Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Κείμενο παρουσίασης του 2ου τεύχους του Κοινωνικού Αναρχισμού

Του Άρη Τσιούμα

Κάποτε σε ένα κείμενο πριν κάποια χρόνια είχαμε αναφέρει ότι περνάμε στην «εποχή των δολοφόνων», και κάποιοι σύντροφοι μας ζήτησαν να επεξηγήσουμε τον όρο, σήμερα νομίζω ότι αυτή η διατύπωση δεν χρειάζεται επεξηγήσεις, άνθρωποι στην Ελλάδα και όχι μόνο καίγονται ζωντανοί σαν κεριά προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στο κρύο, και αυτή είναι μόνο μια όψη των δεκάδων τρόπων με τους οποίους οι εξουσιαστές καταφέρνουν να διαχειρίζονται την ανθρώπινη ζωή. Η εποχή των δολοφόνων ξεκινά ουσιαστικά όταν ο καπιταλισμός ως ολοκληρωτική σχέση εξουσίας υπερβαίνει την επιβολή του «πως θα ζήσουμε» για να αποφασίσει το «αν θα ζήσουμε» και ποιοί. Η μόνη ερώτηση που μοιάζει να έχει νόημα είναι αν έχουμε βγει καθόλου από αυτή την εποχή. 

Η φενακισμένη ευζωία του δυτικού κόσμου που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ολέθρου και στη διαρκή εκμετάλλευση ολόκληρου του πλανήτη, καμώθηκε προσωρινά ότι ξόρκισε τα φαντάσματα των φασισμών που εξέθρεψε το σύστημα καταπίεσης. Σήμερα αυτοί επιστρέφουν ολοζώντανοι επιδιώκοντας να ξανακυριεύσουν τα μυαλά των ανθρώπων να τα κάνουν να συναινέσουν σε νέα εγκλήματα καταστώντας τους εξαρτήματα σε ότι πραγματικά είναι ο φασισμός: η πιο αποτελεσματική τεχνική μαζικής δολοφονίας, η οποία συστήνεται ως πολιτικό πρόταγμα. Επειδή λοιπόν ο φασισμός, δυστυχώς απέκτησε μια ιδιόμορφα επικαιροποιημένη μορφή αφιερώσαμε ένα μεγάλο μέρος του δεύτερου τεύχους του κοινωνικού αναρχισμού στη μελέτη και την ανάλυση της πολεμικής που προωθούμε εναντίον του. 

Από την ανάλυση του, και την σχέση του με το κράτος, και τις μορφές πολιτικής ετερονομίας σε θεωρητικό και φιλοσοφικό επίπεδο, μέχρι την άκρως πρακτική και οργανική σχέση της φασιστικής νοοτροπίας με τις κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε ένα εξίσου επικαιροποιημένο θεωρητικό σχήμα αντιπαράθεσης, το οποίο χωρίς να παραβλέπει την υλιστική βάση του ζητήματος, δε θα εγκλωβίζεται σε ερμηνείες που εξαντλούνται σε οικονομικές προσεγγίσεις και αφήνουν ανερμήνευτα τα υπόλοιπα πεδία της πολιτικής σκέψης και της ίδιας της κοινωνικής ζωής, των θεσμίσεων και των φαντασιακών που παράγονται είτε στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης είτε στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης. Οι σχέσεις μοριακού φασισμού, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, που κυριαρχούν ως ύπουλες αφηγήσεις μιας ανέμελης καθημερινότητας στις περιόδους της επονομαζόμενης «ανάπτυξης» θα αποτελέσουν το ζωτικό κεφάλαιο, το οποίο θα έλθει να εξαργυρώσει η φασιστική πολιτική έκφραση όταν η καθημερινότητα θα έχει διαμορφωθεί σε ζούγκλα από το καπιταλιστικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Και είναι αλήθεια ότι στις ζούγκλες ευνοούνται τα σαρκοφάγα ζώα, ήτοι οι ναζί-δολοφόνοι. 

Για εμάς τους αναρχικούς μια προσέγγιση του φασισμού που δεν αναδεικνύει την προσήλωσή του στην οικοδόμηση ενός ολοκληρωτικού κράτους, είναι ελλειπτική. Στοιχείο του αντιφασιστικού αγώνα είναι ο αντικρατισμός, καθώς το κράτος αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό και καθιερωμένο τρόπο διαχωρισμού του κοινωνικού συνόλου, με βάση την ταξική διαστρωμάτωση αλλά και την πολιτική συνείδηση. Η πίστη στο θεσμό του κράτους, ή η «εργαλειακή του χρήση» (sic) αποτελεί θέση ξένη προς τον αναρχισμό και κατ’ επέκταση στον τρόπο που προσεγγίζει αυτός τον φασισμό αλλά και το πεδίο ανταγωνισμού που διαμορφώνει το αντιφασιστικό κίνημα. 

Η πάλη ενάντια στο κράτος είναι πάλη ενάντια στο φασισμό και η πάλη ενάντια στο φασισμό οφείλει να είναι πάλη ενάντια και στο κράτος. Με ένα κείμενο του antisystemic που δίνει νέο βάθος -κατά τη γνώμη μας- στον σύγχρονο αναρχικό λόγο ξεκινάει αυτό το δεύτερο τεύχος. Με μια εύχρηστη ανάλυση ο δοκιμιογράφος τοποθετεί το πρόβλημα που έχει γίνει λανθασμένα γνωστό ως «βάση-εποικοδόμημα» στη σωστή του θέση. Πέρα λοιπόν από τα ιδιαίτερα υλιστικά συμφέροντα, «η ηγεμονική ετερόνομη ιδεολογία είναι σε θέση να παράξει ένα σώμα από αξίες και αντιλήψεις, ικανές να παρεισφρήσουν στη φαντασιακή θέσμιση των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων, ετεροκαθορίζοντας το περιεχόμενό της, και με αυτόν τον τρόπο να προσδώσουν θετικό περιεχόμενο στην κυριαρχία της». 

Αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει ίσως τη βάση για την θεωρητική αποκάλυψη της λύσης του ανοίγματος των αιτιών που το έθνος, ως φαντασιακή κοινότητα επικράτησε ή τουλάχιστον επιβίωσε μέσα στο συλλογικό νου, ενάντια στις υλιστικές θέσεις του ξεκάθαρου προσδιορισμού  των ταξικών συμφερόντων. Μετά από μια μεστή και έγκυρη επισκόπηση του διανοητικού σύμπαντος της ετερόνομης πολιτικής σκέψης ο συντάκτης διερχόμενος μέσα απ’ τα παραδείγματα του υπερσυντηρητισμού και του πρωτογενούς φασισμού, αναδεικνύει τους κοινούς τόπους της ιστορικής κληρονομιάς της ανελευθερίας με τους σημερινούς εκφραστές της, την κυβέρνηση και τις ντόπιες και διεθνείς ελίτ, στοχεύοντας παράλληλα στην αποσάρθρωση των προπαγανδιστικών τους αιχμών, όπως π.χ. της θεωρίας των δύο άκρων. 

Ο Φώτης Τερζάκης στη συνέχεια, με το κείμενο του σχολιάζει την επικαιρότητα με τον μοναδικό τρόπο που αυτός ο σχολιασμός εκπέμπει ένα σημαντικότερο σημαινόμενο, εν αντιθέσει με τις γνωστές προσεγγίσεις που απηχούν ένα αναμάσημα των ανοησιών που μαζικά παράγοντα κυρίως στους τηλεοπτικούς δέκτες. Ο Τερζάκης έχοντας ως κίνητρο την κατάθεση μιας πολεμικής ενάντια στις όψιμες παραχωρήσεις του Τ. Φωτόπουλου απέναντι στο χρυσαυγιτισμό, τις οποίες εκδήλωσε σε σειρά ουσιαστικά φιλο-εθνικιστικών του τοποθετήσεων δε μένει σε μια στείρα καταγγελία αυτών, αλλά θέτει τον δείκτη της οξυμμένης  θεωρητικής επεξεργασίας των σημερινών πεπραγμένων πάνω στην ουσία των αιτιών που τα προϋποθέτουν. Αφού αποδομεί εύληπτα και εύστοχα τον «κρατικό αντιφασισμό» ο Τερζάκης καταδεικνύει τις πραγματικές προθέσεις των κρατικών χειρισμών. Εν τέλει θα επικεντρώσει την κριτική του απέναντι στα εθνικιστικά ανοίγματα του πάλαι ποτέ ελευθεριακού στοχαστή Φωτόπουλου, για να τονίσει την επικυνδινότητα τέτοιων και παρόμοιων κηρυγμάτων. 

Η ουσία της τοποθέτησης του Τερζάκη έχει να κάνει με την λύση ενός δήθεν δυσεπίλυτου προβλήματος, εάν δηλαδή πρέπει το κίνημα να στραφεί κατά του φασισμού ή αν πρέπει να «μην αποπροσανατολιστεί» και να προσηλώσει τη δράση του ενάντια στην κυβέρνηση. Όποιος όμως θέτει ένα τόσο άστοχο ερώτημα, σαν ένα αξεπέραστο δίλλημα προφανώς έχει κάποιον διόλου θετικό ως προς την πάλη για ελευθερία σκοπό. Ο Φωτόπουλος ας πούμε θεωρεί αποπροσανατολιστική την πάλη ενάντια στο ναζισμό γιατί όπως λέει ο ίδιος «ο πραγματικός φασισμός είναι τα σχέδια των οργάνων της Υπερεθνικής και Σιωνιστικής Ελίτ». 

Όλοι καταλαβαίνουμε πλέον σε ποια παράδοση σκέψης ανήκουν αυτές οι υπεραπλουστεύσεις. Αντιθέτως ο Τερζάκης που κατανοεί και διαφυλάσσει την διαλεκτική των αυτόνομων και αλληλεπιδρούμενων θέσεων και αντιθέσεων πριν αυτές παράξουν την σύνθεση των περιεχομένων τους, γράφει: «πρέπει κυρίως να καταλάβουμε ότι το φασιστικό ανακλαστικό είναι μια αυτοτελής απειλή για τις ανθρώπινες κοινωνίες που, παρότι τροφοδοτείται από, δεν ανάγεται κατά οιονδήποτε απλό τρόπο στις συνθήκες οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής χειραγώγησης. Αντιπροσωπεύει ένα βαθύ και μοιραίο τραύμα στην ίδια τη ρίζα της ζωής, που μετασχηματίζει με τον αμείλικτο τρόπο μυθικού μηχανισμού τη ματαίωση σε ατέρμονο μίσος, και το μίσος σε καταστροφική και αυτοκαταστροφική δράση».

Επιχειρώντας να αναδείξουμε την πολιτική επικάλυψη του φασισμού από την κυβερνητική δράση με ένα παράδειγμα που πέρα από τη φιλοσοφική του χρήση θα αναδείκνυε με κοινωνικούς όρους την αθλιότητα της φασιστικής νοοτροπίας απ’ όπου κι αν αυτή προέρχεται, ζητήσαμε από τον Νίκο Νικολαΐδη να συντάξει ένα κείμενο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών. Μετά την ανάπτυξη της δράσης του κρατικού αντιφασισμού, θεωρήσαμε εξαιρετικά σημαντικό να καταδείξουμε ποιες είναι οι πραγματικές σχέσεις του φιλελεύθερου κοινωνικού δαρβινισμού με το alter ego του μισάνθρωπου φασισμού. 

Ο Νίκος σε άλλη μια μεστή κι ολοκληρωμένη καταγραφή καταφέρνει κάτι πολύ ουσιωδέστερο από το να περιγράψει το πρόβλημα και να καταθέσει μια πρόταση· κάνοντας μια χρήσιμη αναφορά στην ιστορική γέννηση των στρατοπέδων και αφού περιοδεύσει στις αιτίες διαμόρφωσης των αιτιών που δίνουν τα υλικά κατασκευής και συναίνεσης σε ένα από τα πλέον απάνθρωπα οικοδομήματα που φτιάξανε άνθρωποι για άλλους ανθρώπους, συνεισφέρει μια αμιγώς ελευθεριακή οπτική για το τι συμβαίνει, με ποιους όρους, και τι εμείς και με ποιους τρόπους οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε. Και το αναφέρω αυτό γιατί δεν αμελεί σε κανένα σημείο αυτού του σημαντικού -για την σε βάθος κατανόηση του προβλήματος- κειμένου να αναφερθεί τόσο στην πολιτική εδραίωσης του φόβου, μέσω της εναντίωσης στον άλλον, όσο και να καταδείξει τι συνιστά η πειθάρχηση μέσω των διάφορων εξουσιαστικών διαδρομών που αναπόδραστα καταλήγουν στην καταστροφή του ανθρώπινου. Παράλληλα δίνει συγκεκριμένα στοιχεία και αριθμούς, όχι όμως με μια δημοσιογραφική προσέγγιση αλλά με την οξυδέρκεια της ερμηνείας που διαυγάζει τις πολιτικές επιλογές διαμόρφωσης αυτών των στοιχείων. Τέλος εντάσσει στην ανάλυση του το ζήτημα της παρανομοποίησης της εργασίας και τον ρόλο που παίζει η συνθήκη διαμόρφωσης του «νέου εργατικού δυναμικού, χωρίς δικαιώματα μόνο από Έλληνες», θυμίζοντας μας πολλές συνδηλώσεις των σχέσεων μεταξύ κυβερνητικών επιλογών και νεοναζιστικών προσδοκιών κι υποσχέσεων. 

Ενώ όμως κάνει όλη αυτή τη βαρύνουσα δουλειά δεν υποβαθμίζει τον κεντρικό ρόλο του ανθρώπου, ως υποκειμένου έμπνευσης για ένα κίνημα διεκδίκησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έναντι μερικοποιημένων σχέσεων εξουσίας που αναδεικνύουν μόνο μια πλευρά του προβλήματος διαμορφώνοντας υποκείμενα σε σωλήνες ιδεολογικού εργαστηρίου που πολλές φορές πλέον όχι ως κατηγορίες αλλά ως ζωντανή ύλη δεν αντιστοιχούν σε συνειδητές κοινωνικές δυνάμεις. 

Η δυνητική αποστροφή του εντιτόριαλ «θα νικήσουμε, μόνο αν νικήσει η ζωή, γιατί έτσι κι αλλιώς, τίποτε άλλο δεν έχει αξία», βρίσκει στον εχθρό του «κόμματος του θανάτου», εκείνο το συλλογικό όραμα απελευθέρωσης που ενώ κατανοεί την πραγματικότητα που έχουν διαμορφώσει τα συμφέροντα και οι πράξεις των ανθρώπων διαφυλάσσει στη κιβωτό της αγωνιστικής της πλεύσης, την οικουμενικότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Διότι όπως η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι μια ντροπή για όλους, για το σύνολο του ανθρώπινου είδους, η διαμόρφωση μιας κοινωνίας που αυτά θα εκλείπουν είναι ένα φάρος ελπίδας για την διάσωση της συνολικής κληρονομιάς της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ποτέ τη βασική διδαχή του εάν έστω και ένας άνθρωπος είναι ανελεύθερος, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά απελευθερωμένος.

Ένα άλλο ζητούμενο θίγει στο κείμενο του ο Σωτήρης Λυκουργιώτης. Έχει ο φασισμός αισθητική, κι αν ναι σε τι αυτή συνίσταται; Η προσέγγιση του ναζιστικού φαινομένου από πολιτισμική σκοπιά είναι μια δυσχερής εργασία, καθώς εκτός της a priori αμφισβήτησης του πεδίου έρευνας που οριοθετεί, η εξαγωγή συμπερασμάτων και ειδικότερα χρήσιμων για τους τρόπους αντίληψης και αντιπαράθεσης είναι πραγματικά ένα οριακό ζητούμενο. Η καλή γνώση των φιλοσοφικών συντεταγμένων μιας ιστορίας της αισθητικής ως πολιτικού εργαλείου, είναι απαραίτητο στοιχείο για την ανάληψη αυτού του καθήκοντος, και πιστεύω ότι ο συντάκτης ξεπερνά τις προσδοκίες μας με την καταγραφή που παρουσιάζει. Τι σημαίνει σε φιλοσοφικό επίπεδο ο ισχυρισμός του Μπένγιαμιν ότι ο φασισμός αισθητικοποίησε την πολιτική; Η απόδοση του ισχυρισμού ως φετιχοποίησης της τελειότητας επαναφέρει ένα ερώτημα που μόνο εάν το δούμε σε συνάρτηση με τις ζωτικές του συνδηλώσεις αποκτά το νόημα που του αρμόζει. 

Υπήρξε ο φασισμός ένας αντιδραστικός μοντερνισμός ή ένας προδιαφωτιστικός ρομαντισμός, ο μυθολογικός πυρήνας του οποίου είχε στο κέντρο του την κτηνώδη επιβολή της καταστροφής του ανθρώπου διαμέσου και της αυτοκαταστροφικής επιλογής; Εάν θέλουμε να πάψει αυτό το ερώτημα να αποτελεί απλά μια άσκηση θεωρητικής εκγύμνασης οφείλουμε να επανατοποθετήσουμε τον προβληματισμό ως εξής: εάν η φετιχισμένη αισθητική και μορφική τελειότητα στην καρδιά του νεοτερικού κόσμου συστήθηκε ως αρμονία της μαζικής ολιστικής αφήγησης, η οποία αντιστρέφει έναν υλιστικό ντετερμινισμό προς όφελος ενός μεταφυσικού τελολογισμού, πώς αυτή η εκκοσμίκευση της επίκλησης στη μαζική ανθρωποσφαγή επιβιώνει σήμερα, εφ’ όσων γνωρίζουμε πια ότι η ευταξία της «αρμονίας» αυτής συνεισφέρει απλά στην αλάνθαστη κατανομή των χρυσών δοντιών σε όμοιες στήλες προϊόντων που προκύπτουν από την συντεταγμένη εξαΰλωση «κατώτερων» ανθρώπων; Δίνοντας ένα απλό αλλά κατατοπιστικό παράδειγμα: τα κομμουνιστικά καθεστώτα επέλεξαν τις στρατιωτικές στολές που καταδεικνύουν τη ρώμη του καθεστώτος που θα επιβληθεί αλλά και ταυτόχρονα αποτελούν τη λύση στο πρόβλημα της ταξικής ανισότητας εξομοιώνοντας τα υποκείμενα. 

Ο ναζισμός θα επιλέξει τα στρατιωτικά ρούχα για να καταδείξει τον μανιακό στρατιωτικό προσανατολισμό του και επιπροσθέτως για να διευθετήσει το ζήτημα της ομοιώδους έκφρασης της ανώτερης φυλής. Το ελευθεριακό πνεύμα διαμορφώνεται ως άρνηση της κατατρόπωσης του ατόμου, και προσδοκά σε μια κοινωνία που όλοι θα έχουν την υλική δυνατότητα επιλογής αυτού που αρέσκονται χωρίς έξωθεν καταναγκασμό και διαμορφώνει την πολυμορφία ως πραγματική αισθητική αρμονία της απελευθέρωσης. 

Η πολυμορφία σήμερα λογίζεται ως θετική κατάσταση, το αντιεξουσιαστικό της πρόσημο όμως μένει να ολοκληρωθεί διαμέσου της αποαποικιοποίησης της από τη σχέση της εκμετάλλευσης με στόχο το κέρδος που έχει επιβάλλει ο καπιταλισμός. Η χρήση της μαρξικής σκέψης στο άρθρο του Λυκουργιώτη, επιβεβαιώνει και με οικονομικούς όρους το πρόβλημα της αντιστροφής προοπτικής αφού η μορφή – εμπόρευμα συγκαλύπτει το  περιεχόμενο δηλαδή την ίδια την εκμετάλλευση. Η φαινομενικότητα δεν κρύβει όμως απλά την ουσία αλλά και την αποκαλύπτει ταυτόχρονα. Διαβάζοντας όλο το τεύχος, κατανοεί κάποιος μια κοινότητα ψεύτικων διλλημάτων: ο φασισμός και η αστική δημοκρατία στον Τερζάκη η οικονομία ως βάση και ο πολιτισμός ως εποικοδόμημα, στον Λυκουργιώτη το ταξικό συμφέρον και η αλλοτριωμένη φαντασιακή θέσμιση που αποδομούνται με μια διαλεκτική που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τον σύγχρονο ελευθεριακό λόγο.

Ακολουθούν τα άρθρα της Νεφέλης Πανδίρη και του Δημήτρη Καταϊφτσή μελών της συντακτικής ομάδας της Θεσσαλονίκης, τα οποία έχουν ιστορικό περιεχόμενο. Για να μην μονοπωλήσει το ενδιαφέρον αυτή η εισαγωγή, θα αρκεστώ να πω ότι η ερμηνεία της ιστορικής συγκυρίας αποκτά νόημα για το ανταγωνιστικό κίνημα όταν κατορθώνει να διαρθρώνει μια κριτική σκέψη που αποκαλύπτει κοινές συσπειρώσεις συμφερόντων σε σύγχρονους ιστορικούς τόπους. Η μάχη που δίνεται ενάντια στη συλλήβδην παραχώρηση του γερμανικού προλεταριάτου στο ναζισμό είναι κατ’ ουσίαν μια ιστοριογραφική μάχη που επίδικο για εμάς έχει όχι την ακαδημαϊκή διαμάχη αλλά την υπεράσπιση της επαναστατικής πολιτικής και θεωρίας από τις φιλελεύθερες αφηγήσεις που στόχο έχουν να αθωώσουν τον καπιταλισμό ως μήτρα του φασισμού, ή με άλλα λόγια επιχειρούν να κάνουν τον Χορκχάιμερ να το βουλώσει αντ’ αυτών.

Η δε ιστορία της Σιδηράς Φρουράς στη Ρουμανία αποκτά μια επίκαιρη χροιά παρατήρησης των ενδοφασιστικών διενέξεων και αντιπαραθέσεων οι οποίες «φυσικά ως φάρσα περισσότερο» έλαβαν χώρα πρόσφατα και στην Ελλάδα του 21ου με τις διώξεις Μιχαλολιάκου από τον Δένδια.

Το προμήνυμα κινδύνου που στέλνει η Άννα Καραγεωργίου έχει πολλούς αποδέκτες. Παίρνοντας μόνο ως αφορμή την φασιστική απειλή με ένα κείμενο-μανιφέστο προβληματισμού πάνω στη σύγχρονη κατάσταση, ανασκαλεύει την φιλοσοφία της ιστορίας χρησιμοποιώντας ένα πολύ δυνατό και αιχμηρό εργαλείο: επίλεκτες ερμηνείες από την ιστορία της φιλοσοφίας. Μ’ ενα πολυεπίπεδο γραπτό, μας δίνει την αίσθηση ότι φέρνει τον διαρκή θύτη δολοφόνο-ναζιστή Ρουπακιά σε έναν διαχρονικό φιλοσοφικό  και αιματηρό διάλογο με το θύμα του που μέσα στο διηνεκές του ιστορικού χρόνου και τόπου αυτό θα μπορούσε να είναι ο στοχαστής Βάλτερ Μπένγιαμιν, όπως ακριβώς ο Χίτλερ θα μπορούσε να έχει δολοφονήσει τον Παύλο Φύσσα.

Δυο κείμενα για την οργάνωση των αναρχικών που αποτελεί κεντρικό άξονα των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται η επιθεώρηση του Κοινωνικού Αναρχισμού, φιλοξενούνται στις επόμενες σελίδες του και εμπλουτίζουν τον ορίζοντα της ελευθεριακής σκέψης γύρω από το θέμα αυτό. Ο Σπύρος Δαπέργολας σκιαγραφεί με απλά και κατανοητά λόγια το πλαίσιο διαφόρων προβληματισμών γύρω απ’ το ζήτημα της οργάνωσης, ενώ ταυτόχρονα συνοψίζει χωρίς ιδεοληπτικές προσθήκες την αναγκαιότητα ύπαρξής της. Η προσπάθεια αυτή παίρνει νέα μορφή πλέον δεδομένου ότι παύει να αποτελεί ευχολόγιο αλλά από τον προηγούμενο Μάρτιο αποτελεί ζωντανή διαδικασία ζύμωσης μετά την πρωτοβουλία διαλόγου που πάρθηκε για την δημιουργία πανελλαδικής αναρχικής οργάνωσης, η οποία έχει διοργανώσει ήδη 2 πανελλαδικές συναντήσεις, με τη συμμετοχή δεκάδων αναρχικών συλλογικοτήτων. 

Ο Αντώνης Δρακωνάκης με το άρθρο του βάζει στο κοινωνιολογικό μικροσκόπιο τις πολιτικές σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε μικρές ομάδες που δεν καθορίζονται με βάση το πολιτικό τους πρόγραμμα αλλά τις ίδιες τις αναπτυσσόμενες σχέσεις, αυτό που ο ίδιος ονομάζει παρέα, και σχεδιάζει μια αφήγηση υπέρβασης αυτής της απαραίτητης ίσως αλλά σίγουρα όχι επαρκούς δομής συλλογικοποίησης προς την τάση της περαιτέρω οργάνωσης με βάση ένα πολιτικό σχέδιο που εδράζεται στις κοινωνικές ανάγκες.

Η ύλη του δεύτερου τεύχους κλείνει με κάποιες μόνιμες στήλες, για την μετάφραση επιλέχθηκε το παλαιότερο συστηματικό πρόγραμμα του γερμανικού ιδεαλισμού, ένα κείμενο των Χέγκελ, Σέλλινγκ και Χεντερλινγκ, γραμμένο στα 1797 στο οποίο παρουσιάζουν μια όψη του φιλοσοφικού τους στοχασμού πάνω στο ζήτημα της ηθικής, τη μετάφραση έκαναν η Βασιλική Σουλιώτη και ο Σωτήρης Λυκουργιώτης. 

Στη βιβλιοπαρουσίαση βρίσκουμε το έργο Ουτοπία και επανάσταση του Μπλοχ όπως μας το παρουσιάζει η Έλενα Νακοπούλου ενώ στο αρχείο από τις σελίδες του αντιεξουσιαστικού κινήματος της μεταπολίτευσης αναπαράγουμε το άρθρο του Άρη Καρύτσα για την επινόηση του ελληνικού έθνους από το 13ο τεύχος της Ελευθεριακής Κίνησης του Δεκέμβρη του 1998. Ένα έξοχο αντιεθνικιστικό κείμενο το οποίο ενώ διεκδικεί δάφνες επιστημονικής ιστοριογραφικής μελέτης δεν απολύει την πολιτική του οξυδέρκεια, συνεισφέροντας πολύ χρήσιμα συμπεράσματα πάνω στη κατασκευή του έθνους και την ελληνική περίπτωση εθνικής αφήγησης. 

Οι τελευταίες σελίδες του περιοδικού παρουσιάζουν τα σκίτσα του Τζόρτζ Γκρός τα οποία φιλοτεχνούν αυτό το δεύτερο τεύχος, με ένα σημείωμα που έκανε η Άννα Καραγεωργίου. Απ’ τη μεριά μας ελπίζουμε το αναγνωστικό κοινό να βρει ενδιαφέροντα τα κείμενα του τεύχους και να υποστηρίξει την έκδοση με την ίδια ένταση που ανταποκρίθηκε και στο πρώτο τεύχος, και τέλος η ύπαρξη αυτής της έκδοσης να αποτελεί άλλη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό των απελευθερωτικών εγχειρημάτων που κοπιάζουν για την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, μιας απελευθέρωσης που καλώς ή κακώς προϋποθέτει τη θεωρητική ανάλυση και ερμηνεία όχι σε βάρος της πράξης αλλά σε ένα συνεχές αρμονικό συμβάδισμα στο δρόμο που όπως μας εμπιστεύτηκαν οι Ζαπατίστας, φτιάχνεται περπατώντας προς την Ουτοπία.

1 σχόλιο:

  1. Μάλλον απο τότε που ο Φωτόπουλος έγινε απολογητής του εγχώριου ναζισμού, και τα κείμενα του βρίσκουν χώρο δημοσίευσης στην εφημερίδα της Χρυσής Αυγής

    Νεοταξίτικος Αντιμπεριαλισμός με σως γεωπολιτικού εκφασισμού

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η διάφανη Λίμνη