Μοριακός φασισμός «νέου τύπου» ή «ποιος ασχολείται με τους πάνκηδες»;
του Άρη Τσιούμα
Υπάρχει μια σκηνή στο γνωστό έργο «Η Λίστα του Σίντλερ», η οποία είναι μάλλον η πιο σημαντική από την άποψη του πόσα συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για τον ναζισμό. Σε αυτή λοιπόν τη σκηνή, που εκτυλίσσεται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, οι ναζί θέλουν να χτίσουν ένα καινούργιο κτήριο. Το σχέδιο που είχε εκπονηθεί όμως από τους ναζί είχε αστοχίες, οπότε επιστρατεύεται μια Εβραία κρατούμενη με διεθνείς σπουδές στην αρχιτεκτονική ώστε να συμβουλεύσει τους βασανιστές της πώς να φτιάξουν σωστά το σχέδιο. Αφού λοιπόν εξηγεί το λάθος και δίνει τη λύση, ο αξιωματικός των Ες-Ες βγάζει το πιστόλι του και την πυροβολεί. Έπειτα δίνει εντολή να γίνουν τα σχέδια ακριβώς όπως τα όρισε η νεκρή πλέον αρχιτεκτόνισσα. Η ωμότητα σε αυτήν τη (συμβολική μιας και μιλάμε για κινηματογραφική αναπαράσταση) πράξη δεν είναι το πλέον σημαντικό. Ο καθορισμός της αιτίας είναι: Γιατί; Γιατί να εκτελεστεί έτσι, εκείνη τη στιγμή, αφού θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη, και άλλοι τέτοιου είδους προβληματισμοί έχουν και βάση και ουσία. Το να μην ανεχτεί ο ναζί αξιωματικός μια -έστω και σωστή- υπόδειξη από μια Εβραία, είναι μια ελλιπής εξήγηση. Η προσέγγιση που διαφαίνεται όμως έχει να κάνει με το πραγματικό μίσος. Μια αστή νεαρή γυναίκα, Εβραία, κοσμοπολίτισσα, σπουδαγμένη και σε κανονικές συνθήκες πετυχημένη, δεν είναι ανεχτή, δεν μπορεί να είναι σε ένα σύστημα που οφείλει να εξοντώσει αυτό που είναι διαφορετικό, αυτό που μισεί. Κι αυτό ήταν όλο το κέρδος του αξιωματικού, η ηδονή από τον κατευνασμό του πραγματικού μίσους.
Στις 15 Αυγούστου του 2013, ο Θανάσης Καναούτης, ένα παιδί στα 18 σκοτώνεται κατά τη συμπλοκή με ελεγκτή του τρόλεϋ στο Περιστέρι, μετά από έλεγχο κατά τον οποίο βρέθηκε δίχως εισιτήριο. Το πόρισμα δεν απάντησε ποτέ στις συνθήκες θανάτου, οι καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων δεν χρησιμοποιήθηκαν, ποτέ κανένας δεν δικάστηκε για τον θάνατο αυτού του παιδιού, που το «έγκλημα» του ήταν ότι δεν χτύπησε ένα εισιτήριο αξίας 1,00 ευρώ, προσπαθώντας πιθανότητα να γλυτώσει έστω κι αυτό το ελάχιστο ποσό από τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Γιατί σκοτώθηκε ο Θανάσης Καναούτης; Γιατί ήταν τζαμπατζής, όπως μας ενημέρωσαν τα κοράκια του φιλελευθερισμού, σκυλεύοντας το πτώμα του παιδιού; Επειδή η χώρα έχει νόμους και η τάξη δεν πρέπει να διασαλεύεται από κανέναν, όπως μας ενημέρωσαν τα κανάλια, οι δικαστές και οι εισαγγελείς, νομιμοποιώντας το θάνατο; Μήπως ήταν «γραφτό του», όπως είπανε όσοι φουκαράδες δεν θέλουν να δουν και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, την δολοφονική της ουσία, την αποκτήνωση; Μήπως ο ελεγκτής που «ξεπέρασε τον εαυτό του» στο να διαφυλάξει τα συμφέροντα της εταιρείας ικανοποίησε απλά το συσσωρευμένο μίσος του ενάντια σε έναν «παραβάτη»;
Χθες το βράδυ μερικές δεκάδες πιτσιρικάδες μαζεύτηκαν για να πάρουν το βραδινό τρένο από την Αθήνα με προορισμό το φεστιβάλ «ελευθερίας» στη Βέροια. Κάποιοι από αυτούς δεν είχαν εισιτήρια. Οι κύριοι της πρώτης θέσης, δυσανασχέτησαν, κάποιος είπε «υπάρχουν νόμοι», άλλος ότι «πρέπει να τηρείται η τάξη», κάποιος στο βάθος φώναξε αγανακτισμένα «εμείς μαλάκες είμαστε που πληρώσαμε, κωλόπαιδα», ήταν ένας συμβολαιογράφος που είχε μια επείγουσα δουλειά το πρωΐ της Παρασκευής στη Θεσσαλονίκη, ένας γιατρός που επιτέλους είχε καταφέρει να κλείσει μια σουίτα σε ένα φιλόξενο ξενοδοχείο στη Χαλκιδική και είχε κάνει πρωινή κράτηση και ένας στρατιωτικός που είχε προορισμό την Αλεξανδρούπολη. Έγινε σαματάς και μεγάλη φασαρία, οι υπάλληλοι της ΤΡΕΝΟΣΕ, που προς Θεού δεν θέλουν να χάσουν την δουλειά τους σε τέτοιους καιρούς κάλεσαν την αστυνομία. Τους έστειλαν τα ΜΑΤ και την ομάδα ΔΕΛΤΑ. Ακολούθησαν τα γνωστά, κυνήγι κατά «δικαίων και αδίκων», ξύλο, συλλήψεις.
Πριν λίγες ώρες σε αρκετά σπίτια κυρίως των υποβαθμισμένων περιοχών της Αθήνας, γινόταν μια άλλου είδους διαπραγμάτευση. Έφηβοι, κάπως απροσάρμοστοι και αντιδραστικοί που σκέφτονται αλλιώς, ή για να το πούμε ευθέως: σκέφτονται, που δεν αρέσκονται σε Παντελίδηδες και Ρέμους, κάνανε σκληρή διαπραγμάτευση με τους γονείς τους. Οι γονείς του Ορφέα είναι συντηρητικοί δεν θέλουν να πάει πουθενά, πόσο μάλλον σε ένα φεστιβάλ που θα είναι κι άλλοι πιτσιρικάδες που ακούν αυτή την καταραμένη μουσική που τους ξεκουφαίνει. Πήγε να κάνει συζήτηση μια-δυο φορές αλλά δεν θα βγάλει άκρη. Πώς να ζητήσει φράγκα; Δεν θα πει τίποτε. Θα καβατζώσει όλη τη βδομάδα τα τάληρα που του δίνουν, δεν θα βγει καθόλου, θα βρει μια δικαιολογία για το που θα κοιμηθεί 2 μέρες και θα πάει. Θα χωθεί σε μια σκηνή κάποιων που θα γνωρίσει μόλις βγει η πρώτη μπάντα και αρχίσουν να χοροπηδάνε μαζί. Τέλος. Αν υπήρχε τρόπος να γλυτώσει το εισιτήριο του τρένου… αυτό το καταραμένο εισιτήριο του χαλούσε τα σχέδια.
Οι γονείς του Χάρη είναι ανεκτικοί και προοδευτικοί, αλλά τα φέρνουν δύσκολα βόλτα.
«Ναι, γιατί όχι να πας αφού σου αρέσει θα είναι και οι φίλοι σου. Πόσο θα βγει όμως η ιστορία; Κανένα 50άρι τα εισιτήρια και κάτι να φας, κάτι να πιείς 2-3 μέρες δεν θέλεις ένα κατοστάρικο»; «Ε, ναι», θα πετάξει ζορισμένα ο Χάρης που ξέρει την κατάσταση, όμως θέλει πολύ να πάει. Έχει γαμώ τα γκρούπ φέτος, άλλωστε δεν θα πάει πουθενά-πουθενά όλο το καλοκαίρι, μόνο 3 μέρες, με μουσική που γουστάρει, κοπέλες με ίδια γούστα και ντύσιμο, αστεία με φίλους, νέες παρέες. «Ας πούμε 100ευρώ» συμπλήρωσε την απάντηση. «Αγόρι μου» είπε ο πατέρας του «ξέρεις ότι δεν βρίσκονται τώρα 100 ευρώ, με την όλη κατάσταση, έχουμε μείνει πίσω και με τους λογαριασμούς, δεν γίνεται. Εγώ θέλω να πας» συμπλήρωσε η μάνα του, «αλλά…να, ίσως καλύτερα του χρόνου. Τα πράγματα του χρόνου θα είναι σίγουρα καλύτερα», είπε χωρίς και η ίδια να το πολυπιστεύει. Ο μικρός το στριφογύρισε στο κεφάλι του, «ξέρετε τι; Έχετε ένα 20άρικο; Μου χρωστάει κάτι λεφτά ο Παναγιώτης και μπορώ να δανειστώ αν δεν φτάσουν, θα τα καταφέρω». Οι δικοί του σήκωσαν κάπως τους ώμους, του έδωσαν ένα 20άρικο. Ο μικρός το άρπαξε και πήγε να πάρει το sleeping bag πριν αρχίσουν οι ερωτήσεις. Αν δεν πλήρωνε τα κωλοεισιτήρια του τρένου, αν έτρωγε από ένα σουβλάκι τη μέρα και 2-3 μπύρες έβγαινε η φάση με ένα 20άρικο…
Ο Γιώργος είναι από καλή οικογένεια, οι δικοί του δεν δίνουν πολλή σημασία, έχουν όμως φράγκα. Το ψήνει να πάει στο φεστιβάλ, ζήτησε κάτι φράγκα του τα δώσανε, πέταξε ένα «θα λείψω 3 μέρες» και βάρεσε την πόρτα πίσω του, ενώ φορούσε τα ακουστικά στα αυτιά του. Είχε ραντεβού με τα παιδιά που είχαν κολλήσει από την τελευταία συναυλία. Είναι όλα από άλλες περιοχές αλλά αυτό το έχουν κανονισμένο από βδομάδες. Με τα παιδιά από το ιδιωτικό δεν μιλάει, είναι όλοι αρχι-μαλάκες που τους αρέσει να επιδεικνύονται, να μιλάνε για το πώς θα βγάλουν κι άλλα φράγκα και να μιλάνε σαν τους μαλάκες τους γονείς του. Ακόμη χειρότερα θέλουν να γίνουν σαν τους μαλάκες τους γονείς του. Να πάνε να γαμηθούν όλοι τους. Αυτός έχει βγάλει και εισιτήριο από το web εδώ και μέρες «α λε ρε τουρ» για το τρένο, οι άλλοι γενικά ζορίζονται όμως όλοι θα είναι στο σταθμό από τις έντεκα…
Το χάραμα τους βρήκε και τους 3 στη ΓΑΔΑ. Τον Γιώργο ήρθε και τον πήρε ο δικηγόρος του πατέρα του. Δεν γούσταρε να πάει μόνος του χωρίς τους άλλους, μετά το πέσιμο των μπάτσων κατέβηκε, δεν τους είπε καν ότι έχει εισιτήριο, τι σημασία είχε. Πέταξε μια βρισιά στον αρχιματατζή που έσκισε την μπλούζα του φίλου του, τον μπουζούριασαν. Τον Χάρη που είχε χτυπήσει λίγο στην τρεχάλα και άρπαξε 1-2 γκλομπιές, ήρθε να τον πάρει ο πατέρας του, ανήσυχος αλλά προστατευτικός, έκανε φασαρία μάλιστα στους μπάτσους, ότι δεν είναι συμπεριφορά αυτή, κι ότι ας κόβαν πρόστιμο αν δεν είχε εισιτήριο. Ο Ορφέας σκεφτόταν ακόμη να πάρει ή όχι τους δικούς του τηλέφωνο, οι μπάτσοι του είπαν ότι μπορεί να πάρει ένα. Θα ανησυχούσαν, θα τα βάζανε μαζί του, τι να εξηγήσει; Τα χρήματα για το δικαστήριο; Μπλέξιμο, καυγάδες, κλάματα, μιζέρια…
Το επόμενο πρωί οι νεοναζί το είπαν καθαρά, «και λίγες φάγανε τα κωλόπαιδα, κάτσε να αναλάβουμε εμείς και τα λέμε, ξύρισμα με την ψιλή και στη νεολαία του κόμματος, θα κοπούν αυτές οι μαλακίες που τα χαϊδεύουνε». Η δεξιά το είπε καθαρά «υπάρχουν νόμοι και τάξη στη χώρα, δεν μπορεί ο κάθε παραβάτης να ορίζει το δίκαιο του, παρά το συμφέρον του συμπολίτη του, πρέπει να τηρηθούν οι κανόνες και όλοι είναι ίσοι απέναντι στους κανόνες». Οι νεοφιλελεύθεροι το είπαν καθαρά «δεν μπορεί ο κάθε τζαμπατζής να μπουκάρει σε ένα τρένο και να σταματάει τα δρομολόγια, να ενοχλεί τους επιβάτες που πηγαίνουν στις δουλειές τους, όλοι πρέπει να πληρώσουν το κόμιστρο». Η αριστερή κυβέρνηση το έδειξε έμπρακτα στέλνοντας τα ΜΑΤ, και την ΔΕΛΤΑ να τους λιανίσουνε, να επιβάλλουν την τάξη, να πληρώσουν όλοι, εν είναι καιρός για «αρνήσεις πληρωμών» τώρα. Άλλωστε ο υπουργός δεν δήλωσε πριν 2-3 μέρες ότι δεν δικαιούνται να του κάνουν τα 18χρονα κριτική; Τα τσογλάνια τώρα θα έβλεπαν τι εστί βερίκοκο…κοτζάμ καθηγητή να του χαλάνε τη δημόσια εικόνα, με τέτοια ιστορία πίσω του…δεν γνωρίζουν, όμως θα μάθουν με το καλό ή με το κακό.
Το ΚΚΕ σκεφτόταν ανοιχτόφωνα, ότι σίγουρα αν αυτό ήλεγχε την κατάσταση, αυτοί οι δυσπροσάρμοστοι, που ακούν μουσική που δεν εγκρίνεται από το κόμμα, και τρέχουν σε ύποπτα φεστιβάλ, φορώντας παρδαλά ρούχα θα κατέληγαν μάλλον στο τρελοκομείο.
Ακόμη-ακόμη κάποιοι στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, χασμουρήθηκαν, έπειτα είπαν «εδώ έχουμε σοβαρά θέματα με τους παρτάκηδες θα ασχολούμαστε; Άλλωστε δεν διαμαρτύρονταν για κάτι, απλά θέλανε να ακούσουν μουσική. Είναι τζαμπατζήδες, γιατί δεν οργανώνονται όπως εμείς να διεκδικήσουν την αλλαγή στο κόστος μεταφοράς ή ακόμα, το τόσο ριζοσπαστικό, να γίνουν δωρεάν οι μεταφορές. Η οργάνωση στην γκρούπα της άκρας αριστεράς μπορεί να δείξει το δρόμο. Τώρα όμως δεν έχουμε τίποτα να πούμε, για μερικούς που κοιτάν απλά να καβατζωθούν σε φεστιβαλάρες. Εντάξει χοντρό να πάνε τα ΜΑΤ αλλά κι άλλοι είναι ότι να 'ναι».
Μείναν λοιπόν μόνοι οι παλιοί γνωστοί μας, οι αναρχικοί. Που πάντα βάζουν μπροστά το κοινωνικό και όχι το πολιτικό. Που ξέρουν τι συμβαίνει και με τις δέσμες των προαπαιτούμενων που ψηφίζει η κυβέρνηση, αλλά ακριβώς το ίδιο σημαντικό με τη φτωχοποίηση του κόσμου θεωρούν και την ματαίωση μιας νεανικής προσδοκίας, μιας βούλησης μιας θέλησης, μιας επιθυμίας. Γιατί μέσα σε αυτόν τον ταξικό και άδικο κόσμο εκεί που η αυταρχικότητα, το κράτος, οι μπάτσοι, οι επιβάτες της πρώτης θέσης αρνούνται την επιθυμία των όποιων πιτσιρικάδων, πατώντας τους ακόμη πιο πολύ το κεφάλι, εκεί γεννιούνται οι δημιουργικές αρνήσεις της εξέγερσης, της αμφισβήτησης, του πεισμώματος.
Πριν μερικές μέρες στην Τουρκία πάνω από 30 νέοι άνθρωποι σκοτώθηκαν από την επίθεση φασιστών. Ήταν νέοι πολύ, ήταν όμως οργανωμένοι και συνειδητοποιημένοι. Πηγαίνανε να συμμετέχουν στην ανοικοδόμηση ουσιαστικά μιας εμπόλεμης ζώνης. Πέσαν ως ήρωες, δυστυχώς. Ήρωες που δεν χρειαζόμαστε γιατί θα προτιμούσαμε να είναι ζωντανοί χίλιες φορές. Τους σκότωσαν γιατί κάποιοι παρανοϊκοί θέλουν να ελέγχουν μια περιοχή με μπόλικο πετρέλαιο και θα το επιχειρήσουν με όποιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Ο Θανάσης Καναούτης γιατί πέθανε; Οι πιτσιρικάδες γιατί πετάχτηκαν κλωτσηδόν από το τρένο, κυνηγήθηκαν και συνελήφθησαν; Δεν αντέχει το κράτος να τσαλαπατούνται οι νόμοι του; Δεν αντέχουν οι εταιρείες να χάσουν 10 πενταροδεκάρες; Αν αυτές είναι οι απαντήσεις, τότε γιατί κανείς δεν βρέθηκε πλάι τους; Γιατί δεν φώναξε κάποιος ότι αυτό εδώ είναι μια τρέλα; Η απάντηση θα κρύβεται πάντα πίσω από το ταξικό προκάλυμμα, τόσο πραγματικό και τόσο βίαιο, αλήθεια. Υπάρχει όμως κάτι ακόμη πιο αδυσώπητο, το μίσος. Όσο θα υπάρχουν οι νεοφιλελεύθερες αριστερο-δεξιές κυβερνήσεις το μίσος των κυρίαρχων, είτε είναι ο αστυνομικός διευθυντής, είτε είναι ο ταξιδιώτης της πρώτης θέσης, το μίσος αυτό θα εκφράζεται κυρίως με ξύλο και κανέναν θάνατο που θα μοιάζει με ατύχημα, σαν "ντόπιοι πνιγμοί μεταναστών". Όσο όμως αυτές οι κυβερνήσεις κι αυτές οι λογικές θα προετοιμάζουν τον απροσχημάτιστο φασισμό του αύριο, το άσβεστο μίσος θα εκφράζεται με μαζικές δολοφονίες, χωρίς προφανή λόγο, μόνο για την ηδονή της ικανοποίησης του, όπως στην ταινία του Σπήλμπεργκ, όπως στη Γερμανία το 40, όπως στη Συρία και την Τουρκία σήμερα…να γιατί πρέπει να ασχοληθούμε με τους «πάνκηδες». Να γιατί πρέπει να υπερασπιστούμε τους «πάνκηδες».
ερωτεύτηκα αυτό το κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήειλικρινά, ερωτεύτηκα.
Αναστασία