείρα αντιμετώπισης κι άλλων μαζικών λοιμώξεων πληθυσμού στο πρόσφατο παρελθόν. Αφετέρου, ακόμη περισσότερο, η Κίνα έχει ένα τελείως διαφορετικό σύστημα διαχείρισης εξαιτίας της διαφορετικής φύσης του κοινωνικού της σχηματισμού. Συγκεκριμένα από το 1949 κι έπειτα, δηλαδή για πάνω από 70 χρόνια, το Κράτος, η διεύθυνση του οποίου ταυτίζεται με το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν αντιμετωπίζει καμία οργανωμένη αντιπολίτευση. Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του κράτους δίνει τη δυνατότητα στην κυβερνητική διεύθυνση να αθροίζει τις δυνάμεις που χρειάζεται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, κινητοποιώντας το σύνολο των δυνάμεων που επιθυμεί. Θα θυμάστε όλοι την κατασκευή φαραωνικού νοσοκομείου ειδικού σκοπού σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Επιπλέον ο αυταρχικός χαρακτήρας του επιτρέπει τον πολύ πιο αποτελεσματικό έλεγχο των μετακινήσεων των εργαζομένων και των πολιτών, οι οποίοι, εκτός των άλλων, αποτελούν κατά μεγάλη πλειοψηφία τους υπαλλήλους του. Τέλος, ο συνδυασμός της χρήσης ιδιαίτερα εξελιγμένης τεχνολογίας πάνω σε φτωχούς και ελεγχόμενους πληθυσμούς επιτρέπει τη σχεδόν πανοπτική επιτήρησή τους και την αποτελεσματική διαχείριση τους. Εάν υπολογίσουμε και αυτούς τους παράγοντες τότε το χρονικό διάστημα διευρύνεται κι άλλο.




IΙ.
Στη Δύση των αστικών δημοκρατιών το καπιταλιστικό μοντέλο επιμερίζεται μεταξύ των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και του διογκωμένου τριτογενούς τομέα υπηρεσιών. Η ελεύθερη μετακίνηση εμπορευμάτων και ανθρώπων (εκτός αν πρόκειται για περισσευούμενους πρόσφυγες και μετανάστες) θεωρείται όχι μόνο δεδομένη αλλά και απαραίτητη σε μεγάλο βαθμό, καθώς όση κουβέντα κι αν γίνεται για την τηλε-εργασία είναι εμφανές ότι δεν μπορεί κάποιος να ταξιδέψει στην Ιταλία από το σπίτι του. Βασικά δεδομένα της καπιταλιστικής λειτουργίας προσωρινά ανατρέπονται από έναν εξωγενή παράγοντα. Η γνωστή αρχή της προσφοράς-ζήτησης υπόκειται σε νέα δεδομένα. Εάν για παράδειγμα μια αεροπορική εταιρεία ανακοίνωνε αύριο δωρεάν εισιτήρια από Αθήνα με προορισμό τις Κανάριες Νήσους μάλλον κανείς δεν θα γοητευόταν από την προσφορά. Όλοι οι πολιτικοί συνασπισμοί της Δύσης ορέγονται κάποια στοιχεία της Κίνας. Ο δεξιός συνασπισμός ξερογλείφεται σκεπτόμενος το αυταρχικό μοντέλο επιβολής του κράτους πάνω στους εργάτες και τους πολίτες που θα του έδινε τον ολοκληρωτικό έλεγχο. Όμως δεν επιθυμεί καθόλου να επωμιστεί εξολοκλήρου το δημόσιο, μαζικούς τομείς της κοινωνικής πρόνοιας όπως για παράδειγμα την υγεία. Μια «λύση» για αυτόν, αν κριθεί απαραίτητο, είναι η αναστολή των αστικό-δημοκρατικών λειτουργιών, με βάση το Ουγγρικό παράδειγμα, όχι ασφαλώς για να καταπολεμήσει την πανδημία, αλλά την εξέγερση. Από την άλλη πλευρά, ότι έχουμε μάθει να αποκαλούμε Αριστερά, θα επιθυμούσε ένα ισχυρό κράτος που θα συγκέντρωνε στα χέρια του την οικονομία και όλους τους τομείς κοινωνικής πρόνοιας. Δεν μπορεί όμως (ούτε καν το ΚΚΕ) να παραβλέψει ότι αυτές οι προσδοκίες συνοδεύονται από την στυγνή εκμετάλλευση των εργατών και εργατριών από μια διαχωρισμένη ελίτ πολιτικών κομισάριων και διευθυντών με δικαιώματα διαχείρισης κεφαλαίων μονοπωλιακών εταιρικών κολοσσών. Η συζήτηση για την «ανάκαμψη» της κρατικής πρόνοιας και του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου πολύ γρήγορα γίνεται κατανοητή ως το κρατικό σχέδιο διάσωσης του αγοραίου καπιταλισμού. 




ΙΙΙ.

Τα βασικά προβλήματα που δεν επιτρέπουν στις ελίτ σε όλο τον κόσμο να βυθίσουν εξολοκλήρου την κοινωνία σε μια κατάσταση γενικευμένου κοινωνικού κανιβαλισμού χωρίς κανένα σχέδιο υγειονομικής περίθαλψης και φροντίδας είναι αφενός ότι δεν γίνεται να εξοντωθεί μαζικά η παραγωγική κοινωνική βάση, γιατί κάποιος πρέπει να δημιουργεί τα κέρδη τους (τουλάχιστον όσο δεν καταστρέφονται δυσανάλογα και οι ίδιες οι παραγωγικές δομές, όπως συμβαίνει σε περιόδους πολέμου) και αφετέρου, γιατί όπως επίσης συμβαίνει μετά από πολέμους, μια από τις επιλογές των μαζών είναι η επανάσταση εναντίον αυτών που τους εξουσίαζαν μέχρι τότε. Στην πραγματικότητα δεν έχει υπάρξει σύγχρονη, κοινωνικού χαρακτήρα, επανάσταση πριν από το ξέσπασμα της οποίας να μην έχει προηγηθεί κάποιου είδους πολεμική εμπλοκή ή στρατιωτικό πραξικόπημα. Σε σχέση με την προφύλαξη της υγείας των υπηκόων, όπως φάνηκε από κάποιες προτάσεις περί «ανοσίας της αγέλης», εάν υπήρχε μια έγκυρη επιστημονική μελέτη, η οποία θα εγγυόταν ότι οι νεκροί δεν θα ξεπερνούσαν έναν συγκεκριμένο διαχειρίσιμο αριθμό, τότε μάλλον δεν θα φτάναμε ποτέ στο μέτρο της καραντίνας. Σε αυτήν την περίπτωση τα κράτη θα συνέχιζαν απρόσκοπτα την κανονικότητά τους, οι προσπάθειες μετακύλισης της ευθύνης στην κοινωνική βάση με το αφήγημα της ατομικής προστασίας θα ήταν ακόμη πιο έντονες, όπως βέβαια και σταθερές σε συχνότητα οι επικλήσεις στην εθνική ομοψυχία κ.λπ. Αυτή η μελέτη δεν προέκυψε, οπότε η διαχείριση πήρε τον χαρακτήρα που βλέπουμε σήμερα. Αν το κράτος επιβλήθηκε στην αγορά, δεν έγινε γιατί αυτό ήταν η αυτονόητη επιλογή από θέση αρχής, αλλά ακριβώς επειδή η αγορά δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στην κατάσταση. Έτσι πρέπει να γίνουν κατανοητά κι αυτά τα θλιβερά επιδοματικά χαρτζιλίκια που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Είναι απολύτως προφανές στον καθένα ότι, ακόμη και με τα χαρτζιλίκια η απειλή της απόλυτης κατάρρευσης της οικονομίας είναι απολύτως ορατή, χωρίς καν αυτά θα ήταν απλά απολύτως βέβαιη. Ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο κι αν είναι απολύτως απαραίτητα τα βοηθήματα για τους εργαζόμενους και τους ανέργους, αυτά προέρχονται από την κρατική τσέπη. Δηλαδή ουσιαστικά από τον ίδιο τον παρακρατημένο κόπο των εργαζομένων, τα οποία δίνονται για να επιστρέψουν στους ιδιοκτήτες των ακινήτων, είτε κατά 60% είτε κατά 100% ως ενοίκια, στους ιδιοκτήτες των supermarket και στις μεγάλες εταιρείες παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Μπορεί να σοκάρει η διαπίστωση ότι όχι, δεν έγιναν θιασώτες του Κέυνς ο Άδωνις και ο Κακλαμάνης τώρα στα καλά καθούμενα. Οι χιλιάδες απολύσεις και η καταστροφή της επόμενης μέρας και κυριότερα η διαχείρισή της υπέρ των ελίτ θα πιστοποιήσουν σύντομα την πραγματικότητα όσων γράφουμε σήμερα.




ΙV.
Σε σχέση με τη διαχείριση του αυταρχισμού και του περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων αρκετός λόγος έχει γίνει. Είναι γεγονός ότι η έμφυτη καχυποψία των επαναστατικών σχηματισμών απέναντι στις πάντα εχθρικές κρατικές πολιτικές είναι εύλογο να οξυνθεί μέσα σε ένα πλαίσιο απόλυτων απαγορεύσεων. Ωστόσο στην Ελλάδα το αναρχικό κίνημα είναι γεγονός ότι έχει κάνει πολλά βήματα μπροστά. Κι αυτό το λέμε γιατί φαίνεται ότι ως κριτήριο πρόσληψης της κατάστασης δεν χρησιμοποίησε μια αντιδραστική ελιτίστικη και τελικά μικροαστική στάση απλής αντιστροφής της κρατικής εντολής από «μένουμε σπίτι» σε «βγαίνουμε βόλτες», αλλά στον οργανωμένο πυρήνα του κυριάρχησε μια αντίληψη η οποία, απέχοντας από την τυφλή υπακοή στις κρατικές προσταγές, υιοθέτησε μια συνειδητή στάση ευθύνης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και ιδιαίτερα στις ευπαθείς ομάδες του. Εκκινώντας από αυτή τη βάση μπόρεσε να διαφυλάξει τον πολιτικό του χαρακτήρα, ώστε να αναδείξει έπειτα τις κοινωνικές του αρετές. Η πρώτη έκφραση αυτών αντλεί από το παράδειγμα της κοινωνικής αυτοοργάνωσης και της αλληλοβοήθειας και έγκειται στη διαμόρφωση πολυπληθών οριζόντιων τοπικών ομάδων αλληλοϋποστήριξης, οι οποίες θυμίζουν τις καλύτερες μέρες του δημιουργικού αναρχισμού, με τη σύσταση εκατοντάδων συνελεύσεων γειτονιάς, στα χρόνια της ισχυρής πάλης εναντίον των μνημονιακών πολιτικών. Αυτές οι δομές μαζί με άλλες λειτουργίες αντιπληροφόρησης και την κατάλληλη πολιτική προετοιμασία μπορούν να εμπνεύσουν τα απολύτως απαραίτητα κοινωνικά κινήματα που θα παλέψουν ενάντια στην επικείμενη κρίση και τη νέα προσπάθεια των ελίτ να φορτώσουν και πάλι όλα τα βάρη στην πλάτη της κοινωνικής βάσης. Χρησιμοποιώντας την πείρα των προηγούμενων μαχών θα πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά όχι απλά για τις αντιθέσεις κρατικού/ιδιωτικού και των αποζημιώσεων, αλλά για την ίδια την εγκληματική διάσταση της κρατικής θανατοπολιτικής, της καπιταλιστικής κερδοφορίας και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος.




V.
Δεν μπορεί παρά να προβληματίζει η ολοένα και συχνότερη εμφάνιση μιας σειράς ιογενών λοιμώξεων σε μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού. Μόνο τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ανθρωπότητα έχει έρθει αντιμέτωπη με ένα πλήθος μεταλλάξεων όπως ο SARS, η γρίπη των πουλερικών και των χοίρων, Η1Ν1 και πιο πριν το σύνδρομο των «τρελών αγελάδων» που συνδέθηκε με την ασθένεια Κρόιτσφελντ-Γιάκομπς. Είναι γεγονός ότι, πέρα από την οποιαδήποτε φυσική τυχαιότητα στην εκδήλωση ενός τέτοιου θανάσιμου ιού, έχει υπογραμμιστεί, και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις ρητά, ο ρόλος που παίζει η παρέμβαση και η ανατροπή φυσικών διαδικασιών από τη βιομηχανία εκτροφής ζώων, για παράδειγμα μέσω του εξαναγκαστικού σιτισμού χορτοφάγων ζώων με ζωικά παράγωγα, με στόχο την ποσοτική μεγέθυνση της παραγωγής βρώσιμου κρέατος και την ταυτόχρονη αύξηση του εταιρικού κέρδους μέσω της μείωσης του κόστους εκτροφής των σφαγίων. Παρόμοιας λογικής διαδικασίες επιτελούνται και στη φυτική παραγωγή με τη χρήση χημικών ουσιών για να ονομάσουμε μόνο δύο από τις πολύ γνωστές παθογένειες της παραγωγής τροφίμων. Αν τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες της απόπειρας των ελίτ να παραδώσουν την υγεία εξολοκλήρου στην ιδιωτική σφαίρα, ώστε να εμπίπτει στους γενικούς κανόνες κερδοφορίας, ας μην ξεχνάμε ότι αυτό έχει συντελεστεί εδώ και χρόνια στη διατροφή, αλλά και γενικότερα στην παραγωγή, όπου οι κοινωνίες δεν έχουν πια κανέναν λόγο πάνω στα κρίσιμα ερωτήματα τι, γιατί και για ποιόν. 




1.      
     Από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2009, όταν φάνηκε πως ο καπιταλιστικός κόσμος έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα που αφορούν στην ίδια την αναπαραγωγή του, και μάλιστα στην Ελλάδα σημαντικότερα λόγω της πτώχευσης του κράτους, η διαδικασία εσωτερικής στρατιωτικοποίησης των δυτικών κοινωνιών με βασικό σώμα την αναβαθμισμένη επιχειρησιακά αστυνομία έχει πάρει έναν πολύ πιο έντονο χαρακτήρα. Σχεδόν όλα τα κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζονται με την παρέμβαση ή τουλάχιστον με την παρουσία της αστυνομίας. Ο τόσο λαοπρόβλητος "διάλογος" που αποτελεί τάχα τη ραχοκοκαλιά των δημοκρατιών δεν διενεργείται, ούτε πλασματικά πια, σε κανένα ουσιώδες κοινωνικό επίπεδο. Ο πολίτης έχει συνηθίσει πέρα από οτιδήποτε άλλο την παρουσία των ΜΑΤ σε οποιαδήποτε περίπτωση (Εξάρχεια, ΑΣΟΕΕ, Πανεπιστήμια, Μυτιλήνη-Χίος, Έβρος κ.λπ.) μέχρι που φτάσαμε στον απόλυτο παραλογισμό να εμφανίζονται δημοσιεύματα με τίτλο «35 περιπολικά  ρίχνονται στη μάχη κατά του κορωνοϊού»! Σε συνάρτηση με τη διαρκή χρήση εμπόλεμης ορολογίας διαμορφώνεται ένα άκρως απειλητικό περιβάλλον για τις κοινωνικές κατακτήσεις και αντιστάσεις. Χωρίς να το καταλάβουμε καν, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, μέσα σε μόλις 10 μήνες η χώρα συμμετείχε σε δύο πολέμους, έναν εναντίον των προσφύγων και μεταναστών που συγκεντρώθηκαν στα σύνορα προσπαθώντας να βρουν διέξοδο από τον (πραγματικό) πόλεμο και τη λυσσώδη φτώχεια και έναν ακόμη εναντίον του Covid-19. Οι πόλεμοι όμως δεν είναι λεκτικοί βερμπαλισμοί είναι δυστυχία με πολλά θύματα, κι αν στην περίπτωση των μεταναστών και των προσφύγων είναι εμφανές ποιος κερδίζει και ποιοι είναι τα θύματα, στον πόλεμο κατά του ιού δεν είναι καθόλου σίγουρο πόσα θα είναι τα θύματα, όχι μόνο της λοίμωξης, αλλά κυρίως της καπιταλιστικής πανούκλας που θα ακολουθήσει. Όταν η «εθνική ομοψυχία» κωδικοποιηθεί σε εκκλήσεις να "βάλουν πλάτη" οι εργαζόμενοι, και οι «ήρωες» αστυνομικοί του προηγούμενου πολέμου (κατά των κατατρεγμένων) επιδοθούν εκ νέου στο βασικό καθήκον τους να προστατέψουν τα αφεντικά από τους οργισμένους πληβείους με τα ΜΜΕ να τους χειροκροτούν από τα τηλεοπτικά τους μπαλκόνια θα φανεί που αποσκοπούσε όλη αυτή η πολεμοκάπηλη ορολογία: στη νίκη των αφεντικών στον ταξικό πόλεμο που μαίνεται. 




Καμιά εμπιστοσύνη στο κράτος και τη διαχείριση της κρίσης. Συμμετέχουμε σε ομάδες αλληλοβοήθειας, απλώνουμε την κοινωνική αυτοοργάνωση. Διαφυλάσσουμε την οργή μας απέναντι στην ελίτ και τα αφεντικά. Αν εμπιστευόμαστε κάποιον λιγότερο και από την ίδια την αστυνομία είναι τους δημοσιογράφους. Είναι ομοίως αδίστακτοι. Και προς Θεού μην ακούτε τους παπάδες και τη Σύνοδο είναι μεγαλύτερα καθάρματα κι από τους υπόλοιπους επιχειρηματίες! Από το λαό για τον λαό. Μόνο έτσι Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ. 





1 Απρίλη 2020