Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Βιβλιοκριτική “Urban Protest in seventeenth century, France the culture of retribution” (W. Beik)

του Άρη Δ. Τσιούμα

Εισαγωγικά

Πριν προχωρήσουμε στη σκιαγράφηση του βιβλίου, θα δώσουμε σύντομα μερικά βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα. Ο William Beik είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Evory της Ατλάντα, καθώς επίσης και συντάκτης της έκδοσης του Πανεπιστημίου του Cambridge “New Approaches to European History”. Εκτός από το βιβλίο με το οποίο καταπιάνεται η βιβλιοκριτική έχει εκδώσει επίσης και το βιβλίο: «Αbsolutism and society in seventeenth-century France” το οποίο είναι και το πιο γνωστό, καθώς γι’ αυτήν την έκδοση κέρδισε το βραβείο της Αμερικάνικης Ιστορικής Ένωσης “Herbert Baxter Adams”. Η έκδοση αυτή έχει επιπρόσθετη αξία σε σχέση με το βιβλίο για το οποίο έγινε και η βιβλιοκριτική που καταθέτουμε καθώς συμπληρώνει αρμονικά την μικρο-ιστορία των περιορισμένων αφηγήσεων που αφορούν σε γεγονότα όπως οι αστικές εξεγέρσεις που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό με την γενικότερη εικόνα που υπάρχει στην «Μεγάλη Ιστορία» της Γαλλίας του 17ου αιώνα. Παράλληλα, η μια έκδοση μοιάζει να συμπληρώνει την άλλη ακόμα και σε ένα συμβολικό επίπεδο, αφού ο κοινός πυρήνας της εργασίας τους, δηλαδή το φαινόμενο του Απολυταρχισμού, αποδίδεται σε ένα διαλεκτικό συμπλήρωμα κάνοντας την εμφάνιση του ως καθ’ εαυτό στη μια έκδοση και ως το αντίστροφό του στην άλλη, που δεν είναι άλλο, από την υγιή αντίδραση της τιμωρίας, στο βιβλίο με το οποίο ασχολούμαστε. Η δικαίωση αυτής της παρατήρησης φιγουράρει στον υπότιτλο του βιβλίου και σχετίζεται άμεσα με την έννοια “retribution”, την τιμωρία δηλαδή, της οποίας η κουλτούρα, ή ο πολιτισμός καλύτερα, αποτελεί το αντισταθμιστικό φαντασιακό των εξεγερμένων Γάλλων στις πόλεις τον 17ο αιώνα απέναντι στην απόλυτη ελέω Θεού βασιλεία, 100 χρόνια περίπου πριν αυτή καρατομηθεί στις γκιλοτίνες του Διαφωτισμού, στην ίδια χώρα.




Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά είναι μια έρευνα πάνω σε ένα σχετικά παραμελημένο κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας τόσο από άποψη χρονική όσο και από άποψη περιεχομένου. Οι άγονοι αιώνες του περάσματος από τον Μεσαίωνα στον Διαφωτισμό, η τελευταία περίοδος της Απολυταρχικής Μοναρχίας, και ειδικότερα η διαντίδραση των πολιτών με αυτή, αποτελούν μια πτυχή λίγο εξερευνημένη έως τώρα, ή καλύτερα μια εποχή η οποία ίσως μένει στο φόντο λόγω της επικάλυψης που γεννούν τα γεγονότα που δεσπόζουν στις υποθετικές άκρες της περιόδου που εξετάζει με μεγάλη διαύγεια και σαφήνεια ο κ. William Beik. Η έρευνα έχει τη μορφή ενός ετεροχρονισμένου οδοιπορικού σε 17 πόλεις της Γαλλίας όπου σημειώνονται μικρότερες ή μεγαλύτερες εξεγέρσεις για παρόμοια ή διαφορετικά ζητήματα κάθε φορά, που περικλείουν μια γκάμα προβλημάτων με κυριότερο το αιώνιο ζήτημα της επιβολής και της είσπραξης των φόρων.

Στόχος του συγγραφέα είναι, εκμεταλλευόμενος την διεισδυτική έρευνα στις συγκεκριμένες διαδικασίες εξεγέρσεων οι οποίες περιγράφονται λεπτομερώς σε μια εξαίρετη χρήση των πολύτιμων αρχείων που έχουν διασωθεί, να δώσει μια όσο το δυνατόν πιο καθαρή εικόνα της διαλεκτικής της σύγκρουσης ανάμεσα στην εξουσία με τη μορφή της Απόλυτης Μοναρχίας από τη μια πλευρά, και των πολιτών που αντιστέκονται σε αποφάσεις που κρίνουν άδικες από την άλλη.

Κάνοντας μια ενδελεχή καταγραφή του φαινομένου και αναλύοντας το σε επαναληπτικές εμφανίσεις συνθημάτων, λογικών, νοοτροπιών και αιτημάτων του πλήθους καθώς και των μέσων με τα οποία διεκδικούν ή καλύτερα τιμωρούν, ο συγγραφέας πετυχαίνει μια σχετικά εύκολη κατηγοριοποίηση των φαινομένων, έτσι ώστε να γίνει πιο εφικτή η προσέγγιση της περιγραφής του «πολιτισμού της αντίστασης» της περιόδου που αποτελεί και τον βασικό άξονα του πονήματος.

Συμπληρωματικά, η ίδια διεισδυτική ματιά στα γεγονότα δίνει το στέρεο έδαφος από όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να παρατηρήσει τα κίνητρα, τις δομές τόσο των εξεγερμένων όσο και της πόλης στο σύνολο της, να αντιληφθεί συσσωματώσεις της ταξικής διαστρωμάτωσης των πόλεων και τη θέση που παίρνουν οι αντίπαλοι σε κάθε διαδικασία.
Σε κάθε περίπτωση μέσα από αυτή την αναλυτική προσπάθεια το εύρος των πληροφοριών αυξάνεται, καθώς προσφέρει μέσα από σχετικά περιορισμένα γεγονότα συνθήκες οι οποίες υπό όρους θα μπορούσαν να περιγράφουν ένα πιο ολοκληρωμένο κομμάτι της Γαλλικής κοινωνίας του 17ου αιώνα.
Σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο γράφτηκε το βιβλίο και την μεθοδολογική προσέγγιση του συγγραφέα, είναι η καταγραφή άλλων προσεγγίσεων που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από άλλους επιστήμονες. Κάποιες από αυτές είναι η συγκριτική μέθοδος η οποία εστιάζει στην μελέτη των επιπτώσεων της κάθε εξέγερσης, ανιχνεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ίδια την φύση της εξέγερσης. Βασικό εργαλείο της παραπάνω προσέγγισης είναι η συστηματική καταγραφή της συχνότητας των φαινομένων καθώς επίσης και η μελέτη της πυκνότητας του πληθυσμού. Επιχειρείται έτσι ένας συσχετισμός ανάμεσα σε διάφορα γεγονότα.

Άλλη προσέγγιση η οποία έχει συστηθεί από τον Berce βασίζεται και πάλι στην κατηγοριοποίηση αλλά αυτή τη φορά με βάση την αιτία της διαδήλωσης ή κάποια ιδιότητα των διαδηλωτών. (π.χ. θρησκευτικές πεποιθήσεις, ή αντίδραση σε φορολογικές επιβαρύνσεις, σε αύξηση τιμών, ή σε στρατιώτες κλπ). Όπως όλες οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις και αυτή έχει να επιδείξει θετικά και αρνητικά στοιχεία. Στα θετικά της είναι η απλοποίηση φαινομένων μέσω της κατηγοριοποίησης. Στα αρνητικά είναι ο διαχωρισμός που προκύπτει ως παράγωγο της μεθόδου, ο οποίος συσκοτίζει κοινές πτυχές των εξεγέρσεων ως αποτέλεσμα της τεχνητής «απομόνωσης» πληθυσμού σε υποκατηγορίες.
Μια παραλλαγή της παραπάνω προσέγγισης η οποία συστήθηκε από την τάση των ιστορικών κοινωνιολόγων, προτείνει την σύνδεση των κινήτρων των εξεγερμένων με μεγαλύτερα κεντρικά γεγονότα, όπως η άνοδος του κράτους ή η άνοδος του καπιταλισμού. Προωθείται έτσι η ανάγνωση των εξεγέρσεων ως ενσυνείδητο ή και ασυνείδητο διαλεκτικό πράττειν που υποθάλπτει τις αντιστάσεις των κοινωνιών απέναντι στις ριζικές αλλαγές των δομών που συντελούνται μακροκοινωνικά.

Μια ακόμη προσέγγιση αποτελεί η κοινωνιολογική ανάλυση των εξεγερμένων. Η κατηγοριοποίηση τους δηλαδή με βάση την κοινωνική τους ταυτότητα. Οι κατηγορίες, περιλαμβάνουν την ταυτότητα, το επάγγελμα, τον τόπο διαβίωσης, τα εισοδήματα, τους τίτλους ευγενείας, την ιθαγένεια, την οικογενειακή κατάσταση, τη συμμετοχή σε οργανώσεις κλπ. Απέναντι σε αυτή την μεθοδολογική προσέγγιση η οποία ενσωματώνει πολλά δημογραφικά στοιχεία οι ιστορικοί σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα θα πρέπει να στέκονται επιφυλακτικά, καθώς εγείρονται ιδιαίτερα προβλήματα από την αυθαίρετη αυτή καταγραφή. Άλλωστε δεν αντιμετωπίζεται το σταθερό ζήτημα της αναντιστοιχίας μεταξύ της προσωπικότητας και της κοινωνικής ταυτότητας και το ρόλο που παίζει αυτή σαν συνείδηση για τις πράξεις του ατόμου.

Μια επιπρόσθετη μεθοδολογική προσέγγιση, η οποία σε μια πιο εξειδικευμένη παραλλαγή της μοιάζει να υιοθετείται σε ένα λειτουργικό επίπεδο από τον ίδιο τον συγγραφέα, αντλεί τις καταβολές της από την σύνθεση της ιστορίας με την επιστήμη της ψυχολογίας. Εδώ παρατίθεται η βασική αντίληψη της προσέγγισης, όπως προτείνεται από τον Gustave Le Bon και αφορά στην μαζική ψυχολογία. Την κατάσταση εκείνη δηλαδή που προσπαθεί να εμπλέξει στην αφήγηση των εξεγέρσεων την επιλογή της ψυχολογικής προσέγγισης σαν συνολική εικόνα των πράξεων ενός σώματος. Σε αυτή την περίπτωση του πλήθους των εξεγερμένων.
Παράγωγο της προσέγγισης αποτελεί η θέση για ξεπέρασμα του ατομικού «έλλογου» από το μαζικό «παρ-άλογο». Η υιοθέτηση επιλογών δηλαδή στο επίπεδο του συλλογικού «πράττειν» το οποίο φαίνεται σαν ανέφικτο στο επίπεδο του ατομικού. Αυτή η προσέγγιση που ενέχει την ανάλυση της συμπεριφοράς του πλήθους στο επίπεδο που γεννιέται μια νέα φόρμα επεξήγησης κοινωνικών φαινομένων που ρέπει στον «συμπεριφορισμό», διεκδικεί μια de facto αστοχία όταν εφαρμόζεται κατ’ εξοχήν σε «μοντέρνα πλήθη». Η θετικότερη βαριάντα στην οποία καταφεύγει ο συγγραφέας και υποβοηθά την λειτουργική ανάγνωση του κοινωνικού φαινομένου της αστικής εξέγερσης στον αιώνα που αναφέρεται, συνδέεται με την μεθοδολογική πρόταση των Davis-Muchembled η οποία οριοθετεί την ανθρωπολογική ανάλυση των εξεγερμένων στη βάση των κοινοτικών κανόνων συμπεριφοράς. Η χρησιμότητα της προσέγγισης γίνεται περισσότερο έκδηλη εάν συσχετιστεί με τον προαναφερόμενο κεντρικό στόχο του συγγραφέα που δεν είναι άλλος από την σκιαγράφηση της κουλτούρας (culture) των εξεγέρσεων. Η ικανοποίηση του στόχου εμπεριέχει την ταυτοποίηση κοινών χαρακτηριστικών που υπαγορεύονται από κοινές νόρμες του συλλογικού ενσυνείδητου, αποφεύγοντας αυθαίρετες γενικολογίες. Φαίνεται πως η σύνδεση της ιστορίας με την κοινωνική ανθρωπολογία -με δεδομένη την επιστημονική έρευνα στο συγκεκριμένο κάθε φορά ζήτημα- αποτελεί το όργανο αποκαθαρισμού των αστοχιών που γεννά η σύνδεση της ιστορίας με την πιο ρευστή επιστημονικά νοοτροπία της ψυχολογικής προσέγγισης.

Τελευταία προσέγγιση που καταγράφει ο συγγραφέας είναι η “ιδεολογική” όπως την εισήγαγε ο Ronald Mousnier. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η αντιμαρξιστική θεώρηση (απέναντι κυρίως στην ταξική πάλη) και η εξύψωση της πολιτισμικής διεκδίκησης σαν καταλυτικό κίνητρο των εξεγέρσεων όσο και σαν λυδία λίθο του ερμηνευτικού σχήματος της «society of orders» που εμπνεύστηκε σαν αποτέλεσμα της ενασχόλησής του με την περίοδο του 17ου αιώνα στη Γαλλία. Σε αντιδιαστολή με την προσέγγιση του Mousnier έχουμε την κάθετη διαφοροποίηση του Σοβιετικού Porchnev με την «ορθόδοξη» μαρξιστική ταξική προσέγγιση της περιόδου (σημείο έντονης δημόσιας αντιπαράθεσης με τον Mousnier) και την πιο εκλεπτυσμένη μεταμαρξιστική -και ευρέως υποστηριζόμενη- προσέγγιση του E.P.Thompson.

Μέσα από αυτές τις προσεγγίσεις που καταγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου προκύπτει και η σύνθεση η οποία υποστηρίζει την δική του προσέγγιση. Εξηγεί ότι η ανάλυση του έχει πάρει δάνεια από όλες τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις, όμως όπως είναι φυσιολογικό αυτή η σύνθεση δεν προέκυψε σαν «tabula rasa» αλλά επεξεργάστηκε κριτικά από τον ίδιο, ο οποίος προσπάθησε να αναδείξει τα θετικότερα στοιχεία των διάφορων μεθοδολογικών εργαλείων και παράλληλα να υποβαθμίσει άλλα τα οποία κατά την άποψη του χάλκευαν σε κάποιο βαθμό την πιστότητα της έρευνας και της εργασίας, ή οδηγούσαν σε αστοχίες οι οποίες θόλωναν την πραγματική εικόνα των γεγονότων.

Μια πιο αναλυτική ματιά στην μεθοδολογική προσέγγιση του συγγραφέα θα μας αποκαλύψει την επικέντρωσή του στη συμπεριφορά των εξεγερμένων κατά τη διάρκεια της εξέγερσης κοιτώντας όμως όχι ένα στείρο ψυχογράφημα των ατόμων έστω και σαν σύνολο, αλλά στην αλληλεπίδραση μεταξύ αρχών και εξεγερμένων, ή των εξεγερμένων μεταξύ τους. Εδώ εμφανίζεται πιο έκδηλα το ζήτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης, το οποίο εισάγει και την επιστήμη της κοινωνιολογίας στο προσκήνιο της αφήγησης καθώς απόψεις όπως του Durkheim θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε ένα θεωρητικό επίπεδο στην ανίχνευση του τύπου αλληλεγγύης και διαντίδρασης που παράγεται σε συνθήκες βίας.

Μια βασική επεξήγηση που αφορά ακόμα και στον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου μας παρέχει επίσης ο ίδιος ο συγγραφέας καθώς διασαφηνίζει το background της σκέψης που τον οδήγησε σε μια καταγραφή του «urban protest». Συνήθως λόγω κυρίως του εύρους τους τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε γεωγραφικό χώρο, καθώς επίσης και λόγω της ταύτισης του κέντρου των εξεγέρσεων με το κυρίαρχο μέσο παραγωγής, οι αγροτικές εξεγέρσεις είχαν μια πιο τιμητική θέση στη Ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία. Ο William Beik επεξηγεί ότι, προσπαθώντας βέβαια να αποφύγει τον τεχνητό διαχωρισμό ανάμεσα σε πόλη και χωριό, επέλεξε να επικεντρώσει την έρευνα του στις αστικές εξεγέρσεις λόγω της καλύτερης και πιο συγκεκριμένης εικόνας που υπάρχει για την αστική ζωή σε αντίθεση με την αγροτική, και τους μικρούς στρατούς που αυτή γεννούσε κατά την περίοδο των εξεγέρσεων. Τέλος, ο συγγραφέας προσπαθεί να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα στοιχειοθετημένη η εργασία του, με εκμετάλλευση μεγάλου όγκου πηγών της εποχής, που αφορούν στην πόλη.

Κλείνοντας αυτήν την εισαγωγή που επιχείρησε μια ανάλυση της μεθοδολογικής προσέγγισης που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούν και κάποια στοιχεία, έτσι ώστε να οριοθετηθεί το έργο και από μια ιστοριογραφική οπτική. Το βιβλίο που έχει εκδοθεί το 1997 διαθέτει κάποια από τα καλύτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της σχολής των Annales. Αν και φοβερά απομακρυσμένη η ημερομηνία έκδοσής του από την ένταξη της σχολής στις επιλογές των αναλυτικών εργαλείων της Ιστορικής επιστήμης το έργο διατηρεί σφριγηλή όλη τη νεότητα της κοινωνιστικής σχολής των Anales. Πιο συγκεκριμένα ο συγγραφέας επιχειρεί μια αφήγηση για κάποια κεντρικά ή μη γεγονότα τα οποία όμως σίγουρα επηρεάζουν σε έναν βαθμό την κατασκευή συλλογικών ταυτοτήτων και αποτελούν μνήμη της Γαλλικής αλλά και Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Το σημαντικό σε αυτή την εργασία είναι η προσέγγιση από την κοινωνική βάση και όχι μια αυθαίρετη γενικολογία που θα εκφύλιζε το έργο από το επίπεδο της έρευνας στο επίπεδο των βασισμένων στην υπόθεση συμπερασμάτων. Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει μια αφήγηση από-τα-κάτω την οποία φροντίζει να μπολιάσει με αναφορές σε επίσημα στοιχεία και καταγραφές έτσι ώστε να μην διαβρωθεί η τεχνική της αφήγησης από την κοινωνική βάση σε έναν αντι-επιστημονικό υποκειμενισμό, έτσι όπως έχει κάνει και αυτός αισθητή την παρουσία του τα τελευταία χρόνια σαν επιλογή της Ιστοριογραφίας.

Σύμμαχο σε αυτήν την υπόθεση ο συγγραφέας έχει την χρονική περίοδο που εξετάζεται, καθώς είναι αδύνατο να υπάρξουν μαρτυρίες ακόμη και από απογόνους ανθρώπων που μπορεί να συμμετείχαν στα γεγονότα έτσι ώστε αποφεύγεται πιο εύκολα η προσέγγιση που χρωστά πολλά στην υποκειμενική αφήγηση.
Απ’ την άλλη μεριά αυτό το ίδιο το γεγονός της έλλειψης μαρτυριών, πρέπει να επισημάνουμε, ότι υποβαθμίζει σε έναν μεγάλο βαθμό τις προσεγγίσεις που βασίζονται σε άμεσα ανθρωπολογικές ή ψυχολογικές αναλύσεις, αντίθετα προκρίνει τις προσεγγίσεις που βασίζονται στη μελέτη των θεσμών σε οικονομικό, πολιτικό και κοινοτικό επίπεδο.

Argenteuil 1644

Τα γεγονότα στο Argenteuil το 1644 είναι από αυτά που ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «μικρής σημαντικότητας», ωστόσο όμως χρήσιμων για την εξαγωγή συμπερασμάτων πάνω στην συλλογική αίσθηση του κοινοτικού δικαίου. Τα επεισόδια σε αυτή την πόλη το καλοκαίρι του 1644 αφορούν στη βίαιη αντίδραση 500 και πλέον πολιτών ενάντια στους φοροεισπράκτορες. Αν και τα γεγονότα δεν λαμβάνουν διαστάσεις και λήγουν μέσα σε μια μέρα με την απομάκρυνση των υπαλλήλων, παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποια στοιχεία που μας βοηθούν να αποκτήσουμε μια καλή εικόνα των καταστάσεων. Σε αυτά τα στοιχεία μπορούμε να αναφέρουμε τον θεσμό της «υπεργολαβίας» που φαίνεται να χρησιμοποιεί η Απολυταρχική βασιλεία για την είσπραξη των φόρων, δίνοντας ένα επιπλέον κίνητρο αποτελεσματικότητας στους φοροεισπράκτορες. Η συγκεκριμένη αναφορά μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τον μηχανισμό καθώς και τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω από την φορολογική πολιτική, η οποία σε ένα μεγάλο βαθμό καθορίζει και τις ταξικές θέσεις και αντιθέσεις. Επιπλέον πληροφορίες για την συλλογική αίσθηση του κοινοτικού δικαίου ειδικότερα σε επεισοδιακές καταστάσεις μας δίνει η λεπτομερής περιγραφή των συμβάντων με την περιγραφή όλης της διαδικασίας: από την εκφορά απειλών και την χρήση συγκεκριμένης ορολογίας για εκφοβισμό και εκβιασμό των υπαλλήλων μέχρι τη χρήση -διαφόρων επιπέδων- βίας. Είναι αυτές οι εκφορές και συμπεριφορές καθώς επίσης και η επαναληπτικότητα των οποίων που οριοθετούν έναν πολιτισμό της εξέγερσης, μια κουλτούρα της τιμωρίας, η οποία αποτελεί το βασικό πυρήνα του τρόπου διαντίδρασης των πολιτών με την Απολυταρχική Εξουσία.

Με αφορμή τα συμβάντα στην πόλη Argenteuil, ο συγγραφέας προσπαθεί να σχηματοποιήσει τις πρώτες κοινές ρίζες των τοπικών εξεγέρσεων. Σε αυτή την πρώτη προσέγγιση επικεντρώνει την προσπάθειά του στους λεκτικούς διαξιφισμούς, που αποτελούν σημαντικό παράγοντα κοινής συμπεριφοράς και αντιμετώπισης στις διαδικασίες εξέγερσης. Επίσης, σημαντικό είναι το επίπεδο βίας που ασκεί ο όχλος. Εδώ η προσπάθεια επεξήγησης και ένταξης σε πλαίσιο κοινής κουλτούρας από τον συγγραφέα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κεντρικό κριτήριο για το επίπεδο βίας που επιλέγουν οι εξεγερμένοι να ασκήσουν αποτελεί το επίπεδο αντιπροσωπευτικότητας της εξουσίας που διαβλέπουν στο πρόσωπο του «θύματος».

Τέλος ο συγγραφέας, με βάση τα γεγονότα στην ίδια πόλη οριοθετεί την έννοια του συλλογικού που υπάρχει στην κοινότητα, τονίζοντας τις καταστάσεις εξαίρεσης που διασπούν την ολοκληρωτική ταύτιση των υποκειμένων με το ενιαίο σαν θέση που διαπερνά κάθετα όλη την κοινότητα. Υπάρχει -σχεδόν πάντα- ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό μελών της κοινότητας τα οποία είτε δεν συμμετέχουν στα γεγονότα, είτε δρουν υποβοηθητικά στις αρχές τις οποίες η κοινότητα σαν σύνολο έχει στοχοποιήσει σαν εχθρό της σε κάποια χρονική στιγμή.

Σκηνογραφία και λαός

Ένας ακόμη από τους λόγους που ο συγγραφέας επέλεξε την ενασχόληση με τις αστικές εξεγέρσεις ήταν γιατί σε αυτή τη προσπάθεια σκιαγράφησης της κουλτούρας της τιμωρίας η επικύρωση κοινών σημείων ήταν πιο εύκολη καθώς οι πηγές είναι πιο πλούσιες και τα στοιχεία πιο συγκεκριμένα, έτσι ώστε να είναι εφικτό να βγουν όσο το δυνατό πιο ασφαλή συμπεράσματα. Η τεχνική του συγγραφέα η οποία όπως όλες έχει θετικά και αρνητικά στοιχεία είναι να παρουσιάζει την πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση σε σχέση με αυτό που επιθυμεί κάθε φορά να περιγράψει. Αυτή η τεχνική απλοποιεί ασφαλώς τα πράγματα αλλά όταν δεν γίνεται με μεγάλη προσοχή και ενδελεχή έρευνα ίσως οδηγήσει σε αστοχίες.

Με αφετηρία τη δηλωμένη πρόθεση συσχετισμού των εξεγέρσεων σε διαφορετικές πόλεις σαν ζωντανά πολιτισμικά και κοινωνικά γεγονότα και όχι σε μια ευθεία αντιστοίχηση ταύτισης διαφορετικών γεγονότων, ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε στοιχεία που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, σύμφωνα και με την προαναφερθείσα μεθοδολογική προσέγγιση. Έτσι λοιπόν ορθά ρίχνει το βάρος στην αναζήτηση ομοιοτήτων σε δομικό επίπεδο, ξεκινώντας την έρευνα από τους δυο βασικούς συντελεστές των γεγονότων, τις πόλεις και τους ανθρώπους. Με βάση αυτή τη συλλογιστική ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας σαν πρότυπο το Bordeaux -πόλη στην οποία θα συντελεστεί η πιο σημαντική εξέγερση που περιγράφεται- δίνει μια αναλυτική περιγραφή του πως ήταν οι πόλεις στη Γαλλία το 17ο αιώνα, τονίζοντας την κοινή ρυμοτομία, με επίκεντρο τα κτήρια που αποτελούσαν «πολιτικούς στόχους» κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων.
Έτσι έχουμε μια σαφή εικόνα η οποία περιλαμβάνει τα χαρακτηριστικά των φτωχών και των πιο πλούσιων γειτονιών, την επεξήγηση του χτισίματος της συνοικίας γύρω από κάποια εκκλησία, τη λογική σύμφωνα με την οποία το βασικό κτήριο εξουσίας δεσπόζει στο κέντρο της πόλης κ.α. Ο συγγραφέας υποστηρίζει με σχέδια και εικόνες την θέση του ότι «οι παρόμοιες δομές εγείρουν παρόμοιες αντιδράσεις σε κάθε πόλη».
Η άποψη αυτή μπορεί να δικαιωθεί από επαναληπτικές κινήσεις του πλήθους που διαγράφουν μια αυτοματοποιημένη διαδικασία όπως η συγκέντρωση του πλήθους από τις φτωχές συνοικίες στο κέντρο και μια σχεδόν δεδομένη επίθεση στο κεντρικό κτήριο που συμβολίζει την κεντρική εξουσία σε τοπικό επίπεδο.

Πέρα από τη ρυμοτομία των πόλεων, υπάρχουν κι άλλα πιο ειδικά στοιχεία που σχετίζονται με τον τρόπο που είναι χτισμένη η πόλη και έχουν έναν ειδικό ρόλο σε συνθήκες εξέγερσης. Ένα από αυτά είναι η ύπαρξη μιας και μοναδικής εισόδου σε κάθε πόλη, η οποία φυλάσσεται και κλείνει το βράδυ ενώ τα κλειδιά της πόρτας τα κρατά ο δήμαρχος. Η ύπαρξη τάφρου έξω από κάστρα είναι άλλο ένα κοινό στοιχείο που παίζει ρόλο σε εξεγερτικές συνθήκες. Άλλα σημαντικά στοιχεία που σχετίζονται με τη ρυμοτομία της πόλης έχουν να κάνουν με τη θέση του κεντρικού ξενοδοχείου που φιλοξενούσε πολλές φορές τους απεσταλμένους του βασιλιά (δικαστές, φοροεισπράκτορες κλπ), η ύπαρξη κάποιας πλατείας με δυνατότητες συγκέντρωσης πολλών ανθρώπων εκεί, η θέση των φυλακών που συνήθως ήταν χαλαρά φυλαγμένες, ενώ επίσης μεγάλη σημασία είχε η θέση της κεντρικής εκκλησίας. Πολύ σημαντική είναι επίσης η επισήμανση που κάνει ο συγγραφέας ότι όλες οι πόλεις είναι αρκετά μικρές ώστε να μπορούν να περπατηθούν σε μια ώρα. Μια ακόμη παρατήρηση της οποίας η σημαντικότητα θα φανεί σε βάθος χρόνου σχετίζεται με την μορφή που έχουν οι δρόμοι στις πόλεις. Οι στενοί και φιδογυριστοί δρόμοι -η έλλειψη ουσιαστικά οποιουδήποτε σχεδίου πόλης- αποτελούν μια τέλεια συνθήκη για το στήσιμο αποτελεσματικών οδοφραγμάτων σε περιόδους σύγκρουσης. Αρκετά χρόνια μετά η ρυμοτομία θα συνδεθεί πιο στενά με το στόχο της μείωσης της αντίστασης των κατοίκων των πόλεων.

Ο έτερος πυλώνας, και ίσως ο πλέον καθοριστικός είναι το ίδιο το ανθρώπινο δυναμικό που ζει στις πόλεις και «κραυγαλέα εξεγείρεται στη Γαλλία τον 17ο αιώνα» όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Στις πρώτες οριοθετήσεις που κάνει ο συγγραφέας περιλαμβάνεται ο διαχωρισμός των «εκ των άνωθεν» πραξικοπημάτων και των μεμονωμένων «από τα κάτω» επιθέσεων. Έπεται μια πρώτη παρατήρηση της ταξικής διαστρωμάτωσης των πόλεων με την επισήμανση ότι οι διαφοροποιήσεις τουλάχιστον σε επίπεδο συνοικιών δεν είναι κάθετες.
Φυσικά εξέχουσα θέση στην ανάλυση της κατάστασης παίζει η δημογραφική προσέγγιση του πληθυσμού, πρωτίστως ο πληθυσμός και έπειτα διάφορα άλλα δημογραφικά στοιχεία ανάλυσης του (ηλικιακή διαστρωμάτωση, επαγγέλματα κ.α).

Ο διαχωρισμός των επί μέρους καταστάσεων πρέπει να πούμε εδώ ότι είναι πολύ σημαντικός. Ο συγγραφέας λαμβάνει υπ’ όψιν του, καθοριστικούς παράγοντες που διαφοροποιούν τις καταστάσεις κάθε φορά. Αυτή είναι μια ακόμα σωστή προσέγγιση, καθώς ο συγγραφέας αποφεύγει να αναζητήσει ομοιότητες -που αποτελεί το βασικό του στόχο- σε ανόμοια περιστατικά. Ακόμα κι αν υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες σε καταστάσεις οι κεντρικές διαφορές που αλλάζουν το χαρακτήρα των γεγονότων -έστω και μερικώς- πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν και να καταγράφονται. Η στάση παραδείγματος χάρη που κρατούν οι αρχές απέναντι στο εξεγερμένο πλήθος είναι κομβικής σημασίας. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι τοπικές αρχές εναντιώνονται στο πλήθος και ουσιαστικά υπολογίζονται σαν ο βασικός εχθρός από το λαό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις θεωρώντας ότι οι αποφάσεις της κεντρικής αρχής υποσκάπτουν και τα δικά τους προνόμια ενώνονται με το λαό, αλλάζοντας το χαρακτήρα των διαδηλώσεων οι οποίες πλέον στρέφονται κυρίως εναντίον της κεντρικής βασιλικής εξουσίας στο πρόσωπο των έμπιστων απεσταλμένων του ή του στρατού.
Με βάση αυτόν τον υπολογισμό μπορούμε να έχουμε πιο ουσιαστικά αποτελέσματα στη διερεύνηση του κατά πόσο οι στόχοι των εξεγέρσεων εκπληρώνονται και γενικότερα ποια είναι η επιρροή τους ως γεγονότων στο σύστημα εξουσίας.

Βασικό στοιχείο όπως αναφέραμε παραπάνω είναι η ανατομία του ανθρώπινου δυναμικού, της κρίσιμης μάζας που εμπνέεται και «λειτουργεί» μέσα σε χιλιάδες άλλες ενέργειες και αυτές των εξεγέρσεων. Η ενδελεχής διερεύνηση της ταξικής διάρθρωσης, στην οποία ο συγγραφέας ορθά ρίχνει μεγάλο βάρος, είναι μια επίπονη και σημαντική εργασία. Η δυσκολία έγκειται κυρίως σε «τεχνικά προβλήματα», αφού οι καταγραφές στα διασωθέντα αρχεία δεν είναι αυτές που θα επέτρεπαν στον συγγραφέα να απλοποιήσει την έρευνά του. Παρόλα αυτά χωρίς την βοήθειά τους οποιαδήποτε διατύπωση και εκτίμηση θα ήταν αδύνατη. Από την άλλη μεριά η συγκεκριμένη εργασία είναι πολύ σημαντική. Αφ’ ενός αποκτούμε μια συμπαγή άποψη για το στήσιμο της κοινωνικής δομής, ενώ μπορούμε να ανιχνεύσουμε καλύτερα τις διαρκείς αλληλεπιδράσεις ατόμων, τάξεων και εξουσιών. Αφ’ ετέρου, αποτελεί μια από τις πλέον σταθερές βάσεις για την «διαλεύκανση» των κινήτρων που πυροδοτούν τα βίαια ξεσπάσματα αλλά και την κατανόηση των στόχων και των επιρροών που ασκούν.

Ο συγγραφέας σε αυτό το σημείο στηριζόμενος σε καταλόγους αρχείων πετυχαίνει μια πολύ καλή σκιαγράφηση της κοινωνικής-ταξικής θέσης των υποκειμένων η οποία περιγράφει σε ένα ποιοτικό επίπεδο τα συμφέροντα των διάφορων συσσωματώσεων. Αυτή η προσέγγιση παίρνει βάθος απαντώντας σε ερωτήσεις γύρω από τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Ποιος ασκεί την εξουσία; Τί καθήκοντα συνεπάγεται η κατοχή της εξουσίας; Με ποιο τρόπο αυτή ασκείται από τους ισχυρούς; Ποιες είναι οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες, και τι ποσοστό τους αναλογεί από την πίτα του συνολικού πληθυσμού; Ποιες διαχωριστικές γραμμές μπορούμε να τραβήξουμε ανάμεσα στις πρωτεύουσες κοινωνικές συσσωματώσεις; Ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ αυτών των ομάδων καθώς επίσης και με την κεντρική εξουσία; Κατά πόσο συμμετέχουν στην επιβολή των φόρων; Με λίγα λόγια ποιά είναι η κοινωνικό-οικονομική ιεραρχία της εποχής και πως μπορούμε να την αναγνώσουμε; Ποιος ο ρόλος της ως συνείδηση των ομαδοποιήσεων στο δημόσιο πράττειν;

Μπορούμε να πούμε ότι οι απαντήσεις που παίρνουμε από το βιβλίο ανταποκρίνονται σε ικανοποιητικό βαθμό στις απαιτήσεις μας, και σίγουρα μπορούμε να έχουμε μια εικόνα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Σε αυτό βοηθά καταλυτικά η εκτενής παρουσίαση των στοιχείων μέσω παράθεσης ειδικών πινάκων με ποσοστά επί του πληθυσμού τα οποία παρέχουν μια αρκετά ασφαλή μέθοδο ένταξης των υποκειμένων στη μία ή την άλλη τάξη. Φιλτράροντας αυτή τη διαδικασία, οφείλουμε να επισημάνουμε και μια αναντιστοιχία που προκύπτει από τις πηγές και η οποία σχετίζεται με την έλλειψη στοιχείων για τα «δευτερεύοντα μέλη» των φτωχών στρωμάτων (υπηρέτες, γυναίκες, παιδιά), αφού οι κατάλογοι επιβολής κεφαλικού φόρου περιορίζονται στους πολλές φορές στους «αρχηγούς των νοικοκυριών» εννοώντας τον άνδρα της οικογένειας που δουλεύει.
Αυτή η προβληματική διευρύνεται καθώς εκτός από την κατάρτιση πινάκων που πολλές φορές αφορούν μόνο τους «αρχηγούς», η οριοθέτηση που κάνουν οι τότε αρχές είναι καθαρά διαταξική, θολώνοντας το τοπίο γύρω από τη συγκεκριμένη θεματική που μας απασχολεί. Μια περαιτέρω έρευνα που θα καταλήγει στο διαχωρισμό του διαταξικού συνόλου της πατριαρχικής αναγνώρισης σε μια κατ’ επάγγελμα κατηγοριοποίηση είναι αναγκαία. Ο συγγραφέας συμμερίζεται αυτή την αντίληψη και διαχωρίζει τα στοιχεία που αφορούν ολόκληρο των πληθυσμό από αυτά που δίνουν μόνο μερικά στοιχεία έστω και για τα «πρωτεύοντα πρόσωπα» της κοινωνικής ιεράρχησης κατά τα πρότυπα της περιόδου που ασχολούμαστε.

Ο συγγραφέας λοιπόν, παρουσιάζει με λεπτομέρειες την κοινωνική δομή με την υποσημείωση ότι αυτή δεν παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις από πόλη σε πόλη, αν και προτιμά να χρησιμοποιήσει σαν πρότυπο την πόλη Aix λόγω του ότι καλύπτει όλο το φάσμα των εκδοχών κοινωνικής ένταξης, από την κορυφή μέχρι τη βάση.

Οι Γαλλικές πόλεις του 17ου αιώνα διοικούνται από τις τοπικές δημοτικές αρχές, οι οποίες καθοδηγούνται από ένα «συμβούλιο σοφών» το οποίο εμπεριέχει αντιπροσώπους αποκλειστικά των υψηλών τάξεων με βάση τα εισοδήματα και την κατοχή δύναμης. Έτσι, το συμβούλιο αποτελείται από αριστοκράτες, βασιλικούς δικαστές, επισκόπους, στρατιωτικούς κυβερνήτες, βασιλικούς διευθυντές κ.α. Όλη η εξουσία ουσιαστικά βρίσκεται στα χέρια αυτής της μειοψηφίας. Τα βασικά «καθήκοντα» των διοικητών όπως οι ίδιοι τα όρισαν είναι η προστασία της περιουσίας (τους), και η διατήρηση της κοινωνικής ανισότητας. Οι τρόποι διασφάλισης της πολιτικής τους είναι σταθεροί αλλά ποικίλουν. Βασικότερη διαδικασία ανέλιξης και προστασίας θεωρείται η καλλιέργεια σχέσεων συμπάθειας με τη βασιλική αυλή, τους μεσίτες του βασιλιά όσον αφορά στη δράση εκτός των τειχών της πόλης και να διατηρούν λειτουργικούς τους εργάτες όσον αφορά στη διαχείριση των πραγμάτων εντός των τειχών.

Πέρα από την πολυσυλλεκτική άρχουσα τάξη, τα συμφέροντα της οποίας μοιάζουν να είναι περισσότερο «από κοινού υπερασπίσιμα», υπάρχουν διάφοροι άλλοι διαχωρισμοί που τέμνουν το κοινωνικό σώμα. Ξεκινώντας από αυτή την ίδια την άρχουσα τάξη από όπου δεν λείπουν οι έριδες που σχετίζονται με ενδοταξικούς ανταγωνισμούς προσώπων για τη διαρκή ανακατανομή της εξουσίας, κατερχόμενοι την κοινωνική κλίμακα παρατηρούμε μια διεύρυνση των επιλογών κατηγοριοποίησης του κοινωνικού δυναμικού. Σίγουρα μια πρώτη χοντροκομμένη ανάλυση θα χωρίσει το σώμα στα τρία. Άρχουσα τάξη, μεσαία στρώματα, φτωχολογιά. Όμως ειδικά το σώμα των μεσαίων στρωμάτων απέχει πολύ από το να αποτελεί μια ενιαία, κλειστή ομαδοποίηση. Υπάρχει ένας πρώτος διαχωρισμός των “intermediaries” σε σχέση με το βαθμό ασφάλειας που απολαμβάνουν ώστε να διατηρούν την κοινωνική τους θέση. Έτσι μπορούμε να δούμε διάφορες υποκατηγορίες οι οποίες συνήθως συνδέονται με τον επαγγελματικό κλάδο στον οποίο δραστηριοποιείται ο καθένας από αυτούς. Σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση τα συμφέροντα αυτής της τάξης δεν είναι ξεκάθαρα αν και στρέφονται περιστασιακά προς την μεγάλη μάζα των φτωχών όταν υπάρχουν αναταραχές. Εδώ όμως εμπλέκονται και οι πιο στενές κοινωνικές σχέσεις που οριοθετούν την αντίληψη των ανθρώπων της μεσαίας τάξης. Απ’ την άλλη μεριά η μεσαία τάξη παίζει κεντρικό ρόλο στη ζωή της κοινότητας, έχει ένα μερίδιο στην πίτα της εξουσίας αλλά μόνο σε ένα αποκεντρωμένο και ανεπίσημο επίπεδο. Τέλος, υπάρχει ο φτωχός λαός ο οποίος αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι συνήθως δεν υπολογίζονται καθόλου τα παιδιά, οι γυναίκες οι υπηρέτες και άλλοι «αφανείς ήρωες» της καθημερινής ζωής.

Χαρακτηριστικά στη Dijon το 1643 παραθέτουμε τα στοιχεία: 4% κληρικοί, 2% αριστοκράτες, υπηρέτες 8,4%, αρχηγοί νοικοκυριών 17,4%, τεχνίτες 1,4% γυναίκες, παιδιά, φτωχοί, χειρωνάκτες εργάτες-αγρότες 66,3%.

Αυτή είναι κατά μέσο όρο η εικόνα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στις πόλεις της Γαλλίας τον 17ο αιώνα. Υπάρχουν βαθιές ανισότητες ανάμεσα στον πληθυσμό των πόλεων. Παρότι δεν υπάρχουν αυστηρά οριοθετημένες γραμμές ταξικού διαχωρισμού αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ταξική σύγκρουση στις πόλεις. Αντιθέτως το αίσθημα της διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης υπάρχει στα μέλη όλων των κατηγοριών και μάλιστα ισχυρό όπως τονίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας. Από την άλλη μεριά αν και πολλές φορές αυτή η αίσθηση αδικίας αποτελεί κινητήρια δύναμη για την εκδήλωση μιας εξέγερσης, η συνείδηση είναι αναντίστοιχη, εκτίμηση που προέρχεται από το γεγονός ότι ακόμα και όταν αναδεικνύονται σε πρώτο επίπεδο οι ταξικές διαφορές ο λαός δεν μπορεί να ξεφύγει από τις βασικές προτεραιότητες της ενασχόλησης με τις συναλλαγές, το νοικοκυριό και τα μαγαζιά.

Ο συγγραφέας κλείνοντας αυτή την ενότητα, καταλήγει σε έναν συνδυασμό αναγνώσεων που επεξηγούν τόσο την κοινωνική δομή όσο και την αντίληψη που έχουν γι’ αυτήν τα υποκείμενα και οι ομαδοποιήσεις τους. Χωρίς να εκλείπουν οι ταξικές διαφοροποιήσεις και ενώ αυτές γίνονται αντιληπτές από όλους, η υπερσυγκέντρωση εξουσίας στα χέρια μιας ευημερούσας αισχρής μειοψηφίας του πληθυσμού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κυρίαρχος διαχωρισμός για τους κατοίκους των Γαλλικών πόλεων τον 17ο αιώνα ήταν ανάμεσα σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. Αυτή δείχνει να είναι και η πιο κάθετη διαφοροποίηση των πληθυσμών. Η δεδομένη αυτή κατάσταση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την κουλτούρα της εκδίκησης και της τιμωρίας που αναπτύσσεται από τις μάζες ως αντισταθμιστικός παράγοντας στην απόλυτη εξουσία των πλούσιων μειοψηφιών.

Ακολουθώντας τη ροή του βιβλίου στη δεύτερη ενότητα παρατηρούμε την ανάδειξη από ενός πολύ σημαντικού παράγοντα στην προσπάθεια για σκιαγράφηση της κουλτούρας της εξέγερσης. Αυτός ο παράγοντας δεν είναι άλλος από την καθημερινή ζωή στην πόλη και την καθημερινή αντίσταση που λαμβάνει χώρα στη βάση της κοινωνικής δομής. Για να ανασχηματίσουμε τις εξεγέρσεις που ουσιαστικά αποτελούν και αυτές ένα κομμάτι -έστω και ιδιαίτερο- της κοινοτικής ζωής πρέπει να δούμε τις συνθήκες στην καθημερινή διαβίωση πριν λάβει χώρα κάποια εξέγερση.

Ποιος είναι ο τρόπος ζωής στις πόλεις της Γαλλίας τον 17ο αιώνα. Πώς συμπεριφέρεται ο «απλός κόσμος» και πως λύνει τις διαφορές του; Ποια είναι τα κοινωνικά πρότυπα και ποιο το επίπεδο βίας που ασκείται σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης; Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ζωή στην πόλη την περίοδο που εξετάζουμε είναι κοινοτική. Δηλαδή μιλάμε για μικρές σχετικά κοινότητες (μ.ο. 30.000 – 50.000 κάτοικοι) και όχι για μητροπόλεις. Η ζωή έχει συλλογικά χαρακτηριστικά, η επαφή μεταξύ των ανθρώπων είναι διαρκής. Εδώ αξίζει να δούμε την πολύ εύστοχη προσέγγιση του βιβλίου πάνω στη σχέση του δημόσιου με τον ιδιωτικό χώρο. Πρόκειται για ένα σημαντικό ζήτημα καθώς υπάρχει αυξημένη η αντίληψη κτήσης, του ιδιωτικού χώρου δηλαδή, -ο οποίος τις περισσότερες φορές συνδέεται με το σπίτι-, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε μια παραβίαση αυτού του «ιερού» να θεωρείται προσβολή της αξιοπρέπειας και γι’ αυτό να είναι από μόνη της αρκετή για την πυροδότηση βίαιων γεγονότων.
Από την άλλη, παράλληλα με αυτή την αντίληψη υπάρχει και μια διάχυτη ροπή προς τη σφαίρα του δημοσίου. Όλες οι ενέργειες του συλλογικού λαμβάνουν χώρα ανοιχτά στο πεδίο του δημόσιου. Όπου δημόσιο πλέον λογίζεται οτιδήποτε δεν αποτελεί τον κλειστό πυρήνα του ιδιωτικού. Ακόμα και οι «κρυφές συγκεντρώσεις» που μπορεί να προετοιμάζουν κάποια συνωμοσία ή κάποια εξέγερση λαμβάνουν χώρα πάντα σε δημόσιο χώρο με πιο αντιπροσωπευτική την περίπτωση των νεκροταφείων. Στις ίδιες δε τις εξεγέρσεις το πλήθος των εξεγερμένων δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι ο πλέον βασικός στόχος είναι η κατάληψη των δρόμων, του δημόσιου χώρου. Η ίδια η συγκρότηση της πόλης βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση, ξεκινώντας από την οικογένεια, οι άλλες μεγαλύτερες συσσωματώσεις είναι αφενός η συνοικία και αφετέρου η κοινότητα.

Η σκιαγράφηση της συμπεριφοράς του κόσμου αυτού είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Μοιάζει με ένα πολύχρωμο μωσαϊκό αντιλήψεων, νοοτροπιών και βαθειά ριζωμένων πίστεων. Υπάρχει ένα μεγάλο εύρος βίαιων γεγονότων τα οποία ανάγονται είτε σε διαπροσωπικές φιλονικίες είτε σε σύγκρουση μεταξύ του λαού και των αρχών της πόλης. Αυτή όμως η διαπίστωση δε σημαίνει απαραίτητα ότι οι κάτοικοι των πόλεων είναι βάρβαροι που αυτοσκοπό έχουν την άσκηση βίας.
Σε αντιδιαστολή μπορούμε να πούμε ότι γενικά οι δεσμοί ειρήνης είναι αρκετά ισχυροί και η προσφυγή στη βία γίνεται μόνο μετά από μεγάλη περίσκεψη και αρχικά τουλάχιστον, φαίνεται να στοχεύει στην απειλή και τον εκβιασμό και όχι στην καταστροφή. Μπορούμε να πούμε ότι ενώ ο λαός δεν είναι de facto φιλοπόλεμος, η έλλειψη οποιουδήποτε θεσμού ενσωμάτωσης από τη μία και η οξυμμένη αίσθηση αυτονομίας και αξιοπρέπειας οδηγούν στη βία είτε στο επίπεδο σύγκρουσης με τις αρχές είτε στο διαπροσωπικό.

Σε αυτή τη βάση εντάσσονται και οι πιο διαδεδομένες λογικές βίας που δείχνουν να λαμβάνουν χώρα σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η προσφιλέστερη μέθοδος άσκησης βίας σε οποιοδήποτε επίπεδο δεν είναι άλλη από το πέταγμα πετρών στον επίδοξο στόχο. Άντρες, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά φέρονται να συμμετέχουν με ζήλο στην συγκεκριμένη «εργασία». Υποβοηθητικό στην υπόθεση τους θεωρείται και το γεγονός ότι ο πέτρες υπάρχουν παντού στο ημιαστικό περιβάλλον της πόλης του 17ου αιώνα. Το πέταγμα της πέτρας καταδεικνύει και τον αυθόρμητο χαρακτήρα πολλών από τις εξεγέρσεις αφού οι πέτρες αποτελούν το μοναδικό πολεμοφόδιο που φέρουν πολλές φορές οι εξεγερμένοι. Μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιείται συλλήβδην, και αν και λιγότερο βίαια, δείχνει την σημασία που έχει η αξιοπρέπεια στο συλλογικό φαντασιακό είναι η εκτόξευση λάσπης στο θύμα. Γενικά όπως θα δούμε και παρακάτω ο δημόσιος εξευτελισμός αποτελεί μια πολύ σημαντική ενέργεια που χαίρει ιδιαίτερης επιδοκιμασίας από το πλήθος. Ο εξευτελισμός αποτελεί την ευθεία απάντηση στην παραβίαση της αξιοπρέπειας του ατόμου ή της κοινότητας από το θύμα.

Ήδη όμως φαίνονται τα πρώτα σημάδια σύνδεσης όπως σωστά παρατηρεί και ο Beik μεταξύ της συμπεριφοράς στην καθημερινή ζωή και της συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Μπορεί η ένταση των ενεργειών και η δυναμική τους να είναι διαφορετική αλλά μπορούμε να παρακολουθήσουμε ένα κοινό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται όλες οι ενέργειες. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι μπορεί σωστά να παρατηρείται από τον Beik η διαφορά στην ένταση της βίας μεταξύ προσωπικών αντιμαχιών και συλλογικών εξεγέρσεων, αλλά είτε εκτοξεύουν λάσπη είτε σκυλεύουν ένα πτώμα στόχος του λαού είναι η τιμωρία και ο εξευτελισμός.

Απ’ την άλλη πρέπει να σημειώσουμε ότι όσο σκληρές κι αν είναι κάποιες λαϊκές ενέργειες άλλο τόσο συνεκτική είναι η αλληλεγγύη ανάμεσα τους είτε ανάμεσα σε γειτονιές και συνοικίες.

Εδώ αξίζει να δούμε και τον ρόλο των γυναικών και πώς προσεγγίζει ο συγγραφέας αυτό το θέμα. Αρχικά πρέπει να ειπωθεί ότι και πάλι αυτή η εργασία είναι σημαντική, να ερευνηθεί ο ρόλος δηλαδή των γυναικών ή και των παιδιών ακόμα, καθώς αντίθετα με ότι θα περιμέναμε σε μια πατριαρχικά δομημένη κοινωνία οι γυναίκες και κάποιες φορές τα παιδιά παίζουν ενεργό ρόλο στις εξεγέρσεις. Οι ενέργειες λοιπόν των γυναικών μπορεί μεν να συνδέονται άμεσα με το νοικοκυριό και την οικογένεια αλλά αυτό δεν τις πτοεί από το να συμμετέχουν ενεργά στις εξεγέρσεις χωρίς μάλιστα να φείδονται σε βία σε σχέση με τους άνδρες συντρόφους τους. Για κάποια εξαιρετικά βίαια περιστατικά των λαϊκών κινητοποιήσεων ευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όχι μόνο συμμετοχής σε εξέγερση αλλά και διοργάνωσής της ουσιαστικά από γυναίκες αποτελεί η εξέγερση του Bordeaux το 1643, η οποία ξεκίνησε σαν μια διαδήλωση τιμωρίας εναντίον των υπαιτίων για την έλλειψη σταριού.

Άλλη μια εξαιρετικά χρήσιμη επιμεριστική έρευνα είναι αυτή που ανιχνεύει τη σχέση του λαού με την «πολιτική». Πολιτική λέγοντας, εννοούμε το πεδίο που αναλογεί μέσω των πράξεών του στον απλό κόσμο γιατί οποιαδήποτε άλλη θέση που να σχετίζεται με αξιώματα και θέσεις πολιτικής διαχείρισης δεν προβλέπεται για την πλειοψηφική μερίδα του πληθυσμού. Σε αυτό το ζήτημα ο συγγραφέας δίνει μια διπλή διάσταση. Ο κόσμος που εξεγείρεται γνωρίζει τις αρχές, γνωρίζει ποιος ευθύνεται για την δυσμενή κατάσταση την οποία υφίστανται και η οποία τους οδήγησε στον ξεσηκωμό. Επίσης αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ενώ ζυμώνονται μέσα σε ένα σώμα απόψεων που γεννιέται στην κοινωνική βάση.
Από την άλλη, η ίδια η συλλογική τους δράση, εφ’ όσον βούλεται να επιδράσει στον τρόπο διακυβέρνησης της πόλης μέσω της αντίστασης στις αρχές, αποτελεί de facto παραγωγή μιας κάποιας πολιτικής θέσης. Καθαρά πολιτικά και κοινωνικά κίνητρα σύμφωνα με τον συγγραφέα έχουν οι πιο μαζικές και άμεσες κινητοποιήσεις όπως των εργατών μεταξιού το 1627 στη Λυών.

Τα δε κίνητρα για την πυροδότηση μιας λαϊκής κινητοποίησης θα μπορούσε να πει κάποιος ότι παρουσιάζουν μια περιορισμένη ποικιλία. (αύξηση τιμών, ελλείψεις σε τρόφιμα, ευρεία επιβολή φόρου σε βασικά αγαθά κλπ).
Συνηθισμένα σε αυτή τη λογική ήταν τα βίαια ξεσπάσματα των εμπόρων ενάντια στην φορολόγηση των προϊόντων τους, με σημαντικότερες και πιο δυναμικές τις συντεχνίες των οινοπαραγωγών, των σφαγέων, των εμπόρων δέρματος κ.α.
Οι έμποροι παίζουν πάντα και έναν επιπλέον ρόλο στις εξεγέρσεις, αυτόν της ενημέρωσης και σε άλλες πόλεις για γεγονότα και συμβάντα που λαμβάνουν χώρα σε άλλη περιοχή.

Η ίδια η φύση των εξεγέρσεων μπορεί να είναι αυθόρμητη όπως είδαμε αλλά αυτό δεν σημαίνει σύμφωνα με το βιβλίο ότι δεν υπάρχει μια περίοδος πριν το ξέσπασμα όπου κυοφορείται η ιδέα για προσφυγή στη δυναμική αντίσταση.
Τα επεισόδια μπορεί να είναι ανοργάνωτα αλλά δεν έρχονται από το πουθενά. Υπάρχει μια ανάπτυξη γεγονότων η οποία δικαιολογεί την καταφυγή στη βία. (παράδειγμα Λυών)

Για τις μεγάλες εξεγέρσεις χρειάζεται μια προετοιμασία έτσι ώστε να διασφαλιστεί η συμμετοχή κάποιων σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού όπως είναι οι συντεχνίες, οι πολιτοφυλακές παράλληλα με την ενίσχυση της κοινοτικής αλληλεγγύης. Οι συντεχνίες, οι οποίες είναι ενώσεις ανθρώπων από όμοιους επαγγελματικούς κλάδους είναι σημαντικές γιατί έχουν δύναμη και ποσότητα, αν και αντιδρούν κυρίως σε μέτρα που θίγουν τα άμεσα συμφέροντά τους.
Έτσι, βλέπουμε πολλές φορές ξεσπάσματα της συντεχνίας των σφαγέων οι οποίοι δεν διστάζουν να απειλούν ότι θα δολοφονήσουν τους αξιωματούχους που στηρίζουν τα μονοπώλια(!).

Η δε κοινοτική αλληλεγγύη είναι η συγκολλητική ουσία η οποία είναι απαραίτητη κυρίως για την επικράτηση της εξέγερσης αλλά πολλές φορές ακόμα και για την δημιουργία των εξεγέρσεων. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο το μάζεμα εισφορών πόρτα-πόρτα στις λαικές γειτονιές για την υποστήριξη παράνομων δράσεων ενάντια στις εξουσιαστικές προκλήσεις, τονώνοντας έτσι την αλληλεγγύη αλλά και ενδυναμώνοντας την κοινωνική αυτοοργάνωση των μαζών.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι με δεδομένο ότι οι διαμαρτυρίες, οι αντιστάσεις, η αλληλεγγύη και οι διάφορες μορφές κοινωνικής αυτοοργάνωσης οι οποίες πυροδοτούν τις κοινωνικές εξεγέρσεις, ενυπάρχουν μέσα στην καθημερινή ζωή των κατοίκων των γαλλικών πόλεων τον 17ο αιώνα. Δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη κάποιας από-τα-πάνω ηγεσίας για να γενικευτεί μια εξέγερση. Καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε οι αυθεντικές λαικές κινητοποιήσεις θα γεννιούνται και θα διαχειρίζονται από την κοινωνική βάση που τις πυροδοτεί, με όλα τα θετικά και αρνητικά που συνεπάγεται μια τέτοια διαδικασία.

Η κουλτούρα της τιμωρίας

«Το πιο δύσκολο είναι να διεισδύσουμε στη συνείδηση του πλήθους. Τι κάνει, τι ρόλο παίζει στη διαμόρφωση της πολιτικής διαχείρισης.» Αυτό το εύστοχο ερώτημα με αυξημένη την αίσθηση της δυσκολίας που περιβάλλει το εγχείρημα είναι ο κύριος παράγοντας που διαμορφώνει την κουλτούρα της τιμωρίας, όπως περιγράφεται στο βιβλίο.

Όταν εξαντλείται η ανοχή της κοινότητας, η οποία πλέον θεωρεί ότι έχει βίαια καταπατηθεί η αξιοπρέπειά της είτε ότι τα παραπτώματα και τα σφάλματα των εξουσιαστών αποτελούν μια κατάφωρη παραβίαση της εμπιστοσύνης της, τότε είναι η ώρα για να αναδειχθεί «ο πολιτισμός της τιμωρίας». Το θεωρητικό σχήμα αυτό είναι που νομιμοποιεί την κοινωνική εξέγερση αλλά και την καθοδηγεί στην επιλογή των στόχων της. Είναι η άξια -με την έννοια της δικαιολογημένης- πράξη τιμωρίας που απαντά στην κακή-δόλια –και αδικαιολόγητη- πράξη.

Η κουλτούρα της τιμωρίας ορίζει και το ηθικό σκέλος του τρόπου απάντησης. Οι επιθέσεις είναι πάντα προσεκτικά επιλεγμένες και στρέφονται ενάντια στους υπεύθυνους σε οποιαδήποτε κλίμακα της εξουσιαστικής ιεραρχίας όπου κι αν αυτοί βρίσκονται. Ξεκινώντας από τους κατώτερους υπαλλήλους (φοροεισπράκτορες, βοηθούς δικαστών κ.α) απλώνονται μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια των αξιωματούχων της πόλης, ενώ οι λέξεις που τους περιγράφουν όπως «Partisan» κατέληξαν σε υποτιμητικά επίθετα συνώνυμα με έννοιες όπως κλέφτες και εκβιαστές. Πριν όμως εκδηλωθούν τα πρώτα βίαια κρούσματα πάντα οι απελπισμένοι πολίτες φροντίζουν να στείλουν μηνύματα. Η εκφρασμένη δυσαρέσκεια στο δημόσιο λόγο αποτελεί το πρώτο δείγμα, ενώ οι διαρκείς παρεμβάσεις στο συμβούλιο των αρχόντων τις έσχατες προσπάθειες για αποφυγή της ανοιχτής σύρραξης.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο και περισσότερο οργανωμένο, η επίθεση θα στραφεί ενάντια στον καθ’ ύλην αρμόδιο (συνήθως κάποιος δικαστής ή κάποιος ανώτερους αξιωματούχος) απ’ ευθείας. Αυτή η επιλογή δεν θα γίνει αυθαίρετα αλλά αφού έχει διασταυρωθεί ο ρόλος που έχει παίξει στην διαδικασία επιβολής του εκάστοτε αντιλαϊκού μέτρου.

Τέλος, διόλου σπάνια, συνήθως όταν υπάρχει αντίσταση από τις αρχές, η επίθεση θα γενικευτεί με διεύρυνση του εξοπλισμού των πολιτών και αντίστοιχο «άπλωμα» των επιθέσεων σε όλο το φάσμα των εξουσιαστών (επίθεση σε όλα τα στελέχη του συμβουλίου ή και των πλουσίων γενικά). Παράλληλα επικρέμεται πάντα η απειλή της επίθεσης του οργισμένου όχλου στις νομοταγείς πολιτοφυλακές και τις φρουρές, αν αυτές συμμετάσχουν στη σύγκρουση, ενώ τελευταία και πιο ακραία φραστική επίθεση αποτελεί η απειλή ότι «θα κάψουν ολόκληρη την πόλη».

Σημαντικό ρόλο σε όλο το ξεδίπλωμα της ανταρσίας παίζουν τα «συλλογικά συναισθήματα», η κοινή αντίληψη δηλαδή της κοινότητας ότι την έχουν προδώσει. Όλη η επιθετική ρητορική κινείται δορυφορικά από την έννοια του «προδότη» με στόχο την τιμωρία του από τους αξιοπρεπείς πολίτες. Η αξιοπρέπεια αποτελεί τον έτερο πυρήνα γύρω από τον οποίο κινείται η συλλογική λογική του πλήθους.

Agen 1635

Ο συγγραφέας πιστός στην μεθοδολογική του προσέγγιση να συνοδεύει τις διαπιστώσεις του με κατάλληλα παραδείγματα από λαικές εξεγέρσεις, χρησιμοποιεί την εξέγερση της Agen το 1635 για να δείξει τα έσχατα όρια βίας στα οποία μπορεί να καταφύγει μια κοινότητα στην πάλη της απέναντι σε ότι θεωρεί ως «προδοσία από τις αρχές». Τονίσαμε και προηγουμένως ότι αυτή η μέθοδος δεν είναι λανθασμένη αλλά πρέπει να μην προβούμε σε βεβιασμένα συμπεράσματα και να συλλάβουμε την συνολική εικόνα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε πιο βαθειά κάποια αποσπασματικά γεγονότα.

Στην Agen έχουμε μια από τις μεγαλύτερες εκατόμβες αξιωματούχων σε ότι αφορά τις Γαλλικές εξεγέρσεις του 17ου αιώνα. Πρόκειται για μια εξέγερση η βιαιότητα της οποίας ξεπερνά κατά πολύ το μέσο όρο της βίας που ασκήθηκε σε παρόμοια περιστατικά. Μπορούμε να πούμε ότι σε αυτή την περίπτωση η «κουλτούρα της τιμωρίας» λειτούργησε εμφατικά διαπερνώντας τη συλλογική μνήμη καθώς η εξέγερση του 1635 μνημονευόταν πολλά χρόνια μετά τη λήξη της. Παρόλα αυτά είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι παρά τις ακρότητες που έλαβαν χώρα και έφτασαν μέχρι το σκύλεμα των πτωμάτων που μείνανε άθαφτα επί μέρες και την κατακρεούργησή τους (αποκόλληση ματιών κλπ) οι επιθέσεις διατήρησαν τον μεγάλο βαθμό επιλεκτικότητας που είχαν πάντα. Οι οικογένειες των θυμάτων δεν χτυπήθηκαν, ούτε τα παιδιά και οι υπηρέτες. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε εκατόμβη θυμάτων όχι όμως αθώων, σε μια παράδοξη διελκυστίνδα μεταξύ ωμότητας και ευαισθησίας, αυθορμητισμού και ψυχραιμίας. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι συνηθισμένο φαινόμενο ήταν μετά τις εξεγέρσεις στις πόλεις να ακολουθούν και κάποιες μικρές αγροτικές εξεγέρσεις, καθώς επίσης ότι για άλλη μια φορά αιτία της εξέγερσης ήταν η φορολόγηση του πιο διαδεδομένου προϊόντος της περιοχής και της εποχής, του κρασιού.

Η θέση των αξιωματούχων

Ο συγγραφέας πετυχαίνει μια πιο οξυδερκή προσέγγιση όταν για να αναδείξει το ρόλο των δικαστών στις λαικές εξεγέρσεις περιγράφει δυο από τις πλέον κατάλληλες μέσα από τα μάτια των ίδιων των δικαστών. Και πάλι όμως πρέπει να σταθούμε με κριτικό πνεύμα απέναντι στις όποιες διαπιστώσεις, καθώς οι κριτικές παράγονται από πρόσωπα που συμμετέχουν ενεργά και έχουν άμεσο συμφέρον.

Ο κύκλος των αξιωματούχων ο οποίος διοικεί την πόλη και κληρώνεται από έναν ακόμη ευρύτερο κύκλο ευγενών, είναι επιφορτισμένος με το να παρακολουθεί τις πολιτοφυλακές έτσι ώστε να ελέγχει τον βαθμό στον οποίο αυτές παραμένουν πιστές στη νόμιμη εξουσία -άρα και αξιόμαχες να καταστείλουν κοινωνικές εκρήξεις-, να ενδιαφέρεται για τις αγορές, να επιτηρεί την ηθική του λαού, να διατηρεί τις λαικές εγκαταστάσεις, να αμύνεται υπέρ της πόλης και των προνομίων της, να νομοθετεί και να λειτουργεί τα δικαστήρια, να συλλέγει τους φόρους και να προστατεύει τους φοροεισπράκτορες, να διατηρεί επαφές με τον κυβερνήτη και τον επίσκοπο και τέλος να ανταποκρίνεται στις κρίσεις που απειλούν την κοινότητα όπως πόλεμοι, εξεγέρσεις, κρίσεις διαβίωσης κ.α Στο έργο τους αυτό υποβοηθούνται από μια μικρή ομάδα υπαλλήλων (γραμματείς, φύλακες, κήρυκες, τοξότες).

Η σημαντικότερη παρατήρηση που κάνει και ο ίδιος ο συγγραφέας πάνω σε αυτά είναι η εμφανής έλλειψη κατάλληλου προσωπικού για να φέρει σε πέρας την κατασταλτική διαχείριση μεγάλων εξεγέρσεων. Η φρουρά και οι τοξότες είναι μάλλον διακοσμητικοί και σίγουρα ακατάλληλοι για να χειριστούν μαζικές διαδηλώσεις.

Οι αστικές πολιτοφυλακές που αποτελούν το μόνο σχετικά αξιόπιστο σώμα καταστολής είναι σε παρακμή τον 17ο αιώνα. Τα τυπικά τους καθήκοντά είναι οι σταθερές φρουρές στην είσοδο της πόλης ή και στους δρόμους τις νύχτες. Επιπλέον να μπορούν να κινητοποιήσουν επιπρόσθετες δυνάμεις σε έκτακτες καταστάσεις.
Η δομή τους και η σύνδεσή τους με τους αξιωματούχους είναι σχετικά απλή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και λειτουργική. Σχεδόν κάθε συνοικία έχει μια πολιτοφυλακή να την επιτηρεί, κάθε πολιτοφυλακή έχει έναν αρχηγό ο οποίος συνδέεται απ’ ευθείας με τους αξιωματούχους.

Η σχέση αυτή ποτέ δεν λειτούργησε σωστά και σχεδόν πάντα οι πολιτοφυλακές αφήναν έκθετη την πολιτική εξουσία στις επιθέσεις του όχλου σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής. Οι πολιτοφυλακές τα μέλη των οποίων δεν πληρώνονται καλά εμπλέκονται στις συγκρούσεις σύμφωνα με τη συγκυρία, πράγμα που σημαίνει ότι συνήθως τηρούν στάση αποχής. Αυτή η στάση έγκειται σε διαφόρους λόγους. Κάποιες φορές -λιγότερο συχνά- πείθονται κι αυτοί ότι ο λαός έχει δίκιο, πως οι αξιωματούχοι είναι τοκογλύφοι και κλέφτες, οπότε με μια ηθική παρόρμηση αρνούνται να παράσχουν βοήθεια σε τέτοιους ανθρώπους. Επί το πλείστον όμως ο κύριος λόγος της αποχής είναι ο φόβος και η θέση αυτοάμυνας που παίρνουν συνήθως. Σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής οι πολιτοφύλακες προτιμούν να κάτσουν στα σπίτια τους ώστε να τα προστατεύσουν από πιθανή επίθεση, ή να διαπραγματευτούν την ασφάλειά τους με αντάλλαγμα την αποχή τους από τα καθήκοντά τους. Ανήκοντας ταξικά στο αμάγαλμα της μεσαίας τάξης δεν έχουν κανέναν λόγο να μπλεχτούν σε μια τόσο ριψοκίνδυνη περιπέτεια για να διαφυλάξουν αλλότρια συμφέροντα. Αυτή η συλλογιστική υποβοηθάται από τη δεδομένη έλλειψη τιμωρίας είτε από την τοπική είτε από την κεντρική εξουσία για την άρνηση εκτέλεσης των καθηκόντων τους.

Έτσι λοιπόν μπορούμε με σχετική ασφάλεια να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι οι αξιωματούχοι αν και υπερέχουν οικονομικά και κοινωνικά σε συντριπτικό βαθμό απέναντι στους εξεγερμένους προλετάριους, τις περιόδους που αυτοί εξεγείρονται μαζικά βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε ότι αφορά την αντιμετώπισή τους. Δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπίσουν μια αποφασισμένη κοινότητα με ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης, οξυμμένο πνεύμα του κοινοτικού δικαίου, του ταξικού διαχωρισμού και της αξιοπρέπειας που πρέπει να υπερασπιστεί, ενώ η μόνη πραγματικά πιστή δύναμη καταστολής, ο στρατός, βρίσκεται πολύ μακριά, συνήθως, για να επέμβει.

Ενώ λοιπόν οι αξιωματούχοι, δικαστές, και λοιποί ευγενείς απειλούνται άμεσα από την κοινωνική αναταραχή δεν έχουν καμία βοήθεια για να αποκαταστήσουν την τάξη. Λογικά λοιπόν καταλήγουμε σε μια διαδικασία πολύ διαδεδομένη στα πλαίσια των αστικών εξεγέρσεων του αιώνα, να αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι εξουσιαστές καθήκοντα καταστολής απέναντι στις μάζες, είναι αλήθεια συνήθως με πενιχρά αποτελέσματα.

Οι αμφιθυμία των αξιωματούχων

Άλλη μια εξαιρετική προσέγγιση από τον Beik, ο οποίος έχει δομήσει πολύ εύστοχα την εργασία του, έγκειται στην ανίχνευση της στάσης ακόμα και των ίδιων των αξιωματούχων σε διάφορες καταστάσεις.

Μια περαιτέρω δικαίωση της στάσης αποχής των αρχηγών των πολιτοφυλακών αποτελεί η αμφίθυμη στάση που διατηρούν ορισμένες φορές κάποια κομμάτια ακόμα και των ίδιων των αξιωματούχων.
Μπορεί αυτοί οι άρχοντες να αποτελούν την ανώτατη κοινωνική τάξη σε τοπικό επίπεδο αλλά παραμένουν πάντα υφιστάμενοι του βασιλιά, της αυλής και της κεντρικής εξουσίας, από την οποία μπορούν φυσικά να προκύπτουν νομοθετήματα ή απαιτήσεις που όχι μόνο δεν έχουν την σύμφωνη γνώμη των τοπικών αρχόντων, αλλά κάποιες φορές ίσως στρέφονται και εναντίον τους. Έτσι λοιπόν κάποιες φορές που τα μέτρα που έρχονται από την αυλή του βασιλιά δεν ικανοποιούν ούτε τους ίδιους τους τοπικούς άρχοντες αυτοί βρίσκονται στην παράδοξη θέση του να απέχουν από την καταστολή των όποιων αντιδράσεων την ίδια στιγμή που προσπαθούν με τρόπο να διαχωρίσουν τη θέση τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε εξάλλου ότι οι τοπικοί άρχοντες διατηρώντας ένα επίπεδό αυτονομίας αποτελούν μια ανταγωνιστική αρχή σε σχέση με την κεντρική βασιλική εξουσία. Είναι πρόθυμοι να φορολογήσουν τον λαό τους όταν γνωρίζουν ότι τα έσοδα θα φτάσουν στα χέρια τους, δεν δείχνουν τον ίδιο ζήλο όταν πρόκειται για «διαφυγόντα κέρδη», που θα καταλήξουν με περισσή βεβαιότητα στη τσέπη «κάποιου» Ρισελιέ. Οι άρχοντες λοιπόν περνούν στην αντίσταση. Όχι βέβαια με τυμπανοκρουσίες και ένοπλες επιθέσεις. Αυτό που κυρίως τους συγκρατεί και παράλληλα αποτελεί την εξάρτηση τους από το βασιλιά είναι ότι χωρίς τη βοήθεια του στρατού του δεν θα μπορέσουν να καταστείλουν μελλοντικές εξεγέρσεις που θα στρέφονται εναντίον τους. Παρόλα αυτά σε περιπτώσεις όπως η εξέγερση του Chalons-sur-Marne θα τηρήσουν μια νωχελική στάση απέναντι στη λήψη κατασταλτικών καθηκόντων.

Μια δεύτερη περίπτωση είναι η Lyon των ταραγμένων χρόνων 1629-1632. Η διαφορά που προκύπτει εκεί έχει να κάνει με μια απ’ ευθείας αντιπαράθεση μεταξύ κοινότητας και κράτους. Τέτοιες παραδοξότητες, όχι όμως ξεκομμένες από το πολύπλοκο πλαίσιο διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις κοινότητες, λύνονται σχεδόν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Παρά την προσωρινή σύμπραξη πολιτών και αρχόντων, οι τελευταίοι αφού θα δεχτούν κυρώσεις από την κεντρική εξουσία, ( όπως την απομάκρυνσή τους από τα όργανα λήψης αποφάσεων από τους βασιλικούς πράκτορες στη Lyon) θα επανέλθουν στην ευθεία αντιστοίχηση μεταξύ κοινωνικής και πολιτικής θέσης. Στη Lyon επιπλέον θα παίξουν το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στην εξεγερμένη κοινότητα και την κεντρική εξουσία έτσι ώστε να έρθουν για πρώτη φορά στο προσκήνιο του δημόσιου λόγου έννοιες όπως «διαπραγμάτευση» «ένωση»κλπ. Σημαντικά απότοκα της Lyon αποτελούν κάποιες θολές ακόμα λογικές «συνδικαλισμού» με την ανίχνευση των πιο διευρυμένων όρων της συντεχνιακής οργάνωσης. Από αυτή τη διαδικασία θα δούμε και τις πρώτες αναντιστοιχίες ανάμεσα στη βάση και κάποιους ηγέτες που αναδείχθηκαν. Ίσως πρόκειται για μια πρώτη νόθευση της «κουλτούρας της τιμωρίας» στις λαικές κινητοποιήσεις, όμως ο συγγραφέας δεν παίρνει κάποια καθαρή θέση πάνω στο ζήτημα.

Αξιοσημείωτες εξεγέρσεις πριν το 1661

Ο συγγραφέας διαχωρίζει τον αιώνα σε δυο βασικές περιόδους. Την προ 1661 και την μετά. Το 1661 είναι η χρονιά που ανέρχεται στο θρόνο ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ, γνωστότερος ως ο βασιλιάς-Ήλιος. Θεωρώντας αρκετά σημαντική την ανάρρηση του βασιλιά στο θρόνο, καθώς όπως θα δούμε παρακάτω μειώνονται δραστικά οι εξεγέρσεις επί βασιλείας του, ο συγγραφέας σε αντιπαράθεση με το μάλλον μετριοπαθές παράδειγμα της Λυών, περιγράφει τρεις πολύ σημαντικές -και αιματοβαμμένες- εξεγέρσεις της περιόδου μέχρι το 1661, οι οποίες πέραν της δυναμικής που έχουν ανοίγουν και ευρύτερα πεδία σύγκρουσης από τα πολύ συγκεκριμένα ζητήματα τιμωρίας. Αυτές είναι οι εξεγέρσεις στο Montpelier το 1645, στη Dijon το 1630 και κυρίως στο Bordeaux το 1635.

Οι συγκυρίες που υπάρχουν σε αυτές τις πόλεις τις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους οδηγούν τα πράγματα στα άκρα. Στη Dijon παρακολουθούμε τη διαρκή ροπή σε ένα αδιέξοδο. Η περίπτωση της Dijon αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ακραίας τροπής που μπορούν να πάρουν οι εξελίξεις όταν βαθαίνουν οι ταξικοί και κοινωνικοί διαχωρισμοί. Ο κάθετος διαχωρισμός σε πλούσιους και φτωχούς οδηγεί στη συνολική σύγκρουση καθώς οι ενέργειες όλων των υποκειμένων κηδεμονεύονται από το ολοκληρωτικό αίσθημα του συλλογικού φόβου. Η άσκηση βίας ξεπερνά τα όρια όταν γίνεται κοινή συνείδηση η πεποίθηση ότι η επικράτηση της μιας μερίδας σημαίνει την καταστροφή της άλλης. Πέρα από την ένταση της βιαιότητας, παρατηρούμε και μια γενίκευσή της με τον βαθμό επιλεκτικότητας των επιθέσεων να μειώνεται.

Παρόμοιες εξελίξεις έχουμε και στην εξέγερση του Montpelier. Ο συγγραφέας μας περιγράφει μια εικόνα μικρών, τοπικών εμφυλίων σε αυτές τις εξεγέρσεις. Είναι δυσδιάκριτο όμως κατά πόσο θα μπορούσαν αυτές οι συγκρούσεις και η λογική που τις πλαισιώνει να έχουν το χαρακτήρα πρελούδιων των μεγαλύτερων και μαζικότερων εμφυλίων της νεωτερικής εποχής. Σίγουρα πάντως στην υπόθεση της αναζήτησης της ρίζας των εμφυλίων πολέμων ο ενημερωμένος ερευνητής δεν θα αγνοήσει αυτές τις συγκρούσεις.

Η κεντρική «μάχη» θα δοθεί στην συνήθη ύποπτο για εκκόλαψη αναταραχών πόλη του Bordeaux το 1635. Άλλη μια φορολόγηση στο κρασί θα οδηγήσει μέσα σε σύντομο διάστημα στην όξυνση της κοινωνικής σύγκρουσης. Σε συνέχεια των προαναφερθέντων παραδειγμάτων η εξέγερση στο Bordeaux θα οριοθετήσει ένα πλαίσιο δυαδικής αντίθεσης που ωθεί την κατάσταση στο μανιχαιστικό δίπολο που περιγράφεται εύστοχα στο βιβλίο: στην αντίθεση των κατηγοριών ανάμεσα στους «κλέφτες που είναι άξιοι για κρέμασμα» και «τις αρχές που υποθάλπτουν τους άρπαγες άρχοντες».

Παρά τις διευρυμένες ομοιότητες κάθε εξέγερση χαράσσει το δικό της δρόμο. Έτσι οι τρόποι που αναπτύσσεται η κοινωνική δυσαρέσκεια και ξεσπά η εξέγερση ποικίλλουν. Στο Montpelier όπου παρουσιάζεται αναβαθμισμένος ο ρόλος των γυναικών η εξέγερση αναπτύσσεται βήμα-βήμα, σε αντίθεση με τη Dijon όπου δίνονται μάχες που πλαισιώνονται από τη λογική του όλα-για-όλα. Εδώ ο ρόλος των οινοπαραγωγών είναι πρωταγωνιστικός. Στο Bordeaux όπου η κοινωνική αυτοοργάνωση φτάνει σε νέα επίπεδα επιτυχίας, δεν παίζει καθοριστικό ρόλο ο χρόνος αλλά η εξαιρετική ευστοχία των χτυπημάτων (κατάληψη δημαρχείου, τρομοκρατία αρχόντων, μανιπουλάρισμα στο παρλαμέντο). Παρά την αυξημένη αίσθηση «πολιτικού τακτικισμού» των λαϊκών στοιχείων, δεν μεταλλάσσεται ο βασικός χαρακτήρας που υπάρχει σε όλες τις από-τα-κάτω εξεγέρσεις της περιόδου. Χαρακτηριστικό σημείο επιβεβαίωσης αυτής της παρατήρησης είναι η εμφάνιση και πάλι δύο κυμάτων βίας, ενός πιο ήρεμου πρώιμου-προπαρασκευαστικού και ένα με μεγαλύτερη ένταση τιμωρίας και εκδίκησης.

Αξιοσημείωτες εξεγέρσεις υπό τον Λουδοβίκο τον 14ο

Ο συγγραφέας αναφέρεται στις διάφορες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις οι οποίες συνδέουν την περίοδο διακυβέρνησης του Λουδοβίκου του 14ου με την άμπωτη των κοινωνικών εξεγέρσεων. Η θέση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται μονάχα μερικώς. Τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας και παρατίθενται σε αυτή την ενότητα δίνουν μια εικόνα μείωσης των φαινομένων αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εξαφάνιση των εκδηλώσεων κοινωνικής βίας. Συνεχίζουν να ξεσπούν σημαντικές εξεγέρσεις όπως αυτές στο Saint-Trope το 1678 στην Arles και τη Μασσαλία το 1679, όπως και το 1692, το 1696 και το 1709, στη Mendes το 1660 στη Lyon το 1667-8 και το 1692, τη Dijon το 1668, όπως και το 1684, 1696, 1709. Εργατικές εξεγέρσεις σημειώνονται στην Αμιένη στα 1685, 1695, 1704, 1711. Γενικά η εικόνα που μας δίνει η έρευνα του Pillorget, η οποία μετρά 264 «περιστατικά» μεταξύ 1596 και 1660 σε σύγκριση με την περίοδο 1661 και 1715 όπου αναφέρει περίπου 110 περιστατικά είναι μια εμφανής τάση μείωσης που φτάνει και ξεπερνά το 50%.

Παρά τη γενική τάση οι εξεγέρσεις παραμένουν στο καλεντάρι των μαζών και καταλαμβάνουν το προσκήνιο της κοινοτικής ζωής στις πόλεις που ξεσπούν. Ειδικά κατά τα -οικονομικά και γεωργικά- «δύσκολα χρόνια» όπως το 1675, 1693 και 1709 η προσφυγή στη βία μοιάζει μονόδρομος.

Κεντρικό γεγονός αυτής της περιόδου αποτελεί η δεύτερη μεγάλη εξέγερση στο Μπορντό 40 χρόνια μετά την πρώτη, το 1675. Οι διαφορές που εντοπίζει ο Beik ο οποίος δεν θα αποφύγει μια σύγκριση μεταξύ των δύο εξεγέρσεων που ξεσπούν στην ίδια πόλη σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, έχουν να κάνουν με το επίπεδο της πολιτικής συγκρότησης των μαζών και της οργάνωσης τους. Ο συγγραφέας εντοπίζει σημαντικές διαφορές που αφορούν στο βάθεμα της πολιτικής αντίληψης από το λαό, όπως επίσης και στη νέα σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στους τοπικούς άρχοντες και τη ισχυρή -πλέον- κεντρική εξουσία.

Παρακολουθούμε λοιπόν την είσοδο νέων λογικών στο συλλογικό πράττειν. Οι διαπραγματεύσεις φαίνεται να είναι πολύ ζωντανές με οξυμμένη την αλληλεπίδραση των επιμέρους αποφάσεων σε όλες τις μερίδες. Το επίπεδο τους φαίνεται να ξεπερνά το προηγούμενο οχλοκρατικό ιδεώδες έτσι ώστε να μπορούμε πλέον να μιλάμε για έναν τύπο πρωτόλειας διπλωματίας. Οι εξεγερμένοι οι οποίοι έχουν νικήσει στις συγκρούσεις απευθύνονται με σεβασμό (!) μέσω των αντιπροσώπων τους (!) στις αρχές και αφού επαναεπιβεβαιώσουν την πίστη τους στο βασιλιά θα ζητήσουν να ικανοποιηθούν άμεσα τα αιτήματά τους. Η νέα προωθημένη λογική που εισβάλει στη νοοτροπία της εξέγερσης επιβεβαιώνεται και από την απαίτηση των εξεγερμένων να επικυρωθούν επίσημα οι αιτιάσεις τους από ψήφισμα του συμβουλίου αλλά και του ίδιου του βασιλιά. Με αυτή τη νέα τακτική οι εξεγερμένοι θα πετύχουν μια μεγαλειώδη -αν και προσωρινή- νίκη. Συμπερασματικά μπορούμε να αναδιατυπώσουμε τις διαπεραστικές επισημάνσεις του σημειώνοντας ότι το πλήθος αυτή τη φορά προχώρησε κάποια βήματα εμπρός. Η κινητοποίηση πληθυσμού από γειτονικές πόλεις για την στήριξη της εξέγερσης όπως και η απαίτηση μαζί με τους βασιλικούς φόρους να καταργηθούν και οι τοπικοί δείχνει ένα νεοαναδυόμενο βάθος σκέψης που πριν έλειπε. Τόσο ο συγγραφέας όσο και εμείς δεν έχουμε τα κατάλληλα στοιχεία στα χέρια μας για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα την σύνδεση αυτού του σκεπτικού που χαρακτήρισε την εξέγερση του 1675 με την πρότερη εμπειρία των συγκρούσεων που εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο της εξέγερσης της Σφενδόνης τα χρόνια μεταξύ 1648-1653.

Μια μικρή αναφορά πρέπει να κάνουμε και στην μικρότερης σημασίας εξέγερση της Rennes στα 1675 καθώς εκεί εντοπίζουμε για πρώτη φορά την εκδήλωση επιθετικών ενεργειών σε σχέση με τη θρησκεία στο πλαίσιο αυτών των λαϊκών εξεγέρσεων. Μάλιστα ο βαθμός επιθετικότητας εναντίον βασικά των Προτεσταντών μοιάζει να είναι αρκετά μεγάλος, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία η τοπική τους εκκλησία καταστράφηκε 3 φορές σε 50 χρόνια. Άλλο ένα ασυνήθιστο φαινόμενο που εντοπίζεται σε αυτή την κινητοποίηση είναι οι εκτεταμένες ενέργειες αντεκδίκησης στις οποίες προέβη ο κυβερνήτης. Αυτή η ενέργεια μπορεί να δείχνει μια αύξηση της αυτοπεποίθησης των τοπικών εξουσιών απέναντι στο λαό καθώς η πρότερα ενδεδειγμένη και ακολουθούμενη τακτική ήταν η αποχή από μέτρα εκδίκησης μετά το πέρας της εξέγερσης λόγω του -δικαιολογημένου- φόβου αναζωπύρωσης.

Φατριαστικές συγκρούσεις
Το ένα τρίτο του βιβλίου του Beik θα αναλωθεί στην πραγμάτευση των φατριαστικών συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα την ίδια περίοδο που εξετάζουμε. Ο κάθετος διαχωρισμός τους από τις πραγματικά λαικές εξεγέρσεις οι οποίες αποτελούν γέννημα θρέμμα του απλού πολίτη των Γαλλικών πόλεων του 17ου αιώνα και οι οποίες εκφράζουν τα αποκλειστικά συμφέροντα αυτής της κοινωνικής μερίδας αποτελεί μια πολύ σωστή προσέγγιση. Από την άλλη μεριά όμως η τόσο εκτεταμένη ενασχόληση με αυτού του τύπου τις συγκρούσεις, αδικεί εν μέρει το έργο του συγγραφέα στο σύνολό του, καθώς η επεξεργασία τους δεν συνάδει με το γενικό πλαίσιο της περιγραφής της -λαϊκής- κουλτούρας της τιμωρίας. Η δε σύνδεση που επιχειρείται βασίζεται στον -αδύναμο- ισχυρισμό ότι ακόμα και στις φατριαστικές συγκρούσεις υπάρχουν περιστατικά που εκφράζουν την λαϊκή αρχή της «κουλτούρας της τιμωρίας». Όταν μιλάμε για φατριαστικές συγκρούσεις αναφερόμαστε σε συμπλοκές συνήθως μεταξύ ευγενών οι οποίοι ερίζουν για το μοίρασμα των εξουσιών στις πόλεις. Παραλλαγές αυτού του μοτίβου αποτελούν οι συμπλοκές μεταξύ ευγενών διαφορετικών πόλεων ή σπανιότερα οι συγκρούσεις θρησκευτικών ομάδων. Συνήθως -αν όχι πάντα- οι συγκρούσεις αυτές είναι περισσότερο πολιτικές (πιο διαδεδομένος διαχωρισμός ανάμεσα σε μεταρρυθμιστές και αντιμεταρρυθμιστές). Η βασική προβληματική που στηρίζει την κριτική μας έγκειται ότι στην πλειοψηφία τους αυτές οι συγκρούσεις παραμένουν αδιάφορες για τις λαικές μάζες, επισήμανση που κάνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, όμως με αυτή την τοποθέτηση διαβρώνει περαιτέρω την σχέση που έχουν αυτές η συγκρούσεις με την κουλτούρα της λαϊκής εξέγερσης που αποτελεί το κυρίαρχο ζήτημα επεξεργασίας στο έργο. Σε αντιστάθμισμα βέβαια αυτής της προσέγγισης μπορούμε να πούμε ότι η διεύρυνση της έννοιας της τιμωρίας σαν γενικότερη στάση ανάδειξης μιας κοινωνικής συμπεριφοράς θα μπορούσε να συνδέσει όχι χωρίς προβλήματα τις εν λόγω συγκρούσεις με την υπόθεση εργασίας του Beik .

Μόνο σε μεγάλα γεγονότα τέτοιου τύπου, μπορούμε να εντοπίσουμε τη συμμετοχή ενός πιο μαζικού κομματιού της κοινωνικής βάσης, οπότε και μπαίνει το λαϊκό στοιχείο πιο έντονα στο κάδρο των φατριαστικών συγκρούσεων.
Κλείνοντας το εισαγωγικό σημείωμα θα παραθέσουμε την ίδια την επισήμανση του συγγραφέα ότι «είναι λανθασμένη προσέγγιση να θεωρούμε αυτά τα γεγονότα λαϊκούς ξεσηκωμούς, είναι οργανωμένα επεισόδια που υποκινούνται από συγκεκριμένες ομάδες.»

Σημαντικά επεισόδια στις φατριαστικές συγκρούσεις θεωρούνται αυτά του Beziers και του Albi γύρω στα 1640.
Από την άλλη το χαρακτηριστικό παράδειγμα του φαινομένου το συναντάμε στη Μασσαλία, όπου φαίνεται η ανάπτυξη της φατριαστικής δόμησης με τους κύκλους των οικογενειών και των συγγενών να προσπαθούν να διευρύνουν τα προνόμιά τους διαρκώς, ακόμα και με βίαιο τρόπο.

Άλλος προνομιακός χώρος για την καλλιέργεια της φατριαστικής δόμησης είναι η πόλη της Aix με τον πολυσύνθετο κοινωνικό ιστό που έχει τη μορφή ενός μωσαϊκού ταξικής διαστρωμάτωσης περιπλέκοντας σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο λαό και τις φατρίες. Γενική διαπίστωση την οποία δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε για να μην περιπέσουμε σε αναχρονισμούς είναι η εξής: οι φατριαστικές συγκρούσεις και όλες οι διαμάχες που παράγονται σε αυτή τη βάση είναι πάντα μέσα στο πλαίσιο της Απόλυτης Μοναρχίας. Σκοπός τους μπορεί να είναι η κατάληψη καλύτερων θέσεων για τους μαχόμενους στο μηχανισμό εξουσίας ή ο μετασχηματισμός της σε τοπικό επίπεδο. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουν σκοπό οι κινήσεις αυτές να αναιρέσουν την εξουσία στην ουσία της.

Από την άλλη μεριά η ύπαρξη και η ανάπτυξή τους δημιουργεί μια εικόνα ασάφειας πάνω στο σύστημα λειτουργίας ή καλύτερα στη λειτουργικότητα του συστήματος εξουσίας. Ίσως έχουμε να κάνουμε με τα πρώτα σκιρτήματα που ακροθιγώς προσβάλλουν την ιερή ιεραρχία. Απέχουμε πολύ όμως από οποιαδήποτε έννοια ιδεολογικής συγκρότησης ώστε να υπάρχει ένα σταθερό σημείο, ώστε να επιχειρηματολογήσουμε πάνω στην προηγούμενη εκτίμηση.
Τα πιο κεντρικά αίτια τέτοιων ξεσπασμάτων βρίσκονται στην ίδια τη ζωή στις πόλεις: διάσπαση εξουσιών και της ηγετικής τάξης, πολλά κέντρα αποφάσεων, ανταγωνιστικά και τελικά αντιμαχόμενα πεδία συσχετισμού δύναμης, όρια δικαιοδοσίας κλπ.

Τέλος, για να αντιστρέψουμε την πρώτη επισήμανση που έχει να κάνει με τον διαχωρισμό των λαϊκών εξεγέρσεων με αυτά τα γεγονότα, ο Beik πετυχαίνει μια ακόμα εξαιρετική προσέγγιση με την ξεκάθαρη απάντηση που δίνει στην ερώτηση εάν οι ίδιες οι λαικές εξεγέρσεις αποτελούν ένα είδος φατριαστικής σύγκρουσης. Η κάθετη τοποθέτηση του είναι αρνητική. Ξεχωρίζει με τον πιο οριστικό τρόπο δύο διαφορετικούς τύπους συγκρούσεων, τις ανομοιότητες των οποίων εντοπίζει σε οποιοδήποτε επίπεδο του κοινωνικού πράττειν, όπως η ομιλία που χρησιμοποιείται κάθε φορά, η ανωνυμία που είναι χαρακτηριστικό των λαϊκών κινητοποιήσεων αντίθετα με τις συγκρούσεις των φατριών, η χρήση βίας που έχει τεράστιες διαφορές, το γενικό σχήμα προδοσία τιμωρία εξευτελισμός, οι στόχοι, τα μέσα και άλλα πολλά στοιχεία μπορούν να επιχειρηματολογήσουν αρκούντως υπέρ του διαχωρισμού των δύο καταστάσεων.

Το αντίθετο σχήμα που ακολουθείται στις φραξιονιστικές διαμάχες είναι σχηματοποιημένο ως εξής: φράξια  κόμματα  ηγέτης  συμφέροντα ομάδας  ανάγκη στήριξης από τη βάση.
Σπάνια βέβαια το σχήμα αυτό δικαιώνεται. Μια από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις θα είναι η περίπτωση του Μπορντό και πάλι στα χρόνια που ξεσπάει η εξέγερση της Σφενδόνης, (Fronde) με τη δημιουργία του Ormee. Το Μπορντό των χρόνων 1648-1653 θα αποτελέσει την κορωνίδα των φατριαστικών ερίδων, καθώς οι συγκρούσεις παίρνουν μαζικά και μακροπολιτικά χαρακτηριστικά που αγγίζουν μέχρι και την ίδια την εξουσία (του Mazarin). Η εξέγερση θα περάσει διάφορα στάδια από το πρώτο ξέσπασμα το 1649 και τη Σφενδόνη του Παρλαμέντου θα φτάσει στη δεύτερη εξέγερση με τη Σφενδόνη των ευγενών, τη γέννηση του Ormee (της συσσωμάτωσης των μεταρρυθμιστών) και την επικράτησή του μέχρι την ανατροπή και την καθολική νίκη των μοναρχικών δυνάμεων και θεσμών. Εδώ έχει γίνει σίγουρα ένα περαιτέρω βήμα στη κατεύθυνση ωρίμανσης των μαζών στη κοινωνική μηχανική. Η συμμετοχή του λαού στην εξέγερση στο πλευρό των μεταρρυθμιστών δίνει κάποια σημαντικά αποτελέσματα. Πρώτα απ’ όλα διασφαλίζεται η λογική της άμεσης δράσης που αποτελεί κυρίαρχο πρότυπο των λαϊκών κινητοποιήσεων. Αλλά το σημαντικότερο όλων είναι το πάντρεμα των λαϊκών τμημάτων με μια προωθημένη για την εποχή αντίληψη που αγγίζει την έννοια του πολιτικού, και εδώ έγκειται η συνεισφορά του Ormee -στο βάθεμα του ιδεολογικού και πολιτικού πλαισίου-, αφού πλέον οι αποστάτες δεν καταπολεμούν έναν φόρο ή κάποια άτομα αλλά αντιστρατεύονται περισσότερο συνολικά τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εξουσία στα πλαίσια της Απόλυτης Μοναρχίας.


Μπορούμε να πούμε ότι διαφαίνεται μια πρώτη ένωση πολιτών στη βάση των κοινών συμφερόντων με μια μέσο-αστική ηγεσία να την καθοδηγεί. Σίγουρα πάντως για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις οι εξεγερμένοι όπως παρατηρεί και ο συγγραφέας δεν είναι δημοκρατικοί («republicans»). Μπορεί το Bordeaux να είναι λιμάνι όπου γίνεται εισαγωγή -και- ιδεών, κυρίως από την Αγγλία, αυτό δε σημαίνει όμως ότι οι Γάλλοι άρχοντες και όχι μόνο αποδέχονται σε κάποιο βαθμό το πρόγραμμα της Αγγλικής πολιτειακής μεταρρύθμισης.

Συμπεράσματα

Η κουλτούρα της τιμωρίας είναι πολύ σημαντική τον 17ο αιώνα, επικοινωνεί με χειρονομίες της καθημερινής ζωής, είναι ευέλικτη, στοχεύει και δρα άμεσα, είναι εύκολα κατανοητή και σχετικά αποτελεσματική. Οι εξεγέρσεις αναπτύσσονται σταδιακά. Ανακοινώσεις, ακολουθούν καταγγελίες, μουρμουρητά, και πρώτες συναντήσεις. Προκηρύξεις, διαδηλώσεις, παρεμβάσεις στο συμβούλιο αποτελούν τις πρώτες δημόσιες εκδηλώσεις δυσαρέσκειας. Ο διαχωρισμός που πάντα υποβόσκει ανάμεσα σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους παίρνει σάρκα στο απλοποιημένο σχήμα «εμείς-αυτοί».
Με τη αρχή -συνήθως- της είσπραξης των φόρων, υπάρχουν οι πρώτες αυθόρμητες συγκεντρώσεις που τις ακολουθούν περιορισμένες πράξεις βίας. Στο ξεδίπλωμα των γεγονότων η βία θα αυξηθεί, ενώ παράλληλα θα γίνει συγκεκριμένη. Οι λεηλασίες είναι μόνιμη επωδός της αναταραχής, ενώ πιο σπάνια η απελευθέρωση των κρατουμένων.
Ακολουθεί πάντα μια περιορισμένη ή πιο διευρυμένη καταστολή της εξέγερσης, η οποία σημαίνει την αρχή του τέλους όχι τόσο γιατί είναι έκδηλα αποτελεσματική αλλά γιατί λείπει η πείρα για τον σχεδιασμό και την εκδήλωση ενός νέου βήματος από τη μεριά των εξεγερμένων. Οι τελευταίοι αγνοούν τους βασικούς τρόπους με τους οποίους θα μπορέσουν να επιβληθούν στις αρχές σε μια περισσότερο μόνιμη βάση.

Οι εξεγέρσεις και η κουλτούρα τους συνολικά είναι περισσότερο διορθωτικές κινήσεις απέναντι σε ενέργειες που αναστατώνουν «τη σωστή σειρά των πραγμάτων» όπως την αντιλαμβάνεται ο λαός. Το αστικό πλήθος του 17ου αιώνα είναι σχετικά άγριο, ανησυχεί για την τιμωρία, ακυρώνει κακές και άδικες αποφάσεις και τιμωρεί τους γνωστούς εχθρούς, πλαισιωμένο πάντα από την αρχή της άμυνας υπέρ της τιμής και της αξιοπρέπειας.

Τριάντα με σαράντα περίπου μακροσκελείς εξεγέρσεις λαμβάνουν χώρα τον 17ο αιώνα, ενώ την εικόνα συμπληρώνουν χιλιάδες μικρότερα περιστατικά. Στο περιβάλλον της Απόλυτης Μοναρχίας όπου το καθεστώς πρόνοιας αφορά μόνο σε ένα φοβερά μειοψηφικό ποσοστό του πληθυσμού, η σύνδεση των ηγετών των συνοικιών με τον απλό λαό κάνει την υπόθεση της διαχείρισης μιας κατάστασης εξέγερσης πραγματικά δύσκολη για τις αρχές. Τα πράγματα δυσκολεύουν περαιτέρω όταν λόγω φόβου μειώνονται και οι νομοταγείς πολιτοφυλακές. Η πίεση είναι μεγάλη για τις αρχές δεδομένου ότι πρέπει να κάνουν κάτι έτσι ώστε να αποδείξουν την πίστη τους στο βασιλιά και να μην συσχετιστούν με τους αποστάτες.

Στο σκέλος που αφορά τις φατριαστικές διαμάχες ο συνδυασμός ενός πρώιμου πολιτικού προβληματισμού απέναντι στο σύστημα διακυβέρνησης με την κουλτούρα της λαϊκής αντεκδίκησης, αποτελεί μια εικόνα από το μέλλον. Προς το παρόν ακόμα και οι πλέον ριζοσπάστες λειτουργούν στο πλαίσιο των παραδοσιακών σχέσεων εξουσίας.

Κλείνοντας μπορούμε να μεταφέρουμε την προσέγγιση του Beik πάνω στις εξεγέρσεις. Απαντώντας στο αρχικά τεθειμένο ερώτημα κατά πόσο αυτές παίζουν κάποιο ρόλο στην πολιτική της διακυβέρνησης, ο συγγραφέας απαντά ότι οι εξεγέρσεις αυτές δεν αλλάζουν τον κόσμο αλλά προσπαθούν λυσσασμένα να τον επηρεάσουν.

Με βάση όλα τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι το πόνημα του William Beik είναι ένα εγχειρίδιο χρηστικότατο για οποιονδήποτε θέλει να προσεγγίσει με επιστημονικό τρόπο την ιστορία των εξεγέρσεων που εκδηλώνονται στις πόλεις της Γαλλίας τον 17ο αιώνα. Μεθοδολογικά το βιβλίο είναι άρτιο με μόνη επισήμανση την έλλειψη υποσημειώσεων και απ’ ευθείας παραπομπών, σε αντίθεση με την πολύ πλούσια βιβλιογραφία που το συνοδεύει. Η γλώσσα του είναι απλή και κατανοητή χωρίς να χάνει σε απόδοση νοημάτων. Η ματιά είναι εμφανώς διεισδυτική και σφαιρική, χάρη στην επιλογή του συγγραφέα να καταβάλει όλες τις απαραίτητες ενέργειες έτσι ώστε το έργο να συμπεριληφθεί ιστοριογραφικά στα σοβαρά μελετήματα της σύγχρονης μεθοδολογικά ιστοριογραφίας. Τέλος, η υπογραφή ενός κορυφαίου πανεπιστημιακού ιδρύματος παγκοσμίως, αυτή του πανεπιστημίου του Cambridge στην έκδοση αποτελεί ένα καλό εχέγγυο για την αρτιότητα τουλάχιστον της έκδοσης, η οποία είναι εμπλουτισμένη με διάφορες φωτογραφίες από το 16ο έως και το 18ο αιώνα (στο εξώφυλλο αναπαρίσταται σκηνή από ταραχές του 1790 στο Παρίσι, αφού δεν υπάρχουν παραστάσεις εξεγέρσεων του 17ου αιώνα) που αναπαριστούν κυρίως απόψεις των πόλεων της Γαλλίας όπου λαμβάνουν χώρα εξεγέρσεις κατά τον 17ο αιώνα.

16/02/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου