Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Υπερασπίζοντας τον Αναρχισμό [Μαύρο & Κόκκινο #1 | Δεκέμβρης 2017]



Υπερασπίζοντας τον αναρχισμό
του Άρη Τσιούμα



«…είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας
γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε 
δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι
χωρίς το μέλλον του προορισμού μας…»

«Κλωστήριον νυκτερινής ανάπαυλας»
Υψικάμινος, Ανδρέας Εμπειρίκος (1935)


Αποτελεί βασική υπόθεση να κατανοηθεί η μεταμοντέρνα σκέψη ως παράγωγο της ήττας των επαναστατικών κινημάτων. Εδώ επιχειρούμε, χρησιμοποιώντας -όσο είναι αυτό δυνατό- τα εργαλεία και τις κατηγορίες του μεταμοντέρνου, ούτως ώστε να επιχειρήσουμε ένα περίγραμμα αποσυγκρότησης της αποδομητικής του αντίληψης. Αφενός μας ενδιαφέρει να σταθούμε αναλυτικά απέναντι στη μεγαλύτερη αποτυχία της μεταμοντέρνας ρητορικής, αυτή που όταν θεωρείται δικαιωμένη αποτελεί τη βάση από την οποία εκκινούν οι θέσεις του σύγχρονου ολοκληρωτισμού: την υποτιθέμενη άρνηση των επονομαζόμενων μεγάλων αφηγήσεων. Οι μεγάλες αφηγήσεις δεν συγκροτούνται a priori από την κοινωνική βάση, απλά γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν· ως συλλογικές κατευθύνσεις, ως συναρθρώσεις ατομικών πολιτισμικών κεφαλαίων, συμπεριφορών και επιθυμιών, όπως επίσης και τρόπων εκπλήρωσης αναγκών, οι πεποιθήσεις αυτές λειτουργούν ως τρόποι συμβολισμού όλων των παραπάνω, δίχως όμως να εκλαμβάνονται από το κοινωνικό σώμα ως «μεγάλα σχέδια» και μαγικές επιτελέσεις. Αυτή η μετατροπή προκύπτει μόνο μετά την παρέμβαση της διαχωρισμένης εξουσίας, η οποία συγκεντρώνει όψεις αυτών των συμβολισμών, δαιμονοποιώντας τους, ώστε να νομιμοποιήσει κοινωνικά την υπεράσπιση των δικών της ξεχωριστών συμφερόντων. Προκύπτει δηλαδή, μόνο όταν η εξουσία καταφέρνει να αναιρέσει το ουσιαστικότερο στοιχείο αυτών των φαντασιακών σημαινομένων: την αυτονομία τους.

Στη ζωή των ανθρώπων, στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, δεν υπάρχουν «μεγάλες αφηγήσεις», καθώς η πραγματικά μεγάλη –και συνάμα σύντομη- αφήγηση είναι η ίδια η ζωή. Οι κοινωνικές σχέσεις, οι ενώσεις, η τεκνοποιία ή τεκνοθεσία, η κοινότητα της οικογένειας και ο ρυθμός της κοινωνικής ζωής, ο καθημερινός βίος, η εργασία, η διασκέδαση, οι χαρές και οι λύπες αποτελούν το ψηφιδωτό, στη σύνθεση του οποίου, το όραμα για μια καλύτερη ζωή δεν είναι παρά μερικές ακόμη ψηφίδες. Η εσχατολογία για έναν καλύτερο κόσμο, ως ψευδή ελπίδα, αν υποθέσουμε πως υπάρχει, δεν καταλαμβάνει σίγουρα τη θέση του «πραγματικά μεγάλου», του συμβάντος ή της ολιστικής υπόθεσης που επικαθορίζει με όρους υποταγής ολόκληρο τον καμβά της κοινωνικής ζωής. 

Η μεγάλη αφήγηση λοιπόν, δεν προϋπάρχει μέσα στην κοινωνική ζωή και στις πολιτικές δράσεις ανυπακοής των καταπιεσμένων, αλλά κατασκευάζεται ως έννοια με αρνητικό πρόσημο για να τις περιγράψει. Η υιοθέτηση δε αυτής της προσέγγισης αποτελεί το πρώτο βήμα, ώστε να επιτραπεί η απρόσκοπτη αναπαραγωγή της κυριαρχίας σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Η διαδικασία αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, περνάει αναπόδραστα μέσα από την «αθώωση» των εξουσιαστικών εγκλημάτων, με πρόσχημα την αποτροπή ενδεχόμενα φριχτότερων που προϋποθέτουν οι συμβολισμοί αντίστασης, αφού αυτοί ταξινομούνται από την κυριαρχία ως πρελούδια ολοκληρωτικών καθεστώτων, δηλαδή ως προζύμια μαζικών εγκλημάτων. Με λίγα λόγια, έμμεσα αποποιούμαστε την επαναστατική δράση ενάντια στον παρόντα κρατικο-καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό, στο όνομα της αποφυγής κάποιου άλλου δυνητικά εφαρμόσιμου από τους ιδεολόγους πληβείους. Η μεταστροφή ολοκληρώνεται, αφού η ενοχή της εξουσίας μεταφέρεται στους εξουσιαζόμενους. Είναι το φιλοσοφικό προκάλυμμα του «μαζί τα φάγαμε», και μάλιστα με την επωδό ότι «φταίτε εσείς, οι φτωχοί, γι’ αυτό». 

Θα μπορούσε κάποιος να φέρει ένα αντεπιχείρημα στην παραπάνω θέση. Το ότι οι μεγάλες αφηγήσεις δεν εκκινούν, δεν αναπαράγονται και δεν μαγεύουν τα μυαλά των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης έχει να κάνει με το ότι αυτοί δεν είναι επαναστάτες. Αντιθέτως, όμως, όσο αφορά τους επαναστάτες, αυτοί σίγουρα διαθέτουν μια μεγάλη αφήγηση, έναν απώτερο στόχο, μια τελική λύση… Κι όμως! Αξίζει να δούμε κι αυτή την προσέγγιση αναλυτικότερα. Αφενός, αυτή η συλλογιστική μας εισάγει απευθείας στο ζήτημα της επαναστατικής θεωρίας, άρα της ιδεολογίας˙ αυτής της έννοιας που αποτελεί το ιερό των μεγάλων αφηγήσεων, δηλαδή όλων των επάρατων –ισμών. 

Αρχικά, για να έχει νόημα αυτό το μικρό δοκίμιο, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποιες έννοιες, ξεκινώντας από την επανάσταση. Από την αναφώνηση του Λα Ροσφουκώ-Λιανκούρ “c’ est une revolution”, (Άρεντ:2005, 43) τη νύχτα της πτώσης της Βαστίλης, γνωρίζουμε ότι για να μιλάμε για επανάσταση θα πρέπει να αναγνωρίζουμε το κριτήριο του αμετάκλητου, το ίδιο που αναγνώρισε και ο αγγελιοφόρος του Λουδοβίκου. Δεδομένου όμως ότι οι αστοί αποκαθήλωσαν τότε τον θεό για μια κοσμική νομιμοποίηση, και ο Λένιν ανέτρεψε τον τσάρο για να αποδείξει ότι η δικτατορία μπορεί να κληρονομηθεί δίχως οικογενειακή ακολουθία, το μόνο αμετάκλητο που δεν έχει επιτελεστεί είναι η απονέκρωση της εξουσίας, έναντι της αντικατάστασής της, δηλαδή η ίδια η κοινωνική επανάσταση. Ποιος όμως επιθυμεί και εργάζεται για την υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης;

Ιδεολογικά συστατικά

«Τα μέσα δεν μπορούν να αντιφάσκουν με τους σκοπούς», δήλωνε το 1924 ο Ερρίκο Μαλατέστα, έτσι αποκαλύπτεται ότι, κανένα θεωρητικό σχήμα που δεν ταυτίζει τα μέσα με τους σκοπούς του, δεν έχει νόημα να επικαλείται κάποιες ιδεολογικές αρχές, να θεωρεί ότι συγκροτεί μια ιδεολογία, αφού καμιά αρχή δεν τηρείται εφόσον αποτελεί εμπόδιο για τη χρήση των πλέον αντίθετων μέσων ως προς τον θετικά προσδιοριζόμενο σκοπό. Έτσι αντί για σύνολα αξιών, έχουμε απλά αθροίσματα τακτικών για την αποτελεσματικότερη επίτευξη του στόχου: την κατάληψη της εξουσίας. Και αυτή ακριβώς η διαδικασία αποτελεί το κοινό νήμα όλων των παρατάξεων, από τους λενινιστές και τους σοσιαλδημοκράτες, τους φιλελεύθερους και τους ρεπουμπλικάνους, μέχρι τους ακροδεξιούς και τους ναζιστές, αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία συγκροτείται ότι έχουμε μάθει να αποκαλούμε πολιτική[1]

Άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν χρειάζονται οργανωμένες ιδεολογικές αρχές για να παραχθεί και να αναπαραχθεί το πλαίσιο ανισότητας και εκμετάλλευσης που συνιστούν όλα τα συστήματα διοίκησης που δεν προκύπτουν από την κοινωνική αυτοδιεύθυνση. Μάλλον το αντίθετο. Αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε όλες τις εξουσιαστικές φατρίες να υπόσχονται ένα καλύτερο μέλλον στις μάζες. Είναι λογικό άλλωστε, είναι το κεφάλαιο που επενδύουν, ώστε να το εξαργυρώσουν με την διεύρυνση της εθελοδουλίας και της καταπίεσης των υπηκόων που παραχωρούν τη θέλησή τους στον εκάστοτε σωτήρα. Είναι επίσης λογική απάτη, αφού εδράζεται –όπως άλλωστε και η θρησκεία για αιώνες- στους φυσικούς φόβους του ανθρώπου, απέναντι στο μόνο διαταξικά και οικουμενικά αμετάκλητο συμβάν του θανάτου. 

Δεδομένου ότι όλοι ασφαλώς κάποια μέρα θα πεθάνουμε, ελπίζουμε ότι από τη μέρα που ατενίζουμε τις επόμενες, το μέλλον θα πρέπει να είναι καλύτερο. Είναι μια αντιστροφή παντελώς ιδεαλιστική, απολύτως απαραίτητη όμως, εάν θέλουμε να αποφύγουμε την ψυχολογική αντίφαση που δημιουργείται από το γεγονός ότι κάθε μέρα που περνάει μας φέρνει πιο κοντά στην ανυπαρξία. Ωστόσο είναι εξίσου αληθές ότι πεθαίνουμε μόνο μια μέρα και όλες τις υπόλοιπες ζούμε, οπότε το δεύτερο σημείο που μπορούμε να ονομάσουμε πολιτικό με ευρύτερα χαρακτηριστικά έχει να κάνει με το πώς θα διαχειριστούμε αυτές τις μέρες. 

Όλοι οι πολιτικοί, λοιπόν, εκκοσμικεύουν τον ανθρώπινο φόβο, δηλώνοντας έτοιμοι να φέρουν την ευτυχία. Ακόμη και οι εξουσιαστικές αυτές τάσεις που δεν έχουν πρόβλημα να επικαλεστούν ανοιχτά τη γενοκτονία ως προϋπόθεση της ευτυχίας δεν παραλείπουν να αναφερθούν σε ένα καλύτερο μέλλον, ο ίδιος ο ναζισμός μέσα από τα παρανοϊκά σχήματα των Τσάμπερλεν και Ρόζενμπεργκ, ομνύει έναν νέο πολιτισμό και έναν καινούργιο άνθρωπο. Αυτά τα φληναφήματα ωστόσο δεν θα είχαν ασφαλώς κανένα ιδιαίτερο νόημα, αν δεν κατόρθωναν σε κάποιο ιστορικό σημείο να ορίζουν τις μικρές αφηγήσεις των ανθρώπων της κοινωνικής βάσης. Γι’ αυτό όλα τα συστήματα εξουσίας, είτε ο εθνικοσοσιαλισμός και ο φασισμός, είτε ο σταλινισμός, είτε ακόμα ο καπιταλιστικός ολοκληρωτισμός, φρόντισαν να δημιουργήσουν, -όχι χωρίς σοβαρές διαφορές στο περιεχόμενο και, κυρίως, τον τρόπο επιβολής τους- κοινωνικές διαδικασίες πανοπτικού ελέγχου της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το ναζιστικό ρητό, «από τα σπάργανα στα σάβανα» εμπεριέχει όλες τις ενδιάμεσες κοινωνικές θεσμίσεις που εγγυώνται την απρόσκοπτη λειτουργία της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας: το σχολείο, η νεολαία, το πανεπιστήμιο, η οργάνωση εργασίας, το κόμμα και κυριότερο όλων το εθνικό κράτος, και γι’ αυτό ακριβώς, είναι υιοθετήσιμο από όλες τις εκδοχές άσκησης εξουσίας επί της κοινωνίας. Σε αδρές γραμμές, όλοι οι βασικοί τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας ελέγχονται πλήρως από το κράτος και τους ισχυρούς, οι οποίοι ασκούν πλέον τη δικτατορία τους, στη βάση της εδραίωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας: «τίποτε δεν υπάρχει που να μπορεί να υποσχεθεί κάτι καλύτερο» ή ακόμα πιο ολιστικά «τίποτα δεν θα μπορέσει να υπάρξει ποτέ που να υποσχεθεί κάτι καλύτερο.»

Ο «θρίαμβος» της αστικής «δημοκρατίας», απέναντι σε άλλες εξουσιαστικές προτάσεις επιβολής έγκειται απλά στην τέχνη της εκλέπτυνσης των μέσων της σφαγής, με σημαντικότερες την εξαίρεση από την οικονομική αυτάρκεια και την απογύμνωση των υποκειμένων από τις νομικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ύπαρξής τους. Η εξαίρεση, άλλωστε είναι κοινή προϋπόθεση για την ύπαρξη οποιουδήποτε συστήματος ετερονομίας, καθώς αποτελεί την απτή πράξη της εξουσίας, την αμετάκλητη επικύρωση της επιβολής της. Ασκείται, με διαφορετική ένταση, σύμφωνα με τη φύση, την ιστορία και την κατεύθυνση του εκάστοτε καθεστώτος στα πεδία της οικονομίας, της πολιτικής και της κοινωνικής διαμεσολάβησης. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η μόνη μεγάλη αφήγηση που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι η ζωή για τους αποκλεισμένους και η εξουσία για τους κρατούντες. Η επίθεση δε που έχουν εξαπολύσει οι θεωρητικοί του σύγχρονου ολοκληρωτισμού απέναντι στο σύστημα αξιών των επαναστατικών πληβειακών στρωμάτων, αναφέροντάς τες ως μεγάλες αφηγήσεις δεν προκύπτει από πουθενά αλλού πέρα από την πρόθεση να αναδειχθεί η τωρινή πραγματικότητα, ως η μοναδική –και καλύτερη- που μπορεί να υπάρξει. Η τωρινή εξουσία είναι η μόνη αφήγηση. Πάντοτε ήταν. 

Άλλωστε, αν ο εθνικοσοσιαλισμός έθρεψε την αντεπανάσταση με τις μαζικές εκκαθαρίσεις και ο σταλινισμός με την πειθάρχηση και την εκτόπιση, ο ύστερος καπιταλισμός επέδειξε στοιχειώδη ευφυΐα, κατανοώντας ότι μετά από όλο αυτό το λουτρό αίματος του 20ου αιώνα -μέσα στο οποίο πνίγηκαν οι χειραφετικές προτάσεις των καταπιεσμένων- στο οποίο φυσικά ο ίδιος πρωταγωνίστησε, βασική δεξαμενή της αντεπανάστασης απέμεινε η συνήθεια του υπάρχοντος, η επιμήκυνση του παροντισμού σε παρελθόν και μέλλον.

Αφού λοιπόν το καπιταλιστικό παράδειγμα χάραξε μια σοβαρή ανακατεύθυνση της πορείας του (επινοώντας τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση) τη δεκαετία του ’70 στη βάση της εξάντλησης αφενός της μεταπολεμικής δυναμικής των κοινωνικών αγώνων, αλλά και αφετέρου της αντίστοιχης του σοβιετικού συστήματος, όταν η Σοβιετική Ένωση έμπαινε στην μπρεζνιεφική περίοδο της αδράνειας, ήρθε το 1989 για να «δικαιώσει» ιστορικά το καπιταλιστικό αφήγημα εις βάρος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η διαδικασία αναίρεσης των ρητορικών υποσχέσεων του καπιταλισμού για έναν καλύτερο κόσμο, με βασικότερη προμετωπίδα μια ψευδεπίγραφη «ελευθερία» έναντι μιας κίβδηλης «ισότητας» που είχε ήδη ξεκινήσει από το ’70 έβρισκε στα ερείπια του τείχους του Βερολίνου τη φυσική της εδραίωση˙ η νέα αφήγηση δεν είχε ανάγκη υποσχέσεις, που έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θέλει να τηρήσει, αλλά την επένδυση στο πρόσκαιρο συμπέρασμα των ιστορικών συγκυριών, ότι για τις σύγχρονες κοινωνίες δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική πέρα από τον νικηφόρο καπιταλισμό και την εκδοχή του για τη δημοκρατία. 

Αν και το σοκ που προκάλεσε η κατάρρευση του ’90-’91 στον κόσμο της αριστεράς σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αναμφίβολο, ωστόσο η αίσθηση ότι ήταν ήδη πολύ αργά για δάκρυα κατέστησε αναντοίστιχα σύντομα τη Ρώσικη εκδοχή του κρατικού σοσιαλισμού μια πικρή ανάμνηση ήττας. Η αναρχική σκέψη απαρνούμενη όλες τις νομοτελειακές αφηγήσεις δεν συγκρότησε τη δυναμική της και τη φιλοσοφία της γύρω από την ανατροφοδότηση της νίκης. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αναγνωρίσει ως δική της οποιαδήποτε ήττα. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είναι μια ιδεοτυπική περίπτωση: οι αναρχικοί έχοντας κάνει συνολική φιλοσοφική, ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική κριτική στο κρατικό-σοσιαλιστικό οικοδόμημα σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να ταυτιστούν με την αποτυχία του. Κι όμως, όσοι κοίταξαν στα ερείπια της Κόκκινης Αυτοκρατορίας με απογοήτευση αναγνώρισαν εγκλωβισμένη την ίδια την αφήγηση της επανάστασης, ακόμη κι αν όλοι συμφωνούσαν ότι προϋπόθεση απελευθέρωσής της ήταν αυτή ακριβώς η διάλυση του δεσποτικού κρατισμού των Ανατολικών χωρών. Όλες οι προηγούμενες κουβέντες για «αλλαγή του εαυτού» ως επαναστατικής προϋπόθεσης, όλες οι εκδοχές της Νέας Αριστεράς έπρεπε να αναμετρηθούν με τη διαλεκτική αυτής της ήττας που ενδιέφερε τους πάντες, άσχετα με το ποια ήταν η στάση τους απέναντι στο Σοβιετικό οικοδόμημα.

Τριάντα χρόνια, σχεδόν αργότερα, όλες αυτές οι εκδοχές συστημένες είτε ως ανανεωτικές αριστερές και «ριζοσπαστικές» συνιστώσες που περιμένουν να αρπάξουν την ευκαιρία να βάλουν πλάτη στην καπιταλιστική αφήγηση, είτε ως απόηχοι κομμουνιστικών κομμάτων και αποκομμάτων που δεν οργανώνουν την αντικαπιταλιστική πάλη αλλά τη μνήμη των μελών τους, είτε ως αποσπασματικοί ταραξίες των μητροπόλεων που βιώνουν την εξέγερση ως τον πιο θορυβώδη τρόπο να κατανεύσουν στην άρνηση κάποιου επαναστατικού ορίζοντα[2], είτε ως κάποιας μορφής αυτόνομοι που επιζητούν νησίδες και εξόδους από τον καπιταλισμό σε σχέδια που αφορούν κάτι μικρό, μερικό, τοπικό, γνωστό και πεπερασμένο, βρίσκουν ως κοινό τόπο, ένα και μόνο σημείο, που ο οξυδερκής παρατηρητής θα μπορούσε να το διακρίνει: κανείς δεν αναφέρεται στην επανάσταση. Είναι αυτή η παρατήρηση που μας κάνει να μεταπλάθουμε κάποιον απόηχο του Ρεμπώ ενώ επιζητούμε να πιάσουμε γερά τον Foucault απ’ τα πόδια και να τον αναποδογυρίσουμε… «φοβάμαι ότι όσο κι αν αλλάζω, ο κόσμος παραμένει ίδιος», με άλλα λόγια υπερασπιζόμαστε τον αναρχισμό, ως το ύστατο καταφύγιο που κατάφερε να διαφυλάξει την πιθανότητα η επανάσταση να επινοηθεί ως ανάμνηση του μέλλοντος. 

Καταρρίπτοντας τη μουσειολογία

Ας επανέλθουμε όμως στο βασικό μας διακύβευμα, αφού αποδώσαμε κάποιες παρατηρήσεις πάνω σε περίπλοκες και πολυχρησιμοποιημένες έννοιες. Είναι ο αναρχισμός ένας ακόμη –ισμός, τον οποίο πρέπει να παρατήσουμε στο ράφι με τα παλιά αντικείμενα που συγκεντρώνουν μόνο το μουσειολογικό ενδιαφέρον κάποιων ιδιότροπων ιστορικών ή πολιτικών επιστημόνων ή ακόμη χειρότερα την εμμονική πίστη κάποιων μικρών ομάδων και οργανώσεων που εμπνέονται από «παραδοσιακές» αρχές; Για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην υπεράσπιση του αναρχισμού θα πρέπει σίγουρα να τον διαχωρίσουμε από όλες τις υπόλοιπες τάσεις που καμώνονται τις επαναστατικές θεωρίες και βαυκαλίζονται τις πρωτοπόρες ιδεολογίες. Ήδη δώσαμε ένα σημείο σε σχέση με τα μέσα και τους σκοπούς που καθορίζουν τον στόχο, όλων των ετερόνομων πολιτικών θεωρήσεων και πως επικαθορίζεται η έλλειψη αρχών. Αντιθέτως ο αναρχισμός διαφοροποιείται ουσιαστικά, αφού αφενός όπως γράφει ο Νίκο Μπέρτι:

«…Ο αναρχισμός, σαν μια επαναστατική κριτική του υπάρχοντος συστήματος, είναι το ριζοσπαστικό αποτέλεσμα της κοινωνικής πορείας για εξέλιξη. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια επαναστατική απάντηση στην αποσύνθεση των εννοιών που δημιουργεί αυτή η εξέλιξη…»

Πολύ πιο σύντομα μπορούμε να περιγράψουμε αυτή τη θεμελιώδη διαφορά στην άρνηση του αναρχισμού να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία για τον εαυτό του. Η απόσταση ανάμεσα στον στόχο της κατάληψης της εξουσίας και την απελευθέρωση της κοινωνίας από τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης είναι που επιτρέπει στον αναρχισμό να συγκροτεί με συνέπεια τις ιδεολογικές του αρχές, ταυτίζοντας τα μέσα με αυτόν τον σκοπό. Αφού λοιπόν, υπερασπιζόμαστε ότι ο αναρχισμός είναι μια συγκροτημένη ιδεολογία, μιας και πιστεύουμε ότι καμιά σύμφυση συμφερόντων δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τις αντίστοιχες ιδέες που τα συνδέουν, αυτό αναγκαστικά θα πρέπει να σημαίνει ότι ενέχει μια μεγάλη αφήγηση, μια εσχατολογική υπόσχεση…Ας δούμε τι λέει ο Ντιέγο Αμπάδ ντε Σαντιγιάν (Santillan: 2016, 28) πάνω σε αυτό το ζήτημα, σε ένα κείμενό του που έχει συνταχθεί το 1925:

«…εμείς (οι αναρχικοί) είμαστε οι μόνοι που παρουσιαζόμαστε στον κόσμο στερούμενοι ελκυστικών υποσχέσεων. Όλα τα κόμματα, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης και κατηγορίας, υπόσχονται στο λαό ότι θα ικανοποιήσουν μια σειρά απαιτήσεων του˙ […] μόνο οι αναρχικοί δεν υπόσχονται τίποτα ούτε μέσω των μεταρρυθμίσεων ούτε μέσω της επανάστασης˙ τίποτα δεν έχουν και τίποτα δεν μπορούν να δώσουν˙…»

Παρακολουθούμε, λοιπόν, στη βάση αυτών των συλλογισμών, κάποιες ανατροπές. Για παράδειγμα, οι θεωρίες δεν συγκροτούν απαραίτητα ιδεολογίες, αφού στερούνται αρχών, κι ότι δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία για να υποσχεθεί ένα καλύτερο μέλλον. Τέλος, ότι ο αναρχισμός, ενώ αποτελεί μια συγκεκριμένη ιδεολογία ταυτόχρονα δεν υπόσχεται τίποτε, ούτε εκτρέφει μια εσχατολογική αφήγηση που εκθειάζει τα αποτελέσματα της κοινωνικής επανάστασης. Ακόμη κι αυτή η σημαντική διαδικασία της επανάστασης, όχι μόνον δεν νοείται ως μια εισβολή στα χειμερινά ανάκτορα, αλλά ακόμη-ακόμη δεν της αποδίδεται και καμιά «μαγική επιτέλεση». Αντιθέτως, παρουσιάζεται ως μια απαραίτητη μα όχι οπωσδήποτε και ικανή συνθήκη για την ανατροπή του καθεστώτος εκμετάλλευσης, καταπίεσης και κυριαρχίας. Τίθεται και πάλι ένα –λίγο πολύ ξεπερασμένο- ερώτημα: είναι η επανάσταση η Θεία Έλευσις, αυτή η μυσταγωγική πράξη που καταφάσκει, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδίπλωση της εσχατολογικής προφητείας; 

«…Δεν έχω ανάγκη να με περιμένει καμία επανάσταση. Την επανάσταση την κουβαλάς μέσα σου και την πηγαίνεις από το ένα μέρος στο άλλο.»

Τα παραπάνω λόγια αποδίδονται σε έναν θρύλο του μεσοπολεμικού αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος, τον Ισπανό Σαν Βισέντε, που «ίσως να υπήρξε, ίσως και όχι», όπως μας λέει ο Paco Ignacio Taibo II, στον Περαστικό του. Αλλά ξεσκονίζοντας και κείμενα πιο γνωστών αναρχικών της περιόδου, επιστρέφουμε άλλη μια φορά στον Santillan: (2016:28) 

«Η κοινή αντίληψη ότι η επανάσταση είναι μια απλή υπόθεση ταραχών στους δρόμους… έχει ξεπεραστεί. […] Πρώτα απ’ όλα οφείλει να είναι επανάσταση συνειδήσεων και οικοδόμησης ενός νέου συστήματος ατομικής και κοινωνικής ζωής… Η δική μας επανάσταση δεν είναι πανάκεια για όλα τα δεινά.» 

Αφού λοιπόν η επανάσταση στην αναρχική σκέψη δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα που τις απέδωσαν οι μετέπειτα «μεταμαρξιστές» και «νεοαναρχικοί» στοχαστές, που ήρθαν αποκαμωμένοι μετά σαράντα ή πενήντα χρόνια να αρνηθούν τις ταυτότητες, «ιδεολογικές» ή κομματικές, ποιά ήταν η αντίληψη για την επανάσταση και ποιά η διαφορά με τη σημερινή πρόσληψη; Θεωρούμε ότι η επανάσταση προσεγγιζόταν ως μια απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να μην θεωρούνται αφελής οι άνθρωποι που θέλανε να καταπολεμήσουν ριζικά τα αίτια εμφάνισης της κοινωνικής αδικίας. Το φόρτωμα διάφορων «ανήθικων» προσήμων στην επανάσταση έχει μια τριπλή καταγωγή, ιστορική, πολιτική ιδεολογική. Η ιστορική καταγωγή προέρχεται από την μπολσεβίκικη κληρονομιά. Το πρότυπο μιας επανάστασης που εκφράστηκε ως ταραχή με την κατάληψη της εξουσίας από μια παράταξη που απαγορεύει όλες τις υπόλοιπες, ακόμη και τις επαναστατικές, έδωσε τον πρώτο σπόρο για να μπορέσει να κηλιδωθεί από τους καλοθελητές η έννοια. Η πολιτική καταγωγή προέρχεται, ακριβώς από αυτή την εκμετάλλευση. Ο κυρίαρχος κρατικο-καπιταλιστικός ολοκληρωτισμός σήμερα, έχει όλους τους λόγους του κόσμου να διασπείρει την αντίληψη, ότι η επανάσταση που θα τον ανατρέψει φέρει μέσα της ολόκληρο το πνεύμα του δεσποτισμού, που κληρονόμησε από τους Γιακωβίνους και μπολσεβίκους προγόνους της. Τέλος, και με βάση τα άλλα δύο επίπεδα σύλληψης της επανάστασης ως πρώτης πράξης ενός επελαύνοντος ολοκληρωτισμού, διαμορφώνεται και η ιδεολογική απαξία της, αρχικά ως ενός λουτρού αίματος που υποσκάπτει τις αρχές του επαναστάτη, ως υπερασπιστή της ζωής και αφετέρου ως ένα σχέδιο που η ριζική του επιτέλεση διεκδικεί μια ανατροπή σε όλους τους χώρους και τους τρόπους, άρα (τάχα) υποθάλπει –έστω κι άθελα του- την ολιστικότητα˙ την πρώτη προϋπόθεση δηλαδή του ολοκληρωτισμού. 

Ας δούμε όμως κάποιες θέσεις του αναρχισμού πάνω σε αυτές τις καταστάσεις και τα παραγόμενα από αυτά κριτικά συμπεράσματα. Μήτρα όλων των επαναστατικών αποπειρών αποτελεί η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, εκεί όπου τέθηκαν όλα τα μεγάλα ζητήματα, της βίας, της τρομοκρατίας, του πολιτικού αυταρχισμού κ.λπ. Φυσικά στα τέλη του 18ου αιώνα δεν υπήρχε ακόμη το οργανωμένο αναρχικό κίνημα, ώστε να τοποθετηθεί πάνω σε επίκαιρες αποφάσεις, όμως αυτό συνέβη σε πρώτο χρόνο με αφορμή την Ρώσικη Επανάσταση του Οκτώβρη του ’17. Ενώ, λοιπόν, αρχικά οι αναρχικοί υποστηρίζουν το επαναστατικό ξέσπασμα του λαού και συμμετέχουν ενεργά στα γεγονότα του Οκτώβρη, γρήγορα η κυριαρχία του μπολσεβικισμού, δημιουργεί σοβαρή απόσταση και εν τέλει τη ρήξη, όχι απλά με το καθεστώς που εγκαθιδρύει το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά –κυρίως- με τον τρόπο που οι αυταρχικοί σοσιαλιστές εννοούν και πράττουν την επανάσταση. Οι μαρτυρίες της Έμμα Γκόλντμαν, (Η απογοήτευσή μου στη Ρωσία) του συντρόφου της Αλεξάντερ Μπέργκμαν (Ο μπολσεβίκικος μύθος) του Βολίν (Η άγνωστη επανάσταση) αλλά και η ίδια η δράση των αναρχικών τόσο στην Ουκρανία με την πυροδότηση της Μαχνοβτσίνα, όσο και στην Κροστάνδη, αναδεικνύουν τις τεράστιες φιλοσοφικές και πραγματικές διαφορές που διαχωρίζουν τον αναρχισμό με την μπολσεβίκικη προσέγγιση στο ζήτημα της επανάστασης. Είναι το βασικό διακύβευμα που ξεχωρίζει την κοινωνική επανάσταση που υποστηρίζουν οι αναρχικοί σε βάρος της πολιτικής ανατροπής. Ο ορισμός της Ρώσικης Επανάστασης, ως πραξικοπήματος[3] που θα δώσουν κάποιοι αναρχικοί στοχαστές ήδη τη δεκαετία του ’20, θέλει ακριβώς να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της (ακόμη και ριζοσπαστικής) πολιτικής ανατροπής που συντελείται εν τη απουσία συνειδητότητας της κοινωνικής πλειοψηφίας, εν μέσω αυταρχισμού, διωγμών και απαγορεύσεων που γρήγορα μετατρέπονται σε διαταγές εκτέλεσης αμάχων στην Κρονστάνδη, δηλαδή στη θεμελίωση των προϋποθέσεων για την ανάδυση της σταλινικής σύνθεσης. Αρνούμενοι λοιπόν οι αναρχικοί να εκχωρίσουν τις ιδεολογικές τους αρχές, μπροστά στην ιδέα της αποτελεσματικότητας και της νίκης που έφερνε η Ρώσικη Επανάσταση αρνούνται ταυτόχρονα να παραδώσουν τα εργαλεία που έχουν στα χέρια τους, ώστε να μετατραπούν σε μέσα απαξίωσης της επανάστασης από τους αστούς. Έτσι λοιπόν συνεχίζουμε να υπερασπιζόμαστε την κοινωνική επανάσταση, απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας και σήμερα ενάντια στο αναδυόμενο και διαρκώς αναπτυσσόμενο πλέγμα του κρατικού και καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού. Είναι αυτή όμως μια κοινή απόφαση όλων των αγωνιστών που αναφέρονται στον σύγχρονο αναρχισμό;
Είναι αλήθεια ότι η φιλοσοφική αποδόμηση της επανάστασης βρήκε οπαδούς ανάμεσα ακόμη και σε παλιούς αναρχικούς συντρόφους, οι οποίοι επηρεασμένοι από τις θεωρίες φιλοσόφων όπως ο Καστοριάδης ή οι μεταδομιστές, παίρνουν αποστάσεις ή ακόμη αρνούνται την χρησιμότητα της επανάστασης, ενώ μάλιστα η κριτική τους φτάνει στο σημείο να δαιμονοποιείται και η ίδια η επίκλησή της:

«Το παλιό επαναστατικό φαντασιακό, μεταφέροντας την ψευδαίσθηση μιας δυνατής κυριάρχησης του συνόλου της κοινωνίας, κουβαλούσε μέσα του αναπόφευκτες ολοκληρωτικές αποκλίσεις, οι οποίες στην περίπτωση των πολιτικών που εμπνέονταν από τον μαρξισμό μεταφράζονταν σε πράξεις, ενώ στην περίπτωση του αναρχισμού σκιαγράφονταν με τρόπο αχνό αλλά ορατό. Εξάλλου, κάτω από το λάβαρο ενός οικουμενισμού ο οποίος, όπως όλοι οι οικουμενισμοί, δεν ήταν παρά μια καλυμμένη ιδιαιτερότητα, το φαντασιακό αυτό απέκρυπτε μια θέληση ισοπέδωσης των διαφορών εντός ενός σχεδίου το οποίο, ισχυριζόμενο ότι μπορεί να εφαρμοστεί για όλους, αρνούνταν στην πράξη τον θεμιτό πλουραλισμό των επιλογών και των πολιτικών αξιών. Τέλος, σε αυτό το φαντασιακό ήταν τόσο βαθιά ενσωματωμένες οι μεσσιανικές αναθυμιάσεις μιας εσχατολογίας, η οποία προωθούσε την υποταγή της ζωής στην υπόσχεση του ζην και δικαιολογούσε στο όνομα μιας αφαίρεσης κάθε οδύνη και στέρηση, ώστε παρεμποδιζόταν η άσκηση κάθε κριτικής σκέψης. (Ibanez: 2016, 37) 

Είναι εμφανής σε αυτό το χωρίο του Τομάς Ιμπάνιεθ, -ενός ανθρώπου που και σε προσωπικό επίπεδο αποτελεί παιδί της ήττας της Ισπανικής Επανάστασης αλλά και του Γαλλικού Μάη- η απόπειρα μετακύλισης των παθογενειών του μαρξισμού και πιο συγκεκριμένα της αυταρχικής εκδοχής του μπολσεβικισμού στον αναρχισμό, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο σύνδεσμο ο ολοκληρωτισμός «αχνοφαίνεται» στο αναρχικό φαντασιακό και οι μαρξικές νομοτέλειες με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο εκβάλλουν στην αναρχική κοσμοαντίληψη. Τι κι αν όλα τα «παραδοσιακά» φιλοσοφικά κείμενα του αναρχισμού στηλιτεύουν αδιάκοπα την ολοκληρωτική εκδοχή του μαρξισμού, τι κι αν ακόμη, μηδέ ο χειρότερος εχθρός του αναρχισμού δεν μπορεί να κομίσει ένα ιστορικό παράδειγμα πρώτης γραμμής για να κατηγορήσει τον αναρχισμό για εγκληματικές πολιτικές και ενέργειες, για τον Ιμπάνιεθ αρκεί απλά ο «οικουμενισμός» του αναρχισμού για να καταδικαστεί ως ένοχος ολοκληρωτικών προσδοκιών. Είναι λοιπόν ο αναρχικός οικουμενισμός ένα βαρύ και άχρηστο φορτίο το οποίο μάλλον θα πράτταμε σωστά, εάν το ξεφορτωνόμασταν; Απαντάμε με σαφήνεια: όχι. Αρνούμαστε να εγκαταλείψουμε το οικουμενικό πρόταγμα του αναρχισμού, γνωρίζοντας ότι οποιαδήποτε άρνησή του θα σήμαινε ταυτόχρονα την απόρριψη του ίδιου του αναρχισμού στο σύνολό του. Η αβάσιμη κατηγορία του Ιμπάνιεθ, όχι μόνο δεν μας φαίνεται πειστική αλλά μας αναδεικνύει ένα μεγάλο κενό στην πρόσληψη του αναρχικού μηνύματος, είναι το κενό της ήττας που χάσκει κάτω από τα πόδια των εμπνευστών της. Η οικουμενικότητα του αναρχισμού δεν έχει σε τίποτε να κάνει με την ενθάρρυνση της επιβολής μιας «με το ζόρι» συνολικής απελευθέρωσης των καταπιεσμένων. Άλλωστε ποτέ ο αναρχισμός δεν όρισε εαυτόν, ως διαχωρισμένη από τον λαό πίστη που μπορεί να οδηγήσει τις μάζες στη λύτρωση, αντιθέτως η λειτουργία του ως πυξίδας απελευθερωτικής κατεύθυνσης καθίστανται εφικτή μόνο διαμέσου των αγώνων της κοινωνικής βάσης ενάντια στην εξουσία. Άρα σε τι αναφέρεται ο αναρχικός οικουμενισμός και γιατί αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι οποιασδήποτε αναφοράς στο σώμα των αξιών του; Αφενός με την οικουμενική του σύλληψη ο αναρχισμός δεν δηλώνει ότι η απελευθέρωση θα γίνει μια διαδικασία που «έτσι κι αλλιώς» θα εντάξει τους πάντες στην αφήγησή της και την πράξη της, δηλώνει όμως ότι όλοι οι άνθρωποι δυνητικά (και όχι οντολογικά όπως έχει χαλκευμένα κατηγορηθεί) φέρουν την ικανότητα απελευθέρωσής τους και μάλιστα είναι υπεύθυνοι πρώτιστα οι ίδιοι γι’ αυτήν. 
Με αυτήν την έννοια, η οποία απηχεί τη φιλοσοφική θέαση του αναρχισμού πάνω στην ανθρώπινη φύση, όχι μόνο δεν προωθείται η ολοκληρωτική σύλληψη, αλλά αποδομείται εμφατικά, αφού αναιρεί τη βασική προϋπόθεση διαμόρφωσης της γραφειοκρατικής ιντελιγκέντσιας, στο βαθμό που η τελευταία θεωρεί ότι κάποιοι είναι ικανοί να χαράξουν τον δρόμο της απελευθέρωσης και οι υπόλοιποι θα πρέπει να ακολουθούν αυτούς τους δίκαιους καθοδηγητές. Ο αναρχισμός αναγνωρίζει την ικανότητα σε όλους απονεκρώνοντας τη χρησιμότητα των «ειδικών». Αφετέρου ο αναρχισμός, ως παιδί των σοσιαλιστικών ρευμάτων σκέψης του 19ου αιώνα φέρει οπωσδήποτε ταξικό πρόσημο, με την έννοια ότι στρέφει το βλέμμα του στους φτωχούς για να συσπειρώσει τη δυναμική της επαναστατικής εξόρμησης, ωστόσο το πρόταγμά του παραμένει οικουμενικό, μπορεί δηλαδή να αγκαλιάσει όλη την ανθρωπότητα, όσους προτιμούν και θέλουν να ζήσουν σε μια νέα κοινωνική σύνθεση, όπου θα είναι ανεπίτρεπτη η κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο. Με αυτήν την έννοια, η οποία απηχεί στη φιλοσοφική θέση του αναρχισμού πάνω στο ταξικό και «οικονομικό» ζήτημα, επικυρώνεται η αντίληψη που κατανοεί τις ταξικές αντιθέσεις των κοινωνιών μας, ενώ όμως συνάμα αρνείται να περιορίσει το οραματικό της σχέδιο στην ανατροπή αποκλειστικά των οικονομικών αιτιών της δυστυχίας τους. Ταυτόχρονα η θέση που μπορεί να αποδεχτεί οποιονδήποτε άνθρωπο στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, όποια κι αν ήταν η προηγούμενη ταξική του θέση, αρκεί να έχει ειλικρινά και με έργα κάνει υπόθεσή του την υπόθεση των καταπιεσμένων, επιβεβαιώνεται μετά από έναν και πλέον αιώνα οπότε και διατυπώθηκε με σαφή αναφορά στα κείμενα του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, δυο ανθρώπων που αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα άρνησης της τάξης τους και προσχώρησης στον αγώνα. Είναι λοιπόν ο οικουμενισμός του, που προφυλάσσει τον αναρχισμό επίσης από την παγίδα του οικονομισμού και των αναφορών περί απελευθέρωσης «της (εργατικής) τάξης». Οικουμενισμός σημαίνει κατανόηση ότι η μόνη πιθανότητα απελευθέρωσης των εργαζομένων συνίσταται στο στόχο της διάλυσης τους ως τάξης, δηλαδή ως υποτελών. Ας δούμε ένα ακόμη απόσπασμα από τον Santillan: (ό.π.)

«Το κακό δεν βρίσκεται μόνο στην αστική τάξη, στον καπιταλισμό, στο κράτος. Το κακό βρίσκεται κατά κύριο λόγο στην εθελοδουλία. Την τυραννία πρέπει να την πολεμήσουμε και στους σκλάβους, ίσως περισσότερο ακόμα απ’ ό,τι στους τυράννους. Ο σκλάβος και ο τύραννος είναι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα. Αν εξαλείψουμε τον τύραννο αφήνοντας ανέπαφη τη σκλαβιά, δεν θα έχουμε κάνει τίποτα για την ελευθέρια».

Διαλεκτική της ήττας

«Αν δεν θέλουμε να δούμε την αναβίωση εσχατολογικών ψευδαισθήσεων, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι όσοι στρατευόμαστε σε αγώνες υπέρ της χειραφέτησης, δεν θα τους δούμε ποτέ να νικούν ούτε θα ζήσουμε την έλευση του είδους της κοινωνίας που ονειρευόμαστε. […] Επομένως, κοινωνικός ή όχι, οργανωμένος ή όχι, ο αναρχισμός οφείλει να ποντάρει στον μετασχηματισμό του παρόντος (ένας μετασχηματισμός αναγκαστικά τοπικός και μερικός) και να κλείσει τα αυτιά του στις σειρήνες που τον θέλουν να αναλώνεται στη συνολική αλλαγή». (Ibanez: 2016, 44) 

Ο μεταμοντερνισμός αποπνέει την ήττα τόσο των προηγουμένων χειραφετικών προσπαθειών, όσο και του ίδιου του εαυτού του. Η αδυναμία του Γαλλικού Μάη να διαλύσει τις κρατικές δομές τον οδήγησε να εκπνεύσει καταπιανόμενος με τον πόλεμο στις έννοιες και τα εργαλεία. Κι αν ακόμη η μεθοδολογία της αντιπαράθεσης είχε να δώσει κάποια παραδείγματα πάλης, αναδεικνύοντας πεδία αντιεξουσιαστικής πολιτικής, εν τέλει κατέληξε σε έναν δυσνόητο νέο γλωσσολογικό ανταρτοπόλεμο, όχι τόσο ενάντια σε σημαντικές προπαγανδιστικές έννοιες που επιχείρησε να αποδομήσει, αλλά απέναντι σε κατηγορίες όπως των συνολικών ταυτοτήτων και των μεγάλων αφηγήσεων, αρκούμενος στο να ιδρύσει ένα μικρό τμήμα ακαδημαΐκών αναφορών στα διάφορα πανεπιστήμια. 
Ακόμη ο μεταμοντερνισμός αγωνιώντας διαρκώς να υιοθετήσει όλες τις αναφορές καθαγίασης της πολυμορφίας και της πολυγλωσσίας ξέχασε ότι αυτές αποτελούν βασικές προϋποθέσεις της σχετικότητας, η οποία όμως έχει το αρνητικό ότι παύει να υφίσταται όποτε επιθυμεί αυτός που ορίζει το πρόσημό της, εν προκειμένω ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός, ο οποίος μεταχειρίζεται αυτές τις προϋποθέσεις ως να είναι τα καινούργια ρούχα του. Δυστυχώς όσοι προσπάθησαν να υπονομεύσουν το υπάρχον στο όνομα του σχετικισμού απλά κατέληξαν να παραδεχτούν ότι οι ιδέες τους δεν είχαν αξία παρά ακριβώς ως ρούχα καλλωπισμού αυτής ακριβώς της (αστικής) Δημοκρατίας που πρόσκαιρα αντιστρατεύθηκαν.[4]

Αυτές οι φιλοσοφικές αψιμαχίες, λοιπόν, δεν εκφράζονται –όπως ποτέ δεν εκφράζονταν- στο κενό. Αντιθέτως εκφέρονται εντός του πλαισίου αποχαλίνωσης του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, της ανάδειξης δηλαδή, της ταξικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής και κοινωνικής καταπίεσης ως των μόνων νόμιμων δομών συγκρότησης και σύνθεσης του κοινωνικού ιστού παγκοσμίως.  Η αδυναμία του μεταμοντέρνου να επισημάνει το ειδικό και το συγκεκριμένο ως απελευθερωτικό πρόταγμα, -δηλαδή ως πυροδοτική διαδικασία αντίληψης και ανατροπής του αισθητού κόσμου, είτε έστω ως προστατευτικού μέτρου διευθέτησης απέναντι σε μια λανθασμένη κατεύθυνση ανασημασιοδότησης του δυστοπικού-, σηματοδοτεί την κατάρρευσή του, όχι εξαιτίας μόνο κάποιας φιλοσοφικής αστοχίας, αλλά εξαιτίας του γεγονότος ότι η αναντίρρητη αποικιοποίηση του χρόνου, του χώρου και του τρόπου επιτέλεσης του κοινωνικού πράττειν μετατρέπει την υπόθεση του «ειδικού» και του «συγκεκριμένου» σε μια διαδικασία που υπάγεται εξ ολοκλήρου στη σφαίρα κυριαρχίας του υπάρχοντος, δηλαδή του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Έτσι το ειδικό και το συγκεκριμένο, το μικρό, παύει να υπάρχει ως ενέργημα κάποιας κοινωνικής αυτονομίας ή στην καλύτερη περίπτωση, αυτό φαίνεται παντελώς αδύναμο να συνταχθεί ως απειλή ή ως αποτελεσματική άρνηση, όσο αγνοεί, πόσο μάλλον όσο αντιστρατεύεται το μεγάλο, το συνολικό, το αφηρημένο. 

Σε πολιτικό επίπεδο αυτή η διαδικασία αποτυπώνεται με την πεντακάθαρη εξέλιξη της μεταμοντέρνας σκέψης από υποτιθέμενο νέο δρόμο φιλοσοφικής προσέγγισης πάνω στα μέσα και τους σκοπούς της κοινωνικής απελευθέρωσης σε ένα απροσχημάτιστο ιδεολόγημα που προσκολλά τους «ριζοσπαστικούς» ή «αντιεξουσιαστικούς» πολιτικούς φορείς που αναφέρονται σε αυτό στον τελευταίο απολογητή που επιβαίνει στην άμαξα του σύγχρονου (εδώ στην Ελλάδα και κυβερνώντα) ρεφορμισμού, της «νέας» σοσιαλδημοκρατίας. Η εσωτερίκευση της ήττας σε αυτό το σημείο και γι’ αυτούς τους φορείς φαίνεται –και είναι- αξεπέραστη.

Δεν θα πρέπει εδώ να κατανοηθεί το νόημα της παραπάνω παρατήρησης, ως μια χυδαία αντιστροφή των όρων που τίθενται κι εμείς τους αντιπαλεύουμε. Υπό την έννοια της παρατήρησής μας το συγκεκριμένο παραμένει απαραίτητο ως οδόφραγμα απέναντι στην απειλή της ολοκληρωτικής σχιζοφρένειας, κι έτσι πάντα θα είναι πλήρη νοήματος μια απεργία, μια διαμαρτυρία ή ακόμη ένα γλέντι, μια γιορτή, η εκπλήρωση μιας κουτσουρεμένης επιθυμίας, η ευχαρίστηση της φιλίας είναι αυτή όμως ακριβώς η διαλεκτική που μας ωθεί να αναγνωρίσουμε δίχως τον παραμικρό δισταγμό ότι αν θεωρείται ότι υπάρχουν πολλές ιδεολογίες, εμείς υπερασπιζόμαστε τον αναρχισμό κι αυτή η υπόθεση δεν είναι εδραιωμένη στο τίποτα. Διεκδικεί νόημα και έχει νόημα στο μέτρο που μας αποκαλύπτει μια συνεχόμενη τροχιά του αισθητού, κωδικοποιώντας τη συλλογική εμπειρία των τροπικοτήτων απελευθέρωσης των πληβείων μέσα στον ιστορικό χρόνο˙ το προϊόν αυτής της διαδικασίας με μια λέξη που εμπίπτει στους στόχους της αποδόμησης ονομάζεται ταυτότητα. Ναι, λοιπόν είμαστε αναρχικοί πράγμα που σημαίνει ότι εκφέρουμε τις αρνήσεις μας ολόκληρες, ενώ κατασκευάζουμε άλλες τόσες πραγματικές καταφάσεις με τα εργαλεία που μας δίνει η συλλογική πείρα. Αν κρατάμε τα μάτια μας στη γη είναι γιατί επιθυμούμε να κατακτήσουμε τους ορίζοντες. Κι ακριβώς επειδή μας παρακινούν οι μακρινοί απελευθερωμένοι ορίζοντες, έχουμε πιθανότητες να νικήσουμε εδώ στη γη. Γιατί προϋπόθεση του πραγματικού είναι η ουτοπία στην περίπτωση που ενδιαφέρεσαι να αλλάξεις τον κόσμο. Κι αυτή μας η βουλιμία για το ολόκληρο μας έχει επιτρέψει ακόμη κι αν δεν έχουμε κερδίσει ακόμη, να είμαστε τουλάχιστον σίγουροι ότι δεν έχουμε επίσης ηττηθεί. Η διαφύλαξη της πιθανότητας της κοινωνικής επανάστασης μας διαφοροποιεί καθώς είναι η μόνη ορατή σύνδεση με το αισθητό.

Είναι αυτή η συλλογική πείρα που όταν κατηγοριοποιείται σε διαρκή συμπεράσματα μας επιτρέπει να αποφεύγουμε τα ίδια λάθη όταν οι προκείμενες που δίνονται έχουν τους ίδιους βασικούς πυλώνες, όπως στο παρελθόν, παραμένουν δηλαδή η εξαπάτηση, η βία, η εκμετάλλευση και η καταπίεση. Είναι αυτή η ταξινόμηση αρχών που ονομάζουμε ιδεολογία και μας ορίζει τροπικότητες σύμφυτες με τους στόχους μας, έτσι ενώ τούτα τα «ανοιχτά ρεύματα» ανέμεναν με αγωνία τα (έστω και μερικά και τοπικά) μέτρα κοινωνικής ανακούφισης από μια νέα «καλή κυβέρνηση», εμείς δίχως αυταπάτες δείχναμε όπως όλα τα ρολόγια τους ανέμους που θα ‘ρθουν. 

Πολιτογραφώντας τον θάνατο

Κανένα νόημα δεν υπεκφεύγει τελικά˙ η απόπειρα αποσυγκρότησης των νοημάτων, η ανάγκη έκφρασης της οποίας δεν είναι άλλο από την ανάγκη διαλόγου πάνω στην ήττα, εκκινεί από την απώλεια (μεστή νοήματος) διατρέχει τα κοινωνικά βήματα είτε ως σπάραγμα είτε ως σώμα (δεδομένου ότι ο μηχανισμός της μνήμης ακόμη κι αν χάνει τη συνολική εποπτεία της ζωής ή δυσκολεύεται να αποδώσει το νόημα, ωστόσο δεν παύει να ενεργεί) και καταλήγει εντός του παρόντος που –αντιστρέφοντας το προηγούμενο σχήμα- διαθέτει ιστορικό παρελθόν και μελλοντικό σχέδιο, ασχέτως του κατά πόσο είναι κοινή η συνείδηση του γεγονότος ότι η (ασφαλώς κατασκευασμένη) ιστορικότητα του υπάρχοντος και οι (ασφαλώς προσχεδιασμένες) μελλοντικές του προσδοκίες στοχεύουν στην περαιτέρω κακοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Έτσι το μόνο πραγματικά αδύνατον για την ανθρώπινη δυνατότητα είναι η αποσύνδεση –οριστική και αμετάκλητη- των νοημάτων, των συνδέσεων ανάμεσα σε «σημαίνον» και «σημαινόμενο». Άρα δύο επιλογές μένουν στην αποδόμηση ή θα ταξινομηθεί η αφήγησή της στο πλάι όλων των υπόλοιπων ιδεολογιών με ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό υπόβαθρο και – αναπόφευκτα- κάποιες πολιτικές επιδράσεις ή θα επιμείνει στην αποσύνδεση των νοημάτων, προϋποθέτωντας ιδεολογική κατεύθυνση στην ίδια την ποιότητα των συνδέσμων, υποστηρίζοντας δηλαδή ότι δεν έχει χαθεί εξολοκλήρου η δυνατότητα απόδοσης νοήματος˙ έχει χαθεί όμως όσο αφορά την κατανόηση του πλέγματος νοηματοδότησης που μπορεί να φανεί χρήσιμο στην αποδόμηση του υπάρχοντος. Σε αυτήν την περίπτωση όμως επανέρχεται η συζήτηση στο διαχρονικό ζήτημα της συνείδησης, το οποίο αποτελεί τμήμα του διαλόγου πάνω στο ζήτημα της ιδεολογικής ηγεμονίας. 

Στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό, η μεγάλη αφήγηση είναι το παρόν απογυμνωμένο από υποσχέσεις, το παρελθόν είναι απλά η νικητήρια προϋπόθεση του, ολότελα απεκδυόμενο οποιαδήποτε αγωνιστική αναφορά, που άλλωστε «αποδείχτηκε» δίχως νόημα, και το μέλλον ένα φθαρτό προείκασμα του παρόντος, φθαρτό όπως και η γυμνή ζωή σήμερα, όπου μοναδικός «λογικός» στόχος καθίσταται η κατασκευή ασύνδετων βιωμάτων με την σταθερή παρουσία του εμπορεύματος και της κατανάλωσης, του πολέμου και της διαρκούς απειλής επίτασής του. Πάνω σε αυτή τη βάση, στα πλαίσια αυτής της εκδοχής ολοκληρωτισμού, η ζωή λογίζεται ως η διαδικασία αντίστροφης μέτρησης για τον θάνατο. Ο θάνατος εκφράζεται πολιτικά με δυο τρόπους την «κοντινότητα» και την «εφικτότητα». Φιλοσοφικά η σύγχρονη αντιδραστικότητα επαναφέρει (πολιτικοποιεί) και αναδεικνύει τη θνητότητα ως μια αναπόδραστη κατάσταση στη βάση της λογικής, όμως υποφώσκει το σχόλιο ότι γι’ αυτό το λόγο η κατασπατάληση χρόνου και πόρων για την μετατροπή των όρων διαβίωσης είναι απολύτως μάταιη και απλά επιτείνει τον ρυθμό της «αντίστροφης μέτρησης». Από την άλλη πλευρά η άρνηση (έστω και μειοψηφική) υποταγής ενεργοποιεί την κυρίαρχη έκφραση που συνιστά ως πολύ εφικτό το ενδεχόμενο του θανάτου. Δεδομένης της κυρίαρχης δύναμης να ελέγχει την κατεύθυνση του θανάτου, η απειλή παίρνει ένα αδιόρατο αλλά εξαιρετικά συγκεκριμένο χαρακτήρα. Αδιόρατο αλλά αισθητό στη Δύση, συγκεκριμένο και μαζικό στην περιφέρεια και τους προσφυγικούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς. 

Η τακτική του σύγχρονου ολοκληρωτισμού είναι η τακτική της εποπτείας των κοινωνικών συμπεριφορών με στόχο αυτές όχι απαραίτητα να συναινούν δυναμικά αλλά ή να σιωπούν ή απλά να μην εξεγείρονται. Το δόγμα καθορισμού ζωών που είναι άξιες να βιωθούν είναι πανταχού παρόν, ενώ «παραχωρείται» η δυνατότητα να βιωθούν μόνο ως τέτοιες δηλαδή ως αντίστροφες μετρήσεις θανάτου, πιέζοντας την κοινωνική πλειοψηφία εν είδη έλλειψης άλλης επιλογής να μείνει σε αυτό προσπαθώντας απλά να αποφύγει μια πιο άμεση απειλή θανάτου.

Κοινωνικοποιώντας τη ζωή 

Η απέναντι όχθη του υπάρχοντος βρέθηκε σε μεγάλη αναταραχή, η κατάρρευση του «υπαρκτού παραδείγματος» σοσιαλιστικής υπόστασης άνοιξε το δρόμο για αφηγήσεις περί τέλους της ιστορίας. Η απογοήτευση και η μελαγχολία απλώθηκαν σε αυτά τα τμήματα που δυστυχώς εμπνεύστηκαν από την αφηγητική εκδοχή απελευθέρωσης του κρατικού σοσιαλισμού. Οι αναρχικοί δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τη μελαγχολία της ήττας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τη μεγαλύτερη, ιστορικά υπαρξιακή τους δοκιμασία την είχαν αντιμετωπίσει στις αρχές της δεκαετίας του ’40, όταν στους σωρούς ερειπίων που άφησε πίσω της η ήττα του Ισπανικού οράματος, ήρθε να προστεθεί η ανθρωποτραγωδία της κυριαρχίας όλων των ετερόνομων συστημάτων εξουσίας που έφτασε στον κολοφώνα της μέσα στο σφαγείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου το Άουσβιτς, η Τρέμπλινκα, το Κατύν, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι ξεπήδησαν ως νομιμοποιημένες πολιτικές διαχειρίσεις.
Η ανασυγκρότηση που καλούμαστε να κάνουμε σήμερα έχει να κάνει μόνο προς ένα μέρος της με τη διαφύλαξη της μνήμης του αγώνα και της επαναστατικής κληρονομιάς, το υπόλοιπο έχει να κάνει με την αναβάθμιση του ρόλου της αναρχικής αντίληψης για την παναθρώπινη απελευθέρωση σε βάρος των αυταρχικών αφηγήσεων του κρατικού σοσιαλισμού που στοίχειωσαν το απελευθερωτικό όραμα ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Είναι αλήθεια ότι ο αναρχισμός έχει διασώσει τη δυναμική του, εάν ένα από τα φαντάσματα του 19ου αιώνα πλανιέται ακόμη πάνω από τις σύγχρονες μητροπόλεις, αυτό είναι ο αναρχισμός σε αντιδιαστολή με την σοσιαλδημοκρατία και τον λενινισμό που μας έχουν αφήσει χρόνους. Μάλιστα η «φασματική» παρουσία του αναρχισμού δεν περιορίζεται στην Ευρώπη αλλά εμπνέει αντικαπιταλιστικούς και αντιεξουσιαστικούς αγώνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι τα αναγνωρίσιμα παγκοσμίως μαύρα και κόκκινα χρώματά του ανεμίζουν στους δρόμους των Η.Π.Α. και καρφώνονται στην καρδιά του κτήνους στο Standing Rock και το Charlottesville ανιχνεύονται στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Συρία, στολίζουν μαντήλια και κουκούλες στη ζούγκλα του Μεξικό, ταράσσουν την ηρεμία των ηγετών στο λιμάνι του Αμβούργο, κρύβονται και εμφανίζονται στην Τουρκία της μόνιμης κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης, φυλακίζονται σε όλους τους τόπους που ανυπότακτοι αντιστέκονται σε κράτος και καπιταλισμό, γίνονται χαιρετισμός νίκης στην αποφυλάκιση ενός συντρόφου στην Αθήνα…
Το συμπέρασμα ωστόσο που βγάζουμε εμείς από αυτή τη δυναμική παρουσία του αναρχισμού σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη της γης, δεν είναι ότι αυτή επιτεύχθηκε επειδή οι σύγχρονοι αναρχικοί μπόρεσαν να μεταλλάξουν ή να αποκρύψουν πειστικά την ιδεολογική τους ταυτότητα και τα σύμβολά τους, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Επειδή τόσοι χιλιάδες άνθρωποι στάθηκαν όρθιοι κρατώντας ψηλά τη σημαία μας, μέσα από φυλακές, διώξεις δολοφονίες, φασιστικές προκλήσεις και αστυνομικές σκευωρίες, επειδή το όραμά μας δεν σύρθηκε στη λάσπη της καθαγίασης των μέσων του εν ονόματι κάποιου αφηρημένου σκοπού, επειδή το μαύρο της σημαίας μας που προφητικά συμβολίζει το πένθος, τη δίκαιη θλίψη και τη μελαγχολία για τις ως τώρα αποτυχίες μας, μπόρεσε να φιλοξενήσει όλη την απογοήτευση μας μέχρι αυτή να γίνει νέα υπόσχεση ανυποχώρητου αγώνα, το άλλο μισό κόκκινο στη διαγώνια πορεία μας από τη μια άκρη του λάβαρου στην άλλη. Απέναντι στην πολιτογράφηση του θανάτου που επιχειρεί και πράττει ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός, προτάσσουμε την κοινωνικοποίηση της ζωής, τη διαφύλαξη της αξίας της, δεν παραδινόμαστε, δεν παραιτούμαστε, αναγνωρίζουμε τις πρόσκαιρες αποτυχίες μας, αρνούμαστε την παραδοχή μιας οριστικής κι αναπόδραστης ήττας. Πιστεύουμε στην κοινωνική επανάσταση, υπερασπίζοντας τον Αναρχισμό. 
Το συγκεκριμένο δοκίμιο μπορεί να διαβαστεί και ως ενός είδους συνέχεια του δοκιμίου «Κοινωνικός Αναρχισμός, ένα ρεύμα του μέλλοντος»που γράφτηκε ακριβώς πριν πέντε χρόνια, κάτω από εντελώς διαφορετικές συγκυρίες. Η απουσία ή ίσως η περιορισμένη παρουσία του επιθέτου κοινωνικός πριν τον αναρχισμό στο δοκίμιο αυτό καταδεικνύει ότι η διαπάλη μας με τον μηδενισμό -ο οποίος πλέον έχει καταλήξει ανοιχτά σε μια εκφορά του κοινωνικού κανιβαλισμού- χωρίς να έχει ολοκληρωθεί, έχει κάνει αρκετά βήματα, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο. Η συγκρότηση της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης (Ομοσπονδία συλλογικοτήτων) και η ένταξή μας ως συλλογικότητα για τον Κοινωνικό Αναρχισμό «Μαύρο & Κόκκινο» σε αυτήν αποτέλεσε σίγουρα το πιο αποφασιστικό βήμα προόδου για μια σειρά ζητημάτων, στο κέντρο των οποίων δεσπόζει ακόμη ο προβληματισμός του πώς θα αποπειραθεί το αναρχικό κίνημα την μετατροπή του και τη λειτουργία του, ως τέτοιο, βάζοντας στην άκρη λογικές ανακύκλωσης αποσπασματικών σχηματισμών και πεπερασμένων δυνατοτήτων. 

Βιβλιογραφικές αναφορές 

Arendt, Hannah, Για την επανάσταση, μτφρ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2005.

Ibanez, Tomas, Ο αναρχισμός σε κίνηση, μτφρ. Δ. Γιαννακόπουλος, Ευτοπία, Αθήνα 2016. 

Santillan, Diego Abad de, Ένα ελευθεριακό πρόταγμα, Ά΄ τόμος, μτφρ. Μ. Τσούτσιας, Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα 2016. 

Taibo, Paco Ignacio II, Περαστικός, μτφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, Άγρα, Αθήνα 2014.


Σημειώσεις

[1] Ο Μουσολίνι, όταν τον ρωτάνε ποια είναι η φασιστική ιδεολογία, απαντά ότι «ιδεολογία μας είναι οι γροθιές μας». Ο Λένιν προτάσσει «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», δίχως να μπορεί ούτε ο πιο πεπεισμένος σοβιετόφιλος να απαριθμήσει ποιες ήταν οι εξουσίες των σοβιέτ στη Σοβιετική Ένωση. Ο Τσάμπερλεν υπογράφει την «Υπαγόρευση του Μονάχου» το ’38 και ο Ρίμπεντροπ υποδέχεται με τιμές τον Μολότωφ στο Βερολίνο το ’39. Η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση των ΗΠΑ βομβαρδίζει με πυρηνικά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, η Δημοκρατική Γερμανία αυτοκτονεί τα μέλη της RAF στα λευκά κελιά, ο έγχρωμος Αμερικάνος πρόεδρος υμνεί την ειρήνη και την πρόοδο, ενώ εμπλέκεται σε δεκάδες εμπόλεμες συγκρούσεις, και ο Έλληνας επιτετραμμένος, εξηγεί με μαρξικούς όρους γιατί το μνημόνιο είναι για το καλό μας… 


[2] Ασφαλώς όμως δεν μπορεί να υπάρξει ταύτιση ανάμεσα στους μετέχοντες στους εξεγερτικούς ξεσηκωμούς ή ακόμη και απλά σε ταραχές και όλους τους υπόλοιπους που ουσιαστικά επιθυμούν να εδραιώσουν τη δική τους εξουσία. Η ανιδιοτέλεια των εξεγερμένων τους ξεχωρίζει ως προς τους εξουσιαστές, η συνάθροισή τους με άλλες εκδοχές της –έστω και ψευδεπίγραφης- χειραφετικής αφήγησης έχει να κάνει με τις αυταπάτες και την αναποτελεσματικότητα ή την απόρριψη της κοινωνικής επανάστασης, την κοινή –από άλλους δρόμους- δικαίωση του ρεφορμισμού. Άλλωστε «μεταρρυθμίσεις» του πολιτικού και οικονομικού συστήματος πυροδοτούνται όχι μόνο με διαπραγματεύσεις μέσω θεσμικών οργάνων αλλά και μέσω αδιαμεσολάβητων ταραχών. 


[3] Ο όρος πραξικόπημα έχει ένα κενό, καθώς όλα τα πραξικοπήματα αντλούν τη δύναμη τους, από τη θέση εξουσίας που κατέχουν κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, ώστε να κινητοποιήσουν μια μάζα κόσμου προς έναν σκοπό. Στην περίπτωση της Ρώσικης Επανάστασης δεν ισχύει κάτι τέτοιο, προήλθε από τον ξεσηκωμό του λαού που εκμεταλλεύτηκε προς όφελός της μια πολιτική ένωση, η οποία ωστόσο μέχρι τότε ήταν μια εθελοντική οργάνωση. 


[4] Για μια πιο εκτεταμένη και εμβριθή πολεμική στον αστικό-δημοκρατικό πλουραλισμό βλέπε το έξοχο δοκίμιο του Ράσελ Τζάκομπυ «Ο μύθος της πολυπολιτισμικότητας» που περιλαμβάνεται στον τόμο Το τέλος της ουτοπίας σ.σ. 51-99, σε μετάφραση Δημήτρη Λάππα και Δημήτρη Μαργαρίτη και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τροπή στο Αγρίνιο το 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου